Γράφει ο Τηλέμαχος Λαχανάς
Όσοι έχετε προμηθευτεί το ιστορικό μου πόνημα με τίτλο «ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΩ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821» (έκδοση του 2022), σχετικά με την γενεαλογία της Δυναστείας Μήλειων της Χιμάρας, στην σελίδα 275 έγινε αναφορά για τον πρόγονο της δυναστείας, τον Μάρκο Μήλειο, ότι είχε μετοικίσει στη Χιμάρα από το Προγονάτι Κουρβελεσίου.
Δυστυχώς με την συμβολική σύνταξη της Αλβανίας (τότε περίπου 300 €), καθώς ερχόμενος στην Ελλάδα υπερήλικας μεν (το 2003), δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω, οπότε δεν είχα και την δυνατότητα να ψάξω σε αρχεία. Αν και κλειδωμένα, υπάρχουν τα αρχεία των Σπύρο Μήλειων, όπου πιθανό γίνεται και αναφορά για την καταγωγή και τις σχέσεις τους με το Προγονάτι!
Επίσης σε άλλο ιστορικό μου πόνημα, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1878 ΣΤΟ ΛΥΚΟΥΡΣΙΟ ΤΗΣ ΑΝΩ ΗΠΕΙΡΟΥ» (επανέκδοση το 2016), μεταξύ αυτών που είχαν αναφερθεί για την Επανάσταση ήταν και ο συγγραφέας Χρήστος Χρηστοβασίλης, για το έργο του οποίου είχα ακούσει ελάχιστα και καθόλου για τον βίο του!
Τι συνέβη όμως; Σχετικά με το «πόνημά» μου για την «επανάσταση του Λυκουρσίου» ενδιαφέρθηκε η εγγονή του Χρηστοβασίλη, η κ. Δροσιά Κατσίλα, η οποία μετά από ανταλλαγή μηνυμάτων είχε την καλοσύνη να μου προσφέρει περί αυτού, μια ογκώδη διατριβή της. Ε λοιπόν όταν ο αναγνώστης διαβάσει εν συνεχεία το ποιος ήταν ο Χρήστος Χρηστοβασίλης όχι μόνο θα μείνει άφωνος, θα αναρωτηθεί και για την ελλείψει γνώσης της δικής μας διανόησης! Έστω και μετά το 1990, γιατί παραμέλησε το πολυδιάστατο και ογκώδες έργο του, το οποίο τον ανάγει ως τον μεγαλύτερο των μεγάλων συγγραφέων και λαογράφων της Ηπείρου και γενικότερα της Ελλάδας; :Επίσης την σχέση του με την ιστορία των δικών μας περιοχών και της περιοχής καταγωγής των προγόνων του, το Ζιουλάτες της Λιαπουριάς.
Γιατί λοιπόν αυτός ο «γίγαντας» της ιστορίας και της λογοτεχνίας, επίσης ο «αγωνιστής» για την υπόθεση του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος δεν αξιώθηκε, όταν και οι σχέσεις της Κοινότητάς μας έπρεπε να ήταν αλληλένδετες; με το Ζιουλάτες της Λιαπουριάς;
Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1861, στο Σουλόπουλο ή Σούλι Χρηστοβασίλη της επαρχίας Κουρέντων, νομού Ιωαννίνων. Χωριό στην δεξιά όχθη του ποταμού Καλαμά, μάλλον σε περιοχή που καταγράφονταν ως κτήμα του πατέρα του. Ως προς το έτος γέννησης οι πληροφορίες διίστανται, καθώς αρκετοί πιθανολογούν, το μεταβάλουν μεταξύ των ετών 1855 ως 1862..Η καταγωγή των προγόνων του όμως ήταν από το Ζιουλάτες της επαρχίας Κουρβελεσίου Βορείου Ηπείρου.
Όπως γράφει σε κάποια από τα διηγήματά του, μετά τον εξισλαμισμό του μεγαλύτερου μέρους της οικογένειας Ζιουλαταίων του ομώνυμου χωριού (γίνεται λόγος για πατριαρχική οικογένεια), ένα τμήμα της «φάρας» έφυγε από την Βόρειο Ήπειρο και εγκαταστάθηκε σε χωριό της Παραμυθιάς, στο Σκλιάβι. Μετά από λίγο καιρό όμως η οικογένεια διχάστηκε ξανά και ένα παρακλάδι της αλλαξοπίστησε. Τότε οι χριστιανοί Ζιουλαταίοι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, οπότε άλλοι κατέφυγαν στην Πάργα, για τους οποίους υπάρχει και η σχετική μαρτυρία Παιρρεβού και Σαλαμπάντα, και άλλοι στο Σούλι. Εν τω μεταξύ στα μέσα του 18ου αι. οι κάτοικοι των Κουρεντοχωρίων παραλίγο να εξισλαμιστούν, γεγονός που κίνησε το ενδιαφέρον αρμοδίων της περιοχής, οπότε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων απευθύνθηκε για το πρόβλημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ανάθεσε στον «Κοσμά τον Αιτωλό» να εξετάσει για την λύση του προβλήματος. Οπότε η μόνη αποδεχτή λύση θεωρήθηκε η αποστολή από το Σούλι του καπετάνιου Φώτη Ζιουλάτι και όλης της «φάρας» του, η οποία αριθμούσε και 46 ντουφέκια. Μετά από πολλές μάχες (γίνεται λόγος για το 1776) η περιοχή των Κουρεντοχωρίων απηλλάγη από τον εφιάλτη του εξισλαμισμού και οι Ζιουλαταίοι θέλησαν να επιστρέψουν ξανά στο Σούλι. Οι Σουλιώτες όμως φοβούμενοι τα ίδια, για να τους υποχρεώσουν να μείνουν στην περιοχή παραχώρησαν στον Φώτη Ζιουλάτη μια μεγάλη έκταση (περίπου τριών χιλιάδων στρεμμάτων), στην αριστερή και δεξιά όχθη του ποταμού Καλαμά. Επίσης του έδωσαν χίλια γιδοπρόβατα και πολλά γελάδια και άλογα! Έτσι οι Ζιουλαταίοι, καθώς προτίμησαν να παραμείνουν έχτισαν και το πρώτο τους σπίτι στην αριστερή όχθη του ποταμού Καλαμά, υποτίθεται παρόμοιο με του Πύργο του χωριού τους. Μετά από μερικά χρόνια όμως εγκατέλειψαν την αριστερή όχθη, γιατί ήταν κοντά στον δρόμο Ιωαννίνων-Φιλιατών και κατά συνέπεια υπήρχε εύκολη πρόσβαση από τους Τούρκους. Εγκαταστάθηκαν στην δεξιά πλευρά του ποταμού και έχτισαν άλλον Πύργο. Αργότερα παραχωρήθηκαν εκτάσεις και σε άλλους χριστιανούς που καταδιώκονταν από Τουρκαλβανούς. Σαν αποτέλεσμα δημιουργήθηκε το χωριό «Σούλι Χρηστοβασίλη ή Σουλόπουλο».
Υπόψη ο αναγνώστης: Eπειδή εξαιτίας του πονήματος για την Επανάσταση, δεν το θεώρησα αναγκαίο προς το παρόν να ασχοληθώ περαιτέρω με την πορεία και τις περιπέτειες αυτού του «μεγάλου αγωνιστή», προτρέχω στο 1878 όπου τον «απαντώ» στα γεγονότα της «Επανάστασης του Λυκουρσίου», ως ένας εξ αυτών που αναφέρθηκαν για την επανάσταση, χωρίς καν αναφορά για την δική του συμμετοχή. Η «διατριβή» της κ. Κατσίλα όμως, βασισμένη σε πασίγνωστους ιστορικούς, φιλόλογους και δημοσιογράφους της εποχής που είχαν ασχοληθεί με την ζωή και το τεράστιο ιστορικό-λογοτεχνικό έργο του Χρηστοβασίλη, αναφέρει ότι μετά την αποτυχία της επανάστασης και την διασκόρπιση των επαναστατών, «ο Χρηστοβασίλης συνελήφθη «παρά τον Λούρον» και θα οδηγούνταν στα Ιωάννινα από δυο χωροφύλακες Τούρκους, ο ένας ηλικιωμένος πάνω των 60 ετών και ο άλλος νέος, μόλις 20 ετών. Καθώς κατασκήνωσαν στο ξενοδοχείο «Λούρου», ο τότε δάσκαλος που βρέθηκε εκεί κέρασε τους χωροφύλακες, μέχρι που ο ηλικιωμένος μέθυσε. Επειδή ο νεότερος χωροφύλακας δεν έπινε ο δάσκαλος μπόρεσε να δώσει στον Χρηστοβασίλη κρυφά μια δίκοπη μάχαιρα, ενώ ο δάσκαλος πλησίασε τον τον νεότερο χωροφύλακα και του είπε, αυτός είναι μέγας Γιουνάνης «Έλλην επαναστάτης» και αν τον πας μόνος σου στα Γιάννενα θα πάρεις αξίωμα. Ο ελαφρόμιαλος Αλβανός τότε, «άϊντε» είπε στον Χριστοβασίλη να πάμε οι δυο μας στα Γιάννενα, και εφόρτωσε το όπλο του. Με τον Χρηστοβασίλη μετά μιαν ώραν έφθασαν στον ποταμόν, τον οποίον θα διάβαιναν πεζοί, ο τουρκαλβανός εκάθησεν εις την όχθην του ποταμού να εκβάλη τις κάλτσες του, το ίδιον έδειξεν, ότι θα έκανε και ο Χρηστοβασίλης, όστις πριν καθήση ενέπηξε την μάχαιραν εις τον τούρκον και φονεύσας αυτόν έσπροξεν εις τα θολά ύδατα του ποταμού, ρίψας και το όπλον του, οδέ Χρηστοβασίλης κατόρθωσε και έφτασε σώος εις το Σουλόπουλον, εκεί κρυβείς επί τίνα καιρόν, τον Δεκέμβριον του 1880 ήλθεν εις Θεσσαλίαν…Ταύτα διηγείτο ο ίδιος και ο εκ Κρετσουνίστης Κώστα Βέλης και ο Δημήτριος Πασχίδης διδάσκαλος και μετά ταύτα ιερεύς και οικονόμος Παπα-Δημήτριος Πασχίδης…
Πάντως ο ίδιος ο Χρηστοβασίλης σε αίτηση που είχε στείλει το 1921 στο Υπουργείο Γεωργίας της Ελλάδας για προβλήματα ιδιοκτησίας, αναφέρει για την συμμετοχή του στην Επανάσταση του Λυκουρσίου, ότι είχε συλληφθεί και καταδικαστεί εις θάνατον, αν και δραπέτευσε από τις φυλακές Ιωαννίνων. κ.λ.π. κ.λ.π. Επειδή σκοπός του πονήματος είναι η «Επανάσταση» και τα επώδυνα, όπως έγινε αναφορά και πιο πάνω, επικεντρώνομαι μόνο στα όσα σχετίζονται για την Επανάσταση. Και όχι μόνο! Παραμελώντας περιπέτειες και άλλες δραστηριότητες μέχρι το τέλος του 1913, στις 17 του Φλεβάρη του 1914 έδωσε το παρών και στην ανακήρυξη της Αυτόνομης δημοκρατίας στο Αργυρόκαστρο, ζητώντας από Γ. Χ. Ζωγράφο να τεθεί επικεφαλής 400-500 επαναστατών. Ο Ζωγράφος άργησε μεν να απαντήσει, αλλά αντί αυτού στις 24 του Μάρτη 1914 του ανάθεσε την διοίκηση της πολιτοφυλακής Αργυροκάστρου. Γνωρίζοντας όμως την δεινή οικογενειακή του κατάσταση, μετά 5 μηνών χωρίς μισθό τον επιφόρτισε με άλλα καθήκοντα. Παρ όλα αυτά, στις 10 Οκτωβρίου του 1914 του απενεμήθη ο «Σιδηρούς Πολεμικός Σταυρός» από το Υπουργείο Στρατιωτικών και Αρχηγό του Στρατού, «εις τον μετάσχοντα εις τους Αγώνας της Βορ. Ηπείρου Χρηστοβασίλην Χρήστον προσελθόντα εκ των πρώτων εις τον αγώνα και εργασθέντα μετά εξαιρετικού ζήλου και αυταπαρνήσεως προς ευόδωσιν αυτού, διεξαγόντα δε τα καθήκοντα του διευθυντού της Αστυνομίας Αργυροκάστρου μετά ζηλευτής δραστηριότητος. Εκτός του ότι από τον Μάρτη μέχρι το τέλος Ιουνίου (1914) υπηρέτησε ως επιλοχίας στην Χωροφυλακή Αργυροκάστρου και ο γιος του Χρηστοβασίλη Γιάννος, και αυτός χωρίς μισθό. Γεγονότα που καθώς προετοιμάζω την τελευταία έκδοση της «Επανάστασης του 1878 στο Λυκούρσιο της Άνω Ηπείρου»», χρέος μου να συμπεριλάβω και τις παραπάνω λεπτομέρειες.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό! Μαζί με την αναγκαία προβολή του ογκώδες έργου του Χ. Χρηστοβασίλη και την αδιαμφισβήτητη σημασία του για την ιστορία της Ηπείρου και γενικότερα της Ελλάδας, ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει και η προβολή της ιστορίας των προγόνων του, ξεκινώντας π.χ. από τον Παπά Ζιούλη, ιερέας της Βυζαντινής περιόδου, καθώς από το 1081 αναφέρεται και ως ηγέτης όλης της περιοχής του Κουρβελεσίου και ως ο θεμελιωτής της «νομοθεσίας» (του κανών) της Λιαπουριάς, όπως την προάσπιση της τιμής, την ανδρεία, την ευγένεια, την πίστη, την φιλοξενία, την ευγένεια, την ισότητα, ελευθερία κ.λ.π. Νομοθεσία όπου τον Ιούνιο του 1081 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Λιαπουριά και συνέχισε με την συμμετοχή και των πέριξ της Λιαπουριάς χωριών. Επίσης τις περιπέτειες περί εξισλαμισμού μερίδας κατοίκων του Ζιουλατιού, περιπέτειες της δικής του «φάρας» (όπως την αποκαλεί) σε περιοχές της Ελλάδας, η συμμετοχή της «φάρας» του στους αγώνες των Σουλιωτών, ο Φώτης Ζιουλάτης και τα 46 «ντουφέκια», καθώς δεν γνωρίζουμε πολλά. Όσο για το σύνολο της προσφοράς του προς την πατρίδα, πέραν της τιμητικής διάκρισης για την λογοτεχνική του προσφορά, πιστεύω ότι αξίζει και τιμητικό μνημείο στα Ιωάννινα, στον κήπο των έξοχων πατριωτών και ηρώων. Γιατί όχι και παρόμοια διάκριση εντός των συνόρων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, όταν με το καλό ενταχθεί και η Αλβανία στην οικογένεια της Ευρώπης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών