Το Τελευταίο Κλαρίνο του Πετρολούκα: Μια Ηπειρώτικη Προσευχή στον Άνεμο (vid)

Ήταν μεσημέρι, όταν η γη της Ηπείρου αναστέναξε βαριά· σαν να λυγισε για μια στιγμή κάτω από το βάρος του αποχωρισμού. Ο ουρανός, θολός αλλά γαλήνιος, κρέμονταν πάνω από το Δελβινάκι, την πατρογονική ρίζα του Πετρολούκα Χαλκιά. Κι εκεί, ανάμεσα στα περήφανα βουνά και τους αιωνόβιους κορμούς της μνήμης, ήχησε το τελευταίο του κλαρίνο· όχι από τα δικά του χείλη, μα από τα χείλη της μνήμης, της αγάπης και του πένθους.
Δεν ήταν μια απλή κηδεία· ήταν μια μυσταγωγία. Τα μοιρολόγια δεν ήταν λέξεις· ήταν αναστεναγμοί της πέτρας, τραγούδι του νερού, οδύνη της φωνής που δεν συμβιβάζεται με τη σιωπή. Η Μαριόλα – εκείνο το μοιρολόι που σπάει την ψυχή σαν παλιό τζάμι – αντήχησε σαν προσευχή και σαν ξόρκι, με τα κλαρίνα να συνοδεύουν τον περασμένο καιρό στον δρόμο προς το αιώνιο.


Ο Πετρολούκας δεν πέθανε· έγειρε. Όπως γέρνει ο γέρικος πλάτανος όταν δεν αντέχει άλλο το βάρος της δόξας και της σκιάς του. Δεν εγκατέλειψε· απλώς γύρισε στο χώμα που τον ανάστησε. Το χέρι του, που χάιδευε το κλαρίνο σαν προσευχή, τώρα ακουμπάει τη γη· κι εκείνη αναπνέει μέσα από τις νότες του.
Ήταν παρών όλος ο λαός της παράδοσης, αυτοί που αγάπησαν, που χόρεψαν, που έκλαψαν με τα τραγούδια του. Ήταν εκεί τα βουνά της Ηπείρου, αμίλητα, αλλά με πρόσωπο υγρό. Κι οι παλιοί κλαρινίστες, με μάτια βαριά και χαμηλωμένα, έπαιξαν για εκείνον ένα τελευταίο σέρβικο· όχι για τον θάνατο, αλλά για τον αποχαιρετισμό.


Ο Πετρολούκας ήταν κάτι παραπάνω από μουσικός· ήταν χρονικογράφος μιας πατρίδας που δεν καταγράφεται με λέξεις. Η ψυχή του κλαρίνου του έφτανε πιο μακριά από τα σύνορα, πιο βαθιά από το αίμα. Και τώρα, "το κλαρίνο σιώπησε, αλλά ο ήχος έμεινε".
Στη σιγή που ακολούθησε την τελευταία νότα, ένας γερασμένος ποιμένας ψιθύρισε:
«Άξιος. Τον ακούμε ακόμη, και θα τον ακούμε όσο υπάρχουν νύχτες στην Ήπειρο».

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια