Απόφαση-σταθμός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βάζει φρένο στο ιταλικό σχέδιο μετανάστευσης στην Αλβανία
Μια πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΚ) έφερε ισχυρό πλήγμα στις προσπάθειες της Ιταλίας να εφαρμόσει τη συμφωνία με την Αλβανία για την ταχεία επεξεργασία αιτήσεων ασύλου εκτός συνόρων. Η απόφαση αυτή, που αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο η Ρώμη καθορίζει ποιες χώρες θεωρούνται «ασφαλείς», απειλεί να ακυρώσει τον πυρήνα του σχεδίου που είχε σχεδιαστεί ως κεντρικό στοιχείο της μεταναστευτικής πολιτικής της κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι.
Η συμφωνία Ιταλίας–Αλβανίας, που υπογράφηκε το 2023, προέβλεπε ότι μετανάστες που διασώζονταν στη Μεσόγειο θα μεταφέρονταν απευθείας σε κέντρα επεξεργασίας αιτήσεων στην αλβανική επικράτεια. Η λογική ήταν να δημιουργηθεί ένα γρήγορο σύστημα αξιολόγησης: όσοι προέρχονταν από χώρες χαρακτηρισμένες ως «ασφαλείς» και έπαιρναν αρνητική απάντηση στο αίτημα ασύλου, θα απελαύνονταν εντός μίας εβδομάδας.
Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε ότι η ιταλική διαδικασία κατάρτισης της λίστας ασφαλών χωρών δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ. Σύμφωνα με την απόφαση, μια χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ασφαλής μόνο εφόσον προσφέρει αποτελεσματική και γενικευμένη προστασία για όλο τον πληθυσμό της. Η Ιταλία, αντίθετα, έχει περιλάβει στη λίστα της χώρες όπως η Αίγυπτος και το Μπαγκλαντές, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ορισμένες ομάδες από τις χώρες αυτές αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο δίωξης. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η κυβέρνηση υποχρεούται να δημοσιοποιεί τα αποδεικτικά στοιχεία και τις πηγές στις οποίες βασίζει τις αποφάσεις της, ώστε οι αιτούντες άσυλο να μπορούν να τις προσβάλουν νομικά.
Η απόφαση αυτή δεν απορρίπτει κατ’ αρχήν την ιδέα ταχείας διαδικασίας για μετανάστες από ασφαλείς χώρες. Ωστόσο, δηλώνει ρητά ότι μέχρι να ευθυγραμμιστεί η ιταλική νομοθεσία με το δίκαιο της ΕΕ, ο χαρακτηρισμός «ασφαλής χώρα προέλευσης» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να δικαιολογεί μεταφορές στην Αλβανία. Όπως σημείωσε η ερευνήτρια μετανάστευσης της Διεθνούς Αμνηστίας, Αντριάνα Τιντόνα, «το λεγόμενο μοντέλο της Αλβανίας καταρρέει στον νομικό του πυρήνα».
Η αντίδραση της ιταλικής κυβέρνησης ήταν έντονη. Η Ρώμη κατηγόρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι υπερέβη τον ρόλο του και προειδοποίησε ότι η απόφαση υπονομεύει την ικανότητα των κρατών-μελών να προστατεύουν τα εθνικά τους σύνορα. Ωστόσο, νομικοί επισημαίνουν ότι η ετυμηγορία δίνει ξεκάθαρο μήνυμα: τελικός κριτής για τον ορισμό των ασφαλών χωρών δεν είναι η εκτελεστική εξουσία αλλά τα δικαστήρια. Ο καθηγητής δικαίου της ΕΕ, Ντανιέλε Γκάλο, εξηγεί ότι «κάθε δικαστής στην Ιταλία έχει πλέον την υποχρέωση να παραμερίζει την εθνική νομοθεσία όταν αυτή συγκρούεται με το δίκαιο της Ένωσης».
Η εξέλιξη αυτή έχει ευρύτερες συνέπειες για την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης της ΕΕ, που θα τεθεί σε ισχύ το 2026, προβλέπει κοινό κατάλογο ασφαλών χωρών για επιστροφές, στον οποίο περιλαμβάνονται και η Αίγυπτος και το Μπαγκλαντές. Η απόφαση του ΔΕΚ εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο οι εθνικές αρχές θα μπορούν να εφαρμόζουν αυτόν τον κατάλογο χωρίς να παραβιάζουν τα δικαιώματα συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού.
Πρακτικά, η απόφαση αφήνει το ιταλικό σχέδιο στην Αλβανία σε αβέβαιο μέλλον. Ακόμη και πριν από την ετυμηγορία, η εφαρμογή της συμφωνίας αντιμετώπιζε εμπόδια: οι πρώτοι μετανάστες που μεταφέρθηκαν στα αλβανικά κέντρα επέστρεψαν στην Ιταλία έπειτα από νομικές παρεμβάσεις, ενώ εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν με υπέρβαση προϋπολογισμού έμειναν ανενεργές.
Η υπόθεση παρακολουθείται στενά από άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, που εξετάζουν τη δημιουργία παρόμοιων μηχανισμών επεξεργασίας αιτήσεων εκτός συνόρων για να μειώσουν τις αφίξεις παράτυπων μεταναστών. Η απόφαση του ΔΕΚ στέλνει προειδοποιητικό μήνυμα: τέτοιες πολιτικές δεν μπορούν να αγνοούν τα θεμελιώδη νομικά πλαίσια προστασίας των αιτούντων άσυλο.
Πέρα από τη νομική διάσταση, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλλουν ότι η συμφωνία Ιταλίας–Αλβανίας παραβιάζει βασικές αρχές, καθώς βασίζεται σε ένα αυτόματο σύστημα κράτησης. «Δεν μιλάμε μόνο για ασφαλείς χώρες προέλευσης», υπογραμμίζει η Αντριάνα Τιντόνα, «αλλά για το γεγονός ότι οι άνθρωποι κρατούνται προτού καν εξεταστεί εξατομικευμένα η υπόθεσή τους. Αυτό είναι παράνομο».
Με την απόφαση αυτή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν απλώς παρεμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο· διαμορφώνει τις γραμμές άμυνας του ευρωπαϊκού νομικού συστήματος απέναντι σε πολιτικές που επιχειρούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες ασύλου εις βάρος των δικαιωμάτων. Για την Ιταλία, σημαίνει ότι αν θέλει να συνεχίσει το πείραμα της Αλβανίας, θα πρέπει να επανασχεδιάσει εκ βάθρων το νομικό πλαίσιο, αυτή τη φορά σε πλήρη συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η συμφωνία Ιταλίας–Αλβανίας, που υπογράφηκε το 2023, προέβλεπε ότι μετανάστες που διασώζονταν στη Μεσόγειο θα μεταφέρονταν απευθείας σε κέντρα επεξεργασίας αιτήσεων στην αλβανική επικράτεια. Η λογική ήταν να δημιουργηθεί ένα γρήγορο σύστημα αξιολόγησης: όσοι προέρχονταν από χώρες χαρακτηρισμένες ως «ασφαλείς» και έπαιρναν αρνητική απάντηση στο αίτημα ασύλου, θα απελαύνονταν εντός μίας εβδομάδας.
Το Δικαστήριο, ωστόσο, έκρινε ότι η ιταλική διαδικασία κατάρτισης της λίστας ασφαλών χωρών δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ. Σύμφωνα με την απόφαση, μια χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ασφαλής μόνο εφόσον προσφέρει αποτελεσματική και γενικευμένη προστασία για όλο τον πληθυσμό της. Η Ιταλία, αντίθετα, έχει περιλάβει στη λίστα της χώρες όπως η Αίγυπτος και το Μπαγκλαντές, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ορισμένες ομάδες από τις χώρες αυτές αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο δίωξης. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η κυβέρνηση υποχρεούται να δημοσιοποιεί τα αποδεικτικά στοιχεία και τις πηγές στις οποίες βασίζει τις αποφάσεις της, ώστε οι αιτούντες άσυλο να μπορούν να τις προσβάλουν νομικά.
Η απόφαση αυτή δεν απορρίπτει κατ’ αρχήν την ιδέα ταχείας διαδικασίας για μετανάστες από ασφαλείς χώρες. Ωστόσο, δηλώνει ρητά ότι μέχρι να ευθυγραμμιστεί η ιταλική νομοθεσία με το δίκαιο της ΕΕ, ο χαρακτηρισμός «ασφαλής χώρα προέλευσης» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να δικαιολογεί μεταφορές στην Αλβανία. Όπως σημείωσε η ερευνήτρια μετανάστευσης της Διεθνούς Αμνηστίας, Αντριάνα Τιντόνα, «το λεγόμενο μοντέλο της Αλβανίας καταρρέει στον νομικό του πυρήνα».
Η αντίδραση της ιταλικής κυβέρνησης ήταν έντονη. Η Ρώμη κατηγόρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι υπερέβη τον ρόλο του και προειδοποίησε ότι η απόφαση υπονομεύει την ικανότητα των κρατών-μελών να προστατεύουν τα εθνικά τους σύνορα. Ωστόσο, νομικοί επισημαίνουν ότι η ετυμηγορία δίνει ξεκάθαρο μήνυμα: τελικός κριτής για τον ορισμό των ασφαλών χωρών δεν είναι η εκτελεστική εξουσία αλλά τα δικαστήρια. Ο καθηγητής δικαίου της ΕΕ, Ντανιέλε Γκάλο, εξηγεί ότι «κάθε δικαστής στην Ιταλία έχει πλέον την υποχρέωση να παραμερίζει την εθνική νομοθεσία όταν αυτή συγκρούεται με το δίκαιο της Ένωσης».
Η εξέλιξη αυτή έχει ευρύτερες συνέπειες για την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης της ΕΕ, που θα τεθεί σε ισχύ το 2026, προβλέπει κοινό κατάλογο ασφαλών χωρών για επιστροφές, στον οποίο περιλαμβάνονται και η Αίγυπτος και το Μπαγκλαντές. Η απόφαση του ΔΕΚ εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο οι εθνικές αρχές θα μπορούν να εφαρμόζουν αυτόν τον κατάλογο χωρίς να παραβιάζουν τα δικαιώματα συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού.
Πρακτικά, η απόφαση αφήνει το ιταλικό σχέδιο στην Αλβανία σε αβέβαιο μέλλον. Ακόμη και πριν από την ετυμηγορία, η εφαρμογή της συμφωνίας αντιμετώπιζε εμπόδια: οι πρώτοι μετανάστες που μεταφέρθηκαν στα αλβανικά κέντρα επέστρεψαν στην Ιταλία έπειτα από νομικές παρεμβάσεις, ενώ εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν με υπέρβαση προϋπολογισμού έμειναν ανενεργές.
Η υπόθεση παρακολουθείται στενά από άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, που εξετάζουν τη δημιουργία παρόμοιων μηχανισμών επεξεργασίας αιτήσεων εκτός συνόρων για να μειώσουν τις αφίξεις παράτυπων μεταναστών. Η απόφαση του ΔΕΚ στέλνει προειδοποιητικό μήνυμα: τέτοιες πολιτικές δεν μπορούν να αγνοούν τα θεμελιώδη νομικά πλαίσια προστασίας των αιτούντων άσυλο.
Πέρα από τη νομική διάσταση, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταγγέλλουν ότι η συμφωνία Ιταλίας–Αλβανίας παραβιάζει βασικές αρχές, καθώς βασίζεται σε ένα αυτόματο σύστημα κράτησης. «Δεν μιλάμε μόνο για ασφαλείς χώρες προέλευσης», υπογραμμίζει η Αντριάνα Τιντόνα, «αλλά για το γεγονός ότι οι άνθρωποι κρατούνται προτού καν εξεταστεί εξατομικευμένα η υπόθεσή τους. Αυτό είναι παράνομο».
Με την απόφαση αυτή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν απλώς παρεμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο· διαμορφώνει τις γραμμές άμυνας του ευρωπαϊκού νομικού συστήματος απέναντι σε πολιτικές που επιχειρούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες ασύλου εις βάρος των δικαιωμάτων. Για την Ιταλία, σημαίνει ότι αν θέλει να συνεχίσει το πείραμα της Αλβανίας, θα πρέπει να επανασχεδιάσει εκ βάθρων το νομικό πλαίσιο, αυτή τη φορά σε πλήρη συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών