Η Ήπειρος είχε πάντοτε ευχερέστερη πρόσβαση προς την Ιταλία παρά προς την Κων/πολη. Όμως οι κάτοικοι ήταν Έλληνες στη γλώσσα, στη συνείδηση και ορθόδοξοι στην πίστη. Το δεσποτάτο περιοριζόταν πλέον στα νότια τμήματα, την Αιτωλία και την Ακαρνανία, µε επίκεντρο την παλιά πρωτεύουσά του την Άρτα, ενώ το βασίλειο της Νεαπόλεως είχε αποκτήσει τις αποικίες του στην Ήπειρο µε γάμους, µόνο στα παράλια όχι όμως και στην ενδοχώρα, µε αποτέλεσμα η Ιταλική επιρροή στην επαρχία Δρυϊνουπόλεως να µην ήταν ιδιαίτερα αισθητή.
Η ιστορία της Ηπείρου, κατά την πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα, παραγκωνίζεται από τα πιο δραματικά γεγονότα, τα οποία συνέβαιναν και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το δράμα προκαλούνταν από τις δραστηριότητες της Καταλανικής Εταιρίας, του στρατού μισθοφόρων από τη Δύση, τον οποίο είχε προσλάβει ο αυτοκράτορας για να πολεμήσει τους Τούρκους στα 1303.
Η πρωτεύουσα του κράτους τα Ιωάννινα στο βορρά μαζί µε τις γύρω περιοχές, ανάμεσα τους και η επαρχία Δρυϊνουπόλεως, κατά το 1315 προστατευόταν από τα βυζαντινά στρατεύματα του πιγκέρνη Συργιάννη Παλαιολόγου και στα 1319, ή λίγο πριν, η πατριαρχική σύνοδος της Κων/πόλεως εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα µε το οποίο η πόλη των Ιωαννίνων γινόταν έδρα Μητροπολίτη, αφού είχε επανακάμψει στη αυτοκρατορική σκέπη, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Ήπειρος». Όμως, σύμφωνα με το «Ιστορία Ηπείρου και Αλβανίας» του Θεοδώρου Χαβέλλα, το έτος 1318, µε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Κων/πόλεως, αναγνωρίσθηκε ως πρωτεύουσα αντί της Επισκοπής το Αργυρόκαστρο. Σύμφωνα με το «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου» του Donald Nicol, τον Ιούνιο του 1321, σε αίτημά του Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο αυτοκράτορας εξέδωσε ένα τρίτο χρυσόβουλο, το οποίο κάλυπτε την περιοχή του θέματος των Ιωαννίνων µε τις πέντε ενορίες της, όπως και τις τέσσερις επισκοπές της, οι οποίες δεν ονοματίζονται, αλλά ήταν εκείνες της Βελλά, της Δρυϊνουπόλεως, του Βουθρωτού µε το Γλυκύ και της Χειµάρρας. Το έγγραφο τελειώνει µε το ζήτημα του χωριού Σούχα της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως, το οποίο είχε γίνει ιδιοκτησία του εκλιπόντος στρατηγού Καβάσιλα, ο οποίος το είχε αποκτήσει µε ανταλλαγή µε το χωριό Μελισσουργοί, το οποίο κατείχε η μητέρα του εκλιπόντος Θωμά, η βασίλισσα Άννα. Επίσης, ο αυτοκράτορας επιβεβαίωσε ότι το χωριό Σούχα (περιοχή Λιούντζης), ανήκε στην εκκλησία των Ιωαννίνων δικαιωματικά, μαζί µε το βλάχικο πληθυσμό του, που εξαιρούνταν από τη στρατιωτική υπηρεσία. Κατά µία άλλη άποψη αναφέρεται σαφέστερα ότι υπό το Μητροπολίτη Ιωαννίνων κατά την ιεραρχική τάξη είναι ο Δρυϊνουπόλεως και ο Βελλάς και έπειτα ο Βουθρωτού και ο Χειµάρρας.
Με βάση το «Χρονογραφία της Ηπείρου» του Παναγιώτη Αραβαντινού, το 1335, η Ήπειρος περνάει στα χέρια των βυζαντινών Αγγέλων Κομνηνών. Περίπου το 1337-8 ξέσπασε επανάσταση στην Ήπειρο, πάντως όπως τονίζει ο Ιωάννης Καντακουζηνός, φίλος και δοµέστικος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, σε καμία περίπτωση δε γενικεύθηκε και σημειώνει τα μέρη: Μεσοπόταµο, Σόποτο, Χειµάρρα, Αργυρόκαστρο, Πάργα, Άγιο Δονάτο και Ιωάννινα, τα οποία μετανοημένα για την προηγούμενη απιστία τους, παρέμειναν πλέον πιστά στον αυτοκράτορα.
Έτσι στα 1340, και για λίγο χρονικό διάστημα οι περιοχές αυτές ανήκαν πάλι στη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η ιστορία της Ηπείρου, κατά την πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα, παραγκωνίζεται από τα πιο δραματικά γεγονότα, τα οποία συνέβαιναν και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Το δράμα προκαλούνταν από τις δραστηριότητες της Καταλανικής Εταιρίας, του στρατού μισθοφόρων από τη Δύση, τον οποίο είχε προσλάβει ο αυτοκράτορας για να πολεμήσει τους Τούρκους στα 1303.
Η πρωτεύουσα του κράτους τα Ιωάννινα στο βορρά μαζί µε τις γύρω περιοχές, ανάμεσα τους και η επαρχία Δρυϊνουπόλεως, κατά το 1315 προστατευόταν από τα βυζαντινά στρατεύματα του πιγκέρνη Συργιάννη Παλαιολόγου και στα 1319, ή λίγο πριν, η πατριαρχική σύνοδος της Κων/πόλεως εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα µε το οποίο η πόλη των Ιωαννίνων γινόταν έδρα Μητροπολίτη, αφού είχε επανακάμψει στη αυτοκρατορική σκέπη, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Ήπειρος». Όμως, σύμφωνα με το «Ιστορία Ηπείρου και Αλβανίας» του Θεοδώρου Χαβέλλα, το έτος 1318, µε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Κων/πόλεως, αναγνωρίσθηκε ως πρωτεύουσα αντί της Επισκοπής το Αργυρόκαστρο. Σύμφωνα με το «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου» του Donald Nicol, τον Ιούνιο του 1321, σε αίτημά του Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο αυτοκράτορας εξέδωσε ένα τρίτο χρυσόβουλο, το οποίο κάλυπτε την περιοχή του θέματος των Ιωαννίνων µε τις πέντε ενορίες της, όπως και τις τέσσερις επισκοπές της, οι οποίες δεν ονοματίζονται, αλλά ήταν εκείνες της Βελλά, της Δρυϊνουπόλεως, του Βουθρωτού µε το Γλυκύ και της Χειµάρρας. Το έγγραφο τελειώνει µε το ζήτημα του χωριού Σούχα της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως, το οποίο είχε γίνει ιδιοκτησία του εκλιπόντος στρατηγού Καβάσιλα, ο οποίος το είχε αποκτήσει µε ανταλλαγή µε το χωριό Μελισσουργοί, το οποίο κατείχε η μητέρα του εκλιπόντος Θωμά, η βασίλισσα Άννα. Επίσης, ο αυτοκράτορας επιβεβαίωσε ότι το χωριό Σούχα (περιοχή Λιούντζης), ανήκε στην εκκλησία των Ιωαννίνων δικαιωματικά, μαζί µε το βλάχικο πληθυσμό του, που εξαιρούνταν από τη στρατιωτική υπηρεσία. Κατά µία άλλη άποψη αναφέρεται σαφέστερα ότι υπό το Μητροπολίτη Ιωαννίνων κατά την ιεραρχική τάξη είναι ο Δρυϊνουπόλεως και ο Βελλάς και έπειτα ο Βουθρωτού και ο Χειµάρρας.
Με βάση το «Χρονογραφία της Ηπείρου» του Παναγιώτη Αραβαντινού, το 1335, η Ήπειρος περνάει στα χέρια των βυζαντινών Αγγέλων Κομνηνών. Περίπου το 1337-8 ξέσπασε επανάσταση στην Ήπειρο, πάντως όπως τονίζει ο Ιωάννης Καντακουζηνός, φίλος και δοµέστικος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, σε καμία περίπτωση δε γενικεύθηκε και σημειώνει τα μέρη: Μεσοπόταµο, Σόποτο, Χειµάρρα, Αργυρόκαστρο, Πάργα, Άγιο Δονάτο και Ιωάννινα, τα οποία μετανοημένα για την προηγούμενη απιστία τους, παρέμειναν πλέον πιστά στον αυτοκράτορα.
Έτσι στα 1340, και για λίγο χρονικό διάστημα οι περιοχές αυτές ανήκαν πάλι στη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Σχετικές Δημοσιεύσεις
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών