Σύννεφα για την οικονομία - προνοητικότητα αντί για αντιδραστικότητα

Πολλές φορές πριν από την ΔΕΘ, αλλά και μετά, η «κοινωνία αξιών» επισήμανε δημόσια τα προβλήματα που διαφαίνονται για την Ελληνική οικονομία και εξηγούσε με ρεαλισμό τους κινδύνους και τις προοπτικές.
Επικρίναμε μάλιστα τις επιδοματικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν, για να καλυφθούν οι κυβερνητικές αδυναμίες σε πολλούς τομείς.

Πολλοί κομματικοί αλλά και ΜΜΕ τότε αντέδρασαν και υπερέβαλαν για τις επιτυχίες της κυβερνητικής πολιτικής, εθελοτυφλώντας ταυτόχρονα μπροστά στους κινδύνους που είχαν φανεί ξεκάθαρα στον ορίζοντα.
Όταν μάλιστα ο κος Σταϊκούρας παρουσίαζε πριν ένα μήνα περίπου την Ελληνική οικονομία με εξαιρετικά θετικό τρόπο, η «κοινωνία αξιών» έκανε πλήρη παράθεση των στοιχείων, επισημαίνοντας ότι όλα όσα θετικά είπε, δεν επιλύουν κατ’ ουδένα τρόπο τα προβλήματα που αποδεικνύεται σήμερα ότι υπάρχουν στην Ελληνική οικονομία, και βέβαια ελάχιστα αναφέρθηκε στους φανερούς κινδύνους και στα παρακάτω κρίσιμα ζητήματα:

1) Στο αναπτυξιακό και επενδυτικό πεδίο και πως θα προκύψουν οι μεγεθύνσεις που περιμένει.
2) Στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών το οποίο βαίνει συνεχώς επί τα χείρω,
3) Στον πληθωρισμό που ανεβαίνει και παρά τις προσπάθειες να κρυφτεί, οι πολίτες τον αντιλαμβάνονται σε βασικά είδη διατροφής στην ενέργεια, στα καύσιμα κλπ.
4) Στις επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων, η οποία είναι αναμενόμενη και μάλιστα σταδιακά μέσα στο 2022, γεγονός που θα επιβαρύνει τις υποχρεώσεις μας αποπληρωμής του χρέους, θα επιβαρύνει σημαντικά και το ιδιωτικό χρέος, όπως και κάθε νέο δημόσιο δανεισμό, που θα είναι βέβαιο ότι θα γίνεται, με δεδομένη την αύξηση των πρωτογενών ελλειμμάτων.
5) Οι προβλέψεις των ξένων τμημάτων ανάλυσης των περισσότερων μεγάλων ιδρυμάτων (τα Ελληνικά ΜΜΕ παρουσιάζουν πολύ αισιόδοξα νούμερα), μιλούσαν για επιβράδυνση, με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη του 2022 να βρίσκονται περίπου στο 4,2% (π.χ. Fitch Solutions) και κάποιοι στο 2,7% (Morgan Stanley), την ανεργία να ανεβαίνει στο 14,7%, την αποδυνάμωση της εξωτερικής ζήτησης που αναμένεται να έχει δυσμενείς επιδράσεις στις εξαγωγές και στο εμπορικό ισοζύγιο, το δημοσιονομικό έλλεμμα στο -4,2% και το χρέος στο 202%.

ΣΗΜΕΡΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΝΤΙΔΡΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΕΛΠΊΖΟΥΜΕ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
Τις ημέρες αυτές προέκυψε ζήτημα πιστωτικών κινδύνων για τη χώρα μας από την αναμενόμενη άνοδο των επιτοκίων σε Αμερική και Ευρώπη προς αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.
Τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων εκτοξεύθηκαν στο 2,6%.

Οι αγορές αντέδρασαν στην αλλαγή συσχετισμών στην ΕΚΤ και στις αναθεωρημένες αναφορές της Λαγκάρντ για τα επιτόκια με εντόνως αρνητικό τρόπο, αποτιμώντας το πανύψηλο ελληνικό χρέος και ιδιαιτέρως το γεγονός ότι η χώρα μας απέχει πολύ ακόμη από την ανάκτηση της διεκδικούμενης επενδυτικής βαθμίδας.
Και μάλιστα δεν αναγνώρισαν ότι το χρέος μας είναι ρυθμισμένο, όπως ισχυριζόταν όλο αυτό το διάστημα η κυβέρνηση που εθελοτυφλούσε, ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησής του είναι ελεγχόμενες μέχρι το 2030, ούτε ότι η ελληνική οικονομία επέτυχε το 2021 εντυπωσιακή ανάκαμψη 9 %.

Πόσο μάλλον όταν οι νεότερες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη φέτος πέφτουν από το 6% και πάνω (που ισχυριζόταν η κυβέρνηση) σε προβλέψεις για 4-4,5%.
Οι ξένοι οίκοι μάλιστα αναμένουν από την ελληνική κυβέρνηση δείγματα δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας και μέχρι να τα δουν εξακολουθούν να αποτιμούν την ελληνική οικονομία πολύ χειρότερα από ότι προβάλλεται στα ΜΜΕ και από την κυβέρνηση. Και λόγω των εξελίξεων ο δανεισμός της χώρας θα κοστίζει περισσότερο και οι ομολογιακές εκδόσεις τόσο των επιχειρήσεων όσο και των τραπεζών θα δυσκολεύουν.

Η εποχή του πάμφθηνου χρήματος για την Ελλάδα ουσιαστικά τελειώνει.
Ο Πρωθυπουργός σε ομιλίες του ανάδειξε την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε μείζονα εθνικό στόχο για την κυβέρνησή και την χώρα, προκειμένου να ξεπεράσει το αυξανόμενο χρηματοδοτικό κόστος της ελληνικής οικονομίας, προσπαθώντας να ελέγξει τις δαπάνες και τα προβλήματα που ήδη έχουν εμφανισθεί για την οικονομία και στην αναμενόμενη αδυναμία δανεισμού της χώρας με ευνοϊκούς όρους.

Το ενεργειακό κόστος βαραίνει επικίνδυνα τόσο για τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις. Βαθμιαία οι φουσκωμένοι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου, μαζί με την άνοδο των τιμών της βενζίνης, του πετρελαίου και την εξελισσόμενη πληθωριστική άνοδο αναδεικνύουν, πέραν των άλλων, και ζήτημα διαθεσίμου εισοδήματος.
Η κυβέρνηση εξάντλησε πλέον οιοδήποτε όριο είχε, με την χαλαρή επιδοματική πολιτική της.

Τα αιτήματα για εισοδηματικές ενισχύσεις και αναπλήρωση των απωλειών από την αύξηση των τιμών θα διογκώνονται και η κοινωνικοπολιτική πίεση θα αυξάνεται προς την κυβέρνηση, που επιτέλους αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να επιδοτεί επ’ άπειρον τα ενεργειακά αγαθά με 200-300 εκατ. ευρώ τον μήνα και ότι δεν υπάρχει επιπρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για παροχές ή άλλες εισοδηματικές ενισχύσεις..
Το πρωτογενές έλλειμμα έχει διογκωθεί και οι αγορές απαιτούν πλέον σοβαρή πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, ακόμη και να μηδενιστεί το πρωτογενές έλλειμμα στο τέλος του 2022.

Η κυβέρνηση αφήνει τις ελπίδες της σε υποχώρηση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου και κατ’ επέκταση του ηλεκτρικού ρεύματος, όσο και σε διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Επίσης η Ουκρανική κρίση δεν δημιουργεί μεγάλη αισιοδοξία γι αυτό.
Η μόνη ουσιαστική δυνατότητα για την κυβέρνηση είναι η επιτάχυνση των επενδύσεων και η ταχεία αναπτυξιακή αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτήσεων που απέμειναν από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Όμως τα περισσότερα υπουργεία καθυστερούν αδικαιολόγητα. Με εξαίρεση τα Υπουργεία Υποδομών και Ψηφιακής Πολιτικής.

Στέλιος Φενέκος
Πρόεδρος της Κοινωνίας Αξιών και Υποναύαρχος ε.α

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια