Ο Έντι Ράμα και η πολιτική της σιωπής

Η είσοδος του Έντι Ράμα στην τέταρτη συνεχόμενη θητεία του ως πρωθυπουργός της Αλβανίας συνοδεύεται από μία πρωτοφανή τακτική μυστικότητας γύρω από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Σε αντίθεση με όσα ίσχυαν στο παρελθόν, όπου οι υπουργικές λίστες γίνονταν γνωστές εβδομάδες πριν από τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου, αυτή τη φορά ο Ράμα επέλεξε να τηρήσει απόλυτη σιωπή. Η απόφαση αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική, που στοχεύει τόσο στην ενδυνάμωση της ηγετικής του εικόνας όσο και στη διάσπαση και αποσταθεροποίηση της αντιπολίτευσης.

Σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές και δημοσιεύματα, ο Ράμα σκοπεύει να αποκαλύψει τη σύνθεση του νέου υπουργικού συμβουλίου μόνο μετά τη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου και την Εθνοσυνέλευση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η αναμονή αυτή δημιουργεί μια ατμόσφαιρα προσμονής και έντασης, καθώς κανένα στέλεχος, ούτε καν οι στενότεροι συνεργάτες του, δεν γνωρίζουν με σιγουριά ποιοι θα παραμείνουν και ποιοι θα αποκλειστούν από την κυβέρνηση.
Η σιωπή δεν περιορίζεται μόνο στο κυβερνητικό επιτελείο. Ακόμα και όσοι έχουν κληθεί σε συναντήσεις με τον πρωθυπουργό, είτε για διαβουλεύσεις είτε για αξιολόγηση της πορείας τους, αποφεύγουν να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο. Η κυρίαρχη απάντηση σε ερωτήσεις δημοσιογράφων και πολιτικών κύκλων είναι μία: «Ο Έντι Ράμα είναι απρόβλεπτος».

Αυτή η νέα στρατηγική μοιάζει να έχει επιβληθεί όχι μόνο με πολιτικά επιχειρήματα, αλλά και με τον φόβο που εμπνέει ο ίδιος ο Ράμα στους συνεργάτες του. Ο Ράμα φαίνεται πως έχει ενισχύσει τον έλεγχο του στην κομματική ιεραρχία, επιβάλλοντας σιωπή και αποφεύγοντας τις διαρροές. Το γεγονός ότι σε όλη την ιστορία του Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν έχει υπάρξει ξανά τόσο απόλυτη αποσιώπηση για την κυβερνητική σύνθεση, καταδεικνύει το εύρος της εσωτερικής του ισχύος.
Η επιλογή αυτή εξυπηρετεί διπλό στόχο: από τη μία περιορίζει τα εσωτερικά σχόλια και τις «ψιθυριστές» αντιδράσεις που συχνά προκαλούνται από τον αποκλεισμό στελεχών· από την άλλη διασφαλίζει πως ο ίδιος θα έχει την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων, παρουσιάζοντας αιφνιδιαστικά το κυβερνητικό σχήμα.

Μέσα σε αυτό το κλίμα μυστικότητας, δεν λείπουν οι φήμες. Σε τηλεοπτικές εκπομπές και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διακινούνται σενάρια ότι ο Ράμα ίσως εντάξει πρόσωπα από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Οι ψίθυροι αυτοί ενισχύθηκαν από συγκεκριμένες κινήσεις: τον διορισμό ενός τοπικού ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος (DP) ως επικεφαλής του Κτηματολογίου της Αυλώνας, αλλά και την επιλογή ενός πρώην στελέχους που είχε περάσει από το κόμμα του Φατμίρ Μέντιου και αργότερα εντάχθηκε στο DP, σε θέση αντιδημάρχου στα Τίρανα.
Αν και ο Ράμα δεν έχει πραγματική ανάγκη συμμαχιών –διαθέτει 83 σοσιαλιστές βουλευτές και επιπλέον στήριξη από το PSD και τον Τομ Ντόσι, φτάνοντας συνολικά τις 86 έδρες– η δημιουργία αυτής της εντύπωσης φαίνεται να είναι μέρος του σχεδίου του. Η αντιπολίτευση, και ειδικά το Δημοκρατικό Κόμμα υπό τον Σαλί Μπερίσα, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια παρατεταμένη αναζήτηση «προδοτών» στις γραμμές της. Η ψυχολογική πίεση, λοιπόν, ενισχύει τη στασιμότητα και την εσωστρέφεια στο στρατόπεδο της Δεξιάς.

Ο Ράμα εμφανίζεται να έχει ρίξει σκόπιμα το «δόλωμα» στην πολιτική σκηνή. Δημιουργώντας την εντύπωση ότι μπορεί να συγκυβερνήσει με στελέχη της αντιπολίτευσης, υποχρεώνει το DP να ασχολείται με εσωτερικά ξεκαθαρίσματα αντί με την άσκηση ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Ο Μπερίσα καταγγέλλει συνεχώς σενάρια «συγκυβέρνησης» και «προδοσίας», επαναφέροντας παράλληλα τις γνωστές επιθέσεις του για τις εκλογές της 11ης Μαΐου, τις οποίες θεωρεί φάρσα.
Στην πραγματικότητα, ακόμα και αν δεν εντάξει κανένα όνομα από την αντιπολίτευση στο υπουργικό του συμβούλιο, ο Ράμα έχει ήδη κερδίσει τον πολιτικό χρόνο και τον δημόσιο διάλογο. Η αντιπολίτευση ασχολείται με σκιές και υποψίες, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται ως ο μοναδικός ρυθμιστής των εξελίξεων.

Η τακτική που ακολουθεί ο Έντι Ράμα στην αρχή της τέταρτης θητείας του δεν είναι μια απλή ιδιοτροπία. Είναι μια καλά μελετημένη πολιτική στρατηγική, που στηρίζεται στην απρόβλεπτη εικόνα του και στην ικανότητά του να ελέγχει την ατζέντα. Με τη μυστικότητα, αποτρέπει την εσωτερική φθορά στο κόμμα του· με τις φήμες για συνεργασίες, αποδυναμώνει την αντιπολίτευση.
Αν τελικά οι επιλογές του θα δικαιώσουν αυτή τη στρατηγική, μένει να φανεί. Ωστόσο, είναι σαφές πως ο Ράμα έχει καταφέρει για ακόμη μία φορά να κρατήσει τα βλέμματα στραμμένα πάνω του και να επιβεβαιώσει τη φήμη του ως ενός πολιτικού που ξέρει να αιφνιδιάζει, να χειραγωγεί τον δημόσιο διάλογο και να επιβάλλεται όχι μόνο μέσω των αριθμών στη Βουλή, αλλά και μέσω της διαχείρισης της πολιτικής αβεβαιότητας.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια