Του Μιχάλη Στούκα
- Η αλλαγή δεδομένων μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου
– Πού οφείλεται η «μεταστροφή» Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας;
- Η αναμφισβήτητη βοήθεια των μπολσεβίκων προς τον Κεμάλ εν μέσω λιμού στη Ρωσία
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 στην Ελλάδα με την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου και η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου, μετά το δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου 1920, ήταν ένα κομβικό σημείο για την εξέλιξη της μικρασιατικής εκστρατείας.
Ορισμένοι θεωρούν ότι η ήττα των βενιζελικών και η άνοδος στην εξουσία της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» ήταν καταδικαστική για τη χώρα μας, καθώς σήμανε την αλλαγή της στάσης Γαλλίας και Ιταλίας, αρχικά και στη συνέχεια και της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στην Ελλάδα. Πόσο σωστό είναι όμως αυτό;
Τι μπορούσε να κάνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος αν παρέμενε στην εξουσία;
Πρόκειται βέβαια για ένα υποθετικό ερώτημα, που δεν έχει απαντηθεί εδώ και εκατό χρόνια και, δεν νομίζουμε, ότι είναι εφικτό να απαντηθεί στο μέλλον…
Ωστόσο δεν πρέπει να εξετάσουμε τις εκλογές του 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου μεμονωμένα, αλλά σε συνάρτηση με την εξέλιξη των σχέσεων της Ελλάδας με την Entente, στις σχέσεις των Συμμάχων μεταξύ τους, αλλά και στην εσωτερική κατάσταση της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1920. Ο Βενιζέλος αντιμετώπισε πολλές διεθνείς αντιδράσεις μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών.
Σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις από τον Αύγουστο του 1320 ως τις εκλογές του Νοεμβρίου στην Ελλάδα, οι ενδοσυμμαχικές διαφωνίες οξύνθηκαν και η ενδοαγγλική αντιπολίτευση στους «φιλελληνικούς» προσανατολισμούς του Λόιντ Τζορτζ ισχυροποιήθηκε, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν για πρώτη φορά, μετά την ήττα Βενιζέλου, οι διαφωνίες αυτές, όπως γράφει ο πανεπιστημιακός Ιωάννης Γιαννουλόπουλος στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ».
Ας δούμε και την άποψη των Άγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, όπως την παραθέτουν στο βιβλίο τους «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 50 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε επίγνωση της ανάγκης να κρατηθούν οι διεθνείς «στηρίξεις» της μικρασιατικής εκστρατείας, οι αντιβενιζελικοί όχι. Οι Σύμμαχοι πολύ πιο δύσκολα θα εγκατέλειπαν την Ελλάδα του Βενιζέλου, απ’ ότι την Ελλάδα του Κωνσταντίνου, ενώ ο Βενιζέλος δεν θα τους έδινε το πρόσχημα να το κάνουν. «Είναι δυνατόν, ότι, ακόμη και εάν ο Βενιζέλος δεν θα είχε μπορέσει τελικά, να διατηρήσει τις διεθνείς του συμμαχίες, πάντως θα φρόντιζε να μην τις χάσει με τόσο συντριπτικό τρόπο», αναφέρουν οι δύο συγγραφείς κλείνοντας την σχετική παράγραφο.
Η γαλλική στάση απέναντι σε Ελλάδα και Κεμάλ
Με τη μυστική συμφωνία Sykes-Picot (Μάιος 1916), η Βρετανία και η Γαλλία, και με τη συναίνεση αρχικά της Ρωσίας, διαμοίρασαν σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σημερινή Τουρκία, τη Μέση Ανατολή, το Ιράκ και τη Συρία. Στον αρχικό διαμοιρασμό συμμετείχε και η Ρωσία, ωστόσο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι μπολσεβίκοι ανακάλυψαν αυτές τις μυστικές συμφωνίες και τις δημοσίευσαν στις 23 Νοεμβρίου 1917 στις εφημερίδες «Izvestia» και «Pravda», ενώ τρεις μέρες αργότερα δημοσιεύτηκαν και στη βρετανική εφημερίδα «Guardian».
Η αγγλογαλλική συμφωνία, προέβλεπε ότι η Γαλλία θα έπαιρνε το θαλάσσιο μέτωπο της Συρίας και το βιλαέτι των Αδάνων στην Κιλικία της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Τον Δεκέμβριο του 1918 μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κιλικία πέρασε στα χέρια της Γαλλίας. Οι Γάλλοι επιχείρησαν να την εποικήσουν με επιζήσαντες από τη γενοκτονία Αρμένιους. Πραγματικά με πρωτοβουλία Βρετανών και Γάλλων, 170.000 Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία. Να σημειώσουμε ότι οι Αρμένιοι είχαν ιδρύσει το 1080 το «Βασίλειο της Αρμενικής Κιλικίας», το οποίο έπαψε να υπάρχει το 1517, μετά την κατάληψη και του τελευταίου τμήματός του από τους Οθωμανούς. Το μόνο εδαφικό ζήτημα που έφερνε σε αντίθεση τους Γάλλους με τους κεμαλιστές, ήταν η παρουσία των πρώτων στην Κιλικία, κάτι που ερχόταν σε σύγκρουση με το κύριο αίτημα του κεμαλισμού για «εδαφική ακεραιότητα» της Τουρκίας. Όσο παρέμενε πρωθυπουργός της Γαλλίας ο Κλεμανσό που είχε αποφασίσει να κρατήσει την Κιλικία, καθώς τη θεωρούσε απαραίτητη για την ασφάλεια των συνόρων της Βόρειας Συρίας, η γαλλική πλευρά δεν έδειχνε διατεθειμένη να προβεί σε παραχωρήσεις προς τους κεμαλιστές. Η Συρία αποτελούσε το κέντρο της γαλλικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή.
Η ήττα όμως του Κλεμανσό και η διαδοχή του από τον Αλεξάντρ Μιλιεράν, ο οποίος επηρεαζόταν περισσότερο από τους οικονομικούς κύκλους του Παρισιού, άλλαξαν τα δεδομένα. Άλλωστε τα γαλλικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως οικονομικά (προνομιακές συμβάσεις, οθωμανικό δημόσιο χρέος).
Μετά τη μάχη του Μαράς της Κιλικίας (20 Ιανουαρίου-10 Φεβρουαρίου 1920) όπου η Γαλλοαρμενική Λεγεώνα ηττήθηκε τις κεμαλικές δυνάμεις με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την πόλη και οι Τούρκοι (αλλά και Κούρδοι και Τσερκέζοι) κατέσφαξαν χιλιάδες Αρμένιους (16.000 κατά μία εκδοχή, 5.000-12.000 σύμφωνα με άλλη), άρχισαν να δυναμώνουν στη Γαλλία οι φωνές που ζητούσαν αποχώρηση από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Άλλωστε η Γαλλία είχε χάσει κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο περισσότερους από 1.000.000 άνδρες και η γαλλική κοινή γνώμη ήταν αντίθετη σε συνέχιση των επιχειρήσεων στην Ανατολία.
Μετά τη μάχη του Σαγγαρίου τον Αύγουστο του 1921, όπου ανακόπηκε η πορεία του Ελληνικού Στρατού προς την Άγκυρα, η Γαλλία έστειλε αντιπροσωπεία στον Κεμάλ για να διαπραγματευθεί νέους όρους ειρήνευσης, κάτι που αποτελούσε σαφή ρήξη με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Τον Οκτώβριο του 1921 Γάλλοι και κεμαλικοί υπέγραψαν τη Συνθήκη Φρανκλίν – Μπουγιόν (από το όνομα του Γάλλου διπλωμάτη που τη διαπραγματεύτηκε). Αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την εκκένωση της Κιλικίας και του λιμανιού της Μερσίνας από τα γαλλικά στρατεύματα και την εγκατάσταση τουρκικών Αρχών στην περιοχή, με παράδοση γαλλικού οπλισμού στους Τούρκους. Η Τουρκία αναγνώρισε τη γαλλική κατοχή στη Συρία, περιλαμβανομένης και της Αλεξανδρέτας και διασφάλισε τα συμφέροντα γαλλικών εταιρειών στο έδαφός της.
Τον Δεκέμβριο του 1921 οι Γάλλοι εκκένωσαν την περιοχή της Κιλικίας. Μαζί με τους Γάλλους εγκατέλειψαν την περιοχή και όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί, Έλληνες, Αρμένιοι και Ασσύριοι. Ο βαρύς γαλλικός οπλισμός δόθηκε στα κεμαλικά στρατεύματα, παραβιάζοντας έτσι τις στοιχειώδεις αρχές υποχρεώσεων των Συμμάχων απέναντι στην Ελλάδα.
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 στην Ελλάδα με την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου και η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου, μετά το δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου 1920, ήταν ένα κομβικό σημείο για την εξέλιξη της μικρασιατικής εκστρατείας.
Ορισμένοι θεωρούν ότι η ήττα των βενιζελικών και η άνοδος στην εξουσία της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» ήταν καταδικαστική για τη χώρα μας, καθώς σήμανε την αλλαγή της στάσης Γαλλίας και Ιταλίας, αρχικά και στη συνέχεια και της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στην Ελλάδα. Πόσο σωστό είναι όμως αυτό;
Τι μπορούσε να κάνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος αν παρέμενε στην εξουσία;
Πρόκειται βέβαια για ένα υποθετικό ερώτημα, που δεν έχει απαντηθεί εδώ και εκατό χρόνια και, δεν νομίζουμε, ότι είναι εφικτό να απαντηθεί στο μέλλον…
Ωστόσο δεν πρέπει να εξετάσουμε τις εκλογές του 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου μεμονωμένα, αλλά σε συνάρτηση με την εξέλιξη των σχέσεων της Ελλάδας με την Entente, στις σχέσεις των Συμμάχων μεταξύ τους, αλλά και στην εσωτερική κατάσταση της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1920. Ο Βενιζέλος αντιμετώπισε πολλές διεθνείς αντιδράσεις μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών.
Σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις από τον Αύγουστο του 1320 ως τις εκλογές του Νοεμβρίου στην Ελλάδα, οι ενδοσυμμαχικές διαφωνίες οξύνθηκαν και η ενδοαγγλική αντιπολίτευση στους «φιλελληνικούς» προσανατολισμούς του Λόιντ Τζορτζ ισχυροποιήθηκε, με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν για πρώτη φορά, μετά την ήττα Βενιζέλου, οι διαφωνίες αυτές, όπως γράφει ο πανεπιστημιακός Ιωάννης Γιαννουλόπουλος στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ».
Ας δούμε και την άποψη των Άγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, όπως την παραθέτουν στο βιβλίο τους «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 50 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε επίγνωση της ανάγκης να κρατηθούν οι διεθνείς «στηρίξεις» της μικρασιατικής εκστρατείας, οι αντιβενιζελικοί όχι. Οι Σύμμαχοι πολύ πιο δύσκολα θα εγκατέλειπαν την Ελλάδα του Βενιζέλου, απ’ ότι την Ελλάδα του Κωνσταντίνου, ενώ ο Βενιζέλος δεν θα τους έδινε το πρόσχημα να το κάνουν. «Είναι δυνατόν, ότι, ακόμη και εάν ο Βενιζέλος δεν θα είχε μπορέσει τελικά, να διατηρήσει τις διεθνείς του συμμαχίες, πάντως θα φρόντιζε να μην τις χάσει με τόσο συντριπτικό τρόπο», αναφέρουν οι δύο συγγραφείς κλείνοντας την σχετική παράγραφο.
Η γαλλική στάση απέναντι σε Ελλάδα και Κεμάλ
Με τη μυστική συμφωνία Sykes-Picot (Μάιος 1916), η Βρετανία και η Γαλλία, και με τη συναίνεση αρχικά της Ρωσίας, διαμοίρασαν σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σημερινή Τουρκία, τη Μέση Ανατολή, το Ιράκ και τη Συρία. Στον αρχικό διαμοιρασμό συμμετείχε και η Ρωσία, ωστόσο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι μπολσεβίκοι ανακάλυψαν αυτές τις μυστικές συμφωνίες και τις δημοσίευσαν στις 23 Νοεμβρίου 1917 στις εφημερίδες «Izvestia» και «Pravda», ενώ τρεις μέρες αργότερα δημοσιεύτηκαν και στη βρετανική εφημερίδα «Guardian».
Η αγγλογαλλική συμφωνία, προέβλεπε ότι η Γαλλία θα έπαιρνε το θαλάσσιο μέτωπο της Συρίας και το βιλαέτι των Αδάνων στην Κιλικία της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Τον Δεκέμβριο του 1918 μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κιλικία πέρασε στα χέρια της Γαλλίας. Οι Γάλλοι επιχείρησαν να την εποικήσουν με επιζήσαντες από τη γενοκτονία Αρμένιους. Πραγματικά με πρωτοβουλία Βρετανών και Γάλλων, 170.000 Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία. Να σημειώσουμε ότι οι Αρμένιοι είχαν ιδρύσει το 1080 το «Βασίλειο της Αρμενικής Κιλικίας», το οποίο έπαψε να υπάρχει το 1517, μετά την κατάληψη και του τελευταίου τμήματός του από τους Οθωμανούς. Το μόνο εδαφικό ζήτημα που έφερνε σε αντίθεση τους Γάλλους με τους κεμαλιστές, ήταν η παρουσία των πρώτων στην Κιλικία, κάτι που ερχόταν σε σύγκρουση με το κύριο αίτημα του κεμαλισμού για «εδαφική ακεραιότητα» της Τουρκίας. Όσο παρέμενε πρωθυπουργός της Γαλλίας ο Κλεμανσό που είχε αποφασίσει να κρατήσει την Κιλικία, καθώς τη θεωρούσε απαραίτητη για την ασφάλεια των συνόρων της Βόρειας Συρίας, η γαλλική πλευρά δεν έδειχνε διατεθειμένη να προβεί σε παραχωρήσεις προς τους κεμαλιστές. Η Συρία αποτελούσε το κέντρο της γαλλικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή.
Η ήττα όμως του Κλεμανσό και η διαδοχή του από τον Αλεξάντρ Μιλιεράν, ο οποίος επηρεαζόταν περισσότερο από τους οικονομικούς κύκλους του Παρισιού, άλλαξαν τα δεδομένα. Άλλωστε τα γαλλικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως οικονομικά (προνομιακές συμβάσεις, οθωμανικό δημόσιο χρέος).
Μετά τη μάχη του Μαράς της Κιλικίας (20 Ιανουαρίου-10 Φεβρουαρίου 1920) όπου η Γαλλοαρμενική Λεγεώνα ηττήθηκε τις κεμαλικές δυνάμεις με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την πόλη και οι Τούρκοι (αλλά και Κούρδοι και Τσερκέζοι) κατέσφαξαν χιλιάδες Αρμένιους (16.000 κατά μία εκδοχή, 5.000-12.000 σύμφωνα με άλλη), άρχισαν να δυναμώνουν στη Γαλλία οι φωνές που ζητούσαν αποχώρηση από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Άλλωστε η Γαλλία είχε χάσει κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο περισσότερους από 1.000.000 άνδρες και η γαλλική κοινή γνώμη ήταν αντίθετη σε συνέχιση των επιχειρήσεων στην Ανατολία.
Μετά τη μάχη του Σαγγαρίου τον Αύγουστο του 1921, όπου ανακόπηκε η πορεία του Ελληνικού Στρατού προς την Άγκυρα, η Γαλλία έστειλε αντιπροσωπεία στον Κεμάλ για να διαπραγματευθεί νέους όρους ειρήνευσης, κάτι που αποτελούσε σαφή ρήξη με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Τον Οκτώβριο του 1921 Γάλλοι και κεμαλικοί υπέγραψαν τη Συνθήκη Φρανκλίν – Μπουγιόν (από το όνομα του Γάλλου διπλωμάτη που τη διαπραγματεύτηκε). Αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την εκκένωση της Κιλικίας και του λιμανιού της Μερσίνας από τα γαλλικά στρατεύματα και την εγκατάσταση τουρκικών Αρχών στην περιοχή, με παράδοση γαλλικού οπλισμού στους Τούρκους. Η Τουρκία αναγνώρισε τη γαλλική κατοχή στη Συρία, περιλαμβανομένης και της Αλεξανδρέτας και διασφάλισε τα συμφέροντα γαλλικών εταιρειών στο έδαφός της.
Τον Δεκέμβριο του 1921 οι Γάλλοι εκκένωσαν την περιοχή της Κιλικίας. Μαζί με τους Γάλλους εγκατέλειψαν την περιοχή και όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί, Έλληνες, Αρμένιοι και Ασσύριοι. Ο βαρύς γαλλικός οπλισμός δόθηκε στα κεμαλικά στρατεύματα, παραβιάζοντας έτσι τις στοιχειώδεις αρχές υποχρεώσεων των Συμμάχων απέναντι στην Ελλάδα.
Τραγική ειρωνεία για τους χριστιανικούς πληθυσμούς, είναι ότι τον Ιανουάριο του 1919, τέσσερις μήνες μετά την Ανακωχή του Μούδρου με την οποία συνθηκολόγησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Γάλλος στρατάρχης Φρανσέ ντ’ Εσπερέ αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη και παρέλασε προς το Πέραν, μέσα σε έντονες επευφημίες Αρμένιων και Ελλήνων, οι οποίοι πιθανότατα του είχαν προσφέρει το άλογο…
Η στάση της Ιταλίας απέναντι στους κεμαλιστές
Η Ιταλία εμφανίστηκε στο Συνέδριο της Ειρήνης ως ο μεγάλος αδικημένος σε σχέση με Βρετανούς και Γάλλους.
Το 1915 οι Αγγλογάλλοι υπέγραψαν με τους Ιταλούς μυστική συμφωνία, υποσχόμενοι να της δώσουν μερίδιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Ιανουάριο του 1917, υποσχέθηκαν ότι θα δώσουν στη Ρώμη τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της. Μετά την ανακωχή του 1918 αυτό δεν έγινε.
Τελικά, τον Μάρτιο του 1919 οι Ιταλοί κατέλαβαν «πραξικοπηματικά» την Αττάλεια και έπειτα την Αλικαρνασσό και τη Μάκρη, απέναντι από τη Ρόδο.
Η Ιταλία ήταν κάθετα αντίθεση στις διεκδικήσεις της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, καθώς θεωρούσε τη χώρα μας ανταγωνιστική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι επέτρεψε στον Κεμάλ να στρατολογεί άντρες και να συγκροτεί στρατιωτικές μονάδες στα εδάφη που κατείχε. Επίσης πρόσφερε καταφύγιο στις τουρκικές δυνάμεις που καταδιώκονταν από τον Ελληνικό Στρατό.
Στην Αττάλεια εκπαιδεύονταν μονάδες του κεμαλικού στρατού, ενώ το λιμάνι της όπως και το Κουσάντασι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους κεμαλικούς.
Τον Σεπτέμβριο του 1920 η Ιταλία επέτρεψε στους κεμαλικούς να ανοίξουν γραφείο αντιπροσώπευσης στη Ρώμη, σκοπός του οποίου ήταν, ανάμεσα στους άλλους και η αγορά όπλων. Τον Μάρτιο του 1921 οι Ιταλοί συμφώνησαν κατ’ αρχήν, με τους κεμαλικούς, για αποχώρηση των στρατευμάτων τους από τα τουρκικά εδάφη. Για οικονομικούς λόγους η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε, όμως η Ιταλία ξεκίνησε την εκκένωση των περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατείχε τον Ιούνιο του 1921 και την ολοκλήρωσε τον Απρίλιο του 1922.
Από τον Οκτώβριο του 1921 γαλλικά και ιταλικά πολεμικά πλοία άρχισαν να μεταφέρουν στα λιμάνια της Αττάλειας και της Μερσίνας που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, πολεμικό υλικό προς τον Κεμάλ, το οποίο προερχόταν κυρίως από τις οθωμανικές αποθήκες στην Κωνσταντινούπολη που βρίσκονταν υπό γαλλικό έλεγχο! Αν και κάτι τέτοιο είχε απαγορευτεί από το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων τον Αύγουστο του 1921, Γάλλοι και Ιταλοί έδωσαν τον Σεπτέμβριο του 1921 το δικαίωμα σε ιδιωτικές εταιρείες των χωρών τους να αγοράζουν και να μεταφέρουν οθωμανικό πολεμικό υλικό. Παράλληλα απαγορεύτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να διενεργεί νηοψίες σε συμμαχικά πλοία ή να προβαίνει σε αποκλεισμούς λιμανιών, κάτι το οποίο επιτρεπόταν από το Δίκαιο του Πολέμου στις αντιμαχόμενες πλευρές.
Επιπλέον, Ιταλοί κεφαλαιούχοι αποκτούσαν δικαίωμα προτεραιότητας στα σαντζάκια Αττάλειας, Μούλγου και Μποντούρ, καθώς και στη μεταλλειοφόρο λεκάνη της Ηρακλείας. Η Ρώμη όφειλε από την πλευρά της να υποστηρίξει την απόδοση της Σμύρνης και της Θράκης στην Τουρκία, ενώ θα απέσυρε τα στρατεύματά της από τη Μικρά Ασία.
Η στάση της Μ. Βρετανίας απέναντι στους κεμαλικούς
Αντίθετα με τη Γαλλία και την Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία είχε κυρίως πολιτικοστρατιωτικά και λιγότερο οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βρετανοί ήθελαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο τον έλεγχο των Στενών, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με την ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης, που ζητούσαν επίμονα οι κεμαλικοί. Αλλά και στην Ανατολική Θράκη την οποία διεκδικούσε ο Κεμάλ ως αναπόσπαστο τμήμα της Τουρκίας, δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν, καθώς ενδεχόμενη παραχώρησή της στους κεμαλικούς, θα σήμαινε, περικύκλωση των Βρετανών στα Στενά, σε πιθανή μελλοντική σύγκρουση. Τέλος και η πλούσια σε πετρέλαια και μεγάλης στρατιωτικής σημασίας περιοχή της Μοσούλης, ήταν ένα ακόμα «πεδίο» όπου βρετανικά και τουρκικά συμφέροντα συγκρούονταν.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, πολλοί οικονομικοί παράγοντες του Λονδίνου (κυρίως εκπρόσωποι αγγλικών σιδηροδρομικών εταιρειών στη Μικρά Ασία, τα τρένα των οποίων χρησιμοποιούσε και ο Ελληνικός Στρατός για πολεμικούς σκοπούς), άρχισαν να κατηγορούν τον πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ για τυχοδιωκτική πολιτική.
Ο Λόιντ Τζορτζ που, φανερά τουλάχιστον, ακολουθούσε φιλελληνική πολιτική, προερχόταν από το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το Συντηρητικό Κόμμα στήριζε την κυβέρνησή του, ενώ μέλη του μετείχαν σ’ αυτή. Ορισμένοι, όπως ο αρχηγός των Συντηρητικών A. Bonar Law, τόνιζαν ότι πρέπει η Βρετανία να συνεργαστεί με τη Γαλλία για τη διατήρηση του μεταπολεμικού στάτους κβο στην Ευρώπη και να εγκαταλείψει τις πολεμικές περιπέτειες στη Μέση Ανατολή.
Ο Λόιντ Τζορτζ πιεζόταν επίσης και από τους Εργατικούς, που ήταν ανερχόμενη δύναμη στη χώρα του και μάλιστα το 1924 σχημάτισαν για πρώτη φορά κυβέρνηση, καθώς οι κλαδικές οργανώσεις και τα συνδικάτα των Εργατικών ήταν ενάντια σε κάθε προοπτική νέου πολέμου και επιστράτευσης.
Πάντως, όπως γράφουν οι Α. Συρίγος – Ε. Χατζηβασιλείου: «Σε κάθε περίπτωση, μετά τις εκλογές του 1920 η Βρετανία ήταν η μόνη από τις Μεγάλες Δυνάμεις που έδινε μια άτυπη υποστήριξη στην ελληνική πλευρά, χωρίς όμως να τη συνοδεύει με ουσιαστική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια».
Το κράτος της Αρμενίας που προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών και η σημασία του
Ένας σημαντικός, αρνητικός, παράγοντας για την Ελλάδα στη Μικρά Ασία, ήταν η διάλυση, πριν καλά καλά τη δημιουργία της, της «Δημοκρατίας της Αρμενίας» που προβλεπόταν από τη Συνθήκη των Σεβρών.
Είναι γεγονός ότι βασικός υποστηρικτής της ανεξάρτητης Αρμενίας ήταν ο Αμερικανός Πρόεδρος Τόμας Γούντροου Ουίλσον. Μάλιστα η «Δημοκρατία της Αρμενίας» ονομαζόταν από πολλούς «Ουιλσονιανή Αρμενία». Όμως τον Οκτώβριο του 1919 ο Ουίλσον υπέστη ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον έκανε ουσιαστικά ανήμπορο να κυβερνήσει. Οι Η.Π.Α. επέστρεψαν στον απομονωτισμό τους και βρήκαν την ευκαιρία κεμαλικοί και μπολσεβίκοι το 1920 να διαλύσουν το κράτος της Αρμενίας. Η Ελλάδα έχασε έναν αυτονόητο και πολύτιμο σύμμαχο, ο Κεμάλ και οι Σοβιετικοί απέκτησαν κοινά χερσαία σύνορα και οι Σύμμαχοι, ιδιαίτερα οι Βρετανοί, άρχισαν να φοβούνται ότι αυτοί θα συντονίσουν πλέον τη δράση τους, κάτι που επαληθεύτηκε…
Οι μπολσεβίκοι και η συνεργασία τους με τους κεμαλικούς
Για τη στάση των Σοβιετικών απέναντι στους κεμαλικούς, είχαμε γράψει στις 9 Απριλίου 2017 ένα άρθρο στο protothema.gr με τίτλο «Η ολέθρια για την Ελλάδα συνεργασία Λένιν-Κεμάλ». Το άρθρο όχι μόνο είχε μεγάλη απήχηση, αλλά προκάλεσε και έντονες αντιπαραθέσεις στα σχόλια των αναγνωστών. Σήμερα, εκτός από όσα γράψαμε τότε, παραθέτουμε και νέα στοιχεία που δείχνουν πόσο σημαντική ήταν για τους κεμαλικούς η βοήθεια των μπολσεβίκων και πόσο συντέλεσε στην ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία.
Στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Ιούλιο του 1920, λήφθηκε η απόφαση να υποστηριχθούν όλα τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, άσχετα αν επιδίωκαν «την απελευθέρωση των προλετάριων». Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και το κίνημα του Κεμάλ που πολεμούσε ταυτόχρονα εναντίον Βρετανών, Γάλλων, Ιταλών και Ελλήνων. Κεμαλικοί και μπολσεβίκοι πίστευαν ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Αρχικά οι Σοβιετικοί ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στους κεμαλικούς. Όταν όμως τον Ιανουάριο του 1921 αυτοί κατάφεραν να συγκρατήσουν πολυπληθέστερα ελληνικά στρατεύματα στην πρώτη μάχη του χωριού Ινονού, άλλαξαν στάση.
Τον Μάρτιο του 1921 η Σοβιετική Ρωσία και οι κεμαλικοί υπέγραψαν τη Συμφωνία της Μόσχας. Με αυτή, αναγνωριζόταν οι κεμαλικοί ως νόμιμη κυβέρνηση της Τουρκίας.
Η Άγκυρα επικύρωνε και τυπικά ότι η περιοχή του Καυκάσου ήταν υπό σοβιετικό έλεγχο, παρέδιδε στους Σοβιετικούς το Βατούμι (σημαντικό λιμάνι που σήμερα ανήκει στη Γεωργία). Όμως έπαιρνε πίσω το Καρς και το Αρδαχάν που δόθηκαν στη Ρωσία με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Επίσης εξασφάλιζε ότι η περιοχή του Ναχιτσεβάν που είχε μουσουλμανικό πληθυσμό, θα παρέμενε αυτόνομη υπό την εξουσία του Αζερμπαϊτζάν και δεν θα περνούσε αρμενικό έλεγχο. Έτσι η Τουρκία αποκτούσε μέσω του Ναχιτσεβάν σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν.
Έτσι οι κεμαλικοί σταθεροποίησαν το ανατολικό τους μέτωπο και μπορούσαν να ασχοληθούν απερίσπαστοι με τα ελληνικά στρατεύματα…
Υπήρξε όμως και βοήθεια σε χρήματα και όπλα από τους Σοβιετικούς προς τον Κεμάλ. Από τον Μάρτιο τον 1921 ως τον Αύγουστο του 1922, οι μπολσεβίκοι έστειλαν στους κεμαλικούς 11.000.000 χρυσά ρούβλια και 75.000 χρυσά ρούβλια σε ράβδους χρυσού που αντιστοιχούσαν σε 80.000.000 χάρτινες τουρκικές λίρες, το 10% του προϋπολογισμού του Κεμάλ! Τα χρήματα μετέφεραν ο Γιουσούφ Κεμάλ και ο Μιχαήλ Φρούνζε. Την ίδια εποχή που οι Σοβιετικοί έστελναν χρήματα στον Κεμάλ, η χώρα τους πληττόταν από έναν φοβερό λιμό, ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε 5.000.000 άτομα…
Σημαντικότερη ήταν η βοήθεια των μπολσεβίκων σε όπλα προς τους κεμαλικούς. Οι Τούρκοι είχαν πάρει όπλα από τους Γάλλους όταν αυτοί εκκένωσαν την Κιλικία το 1921. Οι Σοβιετικοί παρέδωσαν στον Κεμάλ, μεταξύ άλλων, περίπου 40.000 τυφέκια, 327 οπλοπολυβόλα, 54 πυροβόλα, 63.000.000 σφαίρες, 150.000 οβίδες, 4.000 εμπρηστικές οβίδες και 4.000 χειροβομβίδες!
Τελικά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο «Μνημείο της Δημοκρατίας» («Cumhuriyet Anιtι») στην Πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης (ολοκληρώθηκε το 1928), απεικονίζονται, πίσω από τον Κεμάλ, οι Σοβιετικοί Στρατηγοί Βοροσίλοφ (μετέπειτα στενός συνεργάτης του Στάλιν) και Φρούνζε, σύμβουλοι του Ατατούρκ στα κρίσιμα γι’ αυτόν χρόνια και πιο πίσω ο Σοβιετικός πρεσβευτής (1922-1923) Αράλοφ, επίσης σύμβουλος του Κεμάλ στις διπλωματικές συνεννοήσεις με τις χώρες της Entente, πριν τη νίκη του τον Αύγουστο του 1922.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΕ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Άγγελος Συρίγος – Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 50 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ 2022
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949, Ι Τόμος», Εκδόσεις Σάκκουλα,2014.
Η στάση της Ιταλίας απέναντι στους κεμαλιστές
Η Ιταλία εμφανίστηκε στο Συνέδριο της Ειρήνης ως ο μεγάλος αδικημένος σε σχέση με Βρετανούς και Γάλλους.
Το 1915 οι Αγγλογάλλοι υπέγραψαν με τους Ιταλούς μυστική συμφωνία, υποσχόμενοι να της δώσουν μερίδιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Ιανουάριο του 1917, υποσχέθηκαν ότι θα δώσουν στη Ρώμη τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της. Μετά την ανακωχή του 1918 αυτό δεν έγινε.
Τελικά, τον Μάρτιο του 1919 οι Ιταλοί κατέλαβαν «πραξικοπηματικά» την Αττάλεια και έπειτα την Αλικαρνασσό και τη Μάκρη, απέναντι από τη Ρόδο.
Η Ιταλία ήταν κάθετα αντίθεση στις διεκδικήσεις της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, καθώς θεωρούσε τη χώρα μας ανταγωνιστική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι επέτρεψε στον Κεμάλ να στρατολογεί άντρες και να συγκροτεί στρατιωτικές μονάδες στα εδάφη που κατείχε. Επίσης πρόσφερε καταφύγιο στις τουρκικές δυνάμεις που καταδιώκονταν από τον Ελληνικό Στρατό.
Στην Αττάλεια εκπαιδεύονταν μονάδες του κεμαλικού στρατού, ενώ το λιμάνι της όπως και το Κουσάντασι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους κεμαλικούς.
Τον Σεπτέμβριο του 1920 η Ιταλία επέτρεψε στους κεμαλικούς να ανοίξουν γραφείο αντιπροσώπευσης στη Ρώμη, σκοπός του οποίου ήταν, ανάμεσα στους άλλους και η αγορά όπλων. Τον Μάρτιο του 1921 οι Ιταλοί συμφώνησαν κατ’ αρχήν, με τους κεμαλικούς, για αποχώρηση των στρατευμάτων τους από τα τουρκικά εδάφη. Για οικονομικούς λόγους η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε, όμως η Ιταλία ξεκίνησε την εκκένωση των περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατείχε τον Ιούνιο του 1921 και την ολοκλήρωσε τον Απρίλιο του 1922.
Από τον Οκτώβριο του 1921 γαλλικά και ιταλικά πολεμικά πλοία άρχισαν να μεταφέρουν στα λιμάνια της Αττάλειας και της Μερσίνας που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, πολεμικό υλικό προς τον Κεμάλ, το οποίο προερχόταν κυρίως από τις οθωμανικές αποθήκες στην Κωνσταντινούπολη που βρίσκονταν υπό γαλλικό έλεγχο! Αν και κάτι τέτοιο είχε απαγορευτεί από το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων τον Αύγουστο του 1921, Γάλλοι και Ιταλοί έδωσαν τον Σεπτέμβριο του 1921 το δικαίωμα σε ιδιωτικές εταιρείες των χωρών τους να αγοράζουν και να μεταφέρουν οθωμανικό πολεμικό υλικό. Παράλληλα απαγορεύτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό να διενεργεί νηοψίες σε συμμαχικά πλοία ή να προβαίνει σε αποκλεισμούς λιμανιών, κάτι το οποίο επιτρεπόταν από το Δίκαιο του Πολέμου στις αντιμαχόμενες πλευρές.
Επιπλέον, Ιταλοί κεφαλαιούχοι αποκτούσαν δικαίωμα προτεραιότητας στα σαντζάκια Αττάλειας, Μούλγου και Μποντούρ, καθώς και στη μεταλλειοφόρο λεκάνη της Ηρακλείας. Η Ρώμη όφειλε από την πλευρά της να υποστηρίξει την απόδοση της Σμύρνης και της Θράκης στην Τουρκία, ενώ θα απέσυρε τα στρατεύματά της από τη Μικρά Ασία.
Η στάση της Μ. Βρετανίας απέναντι στους κεμαλικούς
Αντίθετα με τη Γαλλία και την Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία είχε κυρίως πολιτικοστρατιωτικά και λιγότερο οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βρετανοί ήθελαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο τον έλεγχο των Στενών, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με την ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης, που ζητούσαν επίμονα οι κεμαλικοί. Αλλά και στην Ανατολική Θράκη την οποία διεκδικούσε ο Κεμάλ ως αναπόσπαστο τμήμα της Τουρκίας, δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν, καθώς ενδεχόμενη παραχώρησή της στους κεμαλικούς, θα σήμαινε, περικύκλωση των Βρετανών στα Στενά, σε πιθανή μελλοντική σύγκρουση. Τέλος και η πλούσια σε πετρέλαια και μεγάλης στρατιωτικής σημασίας περιοχή της Μοσούλης, ήταν ένα ακόμα «πεδίο» όπου βρετανικά και τουρκικά συμφέροντα συγκρούονταν.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, πολλοί οικονομικοί παράγοντες του Λονδίνου (κυρίως εκπρόσωποι αγγλικών σιδηροδρομικών εταιρειών στη Μικρά Ασία, τα τρένα των οποίων χρησιμοποιούσε και ο Ελληνικός Στρατός για πολεμικούς σκοπούς), άρχισαν να κατηγορούν τον πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ για τυχοδιωκτική πολιτική.
Ο Λόιντ Τζορτζ που, φανερά τουλάχιστον, ακολουθούσε φιλελληνική πολιτική, προερχόταν από το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Το Συντηρητικό Κόμμα στήριζε την κυβέρνησή του, ενώ μέλη του μετείχαν σ’ αυτή. Ορισμένοι, όπως ο αρχηγός των Συντηρητικών A. Bonar Law, τόνιζαν ότι πρέπει η Βρετανία να συνεργαστεί με τη Γαλλία για τη διατήρηση του μεταπολεμικού στάτους κβο στην Ευρώπη και να εγκαταλείψει τις πολεμικές περιπέτειες στη Μέση Ανατολή.
Ο Λόιντ Τζορτζ πιεζόταν επίσης και από τους Εργατικούς, που ήταν ανερχόμενη δύναμη στη χώρα του και μάλιστα το 1924 σχημάτισαν για πρώτη φορά κυβέρνηση, καθώς οι κλαδικές οργανώσεις και τα συνδικάτα των Εργατικών ήταν ενάντια σε κάθε προοπτική νέου πολέμου και επιστράτευσης.
Πάντως, όπως γράφουν οι Α. Συρίγος – Ε. Χατζηβασιλείου: «Σε κάθε περίπτωση, μετά τις εκλογές του 1920 η Βρετανία ήταν η μόνη από τις Μεγάλες Δυνάμεις που έδινε μια άτυπη υποστήριξη στην ελληνική πλευρά, χωρίς όμως να τη συνοδεύει με ουσιαστική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια».
Το κράτος της Αρμενίας που προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών και η σημασία του
Ένας σημαντικός, αρνητικός, παράγοντας για την Ελλάδα στη Μικρά Ασία, ήταν η διάλυση, πριν καλά καλά τη δημιουργία της, της «Δημοκρατίας της Αρμενίας» που προβλεπόταν από τη Συνθήκη των Σεβρών.
Είναι γεγονός ότι βασικός υποστηρικτής της ανεξάρτητης Αρμενίας ήταν ο Αμερικανός Πρόεδρος Τόμας Γούντροου Ουίλσον. Μάλιστα η «Δημοκρατία της Αρμενίας» ονομαζόταν από πολλούς «Ουιλσονιανή Αρμενία». Όμως τον Οκτώβριο του 1919 ο Ουίλσον υπέστη ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον έκανε ουσιαστικά ανήμπορο να κυβερνήσει. Οι Η.Π.Α. επέστρεψαν στον απομονωτισμό τους και βρήκαν την ευκαιρία κεμαλικοί και μπολσεβίκοι το 1920 να διαλύσουν το κράτος της Αρμενίας. Η Ελλάδα έχασε έναν αυτονόητο και πολύτιμο σύμμαχο, ο Κεμάλ και οι Σοβιετικοί απέκτησαν κοινά χερσαία σύνορα και οι Σύμμαχοι, ιδιαίτερα οι Βρετανοί, άρχισαν να φοβούνται ότι αυτοί θα συντονίσουν πλέον τη δράση τους, κάτι που επαληθεύτηκε…
Οι μπολσεβίκοι και η συνεργασία τους με τους κεμαλικούς
Για τη στάση των Σοβιετικών απέναντι στους κεμαλικούς, είχαμε γράψει στις 9 Απριλίου 2017 ένα άρθρο στο protothema.gr με τίτλο «Η ολέθρια για την Ελλάδα συνεργασία Λένιν-Κεμάλ». Το άρθρο όχι μόνο είχε μεγάλη απήχηση, αλλά προκάλεσε και έντονες αντιπαραθέσεις στα σχόλια των αναγνωστών. Σήμερα, εκτός από όσα γράψαμε τότε, παραθέτουμε και νέα στοιχεία που δείχνουν πόσο σημαντική ήταν για τους κεμαλικούς η βοήθεια των μπολσεβίκων και πόσο συντέλεσε στην ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία.
Στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Ιούλιο του 1920, λήφθηκε η απόφαση να υποστηριχθούν όλα τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, άσχετα αν επιδίωκαν «την απελευθέρωση των προλετάριων». Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και το κίνημα του Κεμάλ που πολεμούσε ταυτόχρονα εναντίον Βρετανών, Γάλλων, Ιταλών και Ελλήνων. Κεμαλικοί και μπολσεβίκοι πίστευαν ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Αρχικά οι Σοβιετικοί ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στους κεμαλικούς. Όταν όμως τον Ιανουάριο του 1921 αυτοί κατάφεραν να συγκρατήσουν πολυπληθέστερα ελληνικά στρατεύματα στην πρώτη μάχη του χωριού Ινονού, άλλαξαν στάση.
Τον Μάρτιο του 1921 η Σοβιετική Ρωσία και οι κεμαλικοί υπέγραψαν τη Συμφωνία της Μόσχας. Με αυτή, αναγνωριζόταν οι κεμαλικοί ως νόμιμη κυβέρνηση της Τουρκίας.
Η Άγκυρα επικύρωνε και τυπικά ότι η περιοχή του Καυκάσου ήταν υπό σοβιετικό έλεγχο, παρέδιδε στους Σοβιετικούς το Βατούμι (σημαντικό λιμάνι που σήμερα ανήκει στη Γεωργία). Όμως έπαιρνε πίσω το Καρς και το Αρδαχάν που δόθηκαν στη Ρωσία με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Επίσης εξασφάλιζε ότι η περιοχή του Ναχιτσεβάν που είχε μουσουλμανικό πληθυσμό, θα παρέμενε αυτόνομη υπό την εξουσία του Αζερμπαϊτζάν και δεν θα περνούσε αρμενικό έλεγχο. Έτσι η Τουρκία αποκτούσε μέσω του Ναχιτσεβάν σύνορα με το Αζερμπαϊτζάν.
Έτσι οι κεμαλικοί σταθεροποίησαν το ανατολικό τους μέτωπο και μπορούσαν να ασχοληθούν απερίσπαστοι με τα ελληνικά στρατεύματα…
Υπήρξε όμως και βοήθεια σε χρήματα και όπλα από τους Σοβιετικούς προς τον Κεμάλ. Από τον Μάρτιο τον 1921 ως τον Αύγουστο του 1922, οι μπολσεβίκοι έστειλαν στους κεμαλικούς 11.000.000 χρυσά ρούβλια και 75.000 χρυσά ρούβλια σε ράβδους χρυσού που αντιστοιχούσαν σε 80.000.000 χάρτινες τουρκικές λίρες, το 10% του προϋπολογισμού του Κεμάλ! Τα χρήματα μετέφεραν ο Γιουσούφ Κεμάλ και ο Μιχαήλ Φρούνζε. Την ίδια εποχή που οι Σοβιετικοί έστελναν χρήματα στον Κεμάλ, η χώρα τους πληττόταν από έναν φοβερό λιμό, ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε 5.000.000 άτομα…
Σημαντικότερη ήταν η βοήθεια των μπολσεβίκων σε όπλα προς τους κεμαλικούς. Οι Τούρκοι είχαν πάρει όπλα από τους Γάλλους όταν αυτοί εκκένωσαν την Κιλικία το 1921. Οι Σοβιετικοί παρέδωσαν στον Κεμάλ, μεταξύ άλλων, περίπου 40.000 τυφέκια, 327 οπλοπολυβόλα, 54 πυροβόλα, 63.000.000 σφαίρες, 150.000 οβίδες, 4.000 εμπρηστικές οβίδες και 4.000 χειροβομβίδες!
Τελικά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο «Μνημείο της Δημοκρατίας» («Cumhuriyet Anιtι») στην Πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης (ολοκληρώθηκε το 1928), απεικονίζονται, πίσω από τον Κεμάλ, οι Σοβιετικοί Στρατηγοί Βοροσίλοφ (μετέπειτα στενός συνεργάτης του Στάλιν) και Φρούνζε, σύμβουλοι του Ατατούρκ στα κρίσιμα γι’ αυτόν χρόνια και πιο πίσω ο Σοβιετικός πρεσβευτής (1922-1923) Αράλοφ, επίσης σύμβουλος του Κεμάλ στις διπλωματικές συνεννοήσεις με τις χώρες της Entente, πριν τη νίκη του τον Αύγουστο του 1922.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΕ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Άγγελος Συρίγος – Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ – 50 ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ 2022
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949, Ι Τόμος», Εκδόσεις Σάκκουλα,2014.
Σχετικά Θέματα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών