H α λα Ενβέρ Χότζα «αθεϊστική προπαγάνδα»

Τέτοιες μέρες, πριν από 54 χρόνια, στον παγκόσμιο θρησκευτικό χάρτη έκανε την εμφάνισή του το πρώτο αθεϊστικό κράτος στην ανθρωπότητα. Με το διάταγμα 4336 της 13ης Νοεμβρίου 1967, ο Αλβανός δικτάτορας Ενβέρ Χότζα έκλεισε εκκλησίες και τζαμιά, ξύρισε ιερείς και συμπεριέλαβε στο σύνταγμα άρθρο (37), σύμφωνα με το οποίο «το κράτος δεν αναγνωρίζει καμία θρησκεία, συμμερίζεται και αναπτύσσει την αθεϊστική προπαγάνδα, ώστε να ριζωθεί στους ανθρώπους η κοσμοθεωρία του ιστορικού υλισμού».
Ακολούθησε ο πιο άγριος διωγμός χριστιανών και μουσουλμάνων στη μεταπολεμική Ευρώπη, με μεθόδους από την αιματοβαμμένη… Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, στην Κίνα. Ο πόλεμος κατά της θρησκείας στην Αλβανία είχε ξεκινήσει με την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Χότζα το 1944, και με το πέρασμα του χρόνου οι πιέσεις στους πιστούς γίνονταν αφόρητες, όμως το διάταγμα του 1967 παρείχε και τη θεσμική κάλυψη στο πογκρόμ του καθεστώτος εναντίον του «οπίου του λαού».

Ο ιερέας Μιχάλης Μπάρκας, από το χωριό Βόβριστα του Αργυροκάστρου, περιέγραψε στο ημερολόγιό του, το οποίο το 1998 παρέδωσαν τα παιδιά του στον Αρχιεπίσκοπο κ. Αναστάσιο, τις τελευταίες ημέρες της ιεροσύνης του: «…26 Φεβρουαρίου 1967. Τέλεσα σήμερα την τελευταία θεία λειτουργία. Αμέσως μετά παρέδωσα τα κλειδιά του ναού στην οργάνωση νεολαίας του χωριού…».
Το «ημερολόγιο» του παπα-Μιχάλη ήταν σημειωμένο πάνω στο ευαγγέλιο της εκκλησίας των Ταξιαρχών, όπου ο παπα-Μιχάλης ιερουργούσε μέχρις ότου το καθεστώς Χότζα την κλείσει για πάντα και τη μετατρέψει σε αποθήκη. Εκεί πρόλαβε και κατέγραψε τις τελευταίες του ώρες ως ιερέα: «Σήμερα ημέρα Σάββατο 4 Μαρτίου 1967 μάς συγκέντρωσε ο δεσπότης τους ιερείς της περιφέρειας στη μητρόπολη και μας είπε να κόψουμε τα γένια και να βγάλουμε όλη τη στολή της ιεροσύνης, να γίνουμε τέλειοι πολίτες, και εμείς εκτελέσαμε τη διαταγή του…».

Μετά έκρυψε καλά το ευαγγέλιο-ημερολόγιο, ώστε να μην το βρουν οι άνθρωποι της μυστικής υπηρεσίας «Σιγκουρίμι», και αποκαλύπτοντας μόνο στα παιδιά του την κρύπτη, τα δέσμευσε ενώπιον του Θεού να το παραδώσουν στην εκκλησία μόλις αυτή επαναλειτουργήσει.

Ο σημερινός ιερέας Ευθύμιος Μπιτζιλής, στο χωριό Δρυμάδες της Χειμάρρας, ήταν παιδάκι όταν μετά το διάταγμα λεηλατήθηκε η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα: «Ο πατέρας μου ήταν παπάς και έλαβε εντολή να ξυριστεί και να πετάξει το ράσο. Παραμονή της λεηλασίας έγινε συγκέντρωση νεολαίας του κόμματος και αποφασίστηκε να πάνε το πρωί και να “καθαρίσουν” τον ναό, αφαιρώντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Προτού ξημερώσει, μπήκα κρυφά από μια μικρή πίσω πόρτα, πήρα την εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα και τον Αγιο Επιτάφιο, και τα έκρυψα στη θημωνιά. Η ζωή του πατέρα μου και όλων μας έγινε κόλαση έκτοτε. Ερχονταν στο σπίτι για να ελέγξουν αν άφησε γένια και αν φοράει το ράσο. Κυκλοφορούσε σπάνια και σε στενό συγγενικό κύκλο, και κάπου κάπου έκανε καμιά βάφτιση κρυφά. Οταν έπεσε το καθεστώς, έβγαλα τα κειμήλια και τα τοποθετήσαμε στην εκκλησία, την οποία είχαν κάνει αποθήκη και έγινα κι εγώ παπάς».

Το 1967 ήταν η πιο μαύρη χρονιά για τους πιστούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, στην Αλβανία του Χότζα. Χριστιανικές εκκλησίες, ορθόδοξες και καθολικές, μουσουλμανικά τεμένη, μετατράπηκαν σε αποθήκες, στάβλους και «πολιτιστικά κέντρα» ή κατεδαφίστηκαν, μοναστήρια λεηλατήθηκαν και έγιναν στρατώνες.
Κάθε θρησκευτική δραστηριότητα απαγορεύτηκε, ο αθεϊσμός έγινε επίσημη ιδεολογία, ιερωμένοι δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εξευτελίστηκαν, και επί δύο και πλέον δεκαετίες οργανώθηκε, καθοδηγήθηκε και συντελέστηκε η μεγαλύτερη επιχείρηση ξεριζωμού της θρησκευτικής πίστης ενός ολόκληρου λαού.

Με την άνοδό του στην εξουσία, ο Χότζα εφάρμοσε στην αρχή πιστά το «σοβιετικό μοντέλο», επιβάλλοντας στην εκκλησιαστική ιεραρχία πειθήνια όργανά του, τα οποία θα εκτελούσαν αδιαμαρτύρητα τις εντολές του.
Επέτρεψε, τύποις, τη λειτουργία εκκλησιών και τζαμιών, αλλά ταυτόχρονα έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο τρομοκράτησης πιστών και ιερωμένων, ώστε να περιθωριοποιήσει και εντέλει να εξαλείψει από τον σοσιαλιστικό του «Κήπο της Εδέμ» το «όπιο του λαού».

Ο «θείος Στάλιν», όπως φαίνεται από τα γραφόμενα του Χότζα στο βιβλίο του «Με τον Στάλιν…», φρόντιζε να τον συγκρατεί. Οχι γιατί ο Σοβιετικός δικτάτορας κρατούσε μέσα του κάτι από χριστιανισμό από την εποχή που ήταν τρόφιμος ιερατικής σχολής στην Τιφλίδα, αλλά διότι ήξερε καλά πως η νεόκοπη εξουσία του θα ερχόταν αντιμέτωπη με το μεγάλο μέρος του πληθυσμού και αυτό δεν συνέφερε.
«”Εχεις πολλούς χριστιανούς;” με ρώτησε ο σύντροφος Στάλιν. Γύρω στο 30% ορθοδόξους και κάπου 10% καθολικούς, του απάντησα. “Να μη φοβάσαι τους ορθόδοξους, δεν είναι φανατικοί, να φοβάσαι τους καθολικούς γιατί έχουν πίσω τους το Βατικανό…”».

Και σε μια άλλη συνάντησή τους στη Μόσχα ο Στάλιν εμφανίζεται να του λέει: «”Μην παίρνεις μέτρα. Η θρησκεία έχει βαθιές ρίζες στη συνείδηση και στην ψυχολογία του λαού, θα έχεις προβλήματα”, μου συνέστησε».
Οταν όμως ο Στάλιν εξέλειψε και οι «συνθήκες ωρίμασαν», ο Χότζα έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο αφανισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων. Η ρήξη με τους «χρουστσοφικούς οπορτουνιστές» είχε επέλθει, η στροφή προς το Πεκίνο είχε γίνει, ο Μάο είχε θεοποιηθεί και ο άνεμος της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα έπνεε και στην Αλβανία.

Ντιρεκτίβες
Με επιστολή της Κεντρικής Επιτροπής προς τις κομματικές επιτροπές των επαρχιών «σχετικά με τον πόλεμο κατά της θρησκείας, των θρησκευτικών εθίμων και προκαταλήψεων», που απεστάλη στις 27 Φεβρουαρίου 1967, δίνονται οι κατευθύνσεις για το μεγάλο πογκρόμ: «[…] Εμείς, δεν έχουμε αφήσει ούτε ένα απ’ τα σχολεία, απ’ όπου έβγαιναν νέοι κληρικοί, για να ερμηνεύουν τη θρησκευτική τους θεωρία. […] Το γκρέμισμα των ναών, των τζαμιών, των τεκέδων και των μοναστηριών εμφανίζει δυσκολίες, για τον λόγο ότι δεν πρέπει να πάμε σε άμεση αντιπαράθεση με το τμήμα εκείνο του λαού που πιστεύει. Γι’ αυτό θα πρέπει να υπάρξει προσοχή και τακτ. Αλλά αρκετά απ’ αυτά έχουν γκρεμιστεί με την πρωτοβουλία της μάζας, χωρίς να δημιουργηθεί καμιά αντίδραση, μερικά άλλα έχουν πέσει, υπάρχουν κάποια που έχουν μετατραπεί σε αποθήκες, έχουν μείνει χωρίς χότζα ή ιερέα και πρακτικά δεν λειτουργούν. Ετσι θα πρέπει να συνεχίσουμε εμείς έως ότου τα ισοπεδώσουμε από προσώπου γης…».

Το έργο θα επωμισθούν οι οργανώσεις της νεολαίας και του κόμματος, αλλά και η ελεγχόμενη από το καθεστώς «εκκλησιαστική» ιεραρχία. Κομματικοί εγκάθετοι και πιστοί στο κόμμα νεολαίοι –στον νότο την ντιρεκτίβα υλοποιούσαν Ελληνες μειονοτικοί– διέτρεχαν πόλεις και χωριά, υποχρεώνοντας παπάδες να ξυριστούν, να πετάξουν τα ράσα, να γίνουν «καλοί πολίτες» και να τους παραδώσουν τα κλειδιά εκκλησιών και μοναστηριών. Οσοι τολμούσαν να αντιδράσουν τούς «έτρωγε το σκοτάδι» των φυλακών, της εξορίας ή και των εκτελέσεων, το ίδιο και όσους χριστιανούς ή μουσουλμάνους αρνούνταν να αποκηρύξουν την πίστη τους.
Το μοναστήρι του Αγίου Βλασίου στο Δυρράχιο εκθεμελιώθηκε από «νεολαίους» του κόμματος, πολλά χριστιανικά και μουσουλμανικά κτίσματα γκρεμίστηκαν, η θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων αφανίστηκε, μια ολόκληρη γενιά, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έπεσε το σύστημα Χότζα, εμφανίστηκε «άγραφο χαρτί» ως προς τη θρησκευτική της πίστη.

Σταύρος Τζίμας / kathimerini.gr

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια