Η πρόσφατη συμφωνία της Τουρκίας με το Ηνωμένο Βασίλειο για την απόκτηση μαχητικών Eurofighter Typhoon προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Ελλάδα. Από την πρώτη στιγμή, αρκετοί φιλοκυβερνητικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι έσπευσαν να την υποβαθμίσουν, χαρακτηρίζοντάς την «πολυδάπανη», «ανεξήγητη» ή «βιαστική κίνηση απελπισίας». Οι συγκρίσεις με το ελληνικό πρόγραμμα Rafale έγιναν σχεδόν αυτόματα, με στόχο να αναδειχθεί η «ανωτερότητα» των ελληνικών επιλογών. Ωστόσο, μια πιο ψύχραιμη και ρεαλιστική ανάγνωση αποκαλύπτει πως η τουρκική κίνηση είναι, στην πραγματικότητα, μια στρατηγική επιλογή με πολλαπλά οφέλη, που εξυπηρετεί στόχους τόσο βραχυπρόθεσμους όσο και μακροπρόθεσμους.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, η Άγκυρα θα αποκτήσει 20 νέα Typhoon με πλήρες πακέτο όπλων, εκπαίδευσης και πολυετούς υποστήριξης, συνολικού κόστους έως 8 δισ. λιρών. Παράλληλα, βρίσκεται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις για την προμήθεια 24 μεταχειρισμένων αεροσκαφών από το Κατάρ και το Ομάν. Το οικονομικό βάρος της συμφωνίας είναι πράγματι υψηλό, αλλά αυτό ισχύει για κάθε σύγχρονο μαχητικό πλήρους εξοπλισμού. Στην πραγματικότητα, το κόστος ανά αεροσκάφος κινείται σε συγκρίσιμα επίπεδα με αντίστοιχα προγράμματα άλλων χωρών και αεροσκαφών της ίδιας γενιάς.
Το ζήτημα του κόστους χρήσης έχει συχνά υπερτιμηθεί. Για παράδειγμα, το αμερικανικό Γραφείο Ελεγκτών (GAO) αναφέρει ότι το κόστος ανά ώρα πτήσης για το F-35A έφτανε τα 86.800 δολάρια και σταδιακά μειώθηκε στα 40.000. Τα Rafale, με πλήρη υποστήριξη και οπλισμό, κοστίζουν περίπου 40.000 ευρώ ανά ώρα πτήσης, ενώ τα F-16V κυμαίνονται στις 30.000–35.000. Τα Typhoon, πράγματι, έχουν υψηλότερο λειτουργικό κόστος — έως και 60.000 ευρώ ανά ώρα πτήσης — αλλά τέτοιο είναι το τίμημα της αεροπορικής υπεροχής. Η τεχνολογία, οι επιδόσεις και η επιχειρησιακή ευελιξία δεν έρχονται φτηνά.
Η κριτική ότι η συμφωνία αυτή «δεν ενισχύει ουσιαστικά» την τουρκική αεροπορία αγνοεί κρίσιμες πτυχές. Με τα Typhoon, η Τουρκία αποκτά για πρώτη φορά πρόσβαση σε δυτικά προηγμένα όπλα όπως τα βλήματα Meteor (μακράς ακτίνας αέρος-αέρος) και Brimstone (αέρος-εδάφους υψηλής ακρίβειας). Αυτά τα συστήματα θα φέρουν την τουρκική αεροπορία πιο κοντά στις επιδόσεις των ελληνικών Rafale, τα οποία διαθέτουν ήδη Meteor, SCALP και Exocet. Αν και τα νέα τουρκικά αεροσκάφη δεν αναμένονται πριν από το 2030, τα μεταχειρισμένα μπορούν να αξιοποιηθούν νωρίτερα, προσφέροντας πολύτιμο μεταβατικό πλεονέκτημα.
Η επιλογή των Typhoon δεν πρέπει να ιδωθεί αποκλειστικά μέσα από το στρατιωτικό πρίσμα, αλλά κυρίως ως πολιτική και βιομηχανική επένδυση. Με αυτή τη συμφωνία, η Άγκυρα δεν απομακρύνεται από τις ΗΠΑ — αντιθέτως, επιδιώκει να διαφοροποιήσει τις προμήθειές της και να μειώσει την εξάρτηση από την Ουάσιγκτον. Τα Typhoon θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά με τα F-16 Block 70 που ήδη παραγγέλθηκαν, καλύπτοντας το επιχειρησιακό κενό μέχρι να ωριμάσει το τουρκικό εγχώριο μαχητικό KAAN, το οποίο αναμένεται να εισέλθει σε υπηρεσία μετά το 2032.
Παράλληλα, η συνεργασία με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες (BAE Systems, Leonardo, MBDA) ενισχύει το διπλωματικό βάρος της Τουρκίας. Το Λονδίνο, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, βλέπει στην Άγκυρα έναν χρήσιμο αμυντικό εταίρο εκτός ΝΑΤΟικού πυρήνα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η συμφωνία, επομένως, λειτουργεί και ως εργαλείο αναβάθμισης του διεθνούς κύρους της Τουρκίας, αλλά και ως μοχλός τεχνολογικής μεταφοράς για την τουρκική αμυντική βιομηχανία, που ήδη συμμετέχει ενεργά στο πρόγραμμα του KAAN.
Αναμφίβολα, το πρόγραμμα έχει ρίσκα: καθυστερήσεις, υψηλό κόστος υποστήριξης, προβλήματα συμβατότητας με τουρκικά συστήματα, καθώς και την αβεβαιότητα για το αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα παράσχει πλήρη τεχνολογική πρόσβαση. Παρ’ όλα αυτά, η Άγκυρα δείχνει πρόθυμη να επωμιστεί αυτά τα βάρη, γιατί βλέπει στο Typhoon όχι μόνο ένα μέσο εξισορρόπησης με την Ελλάδα, αλλά και μια επένδυση στην αμυντική της ανεξαρτησία.
Για την Ελλάδα, η ανάγνωση της συμφωνίας αυτής πρέπει να γίνει με ψυχραιμία και ρεαλισμό. Η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει σήμερα καθαρό ποιοτικό προβάδισμα, με τα Rafale να είναι πλήρως επιχειρησιακά και εξοπλισμένα με κορυφαία όπλα, και το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16 σε έκδοση Viper να προχωρά κανονικά. Το προβάδισμα αυτό είναι ουσιαστικό, αλλά όχι αιώνιο. Η Τουρκία έχει δείξει ότι λειτουργεί με μακροπρόθεσμη στρατηγική στόχευση, επενδύοντας σε τεχνογνωσία, παραγωγικές υποδομές και βιομηχανική αυτάρκεια — τομείς στους οποίους η Ελλάδα υστερεί.
Η ελληνική απάντηση, επομένως, δεν πρέπει να είναι η αυτάρεσκη υποτίμηση της τουρκικής κίνησης, αλλά η συστηματική ενίσχυση της εκπαίδευσης, της διαθεσιμότητας, των αποθεμάτων όπλων και της τεχνολογικής υποδομής. Η πραγματική ισχύς μιας αεροπορίας δεν μετριέται μόνο σε αριθμούς ή τύπους αεροσκαφών, αλλά στη συνέπεια, την επάρκεια συντήρησης, την επιχειρησιακή ετοιμότητα και τη στρατηγική διορατικότητα εκείνων που τη διοικούν.
Συνολικά, η απόφαση της Τουρκίας να επενδύσει στα Eurofighter Typhoon δεν είναι μια κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά μια προσεκτικά υπολογισμένη επιλογή που υπηρετεί τον ευρύτερο στόχο της στρατηγικής αυτονομίας. Για την Ελλάδα, το μήνυμα είναι σαφές: το σημερινό προβάδισμα πρέπει να διατηρηθεί με σχέδιο, συνέπεια και επενδύσεις στην αεροπορική υπεροχή του αύριο — όχι με εφησυχασμό ή επικοινωνιακές βεβαιότητες.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, η Άγκυρα θα αποκτήσει 20 νέα Typhoon με πλήρες πακέτο όπλων, εκπαίδευσης και πολυετούς υποστήριξης, συνολικού κόστους έως 8 δισ. λιρών. Παράλληλα, βρίσκεται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις για την προμήθεια 24 μεταχειρισμένων αεροσκαφών από το Κατάρ και το Ομάν. Το οικονομικό βάρος της συμφωνίας είναι πράγματι υψηλό, αλλά αυτό ισχύει για κάθε σύγχρονο μαχητικό πλήρους εξοπλισμού. Στην πραγματικότητα, το κόστος ανά αεροσκάφος κινείται σε συγκρίσιμα επίπεδα με αντίστοιχα προγράμματα άλλων χωρών και αεροσκαφών της ίδιας γενιάς.
Το ζήτημα του κόστους χρήσης έχει συχνά υπερτιμηθεί. Για παράδειγμα, το αμερικανικό Γραφείο Ελεγκτών (GAO) αναφέρει ότι το κόστος ανά ώρα πτήσης για το F-35A έφτανε τα 86.800 δολάρια και σταδιακά μειώθηκε στα 40.000. Τα Rafale, με πλήρη υποστήριξη και οπλισμό, κοστίζουν περίπου 40.000 ευρώ ανά ώρα πτήσης, ενώ τα F-16V κυμαίνονται στις 30.000–35.000. Τα Typhoon, πράγματι, έχουν υψηλότερο λειτουργικό κόστος — έως και 60.000 ευρώ ανά ώρα πτήσης — αλλά τέτοιο είναι το τίμημα της αεροπορικής υπεροχής. Η τεχνολογία, οι επιδόσεις και η επιχειρησιακή ευελιξία δεν έρχονται φτηνά.
Η κριτική ότι η συμφωνία αυτή «δεν ενισχύει ουσιαστικά» την τουρκική αεροπορία αγνοεί κρίσιμες πτυχές. Με τα Typhoon, η Τουρκία αποκτά για πρώτη φορά πρόσβαση σε δυτικά προηγμένα όπλα όπως τα βλήματα Meteor (μακράς ακτίνας αέρος-αέρος) και Brimstone (αέρος-εδάφους υψηλής ακρίβειας). Αυτά τα συστήματα θα φέρουν την τουρκική αεροπορία πιο κοντά στις επιδόσεις των ελληνικών Rafale, τα οποία διαθέτουν ήδη Meteor, SCALP και Exocet. Αν και τα νέα τουρκικά αεροσκάφη δεν αναμένονται πριν από το 2030, τα μεταχειρισμένα μπορούν να αξιοποιηθούν νωρίτερα, προσφέροντας πολύτιμο μεταβατικό πλεονέκτημα.
Η επιλογή των Typhoon δεν πρέπει να ιδωθεί αποκλειστικά μέσα από το στρατιωτικό πρίσμα, αλλά κυρίως ως πολιτική και βιομηχανική επένδυση. Με αυτή τη συμφωνία, η Άγκυρα δεν απομακρύνεται από τις ΗΠΑ — αντιθέτως, επιδιώκει να διαφοροποιήσει τις προμήθειές της και να μειώσει την εξάρτηση από την Ουάσιγκτον. Τα Typhoon θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά με τα F-16 Block 70 που ήδη παραγγέλθηκαν, καλύπτοντας το επιχειρησιακό κενό μέχρι να ωριμάσει το τουρκικό εγχώριο μαχητικό KAAN, το οποίο αναμένεται να εισέλθει σε υπηρεσία μετά το 2032.
Παράλληλα, η συνεργασία με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες (BAE Systems, Leonardo, MBDA) ενισχύει το διπλωματικό βάρος της Τουρκίας. Το Λονδίνο, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, βλέπει στην Άγκυρα έναν χρήσιμο αμυντικό εταίρο εκτός ΝΑΤΟικού πυρήνα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η συμφωνία, επομένως, λειτουργεί και ως εργαλείο αναβάθμισης του διεθνούς κύρους της Τουρκίας, αλλά και ως μοχλός τεχνολογικής μεταφοράς για την τουρκική αμυντική βιομηχανία, που ήδη συμμετέχει ενεργά στο πρόγραμμα του KAAN.
Αναμφίβολα, το πρόγραμμα έχει ρίσκα: καθυστερήσεις, υψηλό κόστος υποστήριξης, προβλήματα συμβατότητας με τουρκικά συστήματα, καθώς και την αβεβαιότητα για το αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα παράσχει πλήρη τεχνολογική πρόσβαση. Παρ’ όλα αυτά, η Άγκυρα δείχνει πρόθυμη να επωμιστεί αυτά τα βάρη, γιατί βλέπει στο Typhoon όχι μόνο ένα μέσο εξισορρόπησης με την Ελλάδα, αλλά και μια επένδυση στην αμυντική της ανεξαρτησία.
Για την Ελλάδα, η ανάγνωση της συμφωνίας αυτής πρέπει να γίνει με ψυχραιμία και ρεαλισμό. Η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει σήμερα καθαρό ποιοτικό προβάδισμα, με τα Rafale να είναι πλήρως επιχειρησιακά και εξοπλισμένα με κορυφαία όπλα, και το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16 σε έκδοση Viper να προχωρά κανονικά. Το προβάδισμα αυτό είναι ουσιαστικό, αλλά όχι αιώνιο. Η Τουρκία έχει δείξει ότι λειτουργεί με μακροπρόθεσμη στρατηγική στόχευση, επενδύοντας σε τεχνογνωσία, παραγωγικές υποδομές και βιομηχανική αυτάρκεια — τομείς στους οποίους η Ελλάδα υστερεί.
Η ελληνική απάντηση, επομένως, δεν πρέπει να είναι η αυτάρεσκη υποτίμηση της τουρκικής κίνησης, αλλά η συστηματική ενίσχυση της εκπαίδευσης, της διαθεσιμότητας, των αποθεμάτων όπλων και της τεχνολογικής υποδομής. Η πραγματική ισχύς μιας αεροπορίας δεν μετριέται μόνο σε αριθμούς ή τύπους αεροσκαφών, αλλά στη συνέπεια, την επάρκεια συντήρησης, την επιχειρησιακή ετοιμότητα και τη στρατηγική διορατικότητα εκείνων που τη διοικούν.
Συνολικά, η απόφαση της Τουρκίας να επενδύσει στα Eurofighter Typhoon δεν είναι μια κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά μια προσεκτικά υπολογισμένη επιλογή που υπηρετεί τον ευρύτερο στόχο της στρατηγικής αυτονομίας. Για την Ελλάδα, το μήνυμα είναι σαφές: το σημερινό προβάδισμα πρέπει να διατηρηθεί με σχέδιο, συνέπεια και επενδύσεις στην αεροπορική υπεροχή του αύριο — όχι με εφησυχασμό ή επικοινωνιακές βεβαιότητες.
Διαβάστε ακόμη
* Νέα μορφή αεροπορικού πολέμου: Από την κατάρριψη των RAFALE στο Κασμίρ έως την στρατηγική στο Αιγαίο
👉Ακολουθήστε μας στο twitter

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών