Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, μια ηλιόλουστη Κυριακή, οι Έλληνες προσήλθαν στις κάλπες για να αποφασίσουν, με τον πιο δημοκρατικό τρόπο, για το πολίτευμα της χώρας τους. Ήταν το δημοψήφισμα που έμελλε να σφραγίσει οριστικά την τύχη της μοναρχίας και να θέσει τα θεμέλια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, το ζήτημα του Πολιτειακού λύθηκε μέσα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας, χωρίς βία, εκφοβισμό ή χειραγώγηση — και το αποτέλεσμα έγινε αποδεκτό από όλους.
Η απόφαση του ελληνικού λαού, με ποσοστό 69,18% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και 30,82% υπέρ της βασιλευόμενης, αποτέλεσε όχι μόνο την πολιτειακή τομή του αιώνα, αλλά και το σύμβολο της ωριμότητας μιας κοινωνίας που είχε μόλις βγει από τη μακρά νύχτα της δικτατορίας.
Η Μεταπολίτευση και το πολιτικό πλαίσιο
Το δεύτερο εξάμηνο του 1974 ήταν από τα πιο πυκνά και καθοριστικά στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή που ακολούθησε οδήγησαν σε εθνική τραγωδία και αποκάλυψαν τη χρεοκοπία του δικτατορικού καθεστώτος. Η κατάρρευση της χούντας στις 23 Ιουλίου και η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι σηματοδότησαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την απαρχή της Μεταπολίτευσης.
Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίστηκε τότε επανέφερε προσωρινά το Σύνταγμα του 1952, εξαιρώντας όμως τα άρθρα που αφορούσαν τη μοναρχία. Το Πολιτειακό έπρεπε να λυθεί οριστικά — όχι με συμβιβασμούς ή συνταγματικές ερμηνείες, αλλά με τη λαϊκή βούληση. Ο Καραμανλής, θέλοντας να εξασφαλίσει την απόλυτη νομιμοποίηση του νέου καθεστώτος, ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος εντός 45 ημερών μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές.
Οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, οι πρώτες μετά από δέκα χρόνια, ανέδειξαν τη Νέα Δημοκρατία νικήτρια με 54,37%, δίνοντας στον Καραμανλή την πολιτική ισχύ και το κύρος να προχωρήσει στη ριζική επίλυση του Πολιτειακού. Στις 22 Νοεμβρίου, με Προεδρικό Διάταγμα, ορίστηκε η ημερομηνία του δημοψηφίσματος: 8 Δεκεμβρίου 1974.
Τα προηγούμενα δημοψηφίσματα και το «μοναρχικό ζήτημα»
Η σχέση του ελληνικού κράτους με τη μοναρχία υπήρξε ανέκαθεν προβληματική. Από το 1920 έως το 1974, το Πολιτειακό ζήτημα επιχειρήθηκε να λυθεί πέντε φορές μέσω δημοψηφισμάτων — όλα, ωστόσο, μέσα σε πολιτικά φορτισμένα ή αυταρχικά πλαίσια. Το 1920 η επιστροφή του Κωνσταντίνου Α΄, το 1924 η ανακήρυξη της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, το 1935 η παλινόρθωση του Γεωργίου Β΄ με το νόθο δημοψήφισμα του Μεταξά, το 1946 η επαναφορά της μοναρχίας μετά τον Εμφύλιο, και το 1973 το καθεστωτικό δημοψήφισμα της χούντας του Παπαδόπουλου που κατήργησε τη βασιλεία μόνο κατ’ όνομα, επιβεβαίωσαν πως το ζήτημα ήταν διαχρονικά εργαλείο πολιτικού διχασμού.
Το 1974, ωστόσο, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Για πρώτη φορά το ερώτημα θα τεθεί σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας, με ανεξάρτητες αρχές, χωρίς κρατική προπαγάνδα, και με τη συναίνεση όλων των κομμάτων.
Ο Καραμανλής και η ουδετερότητα της κυβέρνησης
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρά τη μακρά σχέση του με τον θεσμό της βασιλείας κατά την προδικτατορική του πορεία, επέλεξε συνειδητά να κρατήσει ουδέτερη στάση. Θεωρούσε ότι ο ρόλος της κυβέρνησης ήταν να διασφαλίσει τη νομιμότητα και όχι να κατευθύνει την ψήφο του λαού.
Η οδηγία του προς τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ήταν σαφής: «Ο καθένας θα ψηφίσει κατά συνείδηση, αλλά δεν είναι πρέπον να εμφανίζεται δημοσίως ως βουλευτής υπέρ ή κατά κάποιας μορφής πολιτεύματος». Με αυτή τη στάση, ο Καραμανλής επιδίωξε να αποτρέψει κάθε υπόνοια κρατικής παρέμβασης — και να επιβεβαιώσει ότι η νέα δημοκρατία δεν θα στηριζόταν σε “επιβολή”, αλλά σε ελεύθερη επιλογή.
Η αντιμοναρχική εκστρατεία
Την εκστρατεία υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ανέλαβε η Επιτροπή της Δημοκρατικής Αντιμοναρχικής Ένωσης, στην οποία συμμετείχαν προσωπικότητες με κύρος και αντιστασιακή δράση, όπως ο Μάριος Πλωρίτης, ο Αλέκος Παναγούλης, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Κώστας Σημίτης, ο Φαίδων Βεγλερής και ο Γεώργιος Κουμάντος.
Οι ομιλίες τους ήταν συχνά οξείες και συναισθηματικά φορτισμένες. Στις 28 Νοεμβρίου, ο Πλωρίτης, απευθυνόμενος σε χιλιάδες Αθηναίους, κατήγγειλε ανοιχτά τον τέως βασιλιά:
«Η επτάχρονη τυραννία, η σφαγή του Πολυτεχνείου και η τραγωδία της Κύπρου είναι τα τερατώδη παιδιά της δικτατορίας. Και η δικτατορία είναι το θετό και αντάξιο παιδί του Κωνσταντίνου».
Η επιχειρηματολογία των αντιμοναρχικών στηριζόταν σε γεγονότα: στην ανοχή ή και συνεργασία του Παλατιού με τους Συνταγματάρχες, στην αποτυχία του κινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967, στην έλλειψη δημόσιας καταδίκης της χούντας, αλλά και στην αποστασία του 1965 που είχε προλειάνει το έδαφος για τη δικτατορία.
Η εμβληματική αφίσα του Σπύρου Ορνεράκη, που παρουσίαζε ένα παιδί να ουρεί στο στέμμα, έγινε σύμβολο της αντιμοναρχικής καμπάνιας — αποτυπώνοντας τη σαφή διάθεση απομυθοποίησης της δυναστείας και του ίδιου του θεσμού.
Η φιλομοναρχική πλευρά και ο ρόλος του Κωνσταντίνου
Από την άλλη πλευρά, η Πανελλήνιος Κίνησις Βασιλευομένης Δημοκρατίας, υπό τον στρατηγό Σοφοκλή Τζανετή, ανέλαβε την υπεράσπιση της μοναρχίας. Ο εξόριστος Κωνσταντίνος Β΄, στον οποίο δεν επετράπη να επιστρέψει στην Ελλάδα, περιορίστηκε σε δύο τηλεοπτικά διαγγέλματα.
Στο πρώτο, στις 26 Νοεμβρίου, προσπάθησε να δείξει αυτοκριτική διάθεση:
«Αναμφισβητήτως κατά το παρελθόν διεπράχθησαν λάθη, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωσιν του δημοκρατικού τρόπου ζωής μας».
Στο δεύτερο, δύο ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, επεδίωξε να παρουσιαστεί ως υπερκομματικός εγγυητής της ενότητας:
«Ο βασιλεύς μίαν επιθυμίαν έχει: να είναι βασιλεύς όλων των Ελλήνων, χωρίς προτίμησιν δι’ οιονδήποτε κόμμα».
Ωστόσο, η απουσία του από την Ελλάδα, η έλλειψη οργανωμένης εκστρατείας, αλλά κυρίως το βαρύ ιστορικό παρελθόν του, τον κατέστησαν αναξιόπιστο στα μάτια της κοινής γνώμης. Το Παλάτι, συνδεδεμένο με τη μετεμφυλιακή συντήρηση, τα Ιουλιανά και τη χούντα, δεν μπορούσε πλέον να πείσει πως μπορούσε να εγγυηθεί τη δημοκρατία.
Το αποτέλεσμα και η αποδοχή του
Η 8η Δεκεμβρίου 1974 κύλησε μέσα σε κλίμα γιορτής. Η συμμετοχή ήταν μαζική και το αποτέλεσμα, όταν ανακοινώθηκε, προκάλεσε αυθόρμητους πανηγυρισμούς σε όλη τη χώρα.
Η αβασίλευτη δημοκρατία επικράτησε με 69,18%. Τα αστικά κέντρα ψήφισαν συντριπτικά υπέρ, ενώ η μοναρχία περιορίστηκε σε ελάχιστες αγροτικές και συντηρητικές περιφέρειες, όπως η Λακωνία και η Μεσσηνία.
Το αποτέλεσμα ανακοινώθηκε το βράδυ της ίδιας ημέρας. Ο Καραμανλής, σε δήλωσή του, τόνισε:
«Η απόφασις του λαού πρέπει να γίνη ανεπιφυλάκτως σεβαστή. Ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού».
Κατά πολλούς, ο ίδιος σχολίασε ιδιωτικά ότι «ένα καρκίνωμα αποκόπηκε από το σώμα του έθνους». Είτε το είπε είτε όχι, η ουσία παραμένει: με το δημοψήφισμα του 1974, η Ελλάδα άφησε πίσω της έναν θεσμό που, για ενάμιση αιώνα, υπήρξε πηγή κρίσεων και διχασμών.
Η στάση του τέως βασιλιά
Αξιοσημείωτο είναι πως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Β΄, παρά την απογοήτευσή του, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα. Με δήλωσή του ανέφερε:
«Προέχει η εθνική ενότης χάριν της ομαλότητος, προόδου και ευημερίας της χώρας».
Η στάση αυτή εκτιμήθηκε θετικά. Ο τέως βασιλιάς αποσύρθηκε στη Βρετανία, αποφεύγοντας να προκαλέσει ή να εμπλακεί σε πολιτικά θέματα. Αν και υπήρξαν αργότερα καταγγελίες για σχέδια πραξικοπήματος το 1975 —με βάση αρχεία του Καραμανλή— τίποτα δεν αποδείχθηκε.
Από το 1974 έως τον θάνατό του το 2023, ο Κωνσταντίνος δεν επεδίωξε ποτέ ανοιχτά την επαναφορά της μοναρχίας. Οι διαφωνίες του με το ελληνικό κράτος αφορούσαν τη βασιλική περιουσία και το ζήτημα της ιθαγένειας, όχι το πολίτευμα.
Η δικαστική διαμάχη για τη βασιλική περιουσία
Η περιουσία της πρώην βασιλικής οικογένειας αποτέλεσε σημείο τριβής για δεκαετίες. Μετά το 1974, η χούντα είχε δημεύσει την περιουσία καταβάλλοντας αποζημίωση 120 εκατ. δραχμών — ποσό που ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να λάβει. Ακολούθησαν εναλλασσόμενες κυβερνήσεις και ανεπιτυχείς προσπάθειες συμβιβασμού.
Το 1991, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέγραψε συμφωνία που απέδιδε στον τέως βασιλιά τα ανάκτορα του Τατοΐου και 4.000 στρέμματα, υπό τον όρο ότι το υπόλοιπο της περιουσίας θα μεταβιβαζόταν σε ίδρυμα κοινωφελούς χαρακτήρα. Το 1994, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε τη συμφωνία, αφαιρώντας επίσης από τον Κωνσταντίνο την ελληνική ιθαγένεια και κάθε ιδιοκτησία στην Ελλάδα.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 2002, το ΕΔΑΔ καταδίκασε το ελληνικό κράτος, επιδικάζοντας αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ — ποσό που ο ίδιος θεώρησε «εξευτελιστικό» σε σχέση με την εκτιμώμενη αξία.
Παρά την έντονη διαμάχη, μετά το 2010 οι σχέσεις του με την Ελλάδα εξομαλύνθηκαν. Το 2013 ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Πόρτο Χέλι, μαζί με τη σύζυγό του Άννα-Μαρία, ζώντας μακριά από πολιτική δημοσιότητα.
Ο θάνατός του και η δημόσια αποτίμηση
Ο τέως βασιλιάς πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2023, σε ηλικία 82 ετών. Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και τάφηκε στο Τατόι, δίπλα στους γονείς του. Η κηδεία του, στις 16 Ιανουαρίου, αποτέλεσε ένα ιδιότυπο ιστορικό κλείσιμο του κύκλου: στην ίδια χώρα όπου πριν πενήντα χρόνια ο λαός είχε απορρίψει τη βασιλεία, ο πρώην μονάρχης αποχαιρετήθηκε με αξιοπρέπεια, χωρίς πάθη και διχασμούς.
Η πορεία της πρώην βασιλικής οικογένειας
Η οικογένεια του Κωνσταντίνου και της Άννας-Μαρίας ζει σήμερα διάσπαρτη ανά τον κόσμο, διατηρώντας τιμητικούς τίτλους και κοινωνική προβολή, χωρίς όμως πολιτικές βλέψεις.
Ο Παύλος, πρωτότοκος γιος και αυτοαποκαλούμενος «διάδοχος», ζει μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου με τη σύζυγό του Μαρί-Σαντάλ Μίλερ. Έχουν πέντε παιδιά και δραστηριοποιούνται σε επενδύσεις και φιλανθρωπίες. Ο ίδιος έχει δηλώσει: «Είμαι Έλληνας και στις φλέβες μου ρέει Ελλάδα», εκφράζοντας πικρία για την αφαίρεση της ιθαγένειας.
Ο Νικόλαος, φωτογράφος και επιχειρηματίας, υπήρξε για χρόνια μόνιμος κάτοικος Αθήνας με τη σύζυγό του Τατιάνα Μπλάτνικ, γνωστή για την κοινωνική της δράση. Ο χωρισμός τους το 2024 έγινε πρωτοσέλιδο, χωρίς ωστόσο να αλλάξει τη φιλική τους σχέση με την ελληνική κοινωνία.
Η Αλεξία, μεγαλύτερη κόρη, ζει στα Κανάρια Νησιά με τον σύζυγό της Κάρλος Μοράλες και τα τέσσερα παιδιά τους, ασχολούμενη με την εκπαίδευση.
Η Θεοδώρα, γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Theodora Greece, εργάζεται ως ηθοποιός στο Λος Άντζελες. Το 2024 παντρεύτηκε τον Αμερικανό επιχειρηματία Μάθιου Κούμαρ, σε τελετή που συγκέντρωσε πλήθος ευρωπαϊκών γαλαζοαίματων.
Ο Φίλιππος, ο νεότερος, δραστηριοποιείται στον χώρο των χρηματοοικονομικών στο Λονδίνο και είναι παντρεμένος με το μοντέλο Νίνα Φλόρ.
Αν και η οικογένεια διατηρεί διεθνή αναγνωρισιμότητα, στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ιστορικό κατάλοιπο παρά ως πολιτικός θεσμός.
Η ιστορική σημασία του δημοψηφίσματος
Το δημοψήφισμα του 1974 υπήρξε θεμελιώδης σταθμός της ελληνικής δημοκρατίας για πολλούς λόγους:
Το 2024, μισό αιώνα μετά το δημοψήφισμα, η Ελλάδα τίμησε τη συμπλήρωση 50 ετών αβασίλευτης δημοκρατίας. Πολλοί ιστορικοί επισημαίνουν ότι η επιτυχία της Μεταπολίτευσης οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ψύχραιμη διαχείριση του Πολιτειακού από τον Καραμανλή. Επέλεξε να θεσπίσει τη δημοκρατία μέσω συναίνεσης, όχι εκδίκησης.
Η κατάργηση της μοναρχίας δεν συνοδεύτηκε από διώξεις, εθνικοποιήσεις ή «αντιμοναρχικό μίσος». Αντίθετα, το νέο πολίτευμα θεμελιώθηκε πάνω σε ευρεία κοινωνική αποδοχή, χωρίς να χρειαστεί να επιβληθεί.
Η ιστορία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας απέδειξε ότι η επιλογή του 1974 ήταν σωστή. Η πολιτειακή σταθερότητα, η εναλλαγή κομμάτων, η ελευθερία του λόγου και ο θεσμικός έλεγχος της εξουσίας αποτελούν τη ζωντανή κληρονομιά εκείνης της ημέρας του Δεκεμβρίου.
Επίλογος
Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 δεν ήταν απλώς μια ψήφος για ή κατά της βασιλείας. Ήταν η τελική πράξη ενός εθνικού δράματος που ξεκίνησε με τον Εθνικό Διχασμό και κορυφώθηκε με τη χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο ελληνικός λαός, κουρασμένος από παρεμβάσεις, πραξικοπήματα και εθνικές περιπέτειες, επέλεξε με ωριμότητα να κλείσει αυτόν τον κύκλο. Ένα Στέμμα έπεσε, αλλά στη θέση του αναδύθηκε κάτι πολύ πιο σταθερό: η πίστη στη δημοκρατία και στους θεσμούς της.
Σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα μπορεί να κοιτάζει πίσω με περηφάνια. Γιατί στις 8 Δεκεμβρίου 1974, δεν κέρδισε απλώς ένα πολίτευμα — κερδήθηκε η πολιτική ενηλικίωση του ελληνικού λαού.
Η απόφαση του ελληνικού λαού, με ποσοστό 69,18% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και 30,82% υπέρ της βασιλευόμενης, αποτέλεσε όχι μόνο την πολιτειακή τομή του αιώνα, αλλά και το σύμβολο της ωριμότητας μιας κοινωνίας που είχε μόλις βγει από τη μακρά νύχτα της δικτατορίας.
Η Μεταπολίτευση και το πολιτικό πλαίσιο
Το δεύτερο εξάμηνο του 1974 ήταν από τα πιο πυκνά και καθοριστικά στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή που ακολούθησε οδήγησαν σε εθνική τραγωδία και αποκάλυψαν τη χρεοκοπία του δικτατορικού καθεστώτος. Η κατάρρευση της χούντας στις 23 Ιουλίου και η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι σηματοδότησαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την απαρχή της Μεταπολίτευσης.
Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίστηκε τότε επανέφερε προσωρινά το Σύνταγμα του 1952, εξαιρώντας όμως τα άρθρα που αφορούσαν τη μοναρχία. Το Πολιτειακό έπρεπε να λυθεί οριστικά — όχι με συμβιβασμούς ή συνταγματικές ερμηνείες, αλλά με τη λαϊκή βούληση. Ο Καραμανλής, θέλοντας να εξασφαλίσει την απόλυτη νομιμοποίηση του νέου καθεστώτος, ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος εντός 45 ημερών μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές.
Οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, οι πρώτες μετά από δέκα χρόνια, ανέδειξαν τη Νέα Δημοκρατία νικήτρια με 54,37%, δίνοντας στον Καραμανλή την πολιτική ισχύ και το κύρος να προχωρήσει στη ριζική επίλυση του Πολιτειακού. Στις 22 Νοεμβρίου, με Προεδρικό Διάταγμα, ορίστηκε η ημερομηνία του δημοψηφίσματος: 8 Δεκεμβρίου 1974.
Τα προηγούμενα δημοψηφίσματα και το «μοναρχικό ζήτημα»
Η σχέση του ελληνικού κράτους με τη μοναρχία υπήρξε ανέκαθεν προβληματική. Από το 1920 έως το 1974, το Πολιτειακό ζήτημα επιχειρήθηκε να λυθεί πέντε φορές μέσω δημοψηφισμάτων — όλα, ωστόσο, μέσα σε πολιτικά φορτισμένα ή αυταρχικά πλαίσια. Το 1920 η επιστροφή του Κωνσταντίνου Α΄, το 1924 η ανακήρυξη της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, το 1935 η παλινόρθωση του Γεωργίου Β΄ με το νόθο δημοψήφισμα του Μεταξά, το 1946 η επαναφορά της μοναρχίας μετά τον Εμφύλιο, και το 1973 το καθεστωτικό δημοψήφισμα της χούντας του Παπαδόπουλου που κατήργησε τη βασιλεία μόνο κατ’ όνομα, επιβεβαίωσαν πως το ζήτημα ήταν διαχρονικά εργαλείο πολιτικού διχασμού.
Το 1974, ωστόσο, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Για πρώτη φορά το ερώτημα θα τεθεί σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας, με ανεξάρτητες αρχές, χωρίς κρατική προπαγάνδα, και με τη συναίνεση όλων των κομμάτων.
Ο Καραμανλής και η ουδετερότητα της κυβέρνησης
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρά τη μακρά σχέση του με τον θεσμό της βασιλείας κατά την προδικτατορική του πορεία, επέλεξε συνειδητά να κρατήσει ουδέτερη στάση. Θεωρούσε ότι ο ρόλος της κυβέρνησης ήταν να διασφαλίσει τη νομιμότητα και όχι να κατευθύνει την ψήφο του λαού.
Η οδηγία του προς τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ήταν σαφής: «Ο καθένας θα ψηφίσει κατά συνείδηση, αλλά δεν είναι πρέπον να εμφανίζεται δημοσίως ως βουλευτής υπέρ ή κατά κάποιας μορφής πολιτεύματος». Με αυτή τη στάση, ο Καραμανλής επιδίωξε να αποτρέψει κάθε υπόνοια κρατικής παρέμβασης — και να επιβεβαιώσει ότι η νέα δημοκρατία δεν θα στηριζόταν σε “επιβολή”, αλλά σε ελεύθερη επιλογή.
Η αντιμοναρχική εκστρατεία
Την εκστρατεία υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ανέλαβε η Επιτροπή της Δημοκρατικής Αντιμοναρχικής Ένωσης, στην οποία συμμετείχαν προσωπικότητες με κύρος και αντιστασιακή δράση, όπως ο Μάριος Πλωρίτης, ο Αλέκος Παναγούλης, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Κώστας Σημίτης, ο Φαίδων Βεγλερής και ο Γεώργιος Κουμάντος.
Οι ομιλίες τους ήταν συχνά οξείες και συναισθηματικά φορτισμένες. Στις 28 Νοεμβρίου, ο Πλωρίτης, απευθυνόμενος σε χιλιάδες Αθηναίους, κατήγγειλε ανοιχτά τον τέως βασιλιά:
«Η επτάχρονη τυραννία, η σφαγή του Πολυτεχνείου και η τραγωδία της Κύπρου είναι τα τερατώδη παιδιά της δικτατορίας. Και η δικτατορία είναι το θετό και αντάξιο παιδί του Κωνσταντίνου».
Η επιχειρηματολογία των αντιμοναρχικών στηριζόταν σε γεγονότα: στην ανοχή ή και συνεργασία του Παλατιού με τους Συνταγματάρχες, στην αποτυχία του κινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967, στην έλλειψη δημόσιας καταδίκης της χούντας, αλλά και στην αποστασία του 1965 που είχε προλειάνει το έδαφος για τη δικτατορία.
Η εμβληματική αφίσα του Σπύρου Ορνεράκη, που παρουσίαζε ένα παιδί να ουρεί στο στέμμα, έγινε σύμβολο της αντιμοναρχικής καμπάνιας — αποτυπώνοντας τη σαφή διάθεση απομυθοποίησης της δυναστείας και του ίδιου του θεσμού.
Η φιλομοναρχική πλευρά και ο ρόλος του Κωνσταντίνου
Από την άλλη πλευρά, η Πανελλήνιος Κίνησις Βασιλευομένης Δημοκρατίας, υπό τον στρατηγό Σοφοκλή Τζανετή, ανέλαβε την υπεράσπιση της μοναρχίας. Ο εξόριστος Κωνσταντίνος Β΄, στον οποίο δεν επετράπη να επιστρέψει στην Ελλάδα, περιορίστηκε σε δύο τηλεοπτικά διαγγέλματα.
Στο πρώτο, στις 26 Νοεμβρίου, προσπάθησε να δείξει αυτοκριτική διάθεση:
«Αναμφισβητήτως κατά το παρελθόν διεπράχθησαν λάθη, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωσιν του δημοκρατικού τρόπου ζωής μας».
Στο δεύτερο, δύο ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, επεδίωξε να παρουσιαστεί ως υπερκομματικός εγγυητής της ενότητας:
«Ο βασιλεύς μίαν επιθυμίαν έχει: να είναι βασιλεύς όλων των Ελλήνων, χωρίς προτίμησιν δι’ οιονδήποτε κόμμα».
Ωστόσο, η απουσία του από την Ελλάδα, η έλλειψη οργανωμένης εκστρατείας, αλλά κυρίως το βαρύ ιστορικό παρελθόν του, τον κατέστησαν αναξιόπιστο στα μάτια της κοινής γνώμης. Το Παλάτι, συνδεδεμένο με τη μετεμφυλιακή συντήρηση, τα Ιουλιανά και τη χούντα, δεν μπορούσε πλέον να πείσει πως μπορούσε να εγγυηθεί τη δημοκρατία.
Το αποτέλεσμα και η αποδοχή του
Η 8η Δεκεμβρίου 1974 κύλησε μέσα σε κλίμα γιορτής. Η συμμετοχή ήταν μαζική και το αποτέλεσμα, όταν ανακοινώθηκε, προκάλεσε αυθόρμητους πανηγυρισμούς σε όλη τη χώρα.
Η αβασίλευτη δημοκρατία επικράτησε με 69,18%. Τα αστικά κέντρα ψήφισαν συντριπτικά υπέρ, ενώ η μοναρχία περιορίστηκε σε ελάχιστες αγροτικές και συντηρητικές περιφέρειες, όπως η Λακωνία και η Μεσσηνία.
Το αποτέλεσμα ανακοινώθηκε το βράδυ της ίδιας ημέρας. Ο Καραμανλής, σε δήλωσή του, τόνισε:
«Η απόφασις του λαού πρέπει να γίνη ανεπιφυλάκτως σεβαστή. Ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού».
Κατά πολλούς, ο ίδιος σχολίασε ιδιωτικά ότι «ένα καρκίνωμα αποκόπηκε από το σώμα του έθνους». Είτε το είπε είτε όχι, η ουσία παραμένει: με το δημοψήφισμα του 1974, η Ελλάδα άφησε πίσω της έναν θεσμό που, για ενάμιση αιώνα, υπήρξε πηγή κρίσεων και διχασμών.
Η στάση του τέως βασιλιά
Αξιοσημείωτο είναι πως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Β΄, παρά την απογοήτευσή του, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα. Με δήλωσή του ανέφερε:
«Προέχει η εθνική ενότης χάριν της ομαλότητος, προόδου και ευημερίας της χώρας».
Η στάση αυτή εκτιμήθηκε θετικά. Ο τέως βασιλιάς αποσύρθηκε στη Βρετανία, αποφεύγοντας να προκαλέσει ή να εμπλακεί σε πολιτικά θέματα. Αν και υπήρξαν αργότερα καταγγελίες για σχέδια πραξικοπήματος το 1975 —με βάση αρχεία του Καραμανλή— τίποτα δεν αποδείχθηκε.
Από το 1974 έως τον θάνατό του το 2023, ο Κωνσταντίνος δεν επεδίωξε ποτέ ανοιχτά την επαναφορά της μοναρχίας. Οι διαφωνίες του με το ελληνικό κράτος αφορούσαν τη βασιλική περιουσία και το ζήτημα της ιθαγένειας, όχι το πολίτευμα.
Η δικαστική διαμάχη για τη βασιλική περιουσία
Η περιουσία της πρώην βασιλικής οικογένειας αποτέλεσε σημείο τριβής για δεκαετίες. Μετά το 1974, η χούντα είχε δημεύσει την περιουσία καταβάλλοντας αποζημίωση 120 εκατ. δραχμών — ποσό που ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να λάβει. Ακολούθησαν εναλλασσόμενες κυβερνήσεις και ανεπιτυχείς προσπάθειες συμβιβασμού.
Το 1991, η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέγραψε συμφωνία που απέδιδε στον τέως βασιλιά τα ανάκτορα του Τατοΐου και 4.000 στρέμματα, υπό τον όρο ότι το υπόλοιπο της περιουσίας θα μεταβιβαζόταν σε ίδρυμα κοινωφελούς χαρακτήρα. Το 1994, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε τη συμφωνία, αφαιρώντας επίσης από τον Κωνσταντίνο την ελληνική ιθαγένεια και κάθε ιδιοκτησία στην Ελλάδα.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 2002, το ΕΔΑΔ καταδίκασε το ελληνικό κράτος, επιδικάζοντας αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ — ποσό που ο ίδιος θεώρησε «εξευτελιστικό» σε σχέση με την εκτιμώμενη αξία.
Παρά την έντονη διαμάχη, μετά το 2010 οι σχέσεις του με την Ελλάδα εξομαλύνθηκαν. Το 2013 ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Πόρτο Χέλι, μαζί με τη σύζυγό του Άννα-Μαρία, ζώντας μακριά από πολιτική δημοσιότητα.
Ο θάνατός του και η δημόσια αποτίμηση
Ο τέως βασιλιάς πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2023, σε ηλικία 82 ετών. Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και τάφηκε στο Τατόι, δίπλα στους γονείς του. Η κηδεία του, στις 16 Ιανουαρίου, αποτέλεσε ένα ιδιότυπο ιστορικό κλείσιμο του κύκλου: στην ίδια χώρα όπου πριν πενήντα χρόνια ο λαός είχε απορρίψει τη βασιλεία, ο πρώην μονάρχης αποχαιρετήθηκε με αξιοπρέπεια, χωρίς πάθη και διχασμούς.
Η πορεία της πρώην βασιλικής οικογένειας
Η οικογένεια του Κωνσταντίνου και της Άννας-Μαρίας ζει σήμερα διάσπαρτη ανά τον κόσμο, διατηρώντας τιμητικούς τίτλους και κοινωνική προβολή, χωρίς όμως πολιτικές βλέψεις.
Ο Παύλος, πρωτότοκος γιος και αυτοαποκαλούμενος «διάδοχος», ζει μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου με τη σύζυγό του Μαρί-Σαντάλ Μίλερ. Έχουν πέντε παιδιά και δραστηριοποιούνται σε επενδύσεις και φιλανθρωπίες. Ο ίδιος έχει δηλώσει: «Είμαι Έλληνας και στις φλέβες μου ρέει Ελλάδα», εκφράζοντας πικρία για την αφαίρεση της ιθαγένειας.
Ο Νικόλαος, φωτογράφος και επιχειρηματίας, υπήρξε για χρόνια μόνιμος κάτοικος Αθήνας με τη σύζυγό του Τατιάνα Μπλάτνικ, γνωστή για την κοινωνική της δράση. Ο χωρισμός τους το 2024 έγινε πρωτοσέλιδο, χωρίς ωστόσο να αλλάξει τη φιλική τους σχέση με την ελληνική κοινωνία.
Η Αλεξία, μεγαλύτερη κόρη, ζει στα Κανάρια Νησιά με τον σύζυγό της Κάρλος Μοράλες και τα τέσσερα παιδιά τους, ασχολούμενη με την εκπαίδευση.
Η Θεοδώρα, γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Theodora Greece, εργάζεται ως ηθοποιός στο Λος Άντζελες. Το 2024 παντρεύτηκε τον Αμερικανό επιχειρηματία Μάθιου Κούμαρ, σε τελετή που συγκέντρωσε πλήθος ευρωπαϊκών γαλαζοαίματων.
Ο Φίλιππος, ο νεότερος, δραστηριοποιείται στον χώρο των χρηματοοικονομικών στο Λονδίνο και είναι παντρεμένος με το μοντέλο Νίνα Φλόρ.
Αν και η οικογένεια διατηρεί διεθνή αναγνωρισιμότητα, στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ιστορικό κατάλοιπο παρά ως πολιτικός θεσμός.
Η ιστορική σημασία του δημοψηφίσματος
Το δημοψήφισμα του 1974 υπήρξε θεμελιώδης σταθμός της ελληνικής δημοκρατίας για πολλούς λόγους:
- Έθεσε οριστικό τέλος σε έναν θεσμό που συνδέθηκε με διχασμούς, παρεμβάσεις και κρίσεις.
- Εδραίωσε την πολιτική σταθερότητα της Μεταπολίτευσης, δημιουργώντας συνθήκες για τη μακροβιότερη δημοκρατική περίοδο στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
- Επαναπροσδιόρισε την έννοια της εθνικής κυριαρχίας: ο λαός, όχι η δυναστεία, αποφασίζει για το μέλλον του.
- Επανένταξε την Ελλάδα στον ευρωπαϊκό θεσμικό πολιτισμό, προετοιμάζοντας το έδαφος για την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981.
- Από το 1974 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα δεν γνώρισε καμία πολιτειακή κρίση. Η δημοκρατία εναλλάσσει κυβερνήσεις, αλλά όχι καθεστώτα — κάτι πρωτόγνωρο για την ελληνική ιστορία.
Το 2024, μισό αιώνα μετά το δημοψήφισμα, η Ελλάδα τίμησε τη συμπλήρωση 50 ετών αβασίλευτης δημοκρατίας. Πολλοί ιστορικοί επισημαίνουν ότι η επιτυχία της Μεταπολίτευσης οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ψύχραιμη διαχείριση του Πολιτειακού από τον Καραμανλή. Επέλεξε να θεσπίσει τη δημοκρατία μέσω συναίνεσης, όχι εκδίκησης.
Η κατάργηση της μοναρχίας δεν συνοδεύτηκε από διώξεις, εθνικοποιήσεις ή «αντιμοναρχικό μίσος». Αντίθετα, το νέο πολίτευμα θεμελιώθηκε πάνω σε ευρεία κοινωνική αποδοχή, χωρίς να χρειαστεί να επιβληθεί.
Η ιστορία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας απέδειξε ότι η επιλογή του 1974 ήταν σωστή. Η πολιτειακή σταθερότητα, η εναλλαγή κομμάτων, η ελευθερία του λόγου και ο θεσμικός έλεγχος της εξουσίας αποτελούν τη ζωντανή κληρονομιά εκείνης της ημέρας του Δεκεμβρίου.
Επίλογος
Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 δεν ήταν απλώς μια ψήφος για ή κατά της βασιλείας. Ήταν η τελική πράξη ενός εθνικού δράματος που ξεκίνησε με τον Εθνικό Διχασμό και κορυφώθηκε με τη χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο ελληνικός λαός, κουρασμένος από παρεμβάσεις, πραξικοπήματα και εθνικές περιπέτειες, επέλεξε με ωριμότητα να κλείσει αυτόν τον κύκλο. Ένα Στέμμα έπεσε, αλλά στη θέση του αναδύθηκε κάτι πολύ πιο σταθερό: η πίστη στη δημοκρατία και στους θεσμούς της.
Σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα μπορεί να κοιτάζει πίσω με περηφάνια. Γιατί στις 8 Δεκεμβρίου 1974, δεν κέρδισε απλώς ένα πολίτευμα — κερδήθηκε η πολιτική ενηλικίωση του ελληνικού λαού.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών