Πώς η αναγνώριση του Κοσόβου άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τον κατακερματισμό των κρατών

Γράφει ο Σκλήρης Διονύσιος

Παρά τις κατηγορίες προς τη Ρωσία για την προσάρτηση επαρχιών της Ουκρανίας, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι ήταν η Δύση αυτή, η οποία άνοιξε τον ασκό του Αιόλου με την αναγνώριση του Κοσόβου, θέτοντας σε αμφισβήτηση για πρώτη φορά μεταπολεμικώς την εδαφική ακεραιότητα ενός κυρίαρχου ευρωπαϊκού κράτους.
Όταν οι ηγέτες της αλβανικής εθνότητας προέβησαν σε μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας το 2008, οι περισσότερες δυτικές χώρες αναγνώρισαν το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος. Το γεγονός αυτό έστειλε στον κάλαθο των αχρήστων τις διακηρύξεις του ΟΗΕ για την εδαφική ακεραιότητα των μελών του. Μόλις το κουτί της Πανδώρας άνοιξε για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθήθηκαν παρόμοιες λύσεις στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που μην ξεχνάμε, υπήρξε και αυτή μια σοσιαλιστική ομοσπονδία όπως η Γιουγκοσλαβία. Το παράδειγμα του Κοσόβου αναφέρθηκε στις περιπτώσεις της Νότιας Οσετίας, της Αμπχαζίας, της Κριμαίας και τώρα των επαρχιών της νοτιανατολικής Ουκρανίας, καθώς επίσης και κατά τη διαμάχη της Αρμενίας με το Αζερμπαϊτζάν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Όλα αυτά τα σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο του ο Μπόρις Τάντιτς, πρώην πρόεδρος της Σερβίας (2004-2012) με το φιλοδυτικό κόμμα των Δημοκρατικών, ένας πολιτικός που ανήκε στην πλέον προσανατολισμένη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση πτέρυγα του σερβικού πολιτικού σκηνικού, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει τα προφανή.
Τα γνωστά διπλά μέτρα και σταθμά της Δύσης είχαν εφαρμοστεί σε πλήθος περιπτώσεων μεταπολεμικά. Η πράξη, ωστόσο, αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου αποτέλεσε μια διάβαση του Ρουβίκωνα, η οποία ανέτρεψε το status quo, που είχε καθιερωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη, και, ανοίγοντας τον δρόμο σε ένα «mirroring» (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του συρμού των επικοινωνιολόγων) από χώρες αντίπαλων μπλοκ, πλησίασε την ανθρωπότητα πολύ περισσότερο σε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που επί δεκαετίες είχαμε προσπαθήσει να αποφύγουμε.

Πάντως, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ένας εξαιρετικά διαφανής ηγέτης. Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τις μελλοντικές ενέργειές του, αρκεί να διαβάσει προσεκτικά τους πλέον περίοπτους λόγους και δηλώσεις του, που είναι μάλιστα εξαιρετικά έγκαιροι. Ήδη το 2008, μετά την αναγνώριση του Κοσόβου ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε δηλώσει ότι η αναγνώριση του Κοσόβου είναι «ένα δίκοπο μαχαίρι που θα επιστρέψει σε αυτούς και θα τους χτυπήσει στο πρόσωπο». Άλλο αν κάποιοι δεν ήθελαν να καταλάβουν τι σημαίνει αυτή η δήλωση.
Βεβαίως, θυμηδία προκαλεί η διακήρυξη της Δύσης ότι το Κόσοβο αποτελεί μία μοναδική, sui generis περίπτωση που δεν μπορεί να επαναληφθεί. Πέρα από τον προφανή ιμπεριαλιστικό εγωισμό και νταηλίκι της έκφρασης, αγνοεί κοντόφθαλμα (όπως δυστυχώς μυωπικά ήταν όλα τα καμώματα του νατοϊκού ιμπεριαλισμού μετά το 1990) ότι πάρα πολύ παρόμοιες συνθήκες με αυτές του Κοσόβου επικρατούν στις χώρες μιας άλλης πρώην σοσιαλιστικής ομοσπονδίας, της Σοβιετικής Ένωσης. Βεβαίως, η ρωσική απάντηση δεν άργησε, καθώς πολύ σύντομα αναγνωρίστηκαν μονομερώς το 2008 η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία, αυτονομημένες περιοχές της Γεωργίας που είχαν ανακηρύξει την ανεξαρτησία τους 15 χρόνια νωρίτερα. Η περίπτωση τους είναι πανομοιότυπη με του Κοσόβου και, όπως παρατήρησε ο τότε πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ: «μας ήταν αδύνατον να πείσουμε τους Αμπχάζιους και τους Οσέτιους ότι αυτό που ίσχυε για το Κόσοβο δεν θα έπρεπε να ισχύει για τις δικές τους δημοκρατίες».

Σημειωτέον, παρεμπιπτόντως, ότι η Σερβία αρχικά θα προτιμούσε να μην είχε κάνει η Ρωσία «mirroring» της δυτικής πολιτικής, ώστε να μην εξασθενήσει η δική της πολιτική θέση για τη μη αναγνώριση του Κοσόβου, την οποία άλλωστε ουδέποτε έπαψε να υποστηρίζει η Ρωσική Ομοσπονδία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, μετά την πλέον κραυγαλέα χρήση διπλών στάνταρντ από τη «συλλογική Δύση», ώστε να μιλήσει η γυμνή ισχύς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν αυτό οδηγεί εντέλει σε μια παγκόσμια αναμέτρηση λίγα χρόνια μετά. Πλέον το μεγαλύτερο μέρος του σερβικού λαού επιδοκιμάζει τη ρωσική πολιτική, όσο και αν πονοκεφαλιάζουν πολλοί Σέρβοι διπλωμάτες.
Γιατί λέμε ότι το Κόσοβο, η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία είναι πανομοιότυπες περιπτώσεις; Μα ασφαλώς επειδή είχαν το ίδιο στάτους: Ήταν αυτόνομες περιοχές εντός σοσιαλιστικών δημοκρατιών εντός σοσιαλιστικών ομοσπονδιών. Για να το θέσουμε με παραδείγματα. Η ανακήρυξη ανεξαρτησίας λ.χ. της Σλοβενίας ή της Κροατίας στην πρώην Γιουγκοσλαβία είχε ως ανάλογο την αντίστοιχη ανακήρυξη της Εσθονίας ή της Γεωργίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Όμως το να ανακηρύσσεται ως ανεξάρτητο το Κόσοβο έχει ως αντίστοιχο μια ανακήρυξη ανεξαρτησίας αυτόνομων περιοχών, όπως η Αμπχαζία και η Νότια Οσετία στη Γεωργία και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Σημειωτέον ότι αυτόνομη περιοχή εντός της Σερβίας ήταν και η Βοϊβόντινα, και τώρα η Σερβία φοβάται ότι μια αναγνώριση του Κοσόβου οδηγεί μακροπρόθεσμα σε αναγνώριση ανεξαρτησίας και αυτού του μέρους της χώρας, όπου βρίσκεται η δεύτερη σημαντικότερη σερβική πόλη, το Νόβισαντ, και την οποία διεκδικούν οι Ούγγροι.

Με άλλα λόγια, τα εσωτερικά διοικητικά σύνορα ομοσπονδιακών πολυεθνοτικών οντοτήτων (τα οποία δεν συνεπάγονταν κάτι το δραματικό για τη ζωή των ανθρώπων και εύκολα άλλαζαν, όπως συνέβη τη δεκαετία του ’50 με την υπαγωγή της Κριμαίας στην Ουκρανική ΣΣΔ) άλλοτε είναι «ιερά», όταν μετατρέπονται σε διεθνή σύνορα, και άλλοτε όχι και οι εθνικές ολοκληρώσεις σε ομοιογενείς διεθνείς οντότητες άλλοτε είναι «ευλογημένες» βάσει της αρχής της αυτοδιάθεσης και άλλοτε όχι.
Η προβαλλόμενη διαφορά ότι στην περίπτωση του Κοσόβου υπήρξε εκ των υστέρων αναγνώριση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είχε το ακόμη χειρότερο αποτέλεσμα της κατακρήμνισης της διεθνούς νομικής αρχιτεκτονικής. Ας μην ξεχνάμε ότι κατά την περίοδο της αποαποκιοποίησης οι λαοί της Αφρικής και της Ασίας θα μπορούσαν να είχαν χαράξει ξανά τα σύνορα που είχαν ορίσει οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εντελώς αυθαίρετα, όμως δεν το έκαναν από φόβο ότι αυτό θα δημιουργούσε χάος. Ως προς την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν διαμηνύσει ότι θα αγνοούσαν ούτως ή άλλως, αν αυτή ήταν αρνητική, τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου, στο οποίο είχε απευθυνθεί η Σερβία. Με αποτέλεσμα το Διεθνές Δικαστήριο να πρέπει να συμπεριλάβει στην απόφασή του από τη μια την αρχή της ακεραιότητας των κυρίαρχων κρατών και από την άλλη ντε φάκτο κριτήρια σε σχέση με τη στάση της συλλογικής Δύσης. Τελικά, η γνωμοδότησή του ήταν τρομακτικά αόριστη και ανοικτή σε διαφορετικές ερμηνείες, μιλούσε για τη διακήρυξη ανεξαρτησίας σχεδόν σαν να είναι ένα ζήτημα ελευθερίας της γνώμης, υποβαθμίζοντας τις επιτελεστικές συνέπειες που έχει για την απόσχιση μιας περιοχής από ένα κυρίαρχο κράτος. Στην ουσία η γνωμοδότηση απλώς δεν καταδίκαζε τους Αλβανούς Κοσοβάρους, ενώ από την άλλη επέτρεπε σε όσους ήθελαν να συνεχίσουν να μην αναγνωρίζουν το Κόσοβο. Το τελευταίο πέτυχε την αναγνώρισή του από την πλειονότητα των δυτικών χωρών, με την αρχή της ισχύος να παράγει αποτελέσματα.

Η συνέπεια βεβαίως αυτής της κοντόφθαλμης γνωμοδότησης ήταν ότι ο καθένας μπορούσε τώρα να διακηρύσσει την ανεξαρτησία του, σχεδόν σαν να πρόκειται για ένα είδος δικαιωματικού αυτοπροσδιορισμού, και μετά ασφαλώς εναπόκειται στη γυμνή δύναμη και στους διπλωματικούς συσχετισμούς να τον επιβεβαιώσουν. Κάπως έτσι το 2008 καταλύθηκε μία παράδοση διεθνούς δικαίου πολλών δεκαετιών, που μπορεί να ήταν συντηρητική ενίοτε σε βάρος των πραγματικών γεωπολιτικών συσχετισμών, αλλά είχε το πλεονέκτημα ότι απέτρεπε αιματηρούς πολέμους με απρόβλεπτες συνέπειες. Όχι τυχαία, το 2008 είχαμε την κρίση της Γεωργίας, την οποία σύντομα ακολούθησε ο πόλεμος του 2014 στην Ουκρανία, που κρατάει μέχρι σήμερα. Αλλά υπάρχει επίσης και το πρόβλημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, καθώς η Αρμενία έχει τη δυνατότητα να επικαλείται το προηγούμενο του Κοσόβου, με αποτέλεσμα οι διαφορές με το Αζερμπαϊτζάν να λύνονται με τη δύναμη των όπλων, όπως στον πρόσφατο πόλεμο.
Το πρόβλημα είναι βεβαίως ότι το τζίνι δεν μπορεί να ξαναμπεί στο μπουκάλι και η ανεύθυνη απόφαση του 2008 θα αποτελεί το κεκτημένο για κάθε εθνοτικό θύλακα να «αυτοπροσδιορίζεται», παραπέμποντας την τελική έκβαση στην ισχύ των όπλων, παράγοντας «παγωμένες», αλλά πλέον και «φλεγόμενες» συγκρούσεις.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια