Στην Κοσίνα Πρεμετής

Στο σπίτι αυτό βρέθηκα με συνεργάτες μου αναζητώντας τα κλειδιά της εκκλησίας κατά την πρώτη μου επίσκεψη. Μας υπέδειξαν κάποιοι χωριανοί το σπίτι και ήρθε πρόθυμα να μας ανοίξει την εκκλησία ο γιος της οικογένειας, ένας νέος γύρω στα 18, που μας είπε ότι τον λένε Χρίστο και άρχισε την κουβέντα μαζί μας σε άπταιστα ελληνικά. Ο Χρίστος, Qitso κατά τους δικούς του, σπουδάζει στο πανεπιστήμιο του Αργυροκάστρου νοσηλευτική, έχοντας αποφοιτήσει από το εκεί εκκλησιαστικό Λύκειο, το οποίο ανήκει στην ορθόδοξη αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας. Εκτός από τα ελληνικά του ο Χρίστος μας εντυπωσιάζει με το ήθος του αλλά και τη βαθιά γνώση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης. Μας δείχνει αμέσως τα φιλελληνικά του αισθήματα, όπως και τα γενικότερα ανθρωπιστικά του, λέγοντας μάλιστα ότι είναι πολύ ευχαριστημένος που σπουδάζει νοσηλευτική, διότι θα μπορέσει να προσφέρει υπηρεσίες σε άρρωστους ανθρώπους. Μας ανοίγει την εκκλησία, για την οποία μιλά με πολύ σεβασμό και ευλάβεια. Μετά την επίσκεψη μας καλεί ευγενικά στο σπίτι να γνωρίσουμε την οικογένειά του και να μας κεράσουν.

Εκεί μας υποδέχεται ο πατέρας του Gjergj, η μητέρα του Zerina, η αδελφή του Nertila, άλλά πρώτη και καλύτερη η γιαγιά του Qyratso, μια έντονη προσωπικότητα με μαύρο μαντήλι δεμένο στο κεφάλι, μ’ έναν τρόπο που μου θυμίζει πολλά, και μαύρα ρούχα. Η εμφάνιση και η συμπεριφορά της γιαγιάς δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο να μην της μιλήσω στα βλάχικα. Και βέβαια η επιβεβαίωση ήταν άμεση. Στη φράση μου «çi s’ fatsi, mae?» (τι γίνεται γιαγιά;), η απάντηση ήταν «gini lai frate, voi cum hits?» (καλά μωρέ αδερφέ μου, εσείς πως είστε;). Καθώς προφέρει το «r» στο frate σαν «γ» ολοκληρώνει την εικόνα μιας Αρβανιτόβλαχας σαν αυτές που ήξερα από τα παιδικά μου χρόνια στο θεσσαλικό κάμπο, στη Ροδιά Τυρνάβου, όπου στη γειτονιά μας μένανε πολλοί Αρβανιτόβλαχοι. Η συγκίνησή μου είναι μεγάλη. Σχεδόν κολλάω δίπλα της. Μου πιάνει σφιχτά το χέρι, όπως κάνει πάντοτε η γιαγιά μου όταν πηγαίνω και τη βλέπω στο χωριό. Πιάνουμε κουβέντα. Βλέπω να δυσκολεύεται. Σπεύδει να μου πει ότι κοντεύει να ξεχάσει τα βλάχικα, διότι από τότε που πέθανε ο άντρας της, και πάνε πολλά χρόνια, δεν έχει με ποιον να μιλήσει. Ο γιος της ούτε τα μιλά ούτε τα καταλαβαίνει. Μου λέει ότι είναι από τη Φράσερη. Λίγο πριν ο Gjergj μου είπε με νόημα και συγκίνηση ότι το βερίκοκο που μας πρόσφεραν ως γλυκό κουταλιού είναι από τη βερικοκιά της αυλής που την έφεραν από τη Φράσερη, όταν ήρθαν να εγκατασταθούν στην Κοσίνα. ΄Ενιωσα να κάνει αναφορά στη συμβολική τους πράξη, αντίδραση στον ξεριζωμό, να φυτέψουν ένα δέντρο από την παλιά πατρίδα στη νέα, με σκοπό το νέο ρίζωμα. Σκέφτηκα ότι δεν είναι δίχως βάση τα γεγονός ότι οι Aρβανιτόβλαχοι αποκαλούνται και Φρασερώτες ή Φαρσερώτες, αφού φαίνεται να έχουν ως βασική τους κοιτίδα αυτή την περιοχή. Βέβαια οι ίδιοι αυτό-αποκαλούνται Rëmen, όπως και οι υπόλοιποι Βλάχοι αυτο-αποκαλούνται Rëmuni ή Armëni.

Ο ίδιος ο Gjergj έχει συνείδηση της βλάχικης καταγωγής του αλλά φαίνεται να έχει αποδεχτεί ως φυσική διαδικασία το γεγονός της αφομοίωσής τους στην αλβανική κοινωνία. Ο ίδιος είναι ένας τυπικός Αλβανός. Δεν υπάρχει περίπτωση από την εμφάνιση, τον τρόπο, την έκφρασή του και τη συνείδησή του να υποθέσει κάποιος κάτι διαφορετικό. Δεν θα ξεχάσω τη συγκίνηση με την οποία τραγούδησε και απήγγειλε πατριωτικά τραγούδια στον τεκέ της Φράσερης σε μια κοινή μας επίσκεψη. ΄Ενα από αυτά αναφερόταν στους αδερφούς Frasheri, ηγετικές μορφές του αλβανικού εθνικού κινήματος, που κατάγονταν από εκεί. Ο Gjergj, ένας Χριστιανός Ορθόδοξος, υμνούσε μέσα σε μπεκτασίδικο τεκέ τις ηρωϊκές πράξεις των Μουσουλμάνων εθνικών ηρώων της Αλβανίας αδελφών Frasheri. Ο Gjergj δεν πήγε ποτέ στην Ελλάδα, συνεπώς δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία να βρει δεσμούς μ’ αυτή, προκειμένου να διευκολύνει τη ζωή του γενικά ή να τύχει προνομίων, όπως πολλοί άλλοι Aλβανοί βλάχικης καταγωγής, που χρησιμοποίησαν την πολιτική του Κόμματος ΄Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ομόνοια) για την ένταξη των Βλάχων στην κατηγορία των ομογενών για την απόκτηση των ανάλογων δικαιωμάτων. Ο Gjergj δεν έγινε ποτέ, ή τουλάχιστον ακόμα Γιώργος…

Ο Gjergji έχει παντρευτεί Αλβανίδα χριστιανή ορθόδοξη, τη Zerina, η οποία εργάζεται ως νοσοκόμα στο αγροτικό ιατρείο του χωριού. Η μάνα του μου λέει με νόημα για τη νύφη της ότι, παρόλο που δεν είναι «δική μας» (nu iasti di anuastrë), είναι καλή (iasti bunë). Και βέβαια δεν αναφέρεται ποτέ στη νύφη της με τ’ όνομά της. Λέει «nviasta» ( η νύφη) ή «aistë» (αυτή). Κι αυτό εντάσσεται στους ηθικούς κώδικες επικοινωνίας που δηλώνουν το περιεχόμενο των σχέσεων στη βλάχικη οικογένεια. Το ξέρω καλά από την ίδια την οικογένειά μου. Σκέφτομαι όμως περισσότερο τις κατηγορίες «δικός» και «ξένος» μέσα στην ίδια την οικογένεια σε σχέση πάλι με ό,τι αποκαλούμε «ταυτότητες». Η Zerina είναι για την πεθερά της μια «ξένη», με την έννοια ότι δεν είναι Βλάχα. Είναι «arbiniasë» (Αλβανίδα ή καλύτερα Αρβανίτισσα). Κι αυτό μου είναι πολύ οικείο. Και η ίδια η γυναίκα μου για τους γονείς μου δεν είναι «δική μας» δηλαδή Βλάχα αλλά «Γκρέκα».

Διόρθωσα προηγουμένως τον όρο «Αλβανίδα» με το «Αρβανίτισσα», διότι θεωρώ ότι αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι άνθρωποι. Εάν η νύφη ήταν Μουσουλμάνα είναι βέβαιο ότι η πεθερά της δεν θα έλεγε ότι δεν είναι δική μας απλά αλλά ότι είναι Τουρκάλα (κάτι που μάλλον θα προσπαθούσε να το αποκρύψει). Η βασική διάκριση που καθιερώθηκε στο χώρο της ευρύτερης Βαλκανικής και στο πλαίσιο της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν αυτή ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και τους Χριστιανούς. Για τους Μουσουλμάνους όλοι οι Χριστιανοί ήταν giaour, ενώ για τους Χριστιανούς όλοι οι Μουσουλμάνοι ήταν «Τούρκοι». Στους κόλπους τώρα των Χριστιανών υπήρχαν εσωτερικές διακρίσεις με βάση την εθνοτική καταγωγή, οι οποίες διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ακόμα και μετά τη συγκρότηση των εθνών κρατών αλλά προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση.

Στην ελληνική περίπτωση η έννοια της ελληνικότητας, η κατηγορία του Έλληνα, έγινε μια ομπρέλα κάτω από την οποία μπήκαν όλες οι εθνοτικές ομάδες που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο. Σε καμιά περίπτωση ο όρος «Έλληνας» δεν ταυτίστηκε με τον όρο «Γκρέκος». Η κατηγορία «Γκρέκος» έγινε μια από τις πολλές υπο-ομάδες που συγκρότησαν τη νέα ελληνική εθνική ταυτότητα. Η ίδια η ονομασία «΄Ελληνας» βοήθησε αρκετά στην ομαλή μετάβαση από τις προηγούμενες εθνοτικές κατηγορίες σε μια ενιαία εθνική, την ελληνική. ΄Ενας Βλάχος, ένας Σαρακατσάνος, ένας Αρβανίτης ή ένας Ντόπιος της Μακεδονίας που δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί με την κατηγορία του «Γκρέκου», εντάσσεται με μεγάλη ευκολία στην ευρύτερη και νεωτερική κατηγορία του «΄Ελληνα», διαδικασία την οποία βέβαια διευκολύνει η ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και το γόητρο του ελληνικού πολιτισμού .

Στην Αλβανία τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά αλλά και εκεί η εθνική κατηγορία του Αλβανού με την παράλληλη ανάπτυξη της αντίστοιχης εθνικής ιδεολογίας διαμορφώθηκε ως μια ομπρέλα που θα μπορούσε να φιλοξενήσει όχι μόνο τις επιμέρους εθνοτικές κατηγορίες Γκέκηδες, Τόσκηδες, Λιάμπηδες, Τσάμηδες, Βλάχους κ.λπ. αλλά, το πιο δύσκολο, και τις διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες που στο παρελθόν είχαν αποκτήσει διαφορετικά χαρακτηριστικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, και είχαν αναπτύξει συνειδήσεις ετεροτήτων. Ο αλβανισμός ήρθε ως μια ιδεολογία που θα ένωνε το νέο αλβανικό έθνος σε μια νέα βάση πέρα από θρησκευτικές και άλλες διαφορές. Τα πράγματα βέβαια για το αλβανικό έθνος-κράτος δεν ήταν τόσο εύκολα όσο για το ελληνικό, αλλά σε τελική ανάλυση αναπτύχθηκε μια νέα εθνική ταυτότητα και ιδεολογία, στην οποία κλήθηκαν να προσαρμοστούν όλες οι εθνοτικές ομάδες που εντάχτηκαν στην επικράτεια αυτού του κράτους. Είναι λάθος, ωστόσο, να θεωρήσουμε ότι έχουμε σε κάθε περίπτωση μια γραμμική εξέλιξη ή μετάβαση από το εθνοτικό στο εθνικό φαινόμενο, διότι όχι μόνο μπορεί να υπάρχουν στοιχεία εθνοτικής οργάνωσης, ταυτότητας και συνείδησης σε διάφορες όψεις της ζωής και της έκφρασης των ομάδων που αντιστέκονται αλλά, επιπλέον, νέες κατηγορίες ως προσαρμογές των παλιών ή ως προϊόντα νέων καταστάσεων μπορούν να προκύπτουν, εφόσον δεχόμαστε ότι οι ταυτότητες δεν είναι αιώνιες κατηγορίες αλλά ιστορικές, που σημαίνει ότι μπορεί να αλλάζουν, να χάνονται αλλά και να προκύπτουν νέες.

Για τη γιαγιά Κυράτσω εγώ ως Βλάχος είμαι δικός της. Μου το είπε από την πρώτη στιγμή άλλωστε. Ως ΄Ελληνας όμως; Οι συνεργάτες μου για παράδειγμα ήταν «άλλοι» (Grek). Εάν και εγώ δεν είχα αντιληφθεί τη βλάχικη ταυτότητα της γιαγιάς και παρουσιαζόμουν απλά ως ένας ΄Ελληνας, θα ήμουν κι εγώ ένας «ξένος», πάντως όχι δικός («anostrou»). Πρέπει να πω, κι αυτό είναι χαρακτηριστικό, ότι δεν απέφυγα την αμηχανία –παρότι αυτά τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα μέσα μου- όταν κάποια στιγμή η Κυράτσω μου είπε « Aisti sun Grets, tini eshtsë Rëmën» ( αυτοί είναι Γκρέκοι, εσύ είσαι Βλάχος). Εκείνη μιλούσε, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, με όρους εθνοτικούς. Δεν αναφερόταν με τον όρο Γκρέκος στη σύγχρονη εθνική ταυτότητα του ΄Ελληνα. Εννοώντας το Grets ως Γκρέκοι έλεγε ουσιαστικά ότι εγώ δεν είμαι «Γκρέκος», κάτι που δεν είναι καθόλου παράξενο για μένα, αφού ακόμα χρησιμοποιείται αυτός ο διαχωρισμός στο οικογενειακό μου και ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο από το οποίο προέρχομαι. Σ’ αυτό το πλαίσιο η κατηγορία «Γκρέκος» δεν ταυτίζεται με την κατηγορία «΄Ελληνας». Μ’ έναν παρόμοιο τρόπο η Κυράτσω λέει για τη νύφη της ότι δεν είναι «δική μας». Δεν είναι δική τους ως μη Βλάχα. Η νύφη της είναι σ’ αυτό το πλαίσιο αναφοράς Arbiniasa με την εθνοτική σημασία του όρου, που είναι μια ταυτότητα διαφορετική από τη βλάχικη εθνοτική ταυτότητα. Σ’ ένα επίπεδο εθνικής ωστόσο αναφοράς, με το νεωτερικό περιεχόμενο του όρου, και η πεθερά και η νύφη εμπίπτουν στην κατηγορία του Αλβανού. Αυτός ο μηχανισμός ένταξης του εθνοτικού στο εθνικό διευκολύνει τα μέγιστα τον αυτο-προσδιορισμό όσων βιώνουν αυτή τη μετάβαση στην ίδια την προσωπική τους ιστορία. Σκεφτείτε τον Gjergj να βρίσκεται στο δίλημμα αν είναι Βλάχος ή Αλβανός. Στο παραπάνω πλαίσιο το δίλημμα δεν τίθεται, διότι οι δύο ταυτότητες είναι διαφορετικής κατηγορίας. Δεν προκύπτουν ως αμοιβαία αποκλειόμενες αλλά ως η μια μέρος της άλλης, καθώς η επιμέρους εθνοτική καθίσταται τμήμα της ευρύτερης εθνικής ταυτότητας ή, γιατί όχι, υποτάσσεται σ’ αυτή.

(Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΎΝΟΡΟ, Οδυσσέας 2010)

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:

👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια