Γράφει ο Ευθύμιος Τσιλιόπουλος
Το σκεπτικό της χρήσης περιορισμένων δυνάμεων ήταν ότι ήταν αρκετές καθώς η κυβέρνηση Ζελένσκι θα κατέρρεε και οι Ουκρανοί θα υποδεχόντουσαν τους Ρώσους ως σωτήρες και αδελφούς. Αυτή ήταν η πρώτη μιας σειράς οικτρών πλανών. Σε ομιλία του στο Palazzo Venezia, 18 Νοεμβρίου 1940, ο Μουσολίνι έλεγε: «Είπα ότι θα συντρίψουμε τα νεφρά του Negus (Αιθίοπα Αυτοκράτορα). Τώρα με την ίδια, απόλυτη βεβαιότητα, επαναλαμβάνω, απόλυτα, σας λέω ότι θα τσακίσουμε τα νεφρά της Ελλάδας». Και πίστευε ότι ο πόλεμος θα ήταν “περίπατος”.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, 100,000 Ιταλοί στρατιώτες υπό τον Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα επιτέθηκαν από την προσαρτημένη στο Βασίλειο της Ιταλίας Αλβανία. Ο Μουσολίνι και η ιταλική ηγεσία πίστευε ότι ο “σύγχρονος” στρατός της Ιταλίας δεν θα εύρισκε αξιόλογο αντίπαλο στην Ελλάδα κι ότι ο ελληνικός λαός, αγανακτισμένος από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά θα δεχόταν την ιταλική εισβολή ως σωτήρια.
Αναμένοντας μια ταχεία νίκη, ισάξια των γερμανικών μπλίτσκριγκ (πόλεμος-αστραπή), οι Ιταλοί συγκέντρωσαν δύο μειωμένης σύνθεσης σώματα στρατού και μια ανεξάρτητη μεραρχία αλπινιστών (“Τζούλια”), υποστηριζόμενη, όμως, από ικανή αεροπορία και ελαφρά άρματα. Στα μέσα Οκτωβρίου 1940 ο Μουσολίνι συζήτησε την εισβολή στην Ελλάδα με τους στρατηγούς του.
Μόνο ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, εξέφρασε αντιρρήσεις, αναφέροντας την ανάγκη να συγκεντρωθεί μια δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών. Ωστόσο, ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία Πράσκα, υποστήριξε ότι για την ιταλική εισβολή θα χρειάζονταν μόνο τρεις επιπλέον μεραρχίες και αυτές μόνο αφού είχε ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της επίθεσης με την κατάληψη της Ηπείρου. Ας σημειωθεί ότι ο Μουσολίνι είχε αλλάξει τη δομή των μεραρχιών, περιορίζοντάς τη σύνθεσή της από τρία σε δύο συντάγματα. Ο Πράσκα ήξερε ότι του εάν αποστέλλονταν περισσότερες από πέντε μεραρχίες, θα έχανε τη διοίκηση. Έτσι έπεισε τον Μουσολίνι ότι πέντε ήταν αρκετές.
Οι στόχοι της Μόσχας
Επί χρόνια στη Μόσχα θεωρούσαν δεδομένο πως Ρώσοι και Ουκρανοί ήταν αδελφοί λαοί, με την εξαίρεση μίας μειονότητας που κατοικούσε στη δυτική Ουκρανία. Ως εκ τούτου, θεωρούσαν πως και οι σχέσεις σε κρατικό επίπεδο έπρεπε να είναι “αδελφικές”. Και πράγματι οι εκλογές μέχρι το 2014 δείχνουν ότι το ουκρανικό εκλογικό σώμα παλινδρομούσε ανάμεσα σε δυτικόφιλους και σε ρωσόφιλους προέδρους.
Στις αρχές του 2014, ο εκλεγμένος ρωσόφιλος πρόεδρος Γιαννουκόβιτς ανετράπη από την αποκαλούμενη “εξέγερση του Μαϊντάν”, η οποία είχε χαρακτηριστικά πραξικοπήματος. Ο νέος δυτικόφιλος πρόεδρος Ποροσένκο, που ζητούσε την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, πραγματοποίησε μαζικές διώξεις ρωσόφιλων, με αποτέλεσμα οι ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας να εξεγερθούν, ζητώντας αυτονομία και στενή σχέση με τη Μόσχα.
Ο δε Πούτιν, με τον κίνδυνο η Ουκρανία να χαθεί οριστικά και η Ρωσία ουσιαστικά να αποκοπεί από τη Μαύρη Θάλασσα, προσάρτησε τη Κριμαία (ανήκε στη Ρωσία μέχρι το 1956) και βοήθησε τους αποσχιστές να αντισταθούν στην επίθεση των δυνάμεων του Κιέβου και να επιτύχουν καθεστώς de facto αυτονομίας στα ανατολικά τμήματα των επαρχιών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ. Με την εισβολή του, ο Πούτιν αρχικά πίστευε ότι θα μπορούσε με μία επιχείρηση “αποκεφαλισμού ηγεσίας” να επαναφέρει στο Κίεβο φιλορωσικό καθεστώς. Κι όταν απέτυχε έστρεψε τις προσπάθειές του στο να δημιουργήσει μια παράκτια λωρίδα η οποία θα ένωνε την Κριμαία με την Ρωσία, αποσπώντας από την Ουκρανία και κομμάτια των επαρχιών της Ζαπορίζια και της Χερσώνας.
Η ιταλική εισβολή
Από την ιταλική ενοποίηση και μετά, η Ιταλία φιλοδοξούσε να γίνει μεγάλη δύναμη και να ηγεμονεύσει στη Μεσόγειο. Η ίδρυση μιας νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην οποία θα υπαχθεί και η Ελλάδα ήταν διακηρυγμένο σχέδιο του Μουσολίνι. Στη δεκαετία του 1910, ιταλικά και ελληνικά συμφέροντα συγκρούονταν ήδη στην Αλβανία και στα Δωδεκάνησα. Η Αλβανία ήταν, από την ίδρυσή της, ουσιαστικά ιταλικό προτεκτοράτο. Τόσο η Αλβανία όσο και η Ελλάδα διεκδίκησαν τη Βόρεια Ήπειρο, που κατοικούνταν από Έλληνες.
Επιπλέον, η Ιταλία είχε καταλάβει τα με ελληνικό πληθυσμό Δωδεκάνησα (1912) μετά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο. Αν και η Ιταλία υποσχέθηκε την επιστροφή τους στην Ελλάδα (εκτός Ρόδου) με τις συμφωνίες Βενιζέλου-Τιτόνι (1919), παραβίασε τη συμφωνία. Συγκρούσεις μεταξύ των δύο χωρών σημειώθηκαν και κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στη Μικρά Ασία.
Αργότερα, η κυβέρνηση Μουσολίνι εργαλειοποίησε τη δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα. Ο κόμης Σφόρτσα είχε θεωρήσει τον Μουσολίνι ηθικό αυτουργό της δολοφονίας. Τα Επτάνησα, που βρίσκονταν υπό ενετική κυριαρχία μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν στόχος του ιταλικού επεκτατισμού.
Οι αυταπάτες για εύκολη νίκη
Στην Ουκρανία πολλά άλλαξαν μετά την ανατροπή της φιλορωσικής κυβέρνησης και την άνοδο του Ποροσένκο στην εξουσία. Το κράτος, όμως, παρέμεινε έρμαιο πλουτοκρατών και η διαφθορά συνέχισε να κυριαρχεί. Η προσάρτηση της Κριμαίας και η αυτονόμηση των επαρχιών στο Ντονμπάς, όμως, είχαν αρχίσει να διαμορφώνουν ένα διαφορετικό κλίμα στον μέσο Ουκρανό. Η εκλογή Ζελένσκι εξέφραζε την απογοήτευση των πολιτών με το πολιτικό σύστημα και το οικονομικό κατεστημένο. Ας σημειωθεί ότι ο Ζελένσκι προεκλογικά είχε δεσμευτεί να επιδιώξει ένα συμβιβασμό με τη Μόσχα. Όταν, όμως, βρέθηκε στην προεδρία ταυτίστηκε με τις ΗΠΑ.
Η απόφαση Πούτιν για εισβολή οφειλόταν πρωτίστως στον προφανή φόβο για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και για μετατροπή της Ουκρανίας σε πυρηνική δύναμη. Στον τρόπο, όμως, που σχεδιάστηκε η εισβολή ήταν επηρεασμένος από τις εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών. Η FSB εκτιμούσε ότι η πλειονότητα των Ουκρανών συμπαθούσαν τη Ρωσία και διαβεβαίωνε πως τα δίκτυά της στην Ουκρανία και οι δεδηλωμένοι φιλορώσοι, αν και είχαν υποστεί απηνείς διώξεις, θα εκδηλώνονταν με αποτέλεσμα την κατάρρευση της κυβέρνησης Ζελένσκι.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο 1939-40. Η Ρώμη θεωρούσε το καθεστώς Μεταξά ένα κακέκτυπο αυταρχικού ηγέτη, χωρίς λαϊκό έρεισμα. ο οποίος ήταν πιόνι του βασιλιά, ο οποίος με τη σειρά του ήταν πιόνι των Βρετανών. Οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες και το υπουργείο Εξωτερικών περιέγραφαν μια Ελλάδα σε πολιτική παράλυση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα υπέκυπτε εύκολα. Στις 7 Απριλίου 1939, τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανία, αποκτώντας άμεσα σύνορα με την Ελλάδα. Όπως η FSB έλεγε στον Πούτιν ότι η ουκρανική κυβέρνηση θα κατέρρεε, έτσι και ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία Πράσκα έλεγε στη Ρώμη το ίδιο για την κυβέρνηση Μεταξά.
Τα σχέδια για την επόμενη ημέρα
Όπως ο Πούτιν είχε σχέδια για την Ουκρανία, έτσι και ο Μουσολίνι είχε σχέδια για την “κατακτημένη” Ελλάδα. Στόχος του ήταν να εγκαταστήσει μία κυβέρνηση-μαριονέτα της Ιταλίας. Αυτή η κυβέρνηση θα αποδεχόταν την ιταλική προσάρτηση των Επτανήσων, των Σποράδων και των Κυκλάδων, που θα διοικούνταν ως τμήμα των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου. Το “επιχείρημα” της Ρώμης ήταν πως κάποτε τα νησιά ανήκαν στην Ενετική Δημοκρατία! Επιπλέον, η Ήπειρος, η Πίνδος και η Ακαρνανία επρόκειτο να διαχωριστούν από την υπόλοιπη Ελλάδα για να προσαρτηθούν από το ελεγχόμενο από τους Ιταλούς Βασίλειο της Αλβανίας. Για “αντάλλαγμα” ο Μουσολίνι θα έδινε στην ακρωτηριασμένη Ελλάδα την τότε βρετανική Κύπρο μετά τη νίκη του Άξονα.
Στο Ουκρανικό οι ρωσόφωνοι πληθυσμοί –στην πραγματικότητα πρόκειται για άτομα με ρωσική εθνική συνείδηση– ήταν μαζί με την ιστορία το πρόσχημα νομιμοποίησης της ρωσικής εισβολής. Όταν οι Ιταλοί βρέθηκαν στην Αλβανία, ο κυβερνήτης Φραντσέσκο Τζακομόνι άρχισε να εργαλειοποιεί την κοινότητα των Αλβανοτσάμηδων που κατοικούσε στη Θεσπρωτία. Τον Ιούνιο 1940, ανακαλύφθηκε κοντά στο χωριό Βρίνα το ακέφαλο σώμα του Νταούτ Χότζα, ενός Αλβανοτσάμη εθνικιστή. Ο Τζακομόνι απέδωσε τη δολοφονία του σε Έλληνες πράκτορες και άρχισε να εξοπλίζει αλβανικές παραστρατιωτικές ομάδες για να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας. Και βέβαια διαβεβαίωνε ότι η ιταλική εισβολή στην Ελλάδας θα ήταν εύκολη.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας τα ρωσικά μέσα πρόβαλαν τις επιθέσεις Ουκρανών νεοναζιστικών οργανώσεων εναντίον των αποσχισθέντων ρωσόφωνων σε Λουχάνσκ και Ντονέτσκ. Στην πραγματικότητα εκείνο το μέτωπο δεν έκλεισε ποτέ μετά το 2014. Όταν στις 11 Αυγούστου 1940 ο Μουσολίνι έλαβε την οριστική απόφαση για την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, στην Ιταλία ξεκίνησε εκστρατεία προπαγάνδας κατά της Ελλάδας και πραγματοποιήθηκαν αλλεπάλληλες προκλητικές ενέργειες, όπως υπερπτήσεις ιταλικών αεροπλάνων και επιθέσεις τους σε εμπορικά πλοία. Αποκορύφωμα ήταν ο τορπιλισμός του “Έλλη” από το υποβρύχιο “Δελφίνο” στην Τήνο, στις 15 Αυγούστου 1940. Παρά τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η επίθεση έγινε από υποβρύχιο “άγνωστης εθνικότητας”. Αν και διατηρήθηκε η όψη της ουδετερότητας, ο λαός γνώριζε καλά τους πραγματικούς δράστες.
Προβλήματα επιμελητείας
Ο Μουσολίνι έλαβε διαβεβαιώσεις από το επιτελείο του ότι ο πόλεμος στην Ελλάδα θα διαρκούσε μόλις δύο εβδομάδες. Τα λιμάνια της Αλβανίας ήταν ακατάλληλα για να δεχτούν μεγάλα πλοία και το οδικό δίκτυο από ελάχιστο έως ανύπαρκτο. Υποτίθεται ότι θα υπήρχαν 1.750 φορτηγά για την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, αλλά μόνο 107 υπήρχαν την 28η Οκτωβρίου.
Στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής, η αλλαγή στην διάρθρωση του ρωσικού στρατού τον αποδυνάμωσε από τα αναγκαία μέσα επιμελητείας, και του στέρησε τον αναγκαίο όγκο για διεξαγωγή πολέμου, όπως αποδείχτηκε στην Ουκρανία. Τα ενταγμένα στις τακτικές μονάδες τάγματος μεταφορικά μέσα ήταν για μια βραχεία επιχείρηση. Τα συνεργεία των μεραρχιών και των σωμάτων που βρίσκονταν σε μεγάλες αποστάσεις δεν επισκεύαζαν μεταφορικά μέσα, επειδή πολλά οχήματα είχαν εγκαταλειφθεί στο πεδίο.
Το 1940, η διαταγή εισβολής δόθηκε από τον Μουσολίνι στους Μπαντόλιο και Ροάτα στις 15 Οκτωβρίου για να αρχίσει εντός 12 ημερών. Οι Μπαντόλιο και Ροάτα πανικοβλήθηκαν καθώς είχαν πρόσφατα αποστρατεύσει 600.000 άνδρες για τη συγκομιδή στα χωράφια. Θεωρούσαν ότι για να πετύχει η επίθεση χρειάζονταν 20 μεραρχίες, ενώ στην Αλβανία είχαν μόνο οκτώ κι ότι η προετοιμασία θα απαιτούσε τουλάχιστον τρεις μήνες, αλλά προχώρησαν. Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι αρχικές ιταλικές διεισδύσεις αποκρούστηκαν με την μάχη Ελαίας-Καλαμά να σηματοδοτεί την αρχή της ιταλικής υποχώρησης.
Χαρακτηριστική είναι η διάταξη των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό μέτωπο και η αύξηση τους. Τον Οκτώβριο 1940 έξι μεραρχίες των 12 συνταγμάτων, 87.000 στρατιώτες, 463 αεροσκάφη, 163 ελαφρά άρματα, 686 πυροβόλα. Το Νοέμβριο 10 μεραρχίες των 20 συνταγμάτων. Τον Δεκέμβριο 17 μεραρχίες των 34 συνταγμάτων. Τον Ιανουάριο 1941 25 μεραρχίες των 50 συνταγμάτων, 272.463 στρατιώτες, 7.563 οχήματα, 32.871 ζώα μεταφοράς. Τέλος, τον Απρίλιο 29 μεραρχίες των 58 συνταγμάτων, 400.000 στρατιώτες, 9.000 οχήματα και 50.000 ζώα. Το πρόβλημα του Μουσολίνι το έλυσε η γερμανική εισβολή. Το τι θα γίνει με την αποστολή 300.000 στρατιωτών στην Ουκρανία θα το δούμε το επόμενο διάστημα.
Σχετικές Δημοσιεύσεις
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών