Ιερά Μονή Παµμεγίστων Ταξιαρχών Νίβανης Ζαγοριάς

Σύμφωνα με το βιβλίο του Δημήτριου Ευαγγελίδη «Η Βόρειος Ήπειρος» η μονή της Νίβανης βρισκόταν σε ακμή κατά τα τέλη του ΙΗ΄αιώνα. Ο Παναγιώτης Πουλιτσας στο βιβλίο «Επιγραφαί και ενθυµήσεις» σημειώνει πως από διάφορες επιγραφές που υπήρχαν εντός και εκτός του ναού της μονής, μαθαίνουμε ότι ανεγέρθηκε, ανιστορήθηκε και καλλωπίστηκε διά συνδρομής και δαπάνης των ευλαβέστατων αρχόντων, αρχιερατεύοντος του επισκόπου Δοσίθεου Μετσοβίτου και διά χειρός Ιωάννου από χώρα σικριάτη (Κεστοράτι), µε ημερομηνία 28 Ιουλίου 1779. 

Επί των εικόνων του Χριστού και των Ταξιαρχών η χρονολογία είναι το 1779. Υπήρχαν δύο θήκες αγίων λειψάνων, όπου η μια έφερε επιγραφή «1772-Η παρούσα αγία κάρα είναι της αγίας Βαρβάρας». Επί λίθινης πλάκας εντοιχισµένης στο περίβολο η επιγραφή «1776». 

Υπάρχουν και άλλες επιγραφές σε διάφορα σκεύη της μονής, όπως στάχωση Ευαγγελίου µε χρονολογία 1812 από τους αδελφούς Δηµήτριο και Χριστόδουλο, όπως γράφει η Βαρβάρα Παπαδοπούλου στο έργο της « Ηπειρώτες χρυσικοί και αργυροχόοι». 
Σύμφωνα με το βιβλίο «Ορθοδοξία και Ελληνισµός,» του Δημήτριου Οικονόμου, στη μονή της Νίβανης λειτουργούσε σχολή από το 1780-1853 και στις αρχές Σεπτεµβρίου 1885 φιλοξενήθηκε για λίγο το ελληνικό Εκπαιδευτήριο που είχε ανοίξει το 1882 ο Μιχαήλ Χαρίτος. 

Η ακίνητη περιουσία της κοινοτικής ενοριακής μονής Ταξιαρχών Νίβανης ήταν ένα θερινό λιβάδι ονόµατι Κιουµπούρι, ένας υδρόμυλος, μια οικία στην Πρεµετή, ένα μικρό δάσος στην περιφέρεια της μονής, 60 στρέμματα αγροί καλλιεργήσιμοι στην περιφέρεια των χωριών Σέπερης, Νίβανης και Δέρανης, 65 αιγοπρόβατα, ιερά άμφια, σκεύη και λίγα έπιπλα.

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια