Χριστουγεννιάτικα έθιμα των Ελλήνων στην Αλβανία του Χότζα

Ο Ιωσήφ Στάλιν προσπαθούσε να συγκρατεί τον Ενβέρ Χότζα στον πόλεμο που είχε εξαπολύσει κατά της Εκκλησίας και του θρησκευτικού αισθήματος με την άνοδό του στην εξουσία το 1944. Σε μία συνάντησή τους στη Μόσχα, ο Στάλιν του συνέστησε: «Μην παίρνεις μέτρα. Η θρησκεία έχει βαθιές ρίζες στη συνείδηση και την ψυχολογία του λαού, θα έχεις προβλήματα». Στο βιβλίο του «Με τον Στάλιν», ο Αλβανός δικτάτορας θυμάται: «Έχεις πολλούς Χριστιανούς; με ρώτησε ο Στάλιν. Να μη φοβάσαι τους ορθόδοξους, δεν είναι φανατικοί, να φοβάσαι τους καθολικούς γιατί έχουν πίσω τους το Βατικανό».

Παρά ταύτα, το έτος 1967, ενώ ο Στάλιν δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή για να τον «συνετίσει», ο Χότζα κηρύττει την Αλβανία το πρώτο «αθεϊστικό κράτος» στον κόσμο και δια νόμου απαγορεύει κάθε «φασιστική, θρησκευτική, πολεμοκάπηλη, αντισοσιαλιστική δραστηριότητα και προπαγάνδα». Ιερείς ξυρίζονται, απεκδύονται τα ράσα, όσοι δεν συμμορφώνονται συλλαμβάνονται, βασανίζονται, εκτελούνται. Ναοί και μονές καταστρέφονται όταν δεν αλλάζουν χρήση, πιστοί διώκονται κατά την τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων και εθίμων.

Μέχρι το 1990, την πτώση δηλαδή του καθεστώτος, οι Έλληνες της Νοτίου Αλβανίας, τα μέλη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας τιμούσαν εν κρυπτώ ή με ευφάνταστες παραλλαγές την ορθόδοξη θρησκευτική τους πίστη.

Χειμάρρα
«Στη Χειμάρρα, η λέξη «σ(τ)ρίνα» ακουγόταν πριν το ’90 την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Η χρήση της ατόνησε με τη μαζική φυγή των Χειμαρραίων τη δεκαετία του ’90 και την εισαγωγή των ελλαδικών εθίμων. Οι ρίζες της στρίνας ανάγονται στην Βυζαντινή περίοδο και συνδέονται με τους καλαντιστές και το νόμισμα που ελάμβαναν ως δώρο. Η στρίνα σαν λέξη αλλά και σαν παράδοση δείχνει πόσο ισχυρές είναι οι ρίζες ενός λαού και πως μπορούν να εγγυηθούν την επιβίωσή του ακόμη και όταν όλα τα κλαδιά κόβονται βίαια.

Παρά το γεγονός, ότι κανένα παιδί που μεγάλωσε στη Χειμάρρα τις τελευταίες δεκαετίες του κομμουνιστικού καθεστώτος δεν είπε ποτέ τα κάλαντα πριν το 1990 αφού απαγορευόταν, η παράδοση διασώθηκε μέσω της στρίνας που ήταν τα χρήματα που οι συγγενείς, προσέφεραν στα μικρά παιδιά μαζί με τις ευχές για το νέο έτος. Η πρακτική αυτή ήταν μια ήπια πράξη αντίστασης αντίστοιχη με το βάψιμο των αβγών το Πάσχα, του οποίου ο εορτασμός επίσης απαγορευόταν. Οι Χειμαρραίοι μέσω της στρίνας τηρούσαν ένα χριστουγεννιάτικο έθιμο χωρίς να μπαίνουν στο μάτι του καθεστώτος. Ένας αόρατος δεσμός με την ιστορία και την ιδιαίτερη παράδοσή τους.

Στο χειμαρριώτικο ιδίωμα ακούγεται «σρίνα» αφού η απαλοιφή στον προφορικό λόγο του δεύτερου άηχου συμφώνου είναι σχεδόν κανόνας σε αυτά τα συμφωνικά συμπλέγματα: σ(τ)όμα, σ(τ)ρατός κλπ». Πράγματι, Στρίνα ονομάζονται τα κάλαντα της ελληνόφωνης Κάτω Ιταλίας, εκεί που τα Χριστούγεννα ψάλλουν «Ήρθαμε να σας φέρμε την αστρίνα». Στην περιοχή της Χειμάρρας αντί για την παραδοσιακή Βασιλόπιτα την Πρωτοχρονιά ετοίμαζαν λουκουμάδες, τοποθετώντας σε έναν από αυτούς νόμισμα.

Δερόπολη Αργυροκάστρου
Στη Δρόπολη τα παιδιά έκαναν επισκέψεις σε σπίτια απλώς για να λάβουν ως κέρασμα κάποιο σπιτικό γλυκό ή πορτοκάλια. Η Βασιλόπιτα γινόταν με φύλλο, κρεμμύδια και κοτόπουλο ή χοιρινό κρέας, κάτι σαν μπουγάτσα. Την ίδια Βασιλόπιτα κάνουν και σε ορισμένα βλάχικα χωριά στην Ελλάδα.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι οικογένειες μαζεύονταν γύρω από το τζάκι αφού προηγουμένως είχαν ανάψει δυνατή φωτιά. Ο πρεσβύτερος, που ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις ο παππούς, έπαιρνε το «κοφτανέτσι», ένα είδος φυτού με αγκάθια και έριχνε με τη σειρά από ένα φύλλο να καεί σε μια πυρακτωμένη μαυρόπλακα, ονοματίζοντας κάθε μέλος του σπιτιού. Αν το φύλλο έτριζε και πηδούσε προς τα πάνω, αυτό σήμαινε ότι το νέο έτος για το συγκεκριμένο μέλος θα ήταν τυχερό. Στο τέλος έριχναν όλο το «κοφτανέτσι» στη φωτιά. Την Πρωτοχρονιά πραγματοποιούνταν επισκέψεις σε συγγενείς, στο σπίτι των οποίων όφειλαν να μπουν με το δεξί πόδι για να τους πάνε όλα «δέξα».

Άγιοι Σαράντα, Βούρκος
Στους Αγίους Σαράντα και την ευρύτερη περιοχή του Βούρκου τηρούνταν κρυφά τα έθιμα του φύλλου της ελιάς, -που ήταν μία παραλλαγή του κοφτανέτσι-, του ποδαρικού και της Βασιλόπιτας.

«Τα παιδιά πηγαίναμε σε σπίτια συγγενών και γειτόνων για να κάνουμε ποδαρικό για το νέο έτος, ήταν καλό να πάνε πρώτα παιδιά. Μας έδιναν χρήματα, κέρματα ή δώρα, συνήθως καραμέλες ή γλυκίσματα που ετοίμαζαν οι νοικοκυρές, χωρίς φυσικά να λέμε κάλαντα, ενώ γνωρίζαμε για την ύπαρξη τους από διηγήσεις των γονιών. Δεν ήταν ίδια με αυτά που επικράτησαν σε όλη την Ελλάδα σήμερα και μάλιστα κάποια δεν είχαν ούτε θρησκευτικό χαρακτήρα. “Ήρθανε τα Φώτα / καρκαλιέτ’ η κότα πίσω από την πόρτα / ο πέτος τσι φωνάζει / αυτή δεν απολογιέται / τσι ρίχνει ένα λιθάρι / την παίρνει στο ποδάρι”».

Η βασιλόπιτα ήταν ένα έθιμο που οι Αρχές το ανέχονταν. Γινόταν και συνεχίζεται να γίνεται μέχρι σήμερα με πίτα από κοφτό (ψιλοτριμμένο στάρι), αντί του ρυζιού που κάνουμε σήμερα την κλασική πίτα του Βούρκου που τη λέμε και αλλιώς κροθόπιτα. Στο κάτω μέρος έχει δύο ή τρία φύλλα μεγαλύτερα από το ταψί και αυτό που εξέχει κλώθεται περιμετρικά και δημιουργείται ο κρόθος. Πάνω από τον κοφτό, τοποθετούνταν διάφορα σχέδια με ζυμάρι όπου κυριαρχούσε ένας μεγάλος σταυρός. Φυσικά τοποθετούταν κέρμα κάτω από τον κρόθο.

Στο μεσημεριανό της Πρωτοχρονιάς δεν τρώγαμε κάτι άλλο εκτός από την βασιλόπιττα, η οποία κοβόταν όπως η πίτσα. Εκτός από τα μέλη της οικογένειας βγάζαμε κομμάτι και για τον Αϊ Βασίλη, κάτι που γινόταν κρυφά και όχι απ όλους. Σε ορισμένα σπίτια μαγειρεύαμε βασιλόπιττα και με το παλιό ημερολόγιο, στις 14 Ιανουαρίου, παράδοση που μπορεί να έμεινε από τότε που άλλαξε το ημερολόγιο, το 1923. Η βασιλόπιττα στο Βούρκο και τα Ριζά, όπως και πολλά άλλα έθιμα είναι ακριβώς ίδια με της Θεσπρωτίας. Τα 60 χωριά του Δ. Φοινίκης και τα χωριά της Θεσπρωτίας είναι ένα πράμα».


Μυρένα Σερβιτζόγλου
slpress.gr

Σχόλια