Ονομασία και γεωγραφική τοποθεσία της Δρόπολης

Σύμφωνα με τη «Χρονογραφία της Ηπείρου» του Παναγιώτη Αραβαντινού, η ονομασία της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως προέρχεται από την ομώνυμη αρχαία ελληνική πόλη Δρυς ή Δρυϊνούπολις, η πόλη των βελανιδιών, η οποία πήρε το όνομα αυτό επί Αυγούστου Καίσαρος, μετά το 27 µ.Χ., σύμφωνα με το «Ηπειρωτικαί Μελέται» του Β. Δ. Ζώτου Μολοσσού, ενώ στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους συναριθμείται ανάμεσα στις δώδεκα πόλεις την Παλαιάς Ηπείρου. Κατά τον Πουκεβίλ και το «Ταξίδι στην Ελλάδα.», ο οποίος αντλεί την πληροφορία από τον Πλίνιο, αναφέρεται ότι ιδρύτρια της πόλης είναι η Δρυόπη, κόρη του Οιχαλίου, που ο Απόλλων τη μάγεψε και τη μεταμόρφωσε σε βελανιδιά.
Υποθέτουμε ότι το όνομα προέρχεται από τις Δρυάδες, οι οποίες ήταν Νύμφες των δρυμώνων και των δασών. Επίσης το όνομα Φιγαλία, η οποία ήταν μια εκ των γνωστότερων νυμφών, φέρουν πολλές γυναίκες στην περιοχή όσο πουθενά σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Η άλλη εκδοχή είναι να προέρχεται η ονομασία από το δέντρο του Δρυός που δεσπόζει ανάμεσα στα λίγα δέντρα της περιοχής, διότι στην περιοχή, εκτός της πόλεως, υπάρχει το Δρυϊνικό όρος και ο ποταμός Δρύνος. Η σωζόμενη παράδοση αναφέρει, ότι οι Ηπειρώτες ήταν Δρυολάτρες, διότι στέφονταν µε στεφάνια από κλαδιά Δρυών, επίσης σε καιρούς πολέμων έφερναν κλώνους Δρυός και τύπωναν Δρυς σε όλα τα νομίσματά τους, ήταν  σύμβολο Ηπειρωτικό. Η περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα ήταν σκεπασμένη κυριολεκτικά από πυκνά δάση µε δρυς και βελανιδιές. Οι αναλύσεις γύρεως από δοκιμαστικές τομές κοντά στη Λαψίστα, στα
βορειοδυτικά των Ιωαννίνων έδειξαν ότι σε υψόμετρο 500 µ. από τη σημερινή επιφάνεια της θάλασσας υπήρχαν απέραντα δάση δρυός, πεύκης και σημύδας, ενώ σήμερα περιορίζονται σε κάποια σημεία της περιοχής. Και αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα σημειώθηκε, κατά τις μαρτυρίες των κατοίκων, συρρίκνωση του δασικού πλούτου λόγω του συστήματος της ελεύθερης ξύλευσης και των πυρκαγιών. Υπάρχουν ως προς την προέλευση της ονομασίας και οι προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής ότι πρώτον κατά πάσα πιθανότητα η ονομασία να προέρχεται από τα πυκνά δάση των δρυών που ήταν δυο ειδών, η δρυς η χνοώδης και η πυκνανθής, που σκέπαζαν κυριολεκτικά τα βουνά που περιστοιχίζανε την περιοχή αυτή και δεύτερον από τα πολλά ορμητικά νερά που κατέβαζε ο ποταμός Δρύνος ή ∆ρυϊτης ή Άνιγρος ή Κέλυνδος µε την ασπροχάλικη κοίτη του, που διασχίζει την πεδιάδα της Δερόπολης και ενώνεται µε τον διεθνιστή Αώο στη θέση πριν το Τεπελένι. 

Στις αρχές του 2ου µ.Χ. αι. ο αυτοκράτορας Αδριανός ανακαίνισε ή έκτισε την αρχαία Δρυϊνούπολη, για την οποία δεν γνωρίζουμε πότε είχε ερημωθεί και την ονόμασε Αδριανούπολη και υπό του Ιουστινιανού η πόλη οχυρώθηκε. Ο Σωτήρης Ι. Δάκαρης, γράφει ότι το 132 µ.Χ. ο Αδριανός επισκέφτηκε τη Δωδώνη και υποθέτει ότι διέταξε την ανακαίνιση της Δρυϊνούπολης ή την ίδρυση νέας πόλης στον εύφορο κάμπο της Δρόπολης από τον οποίο, φαίνεται πέρασε. Κατά Μια άλλη άποψη οι Ρωμαίοι κατακτητές ίδρυσαν νέες πόλεις εκ του μηδενός και το καλύτερο παράδειγμα αποτελεί η Νικόπολις, η Φωτική και η Αδριανούπολις, σύμφωνα με το βιβλίο «Ήπειρος» . Σχεδόν όλοι οι ερευνητές τοποθετούν την πόλη αυτή στον εύφορο κάμπο της Δερόπολης και µόνο ο ∆ηµ. Ευαγγελίδης στο βιβλίο του «Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου», την τοποθετεί πλησίον του σημερινού Παλιόκαστρου διότι άντλησε την πληροφορία αυτή από τον Πουκεβίλ. 

Η γεωγραφική τοποθεσία της πανάρχαιας ελληνικής επαρχίας Δρυϊνουπόλεως ταυτίζεται, ως επί το πλείστον, µε τα γεωγραφικά όρια, τα οποία κατοικούνταν στην αρχαιότητα από ηµινοµαδικά μολοσσικά φύλα. Στα νότια κατοικούνταν από τους Σελλούς, στα κεντρικά από τους Ατιντάνες, Αργυρινούς, στα ανατολικά από τους Όµφαλες και μέρος των Παραυαίων. Ανήκει στην κεντρική Ήπειρο ή καλύτερα στην «κυρία Ήπειρο», όπως διαβάζουμε στο «Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου» του Δηµητρίου Ε. Ευαγγελίδη και το «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου» του Donald M. Nicol. 
Συνορεύει νοτίως µε το νομό Ιωαννίνων, ανατολικά µε το νομό Πρεµετής, βόρεια µε το νομό Τεπελενίου και δυτικά µε το νομό Αγίων Σαράντα και µε τη διχοτόμηση του τελευταίου, συνορεύει µε το νομό Δελβίνου. Τα όρια της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως από την εποχή της πρωτοκατοίκησης των πληθυσμών έως και σήμερα, άλλοτε ήταν στενότερα και άλλοτε ευρύτερα. Στην αρχαιότητα, και μέχρι την οργάνωση της Επαρχίας Ηπείρου από τον αυτοκράτορα Τραϊανό, το 114/15 µ.Χ., τα κριτήρια για την οριοθέτηση ήταν αποκλειστικώς φυλετικά, κοινωνικά και πολιτικά. Αργότερα µε τις μεταρρυθμίσεις του διοικητικού συστήματος της αυτοκρατορίας από το Διοκλητιανό (284-305) και µε την επικράτηση του Χριστιανισμού τα όρια πλέον ήταν σαφή. Την επαρχία αποτελούσαν οι περιοχές της Δερόπολης, Παλιοπωγωνιανής, Λιούντζης, Ζαγοριάς, Ρίζας και τη Λαµπουριά που είναι μέρος του Κουρβελεσίου. Όπως γνωρίζουμε, στις αρχές του 20ου αι. µε τη διχοτόμηση της Ηπείρου ένα μεγάλο μέρος της περιοχής Παλαιοπωγωνιανής και κάποια χωριά της ανατολικής Άνω Δερόπολης προσαρτήθηκαν στο νομό Ιωαννίνων. 
Στις σύγχρονες πηγές µε τον όρο αυτό αναφέρεται µόνο η αμιγώς ελληνική περιοχή της Δερόπολης, που περιέχει 35 χωριά, οι κάτοικοι των οποίων είναι Έλληνες στη συνείδηση, στη γλώσσα, στον πολιτισμό και µε όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που διακρίνουν την ελληνική φυλή. 

Η τοποθεσία της επαρχίας βρίσκεται μεταξύ των όρων, από ανατολικά µε το όρος Τσαγιούπι, στη συνέχεια µε το Αέροπος ή Μερόπη ή Νεµέρτσικα, νοτιότερα µε το Κουτσόκρανο, νότια µε τα όρη Κασιδιάρης, Μουργκάνα και Στουγγάρα, δυτικά µε το Πλατοβούνι και βόρεια µε το Κουρβελέσι. Το τοπίο είναι ορεινό και μοναδική πεδιάδα είναι η μεγάλης έκτασης κοιλάδα του Δρύνου ή κάμπος της Δερόπολης που ταυτίζεται µε το Campo Meleona του Λίβιου, όπως διαβάζουμε στα « Ελληνο-Ηπειρωτικά» του Βασιλείου Κυράνη, η οποία είναι μια από τις μεγάλες, πλούσιες και ωραίες πεδιάδες της Ηπείρου, ενώ η θέα της είναι από τις ωραιότερες της Ελλάδος, όπως έγραψε στα «Ταξίδια στα Ιόνια νησιά, Ήπειρο, Αλβανία» ο Henry Holland και αρχίζει από το Δελβινάκι και τη Κοσσοβίτσα και τελειώνει στο Παλιόκαστρο. Η κοιλάδα έχει κάποιες εισόδους, αλλά δύο είναι οι κυριότερες, η µία από τα Κτίσµατα και η άλλη από τη Λέκλη, οι οποίες είναι περάσματα, η πρώτη προς τη νότια Ήπειρο και η δεύτερη προς τη βόρεια, διότι όπως προαναφέραμε η τοποθεσία της επαρχίας τοποθετείται στην κεντρική Ήπειρο. Έχει μήκος 50-60 χµ και πλάτος 8-10 χµ. Η υπόλοιπη περιοχή δε διαθέτει ιδιαίτερα καλλιεργήσιμή γη, αλλά αρκετά δάση και βοσκότοπους από τους καλύτερους της Ηπείρου. 

Η καλλιέργεια των βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όσπρια και κηπευτικά στις πεδινές περιοχές και η κτηνοτροφία στις ορεινές αποτελούσαν την πηγή εισοδήματος των κατοίκων της επαρχίας μέχρι την έναρξη του μεγάλου ρεύματος της μεταναστεύσεως προς τη Βενετία, τη Βιέννη, την Κωνσταντινούπολη, τις Παραδουνάβιες χώρες και στη συνέχεια προς την Αμερική, την Αυστραλία και λιγότερο σε άλλα μέρη. Οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία ελάχιστα είχαν μεταβληθεί από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με τον Σωτήρη Δάκαρη στο «Η κτηνοτροφία στην Αρχαία Ήπειρο», όπως όλη η Ήπειρος έτσι και η επαρχία Δρυϊνουπόλεως έτεινε να είναι ενδοστρεφής και αυτάρκης µε σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά µε επάρκεια σε βασικά είδη διατροφής. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή στην κοιλάδα του Δρύνου, η καλλιέργεια των δημητριακών περιοριζόταν από την αγρανάπαυση και από τους απαραίτητους λειμώνες για τα ποίμνια που οδηγούνταν στις ορεινές βοσκές, το θέρος. 

Σχεδόν όλοι οι παραπόταμοι της Ηπείρου ακολουθούν τη γραμμή των πεδιάδων, έτσι και ο μεγάλος παραπόταμος της επαρχίας ο Δρύνος ακολουθεί τη γραμμή της πεδιάδας της Δερόπολης και ενώνεται λίγα χιλιόμετρα πριν το Τεπελένι µε τον ποταμό Αώο, ο οποίος αποτελεί για τους περισσότερους ερευνητές το σύνορο που διαχωρίζει την Παλαιά από τη Νέα Ήπειρο. Στο Δρύνο χύνονται μικρά ποτάμια, όπως ο Γυφτοπόταµος, ο Ξεριάς, της Σούχας και ο Βελίτσας ή Γαρδικιώτικος. Ο Γυφτοπόταµος πηγάζει στην περιοχή του Δελβινακίου και ενώνεται ακριβώς κάτω από το χωριό Ραντάτες µε τον Ξεριά, ο οποίος ξεκινάει από την Κοσσοβίτσα, Σωτήρα και Σελλειό. Από εκεί κάτω ονομάζεται Δρύνος. Της Σούχας, έχει µάλλον χαρακτήρα χειμάρρου και πηγάζει στην περιοχή του Πωγωνίου και ενώνεται µε το Δρύνο κοντά στο Αργυρόκαστρο, ο Βελίτσας ή Πιξοτός ή Γαρδικιώτικος πηγάζει από την περιοχή της Λαµπουριάς και διασχίζοντας ρήγματα μεταξύ των οροσειρών ενώνεται µε το Δρύνο στη θέση Παλιόκαστρο, ακριβώς εκεί που υπάρχουν τα χαλάσματα του κάστρου.  

Καθ’ όλο το μήκος του Δρύνου και των παραποτάμων του, υπάρχουν αρχαία και σύγχρονα γεφύρια που ενώνουν συγκοινωνιακά τα τμήματα της επαρχίας. Τα αρχαία γεφύρια, μεγάλα και μικρά είναι λιθόκτιστα µε λιθόστρωτα καλντερίμια, ενώ η αρχιτεκτονική τους δεν διαφέρει από τα γεφύρια της νότιας Ηπείρου, η οποία ήταν πιο αναπτυγμένη από την υπόλοιπη Ήπειρο. Στην περίοδο της δικτατορίας του Χότζα αρκετά από τα γεφύρια αυτά εγκαταλείφθηκαν και οικοδοµήθηκαν νέα µε σύγχρονες προδιαγραφές, σαν να µη ήθελαν να θυμίζει τίποτα από την παλιά εποχή. Το μεγαλύτερο από όλα είναι η γέφυρα της Κολορτσής ή το «γεφύρι της κυράς» νοτίως του Αργυροκάστρου, η οποία είναι διατηρημένη σε άριστη κατάσταση. Ακολουθούν η γέφυρα της Γράψης σε χρήση µόνο από πεζοπόρους που διατηρείται μέχρι σήμερα και δίπλα σε αυτή η σύγχρονη κακόγουστη γέφυρα που ενώνει οδικώς την περιοχή της Δερόπολης µε την Μαύρη Ρίζα, η μικρή γέφυρα του Χασκόβου, αν και καλά διατηρούμενη δεν χρησιμοποιείται, η θολωτή τσιμεντένια γέφυρα του Ξεριά στη θέση ανάμεσα στα χωριά Βόδρυστα και Κακκαβιά, η οποία είχε κατασκευαστεί από τους Ιταλούς το 1916-1919 και ήταν σε χρήση μέχρι το 1990, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται σπανίως και ιδίως από τους κατοίκους της γύρω περιοχής για τις αγροτικές τους ανάγκες, η γέφυρα της Σούχας και της Γκρύκας ανάμεσα στα χωριά Χλωµό και Πολύτσανη, οι οποίες είναι σύγχρονες. Ο Ιωάν. Λαµπρίδης στα «Ηπειρωτικά Ιστορικά Μελετήματα» αναφέρει ότι στην αποκαλούμενη θέση «Κουμάσια» μεταξύ Σωπικής και Οψάδας του Πωγωνίου, έκτισε γέφυρα το 1791 ο Νάσιος Ι. Οικονόµος, ενώ στους αλευρόμυλους του Χλωµού, για να συγκοινωνεί ειδικά το χωριό τούτο προς τους Σκωριάδες, ο από Στεγουπόλεως Τέλος Μάντζιος έκτισε γέφυρα το 1842 µε 250 λίρες που αποκαλείται γέφυρα Τσιµιντζί. Κατά τη μαρτυρία ενός τουρκοαλβανού τσοπάνου, στη θέση δίπλα από τη δυτική πλευρά των τοίχων του κάστρου του Παλαιοκάστρου υπήρχε πέτρινη γέφυρα που ένωνε την περιοχή της Λαµπουριάς µε της Ρίζας και αυτό που το επιβεβαιώνει είναι οι εναπομείνασες άκρες που στηριζόταν η γέφυρα. Στην ανατολική όχθη του ποταμού και της κοιλάδας του Δρύνου διερχόταν η αρχαία οδός, μέχρι το 1880 διήρχετο δια μέσου του χωριού Επισκοπή, η οποία είχε αφετηρία την Απολλωνία και την Αυλώνα, συνέχιζε µε την επίπεδη κοιλάδα μέχρι τα Κτίσµατα, κατόπιν διέσχιζε τη λεκάνη των Ιωαννίνων και την οροσειρά της Πίνδου διά της διαβάσεως του Μετσόβου, η οποία εξακολουθούσε να υπάρχει, επί της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, όταν ανακαινίστηκε το οδικό δίκτυο, και στη συνέχεια επί Βυζαντίου και επί Τουρκοκρατίας για να είναι ευρείας χρήσεως. Κατά την περίοδο της πρώτης Ιταλικής κατοχής (1916-19) ανακαινίστηκε η οδός αυτή, αλλά στο σημείο από το Αργυρόκαστρο έως την Κακκαβιά εισερχόταν διασχίζοντας την κοιλάδα της Δερόπολης. Τα τελευταία χρόνια µε την κατασκευή της Εθνικής Οδού (παράρτημα της Εγνατίας) διπλασιάστηκε σε πλάτος. Οι πινακίδες των εισόδων στα χωριά είναι χαραγμένες στα ελληνικά και παράλληλα µε λατινικούς χαρακτήρες. 

Το κλίμα είναι σχεδόν το ίδιο, όπως της υπόλοιπης κεντρικής Ηπείρου, µε βαρύ χειμώνα στα ορεινά και ηπιότερο στα πεδινά και δροσερό καλοκαίρι. Σημαντικό κλιματολογικό παράγοντα αποτελούν οι βροχές, οι οποίες ακόμα και το καλοκαίρι είναι καταρρακτώδεις, αλλά τα τελευταία χρόνια, λόγο των κλιματολογικών αλλαγών έχουν λιγοστέψει. 

Ο χαρακτήρας των κατοίκων της επαρχίας είναι στο σύνολο του ίδιος µε κάποιες μικρές διαφορές ανάμεσα στις περιοχές. Γενικά ο λαός της επαρχίας είναι πολύ εργατικός, έξυπνος µε σπινθηροβόλο πνεύμα, προοδευτικός, αρκετά φιλήσυχος, και πάνω από όλα περήφανος για την καταγωγή του. Στο βιβλίο «'Ηπειρος» ο Hammond γράφει ότι προς τα βορειοανατολικά και βόρεια των Ιωαννίνων δεν ανακάλυψε οχυρωμένες θέσεις και υποθέτει ότι οι λαοί ήταν φιλικοί. 

Ο εθνολογικός της χαρακτήρας παρουσιάζει τη διαχρονική συνέχεια του ελληνικού στοιχείου στο πέρασμά των 4.000 χρόνων, αν και στις περιοχές που συνορεύουν µε την Πρεµετή και το Τεπελένι από τα μέσα του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. εκτός από την γλώσσα, άγνωστο είναι πότε εισάχθηκε η αλβανική, άρχισε σταδιακά να αλλοιώνεται κατά κάποιον τρόπο και η συνείδηση των κατοίκων, οι οποίοι όμως διατήρησαν τα ελληνικά ήθη και έθιµα και την ορθόδοξη πίστη τους.

Σχετικές Δημοσιεύσεις

Σχόλια