Η πολιτική ζωή στην Αλβανία τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από έντονες συγκρούσεις μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Η αντιπαράθεση που ξέσπασε ξανά τις τελευταίες ημέρες, με πρωταγωνιστή τον πρωθυπουργό Έντι Ράμα και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ανέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Η αφορμή για την τελευταία κλιμάκωση ήταν μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που μπλόκαραν κατεδαφίσεις παράνομων κτισμάτων σε δημόσιους χώρους. Ο Ράμα, πιστός στην εδώ και χρόνια στρατηγική του να εμφανίζεται ως υπερασπιστής του «δημόσιου συμφέροντος» απέναντι σε «διεφθαρμένους δικαστές», εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του δικαστικού σώματος. Με δηλώσεις του, κατηγόρησε ονομαστικά δικαστές ότι προστατεύουν «παράνομα κτίρια στη μέση του δρόμου» και εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους.
Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, που έχει θεσμικό ρόλο στην εποπτεία του δικαστικού συστήματος, εξέδωσε μια λιτή ανακοίνωση, υπενθυμίζοντας ότι οι καταγγελίες για τη συμπεριφορά ή την ακεραιότητα δικαστών πρέπει να απευθύνονται στα αρμόδια όργανα. Σημαντικό στοιχείο: στο κείμενο δεν υπήρξε καμία ευθεία αναφορά στο όνομα του πρωθυπουργού.
Η φαινομενικά ήπια τοποθέτηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν λειτούργησε κατευναστικά. Αντιθέτως, ο Ράμα θεώρησε ότι ο θεσμός επιχειρεί να παρέμβει στο έργο του και αντέδρασε με ακόμη πιο αιχμηρές δηλώσεις.
«Λέω στα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου να μην σπαταλούν τον χρόνο τους κρίνοντας πώς κάνω τη δουλειά για την οποία με ψήφισε ο αλβανικός λαός – ο καθημερινός μου δικαστής», δήλωσε χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο αμφισβήτησε τη νομιμοποιητική βάση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αλλά και προέβαλε το επιχείρημα ότι η μόνη πραγματική κρίση που δέχεται είναι από τους πολίτες μέσω της κάλπης.
Ο Ράμα κατηγόρησε επιπλέον το Συμβούλιο ότι «έχει ξεχάσει τον θεμελιώδη ρόλο του», δηλαδή να φροντίζει για την ποιότητα της Δικαιοσύνης και να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον από αποφάσεις που, όπως υποστήριξε, «υπονομεύουν το κράτος δικαίου».
Η δημόσια αντιπαράθεση δεν είναι μια συνηθισμένη πολιτική διαμάχη. Αγγίζει τον πυρήνα της θεσμικής ισορροπίας στην Αλβανία, μια χώρα που εδώ και χρόνια βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ακριβώς για θέματα κράτους δικαίου, καταπολέμησης της διαφθοράς και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της δικαστικής μεταρρύθμισης του 2016, η οποία θεωρήθηκε προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός επιτίθεται σε έναν θεσμό που σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί ανεξάρτητα, δημιουργεί ανησυχίες για ενδεχόμενη υπονόμευση της μεταρρύθμισης αυτής.
Παράλληλα, η στάση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δείχνει τα όρια αντοχής του: επέλεξε να απαντήσει με ήπιο τρόπο, χωρίς προσωπικές αναφορές, πιθανότατα για να μην επιτείνει την κρίση. Ωστόσο, αυτή η προσεκτική στάση ερμηνεύεται από πολλούς ως αδυναμία να υπερασπιστεί ενεργά την ανεξαρτησία των δικαστών απέναντι στην εκτελεστική εξουσία.
Η πολιτική στρατηγική του πρωθυπουργού φαίνεται σαφής. Μετατρέπει τη Δικαιοσύνη σε αντίπαλο, εμφανίζοντας την κυβέρνηση ως τη δύναμη που υπερασπίζεται το «λαϊκό δίκαιο» έναντι «δικαστών που προστατεύουν ιδιοτελή συμφέροντα». Η ρητορική αυτή έχει διπλό στόχο:
Η κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης θέτει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Όταν ο πρωθυπουργός, η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα της χώρας, επιτίθεται σε ένα θεσμικό όργανο που έχει δημιουργηθεί για να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι η πολιτική εξουσία μπορεί να αγνοεί ή και να απαξιώνει τους ελέγχους που προβλέπει η δημοκρατία.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, η κατάσταση αυτή αποτελεί σοβαρή πρόκληση. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι θεμελιώδες κριτήριο για την πρόοδο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Αν η αντιπαράθεση συνεχιστεί ή ενταθεί, δεν αποκλείεται να υπάρξουν καθυστερήσεις ή και προειδοποιήσεις από τις Βρυξέλλες.
Η αντιπαράθεση Ράμα – Δικαιοσύνης δεν είναι ένα στιγμιαίο επεισόδιο, αλλά σύμπτωμα μιας βαθύτερης θεσμικής κρίσης. Ο πρωθυπουργός δείχνει αποφασισμένος να αγνοήσει ή και να αμφισβητήσει το ρόλο των δικαστικών θεσμών, θεωρώντας ότι μόνο η λαϊκή εντολή αρκεί για να νομιμοποιήσει τις επιλογές του. Από την άλλη, η δικαστική εξουσία εμφανίζεται αμήχανη, διστάζοντας να υπερασπιστεί σθεναρά την ανεξαρτησία της.
Το ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι αν η αντιπαράθεση αυτή θα περιοριστεί στη σφαίρα της ρητορικής ή αν θα οδηγήσει σε θεσμικές συγκρούσεις με πραγματικές συνέπειες για την Αλβανία και την πορεία της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αφορμή για την τελευταία κλιμάκωση ήταν μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που μπλόκαραν κατεδαφίσεις παράνομων κτισμάτων σε δημόσιους χώρους. Ο Ράμα, πιστός στην εδώ και χρόνια στρατηγική του να εμφανίζεται ως υπερασπιστής του «δημόσιου συμφέροντος» απέναντι σε «διεφθαρμένους δικαστές», εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του δικαστικού σώματος. Με δηλώσεις του, κατηγόρησε ονομαστικά δικαστές ότι προστατεύουν «παράνομα κτίρια στη μέση του δρόμου» και εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους.
Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, που έχει θεσμικό ρόλο στην εποπτεία του δικαστικού συστήματος, εξέδωσε μια λιτή ανακοίνωση, υπενθυμίζοντας ότι οι καταγγελίες για τη συμπεριφορά ή την ακεραιότητα δικαστών πρέπει να απευθύνονται στα αρμόδια όργανα. Σημαντικό στοιχείο: στο κείμενο δεν υπήρξε καμία ευθεία αναφορά στο όνομα του πρωθυπουργού.
Η φαινομενικά ήπια τοποθέτηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν λειτούργησε κατευναστικά. Αντιθέτως, ο Ράμα θεώρησε ότι ο θεσμός επιχειρεί να παρέμβει στο έργο του και αντέδρασε με ακόμη πιο αιχμηρές δηλώσεις.
«Λέω στα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου να μην σπαταλούν τον χρόνο τους κρίνοντας πώς κάνω τη δουλειά για την οποία με ψήφισε ο αλβανικός λαός – ο καθημερινός μου δικαστής», δήλωσε χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο αμφισβήτησε τη νομιμοποιητική βάση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αλλά και προέβαλε το επιχείρημα ότι η μόνη πραγματική κρίση που δέχεται είναι από τους πολίτες μέσω της κάλπης.
Ο Ράμα κατηγόρησε επιπλέον το Συμβούλιο ότι «έχει ξεχάσει τον θεμελιώδη ρόλο του», δηλαδή να φροντίζει για την ποιότητα της Δικαιοσύνης και να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον από αποφάσεις που, όπως υποστήριξε, «υπονομεύουν το κράτος δικαίου».
Η δημόσια αντιπαράθεση δεν είναι μια συνηθισμένη πολιτική διαμάχη. Αγγίζει τον πυρήνα της θεσμικής ισορροπίας στην Αλβανία, μια χώρα που εδώ και χρόνια βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ακριβώς για θέματα κράτους δικαίου, καταπολέμησης της διαφθοράς και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της δικαστικής μεταρρύθμισης του 2016, η οποία θεωρήθηκε προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός επιτίθεται σε έναν θεσμό που σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί ανεξάρτητα, δημιουργεί ανησυχίες για ενδεχόμενη υπονόμευση της μεταρρύθμισης αυτής.
Παράλληλα, η στάση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δείχνει τα όρια αντοχής του: επέλεξε να απαντήσει με ήπιο τρόπο, χωρίς προσωπικές αναφορές, πιθανότατα για να μην επιτείνει την κρίση. Ωστόσο, αυτή η προσεκτική στάση ερμηνεύεται από πολλούς ως αδυναμία να υπερασπιστεί ενεργά την ανεξαρτησία των δικαστών απέναντι στην εκτελεστική εξουσία.
Η πολιτική στρατηγική του πρωθυπουργού φαίνεται σαφής. Μετατρέπει τη Δικαιοσύνη σε αντίπαλο, εμφανίζοντας την κυβέρνηση ως τη δύναμη που υπερασπίζεται το «λαϊκό δίκαιο» έναντι «δικαστών που προστατεύουν ιδιοτελή συμφέροντα». Η ρητορική αυτή έχει διπλό στόχο:
- Να ενισχύσει την εικόνα του ως ισχυρού ηγέτη που δεν λογοδοτεί σε «γραφειοκράτες», αλλά μόνο στον λαό.
- Να προετοιμάσει το έδαφος για πιθανές θεσμικές παρεμβάσεις ή πιέσεις στο δικαστικό σώμα, με πρόσχημα την ανάγκη «εκκαθάρισης» των διεφθαρμένων.
Η κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης θέτει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Όταν ο πρωθυπουργός, η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα της χώρας, επιτίθεται σε ένα θεσμικό όργανο που έχει δημιουργηθεί για να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι η πολιτική εξουσία μπορεί να αγνοεί ή και να απαξιώνει τους ελέγχους που προβλέπει η δημοκρατία.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, η κατάσταση αυτή αποτελεί σοβαρή πρόκληση. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι θεμελιώδες κριτήριο για την πρόοδο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Αν η αντιπαράθεση συνεχιστεί ή ενταθεί, δεν αποκλείεται να υπάρξουν καθυστερήσεις ή και προειδοποιήσεις από τις Βρυξέλλες.
Η αντιπαράθεση Ράμα – Δικαιοσύνης δεν είναι ένα στιγμιαίο επεισόδιο, αλλά σύμπτωμα μιας βαθύτερης θεσμικής κρίσης. Ο πρωθυπουργός δείχνει αποφασισμένος να αγνοήσει ή και να αμφισβητήσει το ρόλο των δικαστικών θεσμών, θεωρώντας ότι μόνο η λαϊκή εντολή αρκεί για να νομιμοποιήσει τις επιλογές του. Από την άλλη, η δικαστική εξουσία εμφανίζεται αμήχανη, διστάζοντας να υπερασπιστεί σθεναρά την ανεξαρτησία της.
Το ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι αν η αντιπαράθεση αυτή θα περιοριστεί στη σφαίρα της ρητορικής ή αν θα οδηγήσει σε θεσμικές συγκρούσεις με πραγματικές συνέπειες για την Αλβανία και την πορεία της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών