ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Η διαχρονική Τραγωδία της Β.Ηπείρου». « Ήρωες ή Εκτός Πραγματικότητας; »
Το τελευταίο βιβλίο του δικηγόρου Κώστα Κυριακού από το χωριό Δερβιτσιάνη Κάτω Δρόπολης με τίτλο «Η Διαχρονική Τραγωδία της Βορείου Ηπείρου», έκδοσης του εκδοτικού οίκου «Πελασγός» το 2020 στην Αθήνα, παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον για τους βόρειοηπειρώτες ειδικά, αλλά και για τους έλληνες, αφού αναμοχλεύει γεγονότα και πράξεις με πολιτικό περιεχόμενο που σχετίζονται με το Βόρειοηπειρωτικό Ζήτημα (Β.Η.Ζήτημα) και γενικότερα με τις Ελλήνο-Αλβανικές σχέσεις.
Το βιβλίο του Κ. Κυριακού καταγγέλλει σθεναρά και χαρακτηρίζει ως μειοδοτικές όλες τις πράξεις και τη συμπεριφορά των Ελληνικών Κυβερνήσεων, σχετικά με τον Ελληνισμό της Αλβανίας ή με την επίλυση του Βόρειοηπειρωτικού Ζητήματος που εκκρεμεί από το 1914. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λέει ο Κ.Κυριακού, ότι η μεγάλη ευθύνη για την κατάντια του Β. Η. Ζητήματος ανήκει στην επίσημη Ελληνική Πολιτεία, ευθύνη που δεν μπορεί εύκολα να συγχωρεθεί από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Σχετικά με τα θλιβερά γεγονότα του έτους 1994 και τον Γολγοθά των στελεχών της Ομόνοιας στην ‘’Δίκη των Πέντε’’, αποδίδει ευθύνες όχι μόνο στους συμπατριώτες του, γενίτσαρους βόρειοηπειρώτες, αλλά και στους Κυβερνώντες της Μάνας Πατρίδας( σελ 265). Ισχυρίζεται επίσης, ότι όσα ομολογούνται σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι ρητορικές υπερβολές και ούτε αλόγιστες μεγαλοστομίες.
Θα συμφωνούσα με αρκετές από τις απόψεις του συγγραφέα, αλλά φοβάμαι, μήπως πολλοί αναγνώστες και ειδικά εκείνοι που είναι γνώστες του αντικειμένου του βιβλίου, θα βρούν αυτές τις ομολογίες του Κυριακού ως μισές αλήθειες.
Τα συμπεράσματα του συγγραφέα που προκύπτουν από τις εκτενείς περιγραφές του βιβλίου, κατακεραυνώνουν γενικώς το Ελληνικό Κράτος, ειδικά μετά το 1990, το οποίο δεν γνώριζε, δεν νοιάζονταν ή δεν ήθελε να γνωρίσει τα προβλήματα των βόρειοηπειρωτών, μέχρι το σημείο που δημιουργείται η εντύπωση ότι η Ελλάδα ήθελε να ξεφορτωθεί αυτό το ζήτημα, ξεπουλώντας στους Αλβανούς την Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας (Ε.Ε.Μειονότητα.). Στο βιβλίο δημοσιεύονται στοιχεία και αποδείξεις αρνητικών πράξεων εκ μέρους των Ελληνικών Κυβερνητικών Επιτελείων, χαρακτηρίζοντας αυτές ως αντεθνικές και τοιχοδιωκτικές. Μάλιστα θεωρεί τις ομολογίες του μία σταγόνα από το δηλητήριο που έχουν χύσει οι Ταγοί του Ελληνικού Έθνους στις ψυχές των Βόρειοηπειρωτών.
Όλες οι Ελληνικές Κυβερνήσεις μετά το 1990, έχουν θεωρήσει ως περίσσιο βάρος τους βασανισμένους αντικαθεστωτικούς Βόρειοηπερώτες από το Αλβανικό Καθεστώς Χότζα – Αλία και βιάζονταν να τους ξεφορτωθούν. Άμεσο θύμα αυτών των αρνητικών μειοδοτικών πράξεων ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ως αγωνιστή πρώτης γραμμής στη επίλυση του Β.Η.Ζητήματος. Την εγκληματική διαχρονική αδιαφορία των Ελληνικών Κυβερνήσεων απέναντι στους Βόρειοηπειρώτες την συγκρίνει με την αδιαφορία που έδειξε η Ελληνική Κυβέρνηση το 1956, οταν υποδέχτηκε τους επαναπατριζόμενους έλληνες αξιωματικούς και φαντάρους που ήταν αιχμάλωτοι στην Αλβανία από τον Δημοκρατικό Στρατό, στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου της Ελλάδας. Γενικώς το βιβλίο καταγράφει τον εμπαιγμό και την κοροϊδία που υπέστησαν οι έλληνες βόρειηπειρώτες μετά το 1990, εδώ στην πατρίδα τους τη Μητέρα Ελλάδα, η οποία συμπεριφέρθηκε ως μία κακιά Μητριά.
Σε όλο το βιβλίο κυριαρχούν οι περιγραφές των ηρωικών ριψοκίνδυνων πράξεων και αρνητικών συνεπειών που είχαν στην Αλβανία οι δύο ‘’πρωταγωνιστές’’ από το χωριό Δερβιτσιάνη, ο Ηρακλής Σύρμος και ο Κώστας Κυριακού, αντικείμενα διωγμού και φυλακίσεων από το Αλβανικό Κράτος. Θεωρούν επίσης ηρωική πράξη, όχι μόνο την αντίσταση τους στο Αλβανικό Κράτος που ήθελε να τους εξοντώσει σωματικά και ψυχικά, αλλά και απέναντι σε ηγετικά στελέχη των Ελληνικών Κομμάτων που τους αντιμετώπισαν σαν ξένα σώματα και ήθελαν να τους ξεφορτωθούν με διαβολικό τρόπο.
Για τον αναγνώστη του βιβλίου και ειδικά γι’ αυτούς που γνωρίζουν τα πεπραγμένα στη Βόρειο Ήπειρο, προκύπτουν αρκετά ερωτηματικά και αμφιβολίες, αφού ο συγγραφέας παρουσιάζει επιλεγμένα ντοκουμέντα, τα οποία περιέχουν αρκετά σκοτεινά σημεία και μη χρονική συσχέτιση ηρωικών πράξεων, χωρίς να υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές για τα αίτια και τις συνέπειες αυτών των ηρωικών πράξεων. Δεν αναφαίρεται επίσης στο βιβλίο, πως ξεκίνησε η αντιδικτατορική, αντικομμουνιστική δραστηριότητα των δύο πρωταγωνιστών το 1974 και πως έμπλεξαν με την Αλβανική Σιγκουρίμη.
Στη σελίδα 38 του βιβλίου αναφαίρονται τα εξής: «Η Σιγκουρίμι σε θεωρούσε δικό της μόνο αν ψευδομαρτυρούσες, αν έβαζες ανθρώπους στη φυλακή, αν έβαφες τα χέρια σου με αίμα. Αν είχες τη μαύρη μοίρα να πέσεις στα δίχτυα αυτών των διαβόλων, ή θα τρελαινόσουν και θα πέθαινες αγονάτιστος, ή θα τους κορόϊδευες για μικρό χρονικό διάστημα και μετά θα σωζόσουνα δραπετεύοντας σε κάποια χώρα του Δυτικού Κόσμου. Αυτός που νόμισε ότι θα ήταν συνεργάτης με την Κρατική Ασφάλεια της Αλβανίας «Sigurimi», αλλά θα τους κορόϊδευε και δεν θα προκαλούσε κακό στους άλλους, γελάστηκε, είχε τραγικό τέλος. Οι αγωνιστές –όχι όλοι—ήμασταν αποφασισμένοι για όλα. Ήταν θέλημα Θεού που κάποιοι από μας επιζήσαμε για να ομολογούμε. Χωρίς να θιγεί η αξιοπρέπεια σου και με οδηγό το συμφέρον της πατρίδας, πράττεις το Εθνικώς σωστό και το ηθικώς ορθό. Έχοντας στη ψυχή μου αυτές τις αρχές, κατόρθωσα να δραπετεύσω. Τα διαβολικά σχέδια της «Sigurimi» μηδενίστηκαν! Με τη δύναμη της πίστης ΝΙΚΗΣΑ.»
Αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο του Κυριακού φαίνεται ακατανόητο, στο τι θέλει να πει ο συγγραφέας και αν αναφαίρεται στον εαυτό του ή σε άλλο πρόσωπο που είχε τραγικό τέλος. Αν δεν γνωρίζεις λεπτομέρειες και το τι έγινε ή τι προηγήθηκε της δραπετεύσεώς του, δεν μπορείς να καταλάβεις αν αυτή η δήλωση του συγγραφέα εμπεριέχει αίσθημα ενοχής ή πράξη απερισκεψίας το μπλέξιμο με την Αλβανική Ασφάλεια. Με την εξέλιξη των μετέπειτα γεγονότων με κατάληξη στην «Δίκη των πέντε» το 1994, διαπιστώνεις ότι έγιναν πολλά λάθη εκ μέρους του συγγραφέα και δεν ξεγελάστηκε με τίποτα η Αλβανική Ασφάλεια. Σ’ αυτό το θέμα είναι δύσκολο να διακρίνεις τον ηρωησμό αυτών των πράξεων και πόσο οφελήθη η επίλυση του Β.Η.Ζητήματος. Αν ο αναγνώστης τυχαίνει να έχει διαβάσει το τελευταίο μυθιστόρημα το συγγραφέα Τηλέμαχου Κώτσια « Η Σινική Μελάνη», ξεκαθαρίζουν στην αντίληψη του, πολλά από τα σκοτεινά σημεία που συναντά στο έργο του Κ. Κυριακού. Βέβαια το έργο του Τ. Κώτσια είναι μυθιστόρημα με ψευδώνυμα πρωταγωνιστών και αρκετή δόση φαντασίας, αλλά έχουν τόση αληθοφάνεια που συμπίπτουν με τις ομολογίες του Κυριακού. Είναι τόσο παράξενο αν ο συγγραφέας είχε τηλεπαθητικές εμπειρίες, είτε να είχε λεπτομερείς πληροφορίες από πρώτο χέρι.
Η παρουσίαση στο βιβλίο του Κυριακού αλβανικών κειμένων, μαζί με τις μεταφράσεις τους στην ελληνική γλώσσα, από τις ανακρίσεις της Αλβανικής Ασφάλειας σε κατοίκους της Δερβιτσιάνης το 1988, χωρίς ν’ αναφέρονται τα ονόματα των ανακρινόμενων ή των ρουφιάνων που πρόδωσαν τους «ήρωες» αυτού του βιβλίου, δεν μου φαίνεται τολμηρή πράξη εκ μέρους του συγγραφέα, καθώς δεν αναφέρονται επίσης τα ονόματα των 12 ατόμων από τη Δερβιτσιάνη, τους οποίους η Αλβανική Ασφάλεια ήθελε να τους μπλέξει με κατασκευασμένα στοιχεία στη δήθεν συνομωσία κατά του Αλβανικού Κράτους με την ονομασία «σκοτεινή». Τη μη καταγραφή των ονομάτων των ρουφιάνων βόρειοηπειρωτών ο Κυριακού την δικαιολογεί ως σύμπτωση, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κ. Δεσποτόπουλου, ο οποίος σε μια εκπομπή με την Ελένη Κατρίτση είχε δηλώσει: «Δεν είναι προς το εθνικό συμφέρον η κατονόμασια των συκοφάντων μου». Αρχικά, λέει ο Κυριακού, είχε ληφθεί απόφαση να δημοσιευθούν τα ονόματα των συνεργατών της Αλβανικής Ασφάλειας, αλλά αργότερα αποφασίστηκε το αντίθετο. Δεν λέει όμως, ποιος μπορούσε να παίρνει τέτοιες αποφάσεις. Κακώς το σωματείο φυλακισμένων δεν έλαβε εξ αρχής μια τέτοια απόφαση.
Θα ήταν πιο σωστό, ο συγγραφέας να παρουσίαζε στο βιβλίο και τις δικές του μαρτυρίες στις ανακρίσεις που του έκανε η Αλβανική Ασφάλεια στη διάρκεια από 29/9/1989 εως 6/10/1989, στη «λυκοφωλιά», εκεί που τον κρατούσαν απομονωμένο, εφόσον αργότερα είχε τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στους φακέλους της Αλβανικής Ασφάλειας. Μάλιστα θα έπρεπε να δημοσιεύσει ντοκουμέντα από τις ανακρίσεις που του έγιναν το 1974, όταν έγινε η πρώτη φυλάκιση και καταδίκη του για προπαγάνδα και διαφώτιση κατά του Αλβανικού Κράτους. Υπήρχαν και τότε προσπάθειες κοροϊδίας της Αλβανικής «Sigurimi»; Ενώ στη σελίδα 38 ομολογεί ότι: « ήταν γελασμένος αυτός που νόμιζε ότι θα κοροϊδέψει την Αλβανική Sigurimi», στο τέλος σελίδας 41, αναφέρει ότι μαζί με τον συναγωνιστή του Ηρακλή Σύρμο, « κατάφεραμε για ένα χρονικό διάστημα να κοροϊδέψουμε τη «Sigurimi». Αυτές οι δηλώσεις φαίνονται αντιφατικές, αλλά μπορεί να δηλώνουν και δοσοληψίες με την Αλβανική Ασφάλεια.
Τον Ιούλιο του 1990, ο Κυρακού υποχρεώθηκε να δραπετεύσει στην Ελλάδα, στην προσπάθεια του ν’ απεμπλακεί από τα νύχια της Αλβανικής Ασφάλειας, γιατί διαφορετικά «θα έχανε σταδιακά την αξιοπρέπεια του», έτσι όπως εκφράζεται ο ίδιος στο βιβλίο του. Είναι ξεκάθαρο, πιθανώς θα είχε υποσχεθεί συνεργασία μαζί της, πράγμα που δεν το ήθελε με τίποτα, ήταν επίκίνδυνο, αλλά δεν μπορούσε να τ’ αποφύγει. Αν είχε υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας ή όχι, το γνωρίζει μόνο ο ίδιος. Η Αλβανική Ασφάλεια ήθελε βέβαια να τον μπλέξει σε επικίνδυνα σχέδια με κατασκευασμένα στοιχεία, για να υπήρχε αληθοφανή βάση, αφού επέμενε και υποχρέωνε τον Κυριακού να γράψει και να στείλει επιστολή για επίσκεψη στην Αλβανία, στην «μετατρεπόμενη» ξαδέλφη του, Χρυσούλα Τοπαλίδου (τουρίστρια από Κοζάνι στην Αλβανία το 1986), δια μέσου της οποίας ο Κυριακού είχε στείλει κρυφά επιστολή διαμαρτυρίας μέσα σε πακέτο τσιγάρων, η οποία προοριζόταν για τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό ή για την Ελληνική Βουλή. Κάποια από αυτές τις επιστολές είχε πέσει στην αντίληψη της Αλβανικής Ασφάλειας, είτε από πράκτορες της στην Ελλάδα, είτε από συγγενικό πρόσωπο του Κυριακού στα Τίρανα, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη θεία του Κυριακού που κατοικούσε στη Χαλκίδα και με την οποία η Τοπαλίδου είχε έρθει σ’ επαφή και γνώριζε το περιεχόμενο των επιστολών. Αυτή η σκέψη είναι μιά εικασία, γιατί πάλι ο Κυριακού δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες.
Το σατανικό σχέδιο της Αλβανικής Ασφάλειας δεν ευδοκίμησε, όχι από τους έξυπνους χειρισμούς του Κυριακού, αλλά από την ταραγμένη πολιτική κατάσταση στην Αλβανία το 1988--89, αφού είχε ξεκινήσει η κατάρρευση σόσιαλ- κομμουνιστικού οικοδομήματος της Αλβανίας. Στις αρχές Ιουλίου 1990 συνέβησαν τα γεγονότα με τις πρεσβείες, ενώ άλλοι αλβανοί και βόρειοηπειρώτες κατευθύνονταν σωριδών στα Ελληνο—Αλβανικά σύνορα με σκοπό να εισέλθουν στην Ελλάδα. Οι φρουροί των συνόρων είχαν τότε εντολή να κάνουν τα στραβά μάτια στους παραβάτες των συνόρων, χωρίς να έλλειπαν και τραγικά περιστατικά. Από τα μέσα Ιουλίου είχε ξεκινήσει επίσης το νόμιμο πέρασμα των συνόρων σ’ εκείνους που μπόρεσαν να εξασφαλίσουν διαβατήρια και θεώρηση από την Ελληνική Πρεσβεία στα Τίρανα. Ο Κώστας Κυριακού, μπλεγμένος με την Αλβανική Ασφάλεια υποχρεώθηκε να δραπετεύσει στις 20/Ιουλίου/ 1990, αλλά αυτή η δραπετευση που τόσο τονίζεται στο βιβλίο, δεν είχε τα χαρακτηριστικά των δραπετεύσεων πριν τον Ιούλιο του 1990, καθώς στις δεύτερες παίζονταν κορώνα—γράμμα η ζωή του καθενός που επιχειρούσε να περάσει τα συρματοπλέγματα στα σύνορα.
Παρακάτω ο Κυριακού αναφέρει ότι δεν ζήτησε πολιτικό άσυλο από το Ελληνικό Κράτος για εθνικούς λόγους, το οποίο θα του εξασφάλιζε ταυτότητα και παραμονή στην Ελλάδα, αλλά πιστεύω πως δεν το έκανε για προσωπικούς λόγους, όπως και πολλοί άλλοι βόρειοηπειρώτες, επειδή στην Αλβανία είχε παραμείνει η οικογένεια του και κανείς δεν ήξερε τότε αν θα ξεψυχούσε το καθεστώς ή διαφορετικά η οικογένεια θα εξοριζόταν όπως συνέβαινε και πριν. Μέχρι και το τέλος του 1990, τα χωριά της Ε.Ε.Μειονότητας ήταν πλήρως ελεγχόμενα από τις αλβανικές δομές εξουσίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο έγινε και η συγκέντρωση στο χωριό Δερβιτσιάνη από τους αξιωματούχους του καθεστώτος, στην οποία κατακρίνονταν ή κατακεραυνώνονταν οι απόπειρες για δραπέτευση στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το γεγονός ο Κυριακού καταγγέλλει τη στάση που είχε ο δάσκαλος και δημοσιογράφος Παναγιώτης Μπάρκας από τη Μπόντριστα, απέναντι στην οικογένεια του Κυριακού.
Η καταγγελία του Π. Μπάρκα στη σελ. 43, ακολουθεί και από άλλες τρείς ή τέσσερεις σελ. 169, 256, 234, 324, στις οποίες φωτογραφίζεται ή και στ’ ανοιχτά κατηγορείται ο Κ. Μπάρκας κατονομαζόμενος ως Σταλινιστής—Γκεμπελιστής του καθεστώτος Χότζα-Αλία, αλλά και ως Ιούδας του Ελληνισμού με θέση ανταποκριτή Ελληνικής Δημόσιας Τηλεόρασης στην Αλβανία. Αυτή η αντιπαράθεση που σαφώς έχει διαπροσωπικά χαρακτηριστικά, δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στον αναγνώστη. Το τι κρύβει ο καθένας στα βάθη της ψυχής του, αυτός και μόνο μπορεί να το ξέρει. Από τα δημοσιεύματα του Π. Μπάρκα και ειδικά από τη μελέτη του τρίτομου συγγραφικού του έργου «Τα ταξίδια της Φυγού», θαυμάζω την προσπάθεια και την τόλμη του να προβάλει τον διαχρονικό Ελληνικό Πολιτισμό της Βορείου Ηπείρου, απέναντι στον Αλβανικό Εθνικισμό, όντας καθηγητής στον Ελληνικό Τομέα Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου. Έχω διαβάσει τα άρθρα του στην εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» στη διάρκεια της Δικτατορίας και δεν έχω διαπιστώσει να ήταν οπαδός του καθεστώτος, πόσο μάλλον να ήταν και πράκτορας της Αλβανικής Ασφάλειας. Έτσι και νομίζω, οι καταγγελίες του Κυριακού να είναι αβάσιμες και υπερβολικές. Από τους ιδρυτές της Ομόνοιας, άλλοι ήταν εκείνοι που ενέργησαν κατ’ εντολή της Αλβανικής Ασφάλειας και σχημάτισαν αυτή την πολιτική οργάνωση, η οποία στη διαδρομή της απεδείχθη σκέτη αποτυχία του Ελληνισμού στην Αλβανία.
Στις περιγραφές του βιβλίου του Κ. Κυριακού για τη δραπέτευση του προς την Ελλάδα το 1990, πάλι είναι υπερβολικός παρουσιάζοντας τον εαυτό του «γυμνό, γρατζουνισμένο και μέσα στα αίματα.» Οι πρώτες επαφές του στο ελληνικό έδαφος ήταν με αξιωματούχους του Ελληνικού Κράτους και μεταξύ αυτών ήταν ο Ανδρέας Ζαρμπακόλας, προϊστάμενος της Υπηρεσίας Πληροφοριών(Ε.Υ.Π.) των Ιωαννίνων. Ο πρώτος έλληνας που υποδέχτηκε τον Κυριακού στο Δενβινάκι ήταν ο απεσταλμένος του Μητροπολίτη Σεβαστιανού, Πάτηρ Ανδρέας Τρεμπέλας.
Ο συγγραφέας Κυριακού, όντας κατειλημμένος από την αντίληψη ότι είχε συντελέσει στην Αλβανία σοβαρό και επικίνδυνο έργο, περίμενε το ονομά του να γίνει γνωστό από τις πρώτες ώρες άφιξής του στην Ελλάδα και τα Μ.Μ.Ενημέρωσης έπρεπε να το αναφέρουν σαν ιδιαίτερη είδηση. Προς απογοήτευση του, ή άφιξη του έγινε γνωστή μετά από τέσσερεις ημέρες.
Ποιό ήταν το πατριωτικό έργο του Κ. Κυρακού που είχε διαπράξει στην Αλβανία κατά τη διάρκεια 1986-1988; Αυτό ήταν τρείς επιστολές που είχε στείλει κρυφά στην Ελλάδα δια μέσου ελλήνων τουριστών, επισκεπτόμενοι εκείνη την περίοδο την Αλβανία. Οι επιστολές ήταν γραμμένες από τον ίδιο και κρυμμένες σε πακέτα τσιγάρων, τα οποία είχε δωρίσει σε έλληνες τουρίστες, χωρίς να γίνει αντιληπτός από την Αλβανική Ασφάλεια. Μια από τις επιστολές είχε αποδέκτη τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό, στην οποία υπήρχε και απάντηση του Μακαριοτάτου προς τη διακομίστρια Χρυσούλα Τοπαλίδου από Κοζάνη. Ιδού και ο απεσταλμένος του Μητροπολίτη Πάτηρ Ανδρέας, ήταν ο πρώτος που υποδέχτηκε τον Κυριακού σε ελληνικό έδαφος. Αυτά τα στοιχεία τα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του.
Αυτή η επιστολή ή το περιεχόμενό της, είχε πέσει στα χέρια της Αλβανικής Ασφάλειας και παρουσιάστηκε στην «Δίκη των πέντε» το 1994, ως αποδεικτικό στοιχείο συνεργασίας του Κυριακού με Ελληνικούς Δεξιούς Εθνικιστικούς Κύκλους. Η δεύτερη επιστολή είχε προορισμό τον πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής Γιάννη Αλευρά, αντίγραφο της οποίας ο συγγραφέας παρουσιάζει στο βιβλίο του. Το περιεχόμενο των επιστολών περιλάμβανε τη δύσκολη οικονομική κατάσταση που κυριαρχούσε στην τότε Αλβανία και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Ήπειρο. Αναφέρεται επίσης στις μυστικές προσπάθειες της Αλβανικής Ασφάλειας για την εξουδετέρωση δύο αντικαθεστωτικών ομάδων από διανοούμενους δασκάλους που δρούσαν στο Αργυρόκαστρο και Αγίους Σαράντα, αλλά που ήταν προδομένες από τα γεννοφάσκια τους. Ζητούσε την επέμβαση του Ελληνικού Κράτους. Εντυπωσιάζει η χρησιμοποίηση μίας λέξης σ’ αυτή την επιστολή: «μπορνούτ», η οποία χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση της Αλβανίας και ίσως να είναι αγγλική «burn out» που σημαίνει «σωματική και ψυχική κατάρρευση». Εκτός από τα δικαιολογημένα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, στο τέλος της επιστολής υπάρχουν ακατανόητες φράσεις όπως: «Το Κόμμα μας είναι αυτό που θα μας λυτρώσει. Όχι τάνα (τράβα) και να μη κόβεται, ή λυτρώστε μας ή αφήστε μας στα χάλια μας. Έτσι θα παγώσουν τα αισθήματα μας και θα έχει λιγότερα θύματα. Στην Αλβανική Κυβέρνηση πιθανώς να έχουν κερδίσει οι ενβεριστές...» Γιά πιο κόμμα μιλάει ο Κυριακού σ’ αυτή την επιστολή; Μέχρι και το Φεβρουάριο του 1991, κανείς βόρειοηπειρώτης δεν μπορούσε να φανταστεί να έχει δικό του κόμμα στην Αλβανία. Οι Ενβεριστές ήταν πάντα οι νικητές και οι απόγονοι τους συνεχίζουν να κυβερνούν ακόμα και σήμερα την Αλβανία. Και στην έκκληση προς την Ελληνική Βουλή: «ή λυτρώστε μας ή αφήστε μας στα χάλια μας», φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Κυριακού είχε μιά φαντασίωση, αναλογιζόμενος την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείπου το 1912—13, ή και την επέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Β. Ήπειρο το 1940—41. Υπήρχε όμως μιά τέτοια πιθανότητα το 1991, όταν τα Ελλήνο—Αλβανικά σύνορα κατακλύζονταν από χιλιάδες αλβανούς και βόρειοηπειρώτες μετανάστες; Η απάντηση είναι όχι. Όμως αυτή η σκέψη υπήρχε στο μυαλό αρκετών βόρειοηπειροτών και ειδικά εκείνων που ήταν βασανισμένοι από το καθεστώς Χότζα—Αλία. Αυτή την αναντιστοιχία μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας την κατάλαβε πολλά χρόνια αργότερα ο Κ. Κυριακού, όταν ο ίδιος ομολογεί: « Σήμερα προβληματισμένος – μήπως κάποιοι με περάσουν για τρελό— αλλά με την πεποίθηση πως κάτι έχει μείνει ακόμα στους Έλληνες και ίσως αυτοί οι ολίγοι νιώσουν των πόνο των σκλαβωμένων.» Η τρίτη κρυφή επιστολή του Κυριακού ήταν προορισμένη προς τη χήρα σύζυγο του θείου του Σπύρου Κυριακού που κατοικούσε στη Νέα Υόρκη. Όλοι μας τότε στα πρόθυρα κατάρρευσης του καθεστώτος, ψάχναμε συγγενείς στο εξωτερικό, αισθανόμενοι ότι θα μας ήταν χρήσιμοι. Πολλοί όμως απογοητεύτηκαν, γιατί όχι μόνο δεν τους βοήθησαν οικονομικά, αλλά δεν τους πλησίασαν καθόλου. Η επιστολή είχε μεταφερθεί στη θεία του Κυριακού που κατοικούσε στη Χαλκίδα, δια μέσου ενός φοιτητή τουρίστα από την Κέρκυρα. Σ’ αυτή την επιστολή περιγράφεται επίσης η οδυνηρή πολιτίκο—οικονομική κατάσταση στην τότε Αλβανία και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτή η επιστολή πιθανώς να ήταν σε γνώση της Αλβανικής Ασφάλειας, αλλά ο Κυριακού δεν μας λέει πως έπεσαν οι επιστολές στα χέρια της Αλβανικής Ασφάλειας. Δηλώνει μόναχα ότι «Προδόθηκα!» σελ 102. Από ποιόν προδόθηκε;
Σχετικά με τα βιογραφικά στοιχεία του θείου του, Σπύρου Κυριακού, στο βιβλίο καταγράφονται λίγα δεδομένα. Ο θείος είχε δραπετεύσει από τον Αλβανικό Στρατό το 1945, επειδή κινδύνευε η ζωή του από τους αλβανούς και μέχρι το 1956 είχε παραμείνει στην Ελλάδα. Είχε έρθει πολλές φορές μυστικά στην Αλβανία, εξυπηρετώντας την Πατρίδα Ελλάδα. Δεν αναφέρει όμως λεπτομέρειες για την πατριωτική δραστηριότητα του θείου του. Αυτά τα άτομα είχαν χαρακτηριστεί ως «Ντιβερσάντες» από την Αλβανική Ασφάλεια, γι’ αυτό και η οικογένεια του Κυριακού ήταν σε δυσμένεια από το καθεστώς. Μερικοί από αυτούς που έμπαιναν κρυφά στην Αλβανία στη δεκαετία του 1945--60 εξυπηρετούσαν προσωπικά συμφέροντα και όχι την πατρίδα.
Η πρώτη εγκατάσταση του δραπέτη Κυριακού στην Ελλάδα έγινε στη Χαλκίδα εκεί που κατοικούσε η θεία του, Ελευθερία Παπαδοπούλου. Από εκεί ξεκίνησε η περιοδεία του ανά την Ελλάδα, στην προσπάθεια ενημέρωσης του ελληνικού κοινού σχετικά με το Β.Η. Ζήτημα. Ο ίδιος γράφει, ότι είχε αναλάβει αρκετές επισκέψεις στην Αθήνα, Κοζάνη, Φλώρινα, Θεσπρωτία, Αγρίνιο και Ιωάννινα. Θεωρούσε τον εαυτό του αγωνιστή και η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από Ελλάδα με το όραμα της ένωσης της Β.Ηπείρου με την Ελλάδα. (σελ 91). Αυτή η άποψη προβάλει και σε πολλά άλλα σημεία του βιβλίου. Απεδώ ξεκίνησε η πολιτική του δραστηριότητα (αν μπορούμε να την πούμε έτσι) και συνέχισε με την ίδρυση του Σωματείου Φυλακισθέντων το Μάϊο του 1991, αποτελούμενο από φυλακισμένους και εξορισμένους βόρειοηπειρώτες στην Αλβανία Χότζα—Αλία. Το Σωματείο σκόπευε και φιλοδοξούσε στη δικαίωση και ψυχική ανακούφιση όλων εκείνων που είχαν δεινοπαθήσει στη Δικτατορία του Χότζα. Στη σκέψη αυτών των 500 ατόμων υπήρχε η πεποίθηση, ότι εκτός από την οικονομική βοήθεια και τη διευκόλυνση των οικογένειών τους, θα είχε ως στόχο και την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος. Ένα από τα ηγετικά στελέχη του ήταν και ο Κώστας Κυριακού, ο συγγραφέας του βιβλίου, ο οποίος εκλέγη γενικός γραμματέας του Σωματείου.
Το Σωματείο Φυλακισθέντων ξεκίνησε να χτυπά διάφορες κομματικές και κρατικές πόρτες, αλλά το ελληνικό κατεστημένο έδειξε πλήρη αδιαφορία. Πολλοί αξιωματούχοι του Ελληνικού Κράτους δεν γνώριζαν καν, τι είχε διαδραματιστεί στη Β.Ήπειρο στην περίοδο της Δικτατορίας και πολλοί άλλοι αντιμετώπισαν της ηγεσία του Σωματείου, ως αγροίκους, περίεργους και οπισθοδρομικούς, χωρίς να τους δίνουν καθόλου σημασία. Το Σωματείο, απευθυνόμενο με επιστολή στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κ. Μητσοτάκη, εκτός των άλλων αιτημάτων, ζητούσε και τη δημιουργία ενός φορέα που θα είχε αποκλειστική απασχόληση την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος. Μετά από αυτή την επιστολή, υπήρχαν κάποια σημάδια ανταπόκρισης. Το Σωματείο συνέχισε να έχει δραστηριότητα και η πρώτη του διαμαρτυρία εκφράστηκε μπροστά στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα το 1991, όταν η Αλβανική Κυβέρνηση είχε ασκήσει διωγμό στον έλληνα ιερέα του Αργυροκάστρου και παρέμβαινε στη λειτουργία της Ομόνοιας. Είχε νομοθετήσει επίσης τον άδικο νόμο 7501 σχετικά με τις περιουσίες των βόρειοηπειρωτών. Σ, αυτή τη διαμαρτυρία η Αλβ. Πρεσβεία ήταν ταμπουρωμένη, αλλά πίσω από τις κουρτίνες βιντεοσκοπούσαν τα πρόσωπα αυτών που συμμετείχαν σ’ αυτή τη διαμαρτυρία. Αυτό το υλικό χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως αποδείξεις αντιαλβανικών πράξεων σε βάρος των κατηγορουμένων στην ‘’Δίκη των Πέντε’’ το 1994. Εκτός αυτής της πράξεως το Σωματείο Φυλακισθέντων είχε στείλει υπομνήματα σε διάφορα Υπουργεία, με αιτήματα επίλυσης αρκετών προβλημάτων που ταλαιπωρούσαν όλους του νεοαφιχθέντες βόρειοηπειρώτες στην Ελλάδα.
Η υφυπουργός Β. Τσουδερού του Υπουργείου Εξωτερικών είχε αναλάβει την υπόθεση των φυλακισθέντων και τους παρέπεμψε για συνεργασία με το Ίδρυμα Υποδοχής & Αποκατάστασης Ομογενών (Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.) το οποίο είχε σχηματιστεί από το 1980 για τον επαναπατρισμό ομογενών από τη Σ. Ένωση. Το άτομο που ασχολήθηκε αποκλειστικά με το Σωματείο ήταν ο σύμβουλος Δημήτριος Κόκκινος, ο οποίος ζήτησε κατάλογο αιτημάτων και παρέπεμψε τους αιτούντες να συνεργαστούν με το παράρτημα Ιωαννίνων. Ενώ στην αρχή αυτή η προσπάθεια φαίνονταν να είναι ειλικρινής, αργότερα κατέληξε να είναι μια παγίδα καλά μελετημένη και σχεδιασμένη με σκοπό να διασπάσει το κίνημα των Φυλακισθέντων, να τους ξεφορτωθεί και να μην συμπληρώσει στο ελάχιστο τα αιτήματά τους. Η πρώτη προσπάθεια ήταν να σπείρουν τη διχόνοια στους κόλπους του σωματείου, υποδεικνύοντας την τοποθέτηση Χ-προέδρου σωματείου, το όνομα του οποίου πάλι δεν τολμάει να το πει ό Κυριακού και δευτερευόντως να μετατοπίσουν τους φωνακλάδες Σύρμου και Κυριακού, δήθεν με την ιδιότητα των υπαλλήλων στο παράρτημα Ιωαννίνων, γιατί από εκεί θα διανέμονταν οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια προς την Αλβανία και όχι μόνο για τις περιοχές που κατοικούσε ελληνικός πληθυσμός.
Στην αρνητική αντιμετώπιση του Σωματείου Φυλακισθέντων από αξιωματούχους του Ελληνικού Κράτους, πολλοί από αυτούς πίστευαν και εξέφραζαν την άποψη, ότι το Ελληνικό Κράτος δεν τους χρωστούσε τίποτα και δεν ευθύνονταν η Ελλάδα για τους διωγμούς που υπέστησαν στην Αλβανία. Σ’ αυτές τις αψιμαχίες, οι φυλακισθέντες δεν μπορούσαν να δεχτούν αυτές τις απόψεις, γιατί μέσα βαθιά στην ψυχή τους πίστευαν και πιστεύουν ακόμα, ότι ο διωγμός τους συνέβη μόνο και μόνο επειδή έτυχε να είναι ελληνικής καταγωγής και έχουν δίκιο.
Τα αιτήματα τους ήταν κυρίως οικονομικής φύσεως, εισαγωγής των παιδιών τους στα πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις και διοργάνωσης σεμιναρίων για επαγγελματική αποκατάσταση.
Η μετάθεση του Ηρακλή Σύρμου και Κώστα Κυριακού στα Ιωάννινα με προσωρινή σύμβαση και πληρωμή 100.000 δραχμών το μήνα, τους δελέασε κυριολεκτικά, σπεύδοντας να υπογράψουν τη συμβαση χωρίς ν’ αντιληφθούν το δέλεαρ και την παγίδα. Αυτό προκάλεσε ζήλια και δυσαρέσκεια στους άλλους φυλακισθέντες με αποτέλεσμα να τσακωθούν και να διασπαστεί το σωματείο. Αυτά τα γεγονότα συνέβησαν το Σεπτέμβριο του 1991 και όταν οι αγωνιστές έφθασαν στα Ιωάννινα, κατάλαβαν το διαβολικό σχέδιο του Ιδρύματος, αφού στην επαφή που είχαν με τον Μ. Σεβαστιανό, τους συμβούλεψε αναστατωμένος, να μην πιστεύουν ούτε το Σαμαρά, ούτε την Τσουδερού. Τούς είπε: «Θα σας κοροϊδέψουν και θα σας τη φέρουν μπαμπέσικα. Αυτοί έριξαν εμένα, εσάς να μην ρίξουν; Θα χάσετε το κύρος του πολιτικού κρατούμενου. Μακριά από την πολιτική και τα κόμματα.»
Άλλωστε και στη σελίδα 161 του βιβλίου αναφέρεται: «Ο μόνος αληθινός και ακούραστος συμπαραστάτης του αγώνα μας, οικονομικά, συμβουλευτικά και με κάθε άλλο τρόπο ήταν ο αείμνηστος Σεβαστιανός.»
Σχετκά με το Β.Η. Ζήτημα, σ’ αυτό το σημείο του βιβλίου σελ 134, ο Κυριακού προτιμά να σιωπάσει και να μην αναφερθεί σε λεπτομέρειες και ονόματα, γιατί αυτά διχάζουν και δεν εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον. Παρακάτω όμως δίνει κάποια αξιοπρόσεκτα στοιχεία.
Στη σελίδα 143 γραφεί: « Πριν ταξιδέψουμε για τα Γιάννενα, μας φώναξαν στο ΥΠΕΞ, στο γραφείο του Υπουργού. Εκεί είχαμε μια σύντομη συνάντηση με κάποιους κυρίους, που επί πολλές δεκαετίες αγωνίζονταν για την επίλυση του εθνικού Βόρειουηπειρωτικού Ζητήματος. Μαζί τους ήταν και ένας κύριος που τον βλέπαμε για πρώτη φορά. Μας είπαν ότι είναι ο Β.Β. ηπειρώτης και αρχηγός της Ελλ. Αντικατασκοπείας... Αυτός ο κύριος μας ξεπροβόδισε και στο διάδρομο κοιτάζοντας μας κατάματα μας είπε: ‘’ Στις 12 τα μεσάνυκτα αν σας φωνάξω, θέλω να είστε έτοιμοι ν’ ανταποκριθείτε’’.»
Αυτές οι δραστηριότητες και οι επαφές της ηγεσίας του Σωματείου Φυλακισθέντων, όπως και η συσχέτιση των αιτημάτων τους με την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος, ήταν αρκέτα για τους αλβανούς εισαγγελείς να τα θεωρούν αποδεικτικά στοιχεία στην καταδίκη των πέντε στελεχών της Ομόνοιας, αφού αργότερα τα δύο στελέχη Σύρμου και Κυριακού, ήταν και στην ηγεσία Ομόνοιας Αργυροκάστρου.
Το Σεπτέμβριο του 1991 οι δύο αγωνιστές με την ιδιότητα του φύλακα μετακόμησαν στο παράρτημα Ιωαννίνων του Ιδρύματος ( Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.) με υπεύθυνο τον Κώστα Χαλιμά. Από τις ομολογίες του βιβλίου φαίνεται ότι οι προαναφερόμενοι φιλοδοξούσαν να έχουν όχι μόνο το καθήκον του απλού φύλακα στις αποθήκες βοήθειας προς την Αλβανία του Ιδρύματος, αλλά να έχουν και ενεργό δραστηριότητα στη διανομή αυτής τη βοήθειας, επειδή γνώριζαν από Αλβανία, στη οποία θα κατέληγε αυτή η βοήθεια . Αμέσως ίδρυσαν και στα Ιωάννινα Σωματείο Φυλακισθέντων με πρόεδρο τον Σύρμο και γραμματέα τον Κυριακού. Εκτός από τις επαφές με τους υπαλλήλους του Ιδρύματος, οι αγωνιστές ήρθαν σ’ επαφή και με στελέχη της Ομόνοιας στη Β. Ήπειρο, αλλά μ’ εκείνους δεν συμφωνούσαν σε πολλά ζητήματα, επειδή εκείνοι ήταν μέχρι χθες, καθηγητές, γιατροί, εισαγγελείς και δημοσιογράφοι του προηγούμενου καθεστώτος. Έτσι τους καταγράφει ο Κυριακού, αλλά φαίνεται και να τους ζηλεύει. Η πολιτική άποψη αυτών των ανθρώπων ήταν πολύ διαφορετική με εκείνη των φυλακισθέντων και καθιστούσε αδύνατη τη συνεργασία τους. Όμως οι επαφές μεταξύ τους στα Ιωάννινα ήταν συχνές. Είχαν έρθει σ’ επαφή και με τον πρώτο πρόεδρο της Ομόνοιας Ανδρέα Ζαρμπαλά, τον οποίο ο Κυριακού τον χαρακτηρίζει προβληματισμένο, ειλικρινή, αλλά χωρίς διάθεση για τολμηρά βήματα. Αυτό που υπονοεί με τολμηρά βήματα, είναι βεβαίως η επίλυση του Β.Η. Ζητήματος.
Η δεύτερη απασχόληση των αγωνιστών θα ήταν η διοργάνωση επαγγελματικών σεμιναρίων για τους βόρειοηπειρώτες, χρηματοδοτούμενα από το Ίδρυμα με διάρκεια δύο ετών. Τα επαγγέλματα που θα διδάσκονταν ήταν για ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, ψυκτικούς κ.τ.λ. Αυτό το σεμινάριο λειτούργησε μόνο για πέντε μήνες και τα άτομα που συμμετείχαν ήταν 27. Αυτή η ενέργεια όμως χαρακτηρίστηκε ως εχθρική πράξη για την Αλβανία και στην ‘’Δίκη των Πέντε’’ παρουσιάστηκε ως αποδεικτικό στοιχείο, ισχυριζόμενοι οι αλβανοί εισαγγελείς, ότι εκεί διδάσκονταν πολεμικές τέχνες με σκοπό τρομοκρατικών πράξεων σε βάρος της Αλβανιας. Ο Κυριακού έχει παράπονο για την τότε Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία δεν παρουσίασε κανένα επιχείρημα και στοιχείο για να καταρρίψει των ισχυρισμό των Αλβανών.
Ένα άλλο ζήτημα που έφερε σε αντιπαράθεση τους αγωνιστές με την ηγεσία του Ιδρύματος ήταν η διαπίστωση εκ μέρους τους, ότι πολλές από τις βοήθειες χάνονταν στο δρόμο, επειδή οι υπάλληλοι του Ιδρύματος συναλλάσσονταν με κοινοτάρχες στη Βόρεια Ήπειρο. Προς τα έξω όμως, φαίνονταν πως όλα κυλούσαν νόμιμα. Σε μία από τις περιπτώσεις κλοπής ή ατασθαλιών αναφέρει ο Κυριακού, βρέθηκαν να είναι αυτόπτες μάρτυρες στο λιμάνι της Ιγουμενίτσας, εκεί που ξεφορτώνονταν τα κοντεϊνερ των βοηθειών. Οι αγωνιστές κατήγγειλαν αυτές τις ατασθαλίες στο Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο έστειλε προς έρευνα τον τότε σύμβουλο Π. Καρκαμπάση. Δεν διαπιστώθηκαν όμως τεκμηριωμένες αποδείξεις, έτσι και το θέμα έκλεισε χωρίς αποτέλεσμα. Μάλιστα ο Κυριακού δημοσιεύει στο βιβλίο την επιστολή της κ/ας Τσουδερού προς απάντηση στις καταγγελίες τους.
Αυτό το γεγονός προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Ιδρύματος, η ηγεσία του οποίου σκάρωσε την τελευταία πράξη για να τους ξεφορτωθεί και να τους ξαποστείλει εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Πάλι τους δελέασαν με την υπόσχεση δωρεάς ενός γεωτρυπάνου 120 εκατομυρίων δραχμών, με το οποίο θα τρυπούσαν τον κάμπο της Δρόπολης και ενώ θα δούλευαν άλλοι άνθρωποι, τα αφεντικά Σύρμου και Κυριακού θα είχαν κέρδη χωρίς να κουράζονται. Έξυπνο. Έτσι και έληξε η σύμβαση με το Ίδρυμα, ένα χρόνο και κάτι, οι αγωνιστές βρέθηκαν ξανά στη Δερβιτσιάνη, αλλά και πάλι με αξιώματα, ο Σύρμος πρόεδρος Σωματείου Φυλακισθέντων νομού Αργυροκάστρο και ο Κυριακού γραμματέας. Πρόεδροι και γραμματείς στην Ελλάδα, πρόεδροι και γραμματείς στην Αλβανία.
Απεδώ και πέρα ομολογεί ο Κυριακού, ξετυλίγεται το σατανικό σχέδιο της ηγεσίας του Ιδρύματος (παράρτημα Ιωαννίνων) και καταλήγει με τη σύλληψη των πέντε στελεχών της Ομόνοιας στις 18/Απριλίου του 1994. Η σύλληψη χαρακτηρίζεται ως νύχτα του Αγίου Βαρθολεμαίου, ασφαλώς χωρίς να είχε νεκρά θύματα.
Το Σωματείο Φυλακισθέντων Βόρειοηπειρωτών και ειδικά το παράρτημα Ιωαννίνων ήθελαν νε έχουν επιρροή και να ρυθμίζουν τη δράση τη Ομόνοιας στην Αλβανία, έτσι και στις εκλογές για προεδρία αυτής της Οργάνωσης τον Φεβρουάριο του 1992 στους Αγίους Σαράντα, οι αγωνιστές και άλλοι πρώην φυλακισμένοι ήθελαν να εκλέξουν για πρόεδρο δικό τους υποψήφιο, αλλά κέρδισε τις εκλογές ο Σωτήρης Κυριαζάτης (τώρα αείμνηστος), πρώην φυλακισμένος κι’ αυτός, αλλά ο Κυριακού αφήνει αιχμές για τον πρόεδρο λέγοντας: « ο Κυριαζάτης ήταν πρώην κομμουνιστής και ήταν τυχερός, επειδή δεν είχε κάνει πολλά χρόνια φυλακή.» Συμπληρώνει επίσης ότι ο Κυριαζάτης δεν έβλεπε την πραγματικότητα όπως την αντίκριζαν και την αισθάνονταν οι περισσότεροι που είχαν περάσει τα κάτεργα της Δικτατορίας του Χότζα. Στη σελίδα 164, αναφέρεται επίσης στη οργάνωση Β.Η.Κ.Α. (Βόρει—Ηπειρωτικό Κίνημα Απελευθέρωσης) στους Αγίους Σαράντα στη δεκαετία 1980—90 πριν καταρρεύσει το καθεστώς της Δικτατορίας, χωρίς να αναφέρει ονόματα και γεγονότα, αλλά καταλήγει με τις λέξεις ‘’ Προδοθήκανε’’, μαλίστα με πυχαία γράμματα. Ποιοι ήταν όμως οι προδότες; Δεν τους κατονομάζει.
Η ανάμειξη του Σωματείου Φυλακισθέντων λέει ο Κυριακού, στις υποθέσεις της Ομόνοιας δεν άρεσε καθόλου σε κάποια αφεντικά στη Αθήνα που θεωρούσαν τους αγωνιστές απρόβλεπτους και μη ελεγχόμενους, γι’ αυτό αποφάσισαν να τους τσακίσουν και να τους βγάλουν νόκ-άουτ. Δεν μας εξηγεί όμως γιατί να το έκαναν αυτό και ποιοι ήταν αυτά τα αφεντικά; Αυτούς όμως, ο Κυριακού θεωρεί υπαίτιους για τις μετέπειτα εξελίξεις και την οδήγηση τους στα κρεματόρια του Σαλί Μπερίσια, έτσι όπως ονομάζει τις φυλακές Τιράνων, χειρότερες και από την περίοδο του Ε. Χότζα.
Την άνοιξη του 1992, μετά τις εκλογές, υπήρχε μεγάλη αντιπαράθεση και διαφωνίες στους κόλπους της Ομόνοιας, εξ αιτίας συμμετοχής πρώην φυλακισμένων, αλλά και εξ αιτίας μιάς δήλωσης του Θ. Μπεζιάνη (Πρόεδρου Ομόνοιας Αργυροκάστρου) σε μιά εφημερίδα της Θεσαλονίκης. Αυτή η δήλωση δεν είχε αρέσει σε κάποιους, ενώ από τους διαφωνούντες στους κόλπους της Ομόνοιας, ο Κυριακού αναφέρει και πάλι το όνομα του Παναγιώτη Μπάρκα. Δεν μας εξηγεί όμως ποιές ήταν οι δηλώσεις, ποιοί ήταν αυτοί ή οι κάποιοι, και γιατί δεν τους είχαν αρέσει οι δηλώσεις. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να έχει ξεκάθαρη εικόνα για τις διεργασίες και τις ζυμώσεις που γίνονταν στην Ομόνοια του 1992, αλλά καταλαβαίνει ευκόλα την ψωροπερηφάνια των αγωνιστών, αφού συμμετείχαν ως ηγετικά στελέχη στην Ομόνοια, αλλά και στο Σωματείο Φυλακισθέντων νομού Αργυροκάστρου. Αυτή φαίνεται στις παρακάτω δηλώσεις σελ. 169: «Οι συμπατριώτες μας έβλεπαν σαν απεσταλμένους του Ελληνικού Κράτους, επειδή είχαμε εργαστεί ως υπάλληλοι του Ιδρύματος Ε.Ι.Υ.Α,Π.Ο.Ε. στα Ιωάννινα, υπαγόμενο στο ΥΠΕΞ. Ελλάδος (φύλακες ήταν). Αφουκράζονταν προσεκτικά τα όσα τους λέγαμε. Σε κάθε έκκληση για διαμαρτυρία και συλλαλητήρια ήταν όλοι στο πόδι.» Σ’ αυτή την φάση όμως, όπως δηλώνει και ο ίδιος, στη Β. Ήπειρο έκαναν ακόμα κουμάντο οι χαφιέδες του πρωηγούμενου καθεστώτος.
Στη συνέχεια του βιβλίου ο Κυριακού ξεδιπλώνει τέσσερεις πράξεις εξαπάτησης από την Ελληνική Πολιτεία, οι οποίες αργότερα θα γινόταν η αιτία της σύλληψης και φυλάκισης των Πέντε της Ομόνοιας από το Αλβανικό Κράτος. Η πρώτη πράξει εξαπάτησης ήταν η μεταφορά δίκαννων κυνηγετικών όπλων στη Β. Ήπειρο με «πλήρη μυστικότητα», με το πρόσχημα αυτοάμυνας στα χωριά της Β. Ηπείρου, από τους ληστές και τα αλβανικά κακοποιά στοιχεία που λυμαίνονταν την περιοχή. Τα όπλα θα τα εξασφάλιζε το Ίδρυμα, τους αποδέκτες θα τους καθόριζαν ο Σύρμου και ο Κυριακού, ενώ όλη η διδικασία θα ήταν νόμιμη με αποδείξεις στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Αυτό ισχυρίζεται ο Κυριακού στο βιβλίο του. Εδώ όμως προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: Θα απελευθέρωναν τη Β. Ήπειρο με κυνηγετικά όπλα; Τόση μεγάλη αφέλεια είχαν οι αγωνιστές, όταν τους εδώθη εντολή να είναι η διαδικασία «πλήρης μυστικότητας», ενώ η εκτέλεση της μεταφοράς θα ήταν νόμιμη και με χαρτιά; Γινόταν αυτό; Δεν είναι γνωστό πόσα τέτοια όπλα πέρασαν στην Αλβανία, αλλά οι γενίτσαροι δεν άργησαν να ενημερώσουν τις αλβανικές αρχές. Αυτές οι πράξεις με αποδεικτικά στοιχεία, ήταν η κύρια κατηγορία σε βάρος των στελεχών της Ομόνοιας στη Δίκη των Πέντε το 1994 στα Τίρανα. Αυτές τις αφελείς πράξεις, ο Κυριακού της θεωρεί ακόμα ως πράξεις προδοσίας.
Η δεύτερη εξαπάτηση ήταν από απεσταλμένους της Αθήνας και από την ηγεσία του Ιδρύματος στα Ιωάννινα, ότι δήθεν είχαν εξασφαλίσει μιά μεγάλη βοήθεια προς τη Β. Ήπειρο αποτελούμενη από 100 τραχτέρ, 100 συνεργεία αυτοκινήτων, ξυλουργεία και εξοπλισμός για μαρμαράδικα. Η παροχή τους με τη μορφή δωρεάς θα γινόταν με την προϋπόθεση, ότι τα άτομα που θα τα έπαιρναν θα ήταν υποχρεωμένα να επιστρέψουν στα χωριά τους. Αυτές ήταν φρούδες ελπίδες και δεν πραγματοποιήθηκε τίποτα από αυτές, εκτός από τη δωραιά δύων τρακτέρ και ένα αρτοποιείο.
Η Τρίτη εξαπάτηση ήταν σχετικά με το γεωτρύπανο που αναφέραμε παραπάνω, το οποίο λειτούργησε ως δέλεαρ για την υπογραφή των παραιτήσεων του Σύρμου και Κυριακού από το Ίδρυμα και επιστροφή τους στη Δερβιτσιάνη. Αυτό το γεωτρύπανο δεν εδόθη σε κανένα βόρειοηπειρώτη.
Η τέταρτη εξαπάτηση από την Ελληνική Πολιτεία ήταν οι ψεύτικες υποσχέσεις που έδιναν οι αξιωματούχοι του Ελληνικού Προξενείου Αργυροκάστου για οικονομική βοήθεια προς τους Βόρειοηπειρώτες για εφοδιασμό με βίζα και εύρεσης εργασίας στη Ελλάδα.
Η επιστροφή των αγωνιστών στη Δερβιτσιάνη το 1991, συνέπεσε με το άνοιγμα του Ελληνικού Προξενείου Αργυροκάστρου και ο πρόξενος Βασίλης Μπουρνόβας είχε επισκεφθεί δύο φορές το σπίτι του Κ. Κυριακού στη Δερβιτσιάνη. Στην πρώτη επίσκεψη, η μητέρα του Κυριακού είπε στον πρόξενο: «Τι ήρθες μόνος σου παιδί μου, πες στο Μητσοτάκη να στείλει τους λεβέντες τσολιάδες να μας απελευθερώσουν». Αυτή η φράση μπορεί να είναι και αληθινή, αλλά προκύπτει το ερώτημα: « Γιατί επέστρεψε στη γενέτειρα του ο Κυριακού, αφού πίστευε ότι η πατρίδα του συνέχιζε να ήταν υπό Αλβανική Κατοχή;»
Πόσο απατηλά συσχετίζονταν οι προσπάθειες για μιά καλύτερη ζωή με τη φαντασία επίλυσης του Β.Η. Ζητήματος ή και την απελευθέρωση από τον αλβανικό ζυγό. Στις επόμενες εξελήξεις, αυτές οι αυταπάτες οδήγησαν τους αγωνιστές και άλλα στελέχη της Ομόνοιας σε απίστευτη ταλαιπορεία και βασανισμό. Εκ των υστέρων οι αγωνιστές θεωρούν ότι ήταν θύματα διαβολικών σχεδίων από λειτουργούς της Ελληνικής Πολιτείας και δεν βλέπουν την αφέλεια τους στις πράξεις και στις λανθασμένες προτοβουλίες τους. H υπερβολική αυτοεκτίμηση φαίνεται στις δηλώσεις του Κυρακού όταν λέει: «Ο κόσμος μας πίστευε και ακουμπούσε πάνω μας. Πρίν καλά καλά γυρίσουμε στο τόπο μας, μας έκλεξαν στη Δημογεροντιά της Δερβιτσιάνης. Πίστευαν στη δρομολόγηση για την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος, εκτός από τ άλλλα προβλήματα της περιοχής.»
Οι πρώτες απλές πράξεις τους με πολιτική χροιά ήταν να δώσουν ονομασίες και να τοποθετήσουν πινακίδες στην πλατεία του χωριού και σε κάποιους δρόμους, τα ονόματα του Βασίλη Σαχίνη, του Κ. Μητσοτάκη και Αντώνη Σαμαρά, ενώ στη Εστία Μορφώσεως έδωσαν το όνομα του Μητροπολίτη Σαβαστιανού. Στο λογότυπο του Μητροπολίτη διαβάζουμε ( Κονίτσης, Πωγωνιανής και Δρυινουπόλεως), παρόλο που η Δρόπολη ήταν πάντοτε κάτω από την εποπτεία Μητρόπολης Αργυροκάστρου. Στο βιβλίο αναφέρεται και ένα ευτράπελο. Δήθεν ένα στέλεχος του Πασόκ, πλησίασε αργότερα τον Κ. Κυριακού και του υποσχέθηκε δωροδοκία, αν άλλαζαν την ονομασία της πλατείας του χωριού από Κ. Μητσοτάκη σε Α. Παπαντρέου. Αυτές οι απλές πράξεις θεωρήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία στην Δίκη των Πέντε, καταλογίζοντάς τους κατηγορίες προσπάθειας ελληνοποίησης της περιοχής.
Στις αρνητικές εξελίξεις σχετικά με το Β.Η. Ζήτημα, ο Κυριακού αποδίδει μεγάλες ευθύνες στην Κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία είχε έρθει πάλι στην εξουσία το 1993 και συνέχιζε να εφαρμόζει το Δόγμα Παπούλια της άρσης της Εμπόλεμης Κατάστασης με την Αλβανία, ψηφισμένη από την Ελληνική Βουλή το 1986. Αυτές οι πράξεις του Πασόκ, θεωρούνται από τον Κυριακού ως προδοτικές, επειδή η Ελλάδα παραχώρησε δικαιώματα στους αλβανούς χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Πριν έρθει το Πασόκ στην εξουσία, το καλοκαίρι του 1993, στο Αργυρόκαστρο είχαν διαδραματιστεί δραματικά γεγονότα, όταν οι Αλβανικές Αρχές και τα παλικάρια του Σαλί Μπερίσια είχαν επιτεθεί σε διαμαρτυρία των βόρειοηπειρωτών για τον διωγμό του Αρχιμαντρίτη Χρυσόστομού Μαηδώνη, τον οποίο η Κυβέρνηση Μπερίσια τον υποχρέωσε να εγκαταλήψει την Αλβανία. Ο αδελφός του Κ. Κυριακού, Θωμάς Κυριακού, με την ιδιότητα του γραμματέα της Ομόνοιας Αργυροκάστρου, αφού είχε κακοποιηθεί από την Αλβανική Αστυνομία, είχε κάνει τότε έκκληση για επέμβαση του Ελληνικού Στρατού για προστασία των βόρειοηπειρωτών. Αυτή η διενέργεια θεωρήθηκε επίσης ως βαρία κατηγορία στην Δίκη των Πέντε, αποκαλώντας υπεύθυνη την Οργάνωση της Ομόνοιας, η οποία καλούσε τους βόρειοηπειρώτες σε στασίαση και απόσπαση εδαφών Αλβανικής Κυριαρχίας και προσάρτηση τους στην Ελλάδα.
Με την ανάδειξη του Πασόκ στη διακυβέρνηση της Ελλάδας το Φθινόπωρο του 1993, ξύπνησαν οι πέμπτοφαλαγγίτες και οι γενίτσαροι βόρειοηπειρώτες λέει ο Κυριακού, προσπαθώντας να διευρύνουν τη συνεργασία τους με το Πασόκ, αλλά και με τα Αλβανικά Κόμματα. Μάλιστα το Πασόκ είχε αρχίσει να βοηθά αυτά τα στοιχεία, αναφέρει ο Κυριακού, εγκαθιστώντας μια μεγάλη αποθήκη με ψυγεία στο χωριό Γιωργουτσάτες, χωρητικότητας χιλιάδων τόνων εμπορευμάτων.
Με την επίσκεψη Παπούλια στα Τίρανα το 1994, ο Κυριακού ισχυρίζεται ότι το Πασόκ θα άλλαζε την πολιτική συμπεριφορά της Ελλάδος απέναντι της Αλβανίας, δεν θα επενέβαινε στις εσωτερικές της υποθέσεις και δεν θα τηρούσε τους έξι όρους που είχε θέσει ο Μητσοτάκης στην πρώτη του επίσκεψη στην Αλβανία. Ένας από του όρους ήταν και το Β.Η. Ζήτημα, το οποίο θα επιλύοταν όπως το Ζήτημα του Κοσυφοπεδίου με τους Σέρβους.
Η Κυβέρνηση του Πασόκ υποβάθμησε και έβγαλε από την ατζέντα της το Β.Η. Ζήτημα. Αυτό δίχασε περισσότερο τους βόρειοηπειρώτες και υποχρέωσε μερικούς να μεταπηδήσουν σε αλβανικά κόμματα.
Μετά την πτώση της Δικτατορίας, οι αλβανικές κυβερνήσεις έβλεπαν με καχυποψία την πολιτική δραστηριότητα της Ομόνοιας, επειδή συμμετείχαν σ’ αυτή και πολιτικοί κρατούμενοι του πρωηγούμενου καθεστώτος. Αυτούς δεν το επιθυμούσε ούτε το Πασόκ.
Επί διακυβέρνησης Πασόκ 1993—94, οι γενίτσαροι και οι πέμπτοφαλαγγίτες στη Β.Ήπειρο, έλαβαν ενεργό δράση και ζητούσαν επίμονα την παραίτηση της ηγεσίας της Ομόνοιας, θεωρώντας την κατειλημμένη από δεξιούς και πρώην φυλακισμένους. Αναφέρεται στο βιβλίο (σ. 234) μια πολιτική συνάντηση στελεχών της Ομόνοιας στο χωριό Σωφράτικα Κάτω Δρόπολης τον Μάρτιο 1994, στην οποία συμμετείχε το προεδρείο της Ομόνοιας, οι «7» διαμαρτυρόμενοι, ο Νομάρχης Αργυροκάστρου, βουλευτής νομού Αργυροκάστρου, έπαρχος Κάτω Δρόπολης, Πρόεδρος και Γραμματέας Φυκακισθέντων Νομού Αργυροκάστρου. Το επιχείρημα των διαμαρτυρόμενων ήταν να έρθουν στην ηγεσία της Ομόνοιας, επειδή στην εξουσία στην Ελλάδα είχε έρθει το Πασόκ και θα είχαν όλους τους δρόμους ανοιχτούς. Ζητούσαν επίμονα υποχρεωτική παραίτηση της ηγεσίας με απειλές και επί λέξη ο Κυριακού γράφει: « Αποχώρησαν δηλώνοντας: Αν δεν παραιτηθείτε από μόνοι σας, θα σας αναγκάσουμε εμείς! Ή θα παραιτηθείτε ή θα σας καταστρέψουμε! Θα αφήσουμε να περάσει η Εθνική γιορτή και μετά θα δείτε τι θα γίνει!..»
Πάλι ο Κυριακού δεν έχει το θάρρος να ονομάσει αυτούς τους «7» διαμαρτυρόμενους, αλλά χαρακτηρίζει αυτές τις πράξεις τους εγκληματικές και προδοτικές, σελ. 235.
Στις 25/3/1994, η οργάνωση της Ομόνοιας είχε στείλει υπομνήματα στη Αλβανική και Ελληνική Κυβέρνηση, όπως και στους Διεθνείς Οργανισμούς, επισημαίνοντας τους κινδύνους περιθωριοποίησης και διωγμού των ελλήνων βόρειοηπειρωτών από τα πατρώα εδάφη. Δεν αναφέρει όμως λεπτομέρειες για τους κινδύνους και τους λόγους των υπομνημάτων.
Στις 10/4/1994 διεξήχθη συνδιάσκεψη της Ομόνοιας και εξελέγει το 11- μελές Συμβούλιο με πρόεδρο ξανά τον Κ. Κυριαζάτη.
Όλα τα παραπάνω γεγονότα που προηγήθηκαν, ο Κυριακού τα συσχετίζει και τα συνδέει με το επεισόδιο του Φυλακίου της Επισκοπής στις 11/Απριλίου /1994. Σ’ αυτό το επεισόδιο σκοτώθηκαν ένας αλβανός αξιωματικός και ένας φαντάρος, τραυματίστηκαν άλλοι τρείς αλβανοί στρατιώτες και κλάπηκαν μερικά όπλα. Το γεγονός βέβαια δεν ήταν τυχαίο, αλλά ήταν η σπίθα και η αφορμή της εκρήξεως ενός αλβανικού μένους και ενός μη προηγούμενου πόγκρομ, κατά των βόρειοηπειρωτών και ειδικά σε βάρος των στελεχών της Ομόνοιας, τα οποία οι αλβανοί θεωρούσαν υπεύθυνα.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά στο κοινό, μάλιστα έχουν γραφτεί και βιβλία για την ‘’Δίκη των Πέντε’’. Μελετώντας το βιβλίο του Κυριακού προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: Ή φυλάκιση και ο διωγμός των ηγετικών στελεχών της Ομόνοιας, ήταν ή όχι μιά βρώμικη σκευωρία με κατασκευασμένα στοιχεία που αποσκοπούσε στην αναίρεση της Οργάνωσης και τον τερματισμό του Β.Η. Ζητήματος;
Η επιδρομή της Αλβανικής Ασφάλειας και Αστυνομίας δεν είχε προηγούμενο και ξεπερνούσε κατά πολύ τις πρακτικές του πρώην καθεστώτος. Στις ανακριτικές αρχές εξετάστηκαν πάνω απο 200 άτομα και η κατάληξη ήταν να παραπεμφθούν σε δίκη πέντε ηγετικά στελέχη της Ομόνοιας. Βασανιστήρια και συνεχόμενες ανακρίσεις με σκοπό να βρεθούν οι τρομοκράτες του αιματηρού επεισοδίου της Επισκοπής, αλλά και να ενοχοποιηθούν τα στελέχη της Ομόνοιας για συνωμοτικές & επαναστατικές πράξεις με σκοπό απόσπασης εδαφών από την Αλβανία και προσάρτηση αυτών στην Ελλάδα. Οι Αλβανικές Εισαγγελικές Αρχές κατασκεύασαν ένα κατηγορητήριο με 14 παραγράφους, προς ενοχοποίηση των προσωρινά φυλακισμένων.
Σε διάφορα άρθρα και βιβλία από τα στελέχη της Ομόνοιας, η ‘’Δίκη των Πέντε’’ χαρακτηρίζεται ως ‘’Δίκη Παρωδία’’ και ισχυρίζονται ότι άδικα κατηγορήθηκαν για ποινικά και πολιτικά αδικήματα. Παρόλο που το Ακυρωτικό Δικαστήριο τους άφησε ελεύθερους με πενταετή αναστολή, δεν αθωώθηκαν για τις πράξεις τους. Ειδικά για τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου, φαίνεται να αποδέχεται ή να επιβεβαιώνει ο ίδιος, κάποιες από τις κατηγορίες των Αλβανικών Αρχών.
1.- Η κυρίαρχη ιδέα του βιβλίου είναι ο αγώνας των δύο πρωταγωνιστών για επίλυση του Β.Η. Ζητήματος. Αλυτρωτισμός και αλλαγή συνόρων χωρίς να υπάρχει σχέδιο. Πως θα γινόταν αυτό, με πόλεμο ή με ειρηνικό τρόπο; Αρά, μήπως οι αλβανοί είχαν δίκιο κρίνοντας την υπόθεση από τη σκοπιά τους;
2.-Επαφές και συνομιλίες με αξιωματούχους της Ελληνικής Ασφάλειας, όπως ο Β.Β. αρχηγός Αντικατασκοπείας, και με τον Ανδρέα Ζαρμπακόλα, προϊστάμενος Ε.Υ.Π. Ιωαννίνων.
3.-Προσωπικές επαφές, βοήθεια και ανταλλαγή επιστολών με τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό, οι οποίες επιστολές είχαν πέσει στα χέρια της Αλβανικής Ασφάλειας. Οι απόψεις και η πολιτική δραστηριότητα του Μ. Σεβαστιανού ήταν κόκκινο πανί για τους Αλβανούς.
4.-Η εμπλοκή στη μεταφορά δίκαννων κυνηγετικών όπλων στην Αλβανία με μυστικό τρόπο, έδωσε το δικαίωμα στις Εισαγγελικές Αλβανικές Αρχές να τους κατηγορήσουν για ένοπλή εξέγερση των βόρειοηπειρωτών. Αυτή η κατηγορία επί Χότζα καταδικάζονταν σε Θανατική Ποινή.
Σχετικά με το ποινικό σκέλος της κατηγορίας, δηλαδή εάν οι κατηγορούμενοι είχαν γνώση ή να ήταν αναμιγμένοι στο επεισόδιο της Επισκοπής, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο. Οι περιγραφές του Κυριακού αφήνουν να εννοηθεί ότι τους τη φέρανε.
Η απελευθέρωση τους μετά από ένα χρόνο, εξαρτήθηκε απ ́τη δημοσιότητα που έλαβε το γεγονός, από το ενδιαφέρον της Διακομματικής Επιτροπής της Ελληνικής Βουλής, από τον δικηγορικό αγώνα ελλήνων και ξένων δικηγόρων, όπως και η παρέμβαση του προέδρου των Η.Π.Αμερικής Μπίλλ Κλίντον.
Όμως ποιοι προκάλεσαν το αιματηρό επεισόδιο της Επισκοπής; Ποιοι ήταν οι φυσικοί και οι ηθικοί αυτουργοί; Ήταν προβοκάτσια, από ποιους και γιατί; Τα ονόματα τους δεν τα μάθαμε ποτέ. Ίσως θα μείνει και αυτό το ζήτημα ανεξιχνίαστο, όπως η δολοφονία του Ιταλού Ενρίκο Τελήνι το 1923 στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα.
Πάντως για την άποψη μου και πολλών άλλων, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση αυτού του τρομοκρατικού χτυπήματος έγινε από ανεγκέφαλους ανθρώπους, που ίσως να ήταν και υψηλόβαθμα στελέχη Ελληνικού Κράτους με καταστροφικό αποτέλεσμα για την Ομόνοια και για το Β.Η. Ζήτημα. Αυτούς ενοχοποιεί και ο Κυριακού στο βιβλίο του χωρίς να τους κατονομάσει. Μάλιστα στη σελίδα 297 του βιβλίου σχετικά με το βάρβαρο επεισόδιο στο Αργυρόκαστρο το 1991 κατά του αρχιμανδρίτη Χ.Μαηδώνη ο Κυριακού γράφει: «Μετά από μέρες οι αγωνιστές συναντήθηκαν στα Ιωάννινα με τον Αντιστράτηγο Β.Β., ο οποίος τους είπε: ‘’Ψηλά το κεφάλι και ανεβασμένο το ηθικό, η λευτεριά κερδίζεται με αίμα. Και τι έγινε αν σας χτύπησαν και σας έσπασαν τα δόντια...’’, κατέληξε: «Πηγαίνετε πίσω και μη φοβάστε τίποτες. Η Ελλάδα είναι μαζί σας». Εύκολα όμως να τα λέει κανείς αυτά εκ του ασφαλούς και άλλο να είσαι στην πρώτη γραμμή. Υπήρχαν όμως πιθανότητες για μαζική εξέγερση βόρειοηπειρωτών περί διεκδίκησης Αυτονομίας ή και ένωσης με την Ελλάδα τη δεδομένη στιγμή; Η απάντηση είναι, Όχι! Τα 2/3 των βόρειοηπειρωτών τότε βρίσκονταν στην Ελλάδα, αλλά και στην Αλβανία να βρίσκονταν δεν θα πετύχαινε η εξέγερση, επειδή ήταν τόσο πολύ διχασμένη η Ελληνική Κοινότητα, που με τίποτα δεν θα είχε αίσιο τέλος. Πολλοί βόρειοηπειρώτες ήταν τόσο συνεργάσιμοι με το Αλβανικό Κράτος στη διάρκεια της Δικτατορίας, είχαν εξουσία και προνόμια που ακόμα και σήμερα εδώ στην Ελλάδα νοσταλγούν για το προηγούμενο καθεστώς της Αλβανίας.
Οι μετέπειτα εξελίξεις έδειξαν ότι τα Ελληνικά Κόμματα ξέχασαν το Β.Η. Ζήτημα, για το οποίο είχαν κοπιάσει τόσο πολύ οι αγωνιστές του βιβλίου που ασχολούμαστε. Η ταλαιπωρία τους έχει βέβαια και συνέχεια εδώ στη Μητέρα Ελλάδα.
Το 1995, μετά την αποφυλάκιση των ‘’Πέντε τη Ομόνοιας’’ από τις φυλακές του Μπερίσια, ο Κυριακού βρέθηκε ξανά ξεκάρφωτος στην Αθήνα και χρειάστηκε να ξεκινήσει από το μηδέν. Δεν το έβαλε κάτω όμως και σ’ αυτό του ανήκουν συγχαρητήρια. Κατάφερε να γίνει και δικηγόρος μετά από πολλά χρόνια. Δραστηριοποιείται πάλι με το Σωματείο Φυλακισθέντων Βόρειοηπειρωτών και αγωνίζεται επίμονα για τα δικαιώματά τους. Το 1997 κατεβαίνει σε απεργία πείνας στην Πλατεία Κλαυθμώνος μαζί με άλλους πρώην φυλακισμένους του Σωματείου, διεκδικώντας αναγνώριση των αγώνων τους και την προσφορά στο Ελληνικό Έθνος. Για να σταματήσει η απεργία πείνας, η Κυβέρνηση του Πασόκ και αργότερα η Νέα Δημοκρατία αποφάσισαν να χορηγήσουν ελληνικά διαβατήρια σε μερικούς πρώην φυλακισμένους, τα οποία δεν ανανεώθηκαν μετά την πενταετία. Το 1998 ξεκίνησε η απονομή Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας σε όλους του βόρειοηπειρώτες και αργότερα το 2004 η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφάσισε να δικαιώσει το ηθικό αυτών των ανθρώπων χορηγώντας τους το ξεκάρφωτο μπρούτζινο ‘’Μετάλλιο για προσφορά στο Έθνος’’, χωρίς καμία οικονομική βοήθεια.
Σχετικά με την απόφαση απονομής μεταλλίων το 2004-2005, ο Κυριακού παρουσιάζει κάποιες ευτράπελες καταστάσεις, που ο αναγνώστης αναρωτιέται αν έχουν συμβεί στη πραγματικότητα ή αν ο συγγραφέας τις έχει αποτυπώσει με λανθασμένο τρόπο.
Το καλοκαίρι του 2003 ή Κυβέρνηση του Πασόκ είχε αποφασίσει την απονομή Μεταλλίων στους πρώην φυλακισμένους βόρειοηπειρώτες σε μια επίσημη τελετή και χαρούμενη ατμόσφαιρα γιορτής στο στάδιο ‘’Ειρήνης και Φιλίας’’. Στη σελίδα 221, σε μία συνομιλία της Αντιπροσωπίας των Φυλακισθέντων με τον υφυπουργό του Πασόκ Ιωάννη Μαγκριώτη στα πρόθυρα των εκλογών του 2004, μεταξύ άλλων είπε δήθεν ο υφυπουργός σ’ αυτούς: «Εκτός από το Μετάλλιο, η Κυβέρνηση Πασόκ είναι αποφασισμένη να σας χορηγήσει Σύνταξη Δημοσίου Πολέμου και άλλες παροχές....Να σας πώ και κάτι άλλο, το οποίο δεν είναι μυστικό. Εσείς, ως θύματα των κομμουνιστών – σοσιαλιστών Αλβανών, δεν ψηφίζετε το κόμμα μας, αλλά τη Νέα Δημοκρατία. Έχετε δίκιο, γιατί νομίζετε ότι εμείς ιδεολογικά είμαστε ίδιοι με τους διώκτες σας. Όμως κάνετε λάθος, εμείς δεν έχουμε καμία ιδεολογική συγγένεια με αυτούς που σας βασάνισαν και σας έβαλαν στις φυλακές.
Το Πασόκ θα τις χάσει τις εκλογές. Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. που θα μας διαδεχτεί, θα αναιρέσει όλα αυτά που έχουμε σχεδιάσει να πράξουμε για τη δικαίωση σας...Πως θα το πετύχουν αυτό; Θα σας βραβεύσουν και θα σας απονείμουν τα μετάλλια σε μυστική τελετή, στα υπόγεια του Υπουργείου Εξωτερικών, κρυφά, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.....
Ποτέ δεν θα εγκρίνουν νόμο χορήγησης Σύνταξης Πολέμου...και δεν θα αποδεχτούν το αίτημα σας για περίθαλψη μελών οικογενειών σας σε Στρατιωτικά Νοσοκομεία.»
Μείναμε άφωνοι, λέει ο Κυριακού. Άν αληθεύουν αυτές οι δηλώσεις, πόσο ανήθικες και ψηφοθηρικές φαίνονται; Το Πασόκ αν είχε ειλικρινείς προθέσεις απέναντι στους Φυλακισθέντες Βόρειοηπειρώτες, είχε περιθώριο οκτώ μηνών να νομοθετήσει θετικά και να οργανώσει την τελετή απονομής Μεταλλίων, αλλά την ανέβαλε για τις καλένδες. Πράγματι η τελετή εκτελέστηκε ένα χρόνο μετά, έτσι όπως την είχε ‘’προφητεύσει’’ ο υφυπουργός του Πασόκ, με συμμετοχή μόνο 6-7 ατόμων, κρυφά και στα υπόγεια του ΥΠΕΞ. Ντροπή μεγάλη! Γιατί παραδέχτηκε η τότε ηγεσία του Σωματείου Φυλακισθέντων αυτό τον εξευτελισμό από την Ελληνική Πολιτεία; ( Στο βιβλίο υπάρχει και φωτογραφία γι’ αυτό το γεγονός).
Ένα άλλο σημείο του βιβλίου που εντυπωσιάζει, αλλά που κατεβάζει αρκετά την αξία του, είναι η δήθεν προσπάθεια ενός κάποιου Τζέϊμς Μπόντ ή μυστικού πράκτορα «07», τον οποίο, πάλι δεν κατονομάζει ο συγγραφέας και ο οποίος ήθελε να μπλέξει τον Κυριακού σε τρομοκρατικές ενέργειες, όπως τη δολοφονία του Χ-Προέδρου του Ελλήνο—Αμερικανικού Επιμελητηρίου στην Αθήνα. Αυτές οι περιγραφές χωρίς ονόματα είναι παρατραβηγμένες και αστείες.
Τελειώνοντας με τις παρατηρήσεις μου, που ενδεχομένως θα προβληματίσουν τον συγγραφέα του βιβλίου ή και κάποιους άλλους, όμως το ένιωσα καθήκον μου να φωτίσω κάποιες πτυχές σχετικά με την πλοκή του βιβλίου που αφορούν Εθνικά Ζητήματα και να μην γράφει ο καθένας ότι του κατεβάσει η γνώμη του, χωρίς να συμβουλεύεται αρμοδίους. Βλέπει κανείς πως εξελίσσονται Εθνικά Ζητήματα, όπως εκείνο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όταν κάποιος τα χειρίζεται με τόση επιπολαιότητα ή απερισκεψία και όταν απέναντι σου έχεις ένα διαχρονικό επικίνδυνο εχθρό όπως είναι ο Τούρκος.
Σοφοκλής Έξαρχος
Το τελευταίο βιβλίο του δικηγόρου Κώστα Κυριακού από το χωριό Δερβιτσιάνη Κάτω Δρόπολης με τίτλο «Η Διαχρονική Τραγωδία της Βορείου Ηπείρου», έκδοσης του εκδοτικού οίκου «Πελασγός» το 2020 στην Αθήνα, παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον για τους βόρειοηπειρώτες ειδικά, αλλά και για τους έλληνες, αφού αναμοχλεύει γεγονότα και πράξεις με πολιτικό περιεχόμενο που σχετίζονται με το Βόρειοηπειρωτικό Ζήτημα (Β.Η.Ζήτημα) και γενικότερα με τις Ελλήνο-Αλβανικές σχέσεις.
Το βιβλίο του Κ. Κυριακού καταγγέλλει σθεναρά και χαρακτηρίζει ως μειοδοτικές όλες τις πράξεις και τη συμπεριφορά των Ελληνικών Κυβερνήσεων, σχετικά με τον Ελληνισμό της Αλβανίας ή με την επίλυση του Βόρειοηπειρωτικού Ζητήματος που εκκρεμεί από το 1914. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λέει ο Κ.Κυριακού, ότι η μεγάλη ευθύνη για την κατάντια του Β. Η. Ζητήματος ανήκει στην επίσημη Ελληνική Πολιτεία, ευθύνη που δεν μπορεί εύκολα να συγχωρεθεί από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Σχετικά με τα θλιβερά γεγονότα του έτους 1994 και τον Γολγοθά των στελεχών της Ομόνοιας στην ‘’Δίκη των Πέντε’’, αποδίδει ευθύνες όχι μόνο στους συμπατριώτες του, γενίτσαρους βόρειοηπειρώτες, αλλά και στους Κυβερνώντες της Μάνας Πατρίδας( σελ 265). Ισχυρίζεται επίσης, ότι όσα ομολογούνται σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι ρητορικές υπερβολές και ούτε αλόγιστες μεγαλοστομίες.
Θα συμφωνούσα με αρκετές από τις απόψεις του συγγραφέα, αλλά φοβάμαι, μήπως πολλοί αναγνώστες και ειδικά εκείνοι που είναι γνώστες του αντικειμένου του βιβλίου, θα βρούν αυτές τις ομολογίες του Κυριακού ως μισές αλήθειες.
Τα συμπεράσματα του συγγραφέα που προκύπτουν από τις εκτενείς περιγραφές του βιβλίου, κατακεραυνώνουν γενικώς το Ελληνικό Κράτος, ειδικά μετά το 1990, το οποίο δεν γνώριζε, δεν νοιάζονταν ή δεν ήθελε να γνωρίσει τα προβλήματα των βόρειοηπειρωτών, μέχρι το σημείο που δημιουργείται η εντύπωση ότι η Ελλάδα ήθελε να ξεφορτωθεί αυτό το ζήτημα, ξεπουλώντας στους Αλβανούς την Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας (Ε.Ε.Μειονότητα.). Στο βιβλίο δημοσιεύονται στοιχεία και αποδείξεις αρνητικών πράξεων εκ μέρους των Ελληνικών Κυβερνητικών Επιτελείων, χαρακτηρίζοντας αυτές ως αντεθνικές και τοιχοδιωκτικές. Μάλιστα θεωρεί τις ομολογίες του μία σταγόνα από το δηλητήριο που έχουν χύσει οι Ταγοί του Ελληνικού Έθνους στις ψυχές των Βόρειοηπειρωτών.
Όλες οι Ελληνικές Κυβερνήσεις μετά το 1990, έχουν θεωρήσει ως περίσσιο βάρος τους βασανισμένους αντικαθεστωτικούς Βόρειοηπερώτες από το Αλβανικό Καθεστώς Χότζα – Αλία και βιάζονταν να τους ξεφορτωθούν. Άμεσο θύμα αυτών των αρνητικών μειοδοτικών πράξεων ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ως αγωνιστή πρώτης γραμμής στη επίλυση του Β.Η.Ζητήματος. Την εγκληματική διαχρονική αδιαφορία των Ελληνικών Κυβερνήσεων απέναντι στους Βόρειοηπειρώτες την συγκρίνει με την αδιαφορία που έδειξε η Ελληνική Κυβέρνηση το 1956, οταν υποδέχτηκε τους επαναπατριζόμενους έλληνες αξιωματικούς και φαντάρους που ήταν αιχμάλωτοι στην Αλβανία από τον Δημοκρατικό Στρατό, στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου της Ελλάδας. Γενικώς το βιβλίο καταγράφει τον εμπαιγμό και την κοροϊδία που υπέστησαν οι έλληνες βόρειηπειρώτες μετά το 1990, εδώ στην πατρίδα τους τη Μητέρα Ελλάδα, η οποία συμπεριφέρθηκε ως μία κακιά Μητριά.
Σε όλο το βιβλίο κυριαρχούν οι περιγραφές των ηρωικών ριψοκίνδυνων πράξεων και αρνητικών συνεπειών που είχαν στην Αλβανία οι δύο ‘’πρωταγωνιστές’’ από το χωριό Δερβιτσιάνη, ο Ηρακλής Σύρμος και ο Κώστας Κυριακού, αντικείμενα διωγμού και φυλακίσεων από το Αλβανικό Κράτος. Θεωρούν επίσης ηρωική πράξη, όχι μόνο την αντίσταση τους στο Αλβανικό Κράτος που ήθελε να τους εξοντώσει σωματικά και ψυχικά, αλλά και απέναντι σε ηγετικά στελέχη των Ελληνικών Κομμάτων που τους αντιμετώπισαν σαν ξένα σώματα και ήθελαν να τους ξεφορτωθούν με διαβολικό τρόπο.
Για τον αναγνώστη του βιβλίου και ειδικά γι’ αυτούς που γνωρίζουν τα πεπραγμένα στη Βόρειο Ήπειρο, προκύπτουν αρκετά ερωτηματικά και αμφιβολίες, αφού ο συγγραφέας παρουσιάζει επιλεγμένα ντοκουμέντα, τα οποία περιέχουν αρκετά σκοτεινά σημεία και μη χρονική συσχέτιση ηρωικών πράξεων, χωρίς να υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές για τα αίτια και τις συνέπειες αυτών των ηρωικών πράξεων. Δεν αναφαίρεται επίσης στο βιβλίο, πως ξεκίνησε η αντιδικτατορική, αντικομμουνιστική δραστηριότητα των δύο πρωταγωνιστών το 1974 και πως έμπλεξαν με την Αλβανική Σιγκουρίμη.
Στη σελίδα 38 του βιβλίου αναφαίρονται τα εξής: «Η Σιγκουρίμι σε θεωρούσε δικό της μόνο αν ψευδομαρτυρούσες, αν έβαζες ανθρώπους στη φυλακή, αν έβαφες τα χέρια σου με αίμα. Αν είχες τη μαύρη μοίρα να πέσεις στα δίχτυα αυτών των διαβόλων, ή θα τρελαινόσουν και θα πέθαινες αγονάτιστος, ή θα τους κορόϊδευες για μικρό χρονικό διάστημα και μετά θα σωζόσουνα δραπετεύοντας σε κάποια χώρα του Δυτικού Κόσμου. Αυτός που νόμισε ότι θα ήταν συνεργάτης με την Κρατική Ασφάλεια της Αλβανίας «Sigurimi», αλλά θα τους κορόϊδευε και δεν θα προκαλούσε κακό στους άλλους, γελάστηκε, είχε τραγικό τέλος. Οι αγωνιστές –όχι όλοι—ήμασταν αποφασισμένοι για όλα. Ήταν θέλημα Θεού που κάποιοι από μας επιζήσαμε για να ομολογούμε. Χωρίς να θιγεί η αξιοπρέπεια σου και με οδηγό το συμφέρον της πατρίδας, πράττεις το Εθνικώς σωστό και το ηθικώς ορθό. Έχοντας στη ψυχή μου αυτές τις αρχές, κατόρθωσα να δραπετεύσω. Τα διαβολικά σχέδια της «Sigurimi» μηδενίστηκαν! Με τη δύναμη της πίστης ΝΙΚΗΣΑ.»
Αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο του Κυριακού φαίνεται ακατανόητο, στο τι θέλει να πει ο συγγραφέας και αν αναφαίρεται στον εαυτό του ή σε άλλο πρόσωπο που είχε τραγικό τέλος. Αν δεν γνωρίζεις λεπτομέρειες και το τι έγινε ή τι προηγήθηκε της δραπετεύσεώς του, δεν μπορείς να καταλάβεις αν αυτή η δήλωση του συγγραφέα εμπεριέχει αίσθημα ενοχής ή πράξη απερισκεψίας το μπλέξιμο με την Αλβανική Ασφάλεια. Με την εξέλιξη των μετέπειτα γεγονότων με κατάληξη στην «Δίκη των πέντε» το 1994, διαπιστώνεις ότι έγιναν πολλά λάθη εκ μέρους του συγγραφέα και δεν ξεγελάστηκε με τίποτα η Αλβανική Ασφάλεια. Σ’ αυτό το θέμα είναι δύσκολο να διακρίνεις τον ηρωησμό αυτών των πράξεων και πόσο οφελήθη η επίλυση του Β.Η.Ζητήματος. Αν ο αναγνώστης τυχαίνει να έχει διαβάσει το τελευταίο μυθιστόρημα το συγγραφέα Τηλέμαχου Κώτσια « Η Σινική Μελάνη», ξεκαθαρίζουν στην αντίληψη του, πολλά από τα σκοτεινά σημεία που συναντά στο έργο του Κ. Κυριακού. Βέβαια το έργο του Τ. Κώτσια είναι μυθιστόρημα με ψευδώνυμα πρωταγωνιστών και αρκετή δόση φαντασίας, αλλά έχουν τόση αληθοφάνεια που συμπίπτουν με τις ομολογίες του Κυριακού. Είναι τόσο παράξενο αν ο συγγραφέας είχε τηλεπαθητικές εμπειρίες, είτε να είχε λεπτομερείς πληροφορίες από πρώτο χέρι.
Η παρουσίαση στο βιβλίο του Κυριακού αλβανικών κειμένων, μαζί με τις μεταφράσεις τους στην ελληνική γλώσσα, από τις ανακρίσεις της Αλβανικής Ασφάλειας σε κατοίκους της Δερβιτσιάνης το 1988, χωρίς ν’ αναφέρονται τα ονόματα των ανακρινόμενων ή των ρουφιάνων που πρόδωσαν τους «ήρωες» αυτού του βιβλίου, δεν μου φαίνεται τολμηρή πράξη εκ μέρους του συγγραφέα, καθώς δεν αναφέρονται επίσης τα ονόματα των 12 ατόμων από τη Δερβιτσιάνη, τους οποίους η Αλβανική Ασφάλεια ήθελε να τους μπλέξει με κατασκευασμένα στοιχεία στη δήθεν συνομωσία κατά του Αλβανικού Κράτους με την ονομασία «σκοτεινή». Τη μη καταγραφή των ονομάτων των ρουφιάνων βόρειοηπειρωτών ο Κυριακού την δικαιολογεί ως σύμπτωση, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κ. Δεσποτόπουλου, ο οποίος σε μια εκπομπή με την Ελένη Κατρίτση είχε δηλώσει: «Δεν είναι προς το εθνικό συμφέρον η κατονόμασια των συκοφάντων μου». Αρχικά, λέει ο Κυριακού, είχε ληφθεί απόφαση να δημοσιευθούν τα ονόματα των συνεργατών της Αλβανικής Ασφάλειας, αλλά αργότερα αποφασίστηκε το αντίθετο. Δεν λέει όμως, ποιος μπορούσε να παίρνει τέτοιες αποφάσεις. Κακώς το σωματείο φυλακισμένων δεν έλαβε εξ αρχής μια τέτοια απόφαση.
Θα ήταν πιο σωστό, ο συγγραφέας να παρουσίαζε στο βιβλίο και τις δικές του μαρτυρίες στις ανακρίσεις που του έκανε η Αλβανική Ασφάλεια στη διάρκεια από 29/9/1989 εως 6/10/1989, στη «λυκοφωλιά», εκεί που τον κρατούσαν απομονωμένο, εφόσον αργότερα είχε τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στους φακέλους της Αλβανικής Ασφάλειας. Μάλιστα θα έπρεπε να δημοσιεύσει ντοκουμέντα από τις ανακρίσεις που του έγιναν το 1974, όταν έγινε η πρώτη φυλάκιση και καταδίκη του για προπαγάνδα και διαφώτιση κατά του Αλβανικού Κράτους. Υπήρχαν και τότε προσπάθειες κοροϊδίας της Αλβανικής «Sigurimi»; Ενώ στη σελίδα 38 ομολογεί ότι: « ήταν γελασμένος αυτός που νόμιζε ότι θα κοροϊδέψει την Αλβανική Sigurimi», στο τέλος σελίδας 41, αναφέρει ότι μαζί με τον συναγωνιστή του Ηρακλή Σύρμο, « κατάφεραμε για ένα χρονικό διάστημα να κοροϊδέψουμε τη «Sigurimi». Αυτές οι δηλώσεις φαίνονται αντιφατικές, αλλά μπορεί να δηλώνουν και δοσοληψίες με την Αλβανική Ασφάλεια.
Τον Ιούλιο του 1990, ο Κυρακού υποχρεώθηκε να δραπετεύσει στην Ελλάδα, στην προσπάθεια του ν’ απεμπλακεί από τα νύχια της Αλβανικής Ασφάλειας, γιατί διαφορετικά «θα έχανε σταδιακά την αξιοπρέπεια του», έτσι όπως εκφράζεται ο ίδιος στο βιβλίο του. Είναι ξεκάθαρο, πιθανώς θα είχε υποσχεθεί συνεργασία μαζί της, πράγμα που δεν το ήθελε με τίποτα, ήταν επίκίνδυνο, αλλά δεν μπορούσε να τ’ αποφύγει. Αν είχε υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας ή όχι, το γνωρίζει μόνο ο ίδιος. Η Αλβανική Ασφάλεια ήθελε βέβαια να τον μπλέξει σε επικίνδυνα σχέδια με κατασκευασμένα στοιχεία, για να υπήρχε αληθοφανή βάση, αφού επέμενε και υποχρέωνε τον Κυριακού να γράψει και να στείλει επιστολή για επίσκεψη στην Αλβανία, στην «μετατρεπόμενη» ξαδέλφη του, Χρυσούλα Τοπαλίδου (τουρίστρια από Κοζάνι στην Αλβανία το 1986), δια μέσου της οποίας ο Κυριακού είχε στείλει κρυφά επιστολή διαμαρτυρίας μέσα σε πακέτο τσιγάρων, η οποία προοριζόταν για τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό ή για την Ελληνική Βουλή. Κάποια από αυτές τις επιστολές είχε πέσει στην αντίληψη της Αλβανικής Ασφάλειας, είτε από πράκτορες της στην Ελλάδα, είτε από συγγενικό πρόσωπο του Κυριακού στα Τίρανα, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη θεία του Κυριακού που κατοικούσε στη Χαλκίδα και με την οποία η Τοπαλίδου είχε έρθει σ’ επαφή και γνώριζε το περιεχόμενο των επιστολών. Αυτή η σκέψη είναι μιά εικασία, γιατί πάλι ο Κυριακού δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες.
Το σατανικό σχέδιο της Αλβανικής Ασφάλειας δεν ευδοκίμησε, όχι από τους έξυπνους χειρισμούς του Κυριακού, αλλά από την ταραγμένη πολιτική κατάσταση στην Αλβανία το 1988--89, αφού είχε ξεκινήσει η κατάρρευση σόσιαλ- κομμουνιστικού οικοδομήματος της Αλβανίας. Στις αρχές Ιουλίου 1990 συνέβησαν τα γεγονότα με τις πρεσβείες, ενώ άλλοι αλβανοί και βόρειοηπειρώτες κατευθύνονταν σωριδών στα Ελληνο—Αλβανικά σύνορα με σκοπό να εισέλθουν στην Ελλάδα. Οι φρουροί των συνόρων είχαν τότε εντολή να κάνουν τα στραβά μάτια στους παραβάτες των συνόρων, χωρίς να έλλειπαν και τραγικά περιστατικά. Από τα μέσα Ιουλίου είχε ξεκινήσει επίσης το νόμιμο πέρασμα των συνόρων σ’ εκείνους που μπόρεσαν να εξασφαλίσουν διαβατήρια και θεώρηση από την Ελληνική Πρεσβεία στα Τίρανα. Ο Κώστας Κυριακού, μπλεγμένος με την Αλβανική Ασφάλεια υποχρεώθηκε να δραπετεύσει στις 20/Ιουλίου/ 1990, αλλά αυτή η δραπετευση που τόσο τονίζεται στο βιβλίο, δεν είχε τα χαρακτηριστικά των δραπετεύσεων πριν τον Ιούλιο του 1990, καθώς στις δεύτερες παίζονταν κορώνα—γράμμα η ζωή του καθενός που επιχειρούσε να περάσει τα συρματοπλέγματα στα σύνορα.
Παρακάτω ο Κυριακού αναφέρει ότι δεν ζήτησε πολιτικό άσυλο από το Ελληνικό Κράτος για εθνικούς λόγους, το οποίο θα του εξασφάλιζε ταυτότητα και παραμονή στην Ελλάδα, αλλά πιστεύω πως δεν το έκανε για προσωπικούς λόγους, όπως και πολλοί άλλοι βόρειοηπειρώτες, επειδή στην Αλβανία είχε παραμείνει η οικογένεια του και κανείς δεν ήξερε τότε αν θα ξεψυχούσε το καθεστώς ή διαφορετικά η οικογένεια θα εξοριζόταν όπως συνέβαινε και πριν. Μέχρι και το τέλος του 1990, τα χωριά της Ε.Ε.Μειονότητας ήταν πλήρως ελεγχόμενα από τις αλβανικές δομές εξουσίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο έγινε και η συγκέντρωση στο χωριό Δερβιτσιάνη από τους αξιωματούχους του καθεστώτος, στην οποία κατακρίνονταν ή κατακεραυνώνονταν οι απόπειρες για δραπέτευση στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το γεγονός ο Κυριακού καταγγέλλει τη στάση που είχε ο δάσκαλος και δημοσιογράφος Παναγιώτης Μπάρκας από τη Μπόντριστα, απέναντι στην οικογένεια του Κυριακού.
Η καταγγελία του Π. Μπάρκα στη σελ. 43, ακολουθεί και από άλλες τρείς ή τέσσερεις σελ. 169, 256, 234, 324, στις οποίες φωτογραφίζεται ή και στ’ ανοιχτά κατηγορείται ο Κ. Μπάρκας κατονομαζόμενος ως Σταλινιστής—Γκεμπελιστής του καθεστώτος Χότζα-Αλία, αλλά και ως Ιούδας του Ελληνισμού με θέση ανταποκριτή Ελληνικής Δημόσιας Τηλεόρασης στην Αλβανία. Αυτή η αντιπαράθεση που σαφώς έχει διαπροσωπικά χαρακτηριστικά, δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στον αναγνώστη. Το τι κρύβει ο καθένας στα βάθη της ψυχής του, αυτός και μόνο μπορεί να το ξέρει. Από τα δημοσιεύματα του Π. Μπάρκα και ειδικά από τη μελέτη του τρίτομου συγγραφικού του έργου «Τα ταξίδια της Φυγού», θαυμάζω την προσπάθεια και την τόλμη του να προβάλει τον διαχρονικό Ελληνικό Πολιτισμό της Βορείου Ηπείρου, απέναντι στον Αλβανικό Εθνικισμό, όντας καθηγητής στον Ελληνικό Τομέα Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου. Έχω διαβάσει τα άρθρα του στην εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» στη διάρκεια της Δικτατορίας και δεν έχω διαπιστώσει να ήταν οπαδός του καθεστώτος, πόσο μάλλον να ήταν και πράκτορας της Αλβανικής Ασφάλειας. Έτσι και νομίζω, οι καταγγελίες του Κυριακού να είναι αβάσιμες και υπερβολικές. Από τους ιδρυτές της Ομόνοιας, άλλοι ήταν εκείνοι που ενέργησαν κατ’ εντολή της Αλβανικής Ασφάλειας και σχημάτισαν αυτή την πολιτική οργάνωση, η οποία στη διαδρομή της απεδείχθη σκέτη αποτυχία του Ελληνισμού στην Αλβανία.
Στις περιγραφές του βιβλίου του Κ. Κυριακού για τη δραπέτευση του προς την Ελλάδα το 1990, πάλι είναι υπερβολικός παρουσιάζοντας τον εαυτό του «γυμνό, γρατζουνισμένο και μέσα στα αίματα.» Οι πρώτες επαφές του στο ελληνικό έδαφος ήταν με αξιωματούχους του Ελληνικού Κράτους και μεταξύ αυτών ήταν ο Ανδρέας Ζαρμπακόλας, προϊστάμενος της Υπηρεσίας Πληροφοριών(Ε.Υ.Π.) των Ιωαννίνων. Ο πρώτος έλληνας που υποδέχτηκε τον Κυριακού στο Δενβινάκι ήταν ο απεσταλμένος του Μητροπολίτη Σεβαστιανού, Πάτηρ Ανδρέας Τρεμπέλας.
Ο συγγραφέας Κυριακού, όντας κατειλημμένος από την αντίληψη ότι είχε συντελέσει στην Αλβανία σοβαρό και επικίνδυνο έργο, περίμενε το ονομά του να γίνει γνωστό από τις πρώτες ώρες άφιξής του στην Ελλάδα και τα Μ.Μ.Ενημέρωσης έπρεπε να το αναφέρουν σαν ιδιαίτερη είδηση. Προς απογοήτευση του, ή άφιξη του έγινε γνωστή μετά από τέσσερεις ημέρες.
Ποιό ήταν το πατριωτικό έργο του Κ. Κυρακού που είχε διαπράξει στην Αλβανία κατά τη διάρκεια 1986-1988; Αυτό ήταν τρείς επιστολές που είχε στείλει κρυφά στην Ελλάδα δια μέσου ελλήνων τουριστών, επισκεπτόμενοι εκείνη την περίοδο την Αλβανία. Οι επιστολές ήταν γραμμένες από τον ίδιο και κρυμμένες σε πακέτα τσιγάρων, τα οποία είχε δωρίσει σε έλληνες τουρίστες, χωρίς να γίνει αντιληπτός από την Αλβανική Ασφάλεια. Μια από τις επιστολές είχε αποδέκτη τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό, στην οποία υπήρχε και απάντηση του Μακαριοτάτου προς τη διακομίστρια Χρυσούλα Τοπαλίδου από Κοζάνη. Ιδού και ο απεσταλμένος του Μητροπολίτη Πάτηρ Ανδρέας, ήταν ο πρώτος που υποδέχτηκε τον Κυριακού σε ελληνικό έδαφος. Αυτά τα στοιχεία τα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του.
Αυτή η επιστολή ή το περιεχόμενό της, είχε πέσει στα χέρια της Αλβανικής Ασφάλειας και παρουσιάστηκε στην «Δίκη των πέντε» το 1994, ως αποδεικτικό στοιχείο συνεργασίας του Κυριακού με Ελληνικούς Δεξιούς Εθνικιστικούς Κύκλους. Η δεύτερη επιστολή είχε προορισμό τον πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής Γιάννη Αλευρά, αντίγραφο της οποίας ο συγγραφέας παρουσιάζει στο βιβλίο του. Το περιεχόμενο των επιστολών περιλάμβανε τη δύσκολη οικονομική κατάσταση που κυριαρχούσε στην τότε Αλβανία και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Ήπειρο. Αναφέρεται επίσης στις μυστικές προσπάθειες της Αλβανικής Ασφάλειας για την εξουδετέρωση δύο αντικαθεστωτικών ομάδων από διανοούμενους δασκάλους που δρούσαν στο Αργυρόκαστρο και Αγίους Σαράντα, αλλά που ήταν προδομένες από τα γεννοφάσκια τους. Ζητούσε την επέμβαση του Ελληνικού Κράτους. Εντυπωσιάζει η χρησιμοποίηση μίας λέξης σ’ αυτή την επιστολή: «μπορνούτ», η οποία χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση της Αλβανίας και ίσως να είναι αγγλική «burn out» που σημαίνει «σωματική και ψυχική κατάρρευση». Εκτός από τα δικαιολογημένα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, στο τέλος της επιστολής υπάρχουν ακατανόητες φράσεις όπως: «Το Κόμμα μας είναι αυτό που θα μας λυτρώσει. Όχι τάνα (τράβα) και να μη κόβεται, ή λυτρώστε μας ή αφήστε μας στα χάλια μας. Έτσι θα παγώσουν τα αισθήματα μας και θα έχει λιγότερα θύματα. Στην Αλβανική Κυβέρνηση πιθανώς να έχουν κερδίσει οι ενβεριστές...» Γιά πιο κόμμα μιλάει ο Κυριακού σ’ αυτή την επιστολή; Μέχρι και το Φεβρουάριο του 1991, κανείς βόρειοηπειρώτης δεν μπορούσε να φανταστεί να έχει δικό του κόμμα στην Αλβανία. Οι Ενβεριστές ήταν πάντα οι νικητές και οι απόγονοι τους συνεχίζουν να κυβερνούν ακόμα και σήμερα την Αλβανία. Και στην έκκληση προς την Ελληνική Βουλή: «ή λυτρώστε μας ή αφήστε μας στα χάλια μας», φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Κυριακού είχε μιά φαντασίωση, αναλογιζόμενος την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείπου το 1912—13, ή και την επέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Β. Ήπειρο το 1940—41. Υπήρχε όμως μιά τέτοια πιθανότητα το 1991, όταν τα Ελλήνο—Αλβανικά σύνορα κατακλύζονταν από χιλιάδες αλβανούς και βόρειοηπειρώτες μετανάστες; Η απάντηση είναι όχι. Όμως αυτή η σκέψη υπήρχε στο μυαλό αρκετών βόρειοηπειροτών και ειδικά εκείνων που ήταν βασανισμένοι από το καθεστώς Χότζα—Αλία. Αυτή την αναντιστοιχία μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας την κατάλαβε πολλά χρόνια αργότερα ο Κ. Κυριακού, όταν ο ίδιος ομολογεί: « Σήμερα προβληματισμένος – μήπως κάποιοι με περάσουν για τρελό— αλλά με την πεποίθηση πως κάτι έχει μείνει ακόμα στους Έλληνες και ίσως αυτοί οι ολίγοι νιώσουν των πόνο των σκλαβωμένων.» Η τρίτη κρυφή επιστολή του Κυριακού ήταν προορισμένη προς τη χήρα σύζυγο του θείου του Σπύρου Κυριακού που κατοικούσε στη Νέα Υόρκη. Όλοι μας τότε στα πρόθυρα κατάρρευσης του καθεστώτος, ψάχναμε συγγενείς στο εξωτερικό, αισθανόμενοι ότι θα μας ήταν χρήσιμοι. Πολλοί όμως απογοητεύτηκαν, γιατί όχι μόνο δεν τους βοήθησαν οικονομικά, αλλά δεν τους πλησίασαν καθόλου. Η επιστολή είχε μεταφερθεί στη θεία του Κυριακού που κατοικούσε στη Χαλκίδα, δια μέσου ενός φοιτητή τουρίστα από την Κέρκυρα. Σ’ αυτή την επιστολή περιγράφεται επίσης η οδυνηρή πολιτίκο—οικονομική κατάσταση στην τότε Αλβανία και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτή η επιστολή πιθανώς να ήταν σε γνώση της Αλβανικής Ασφάλειας, αλλά ο Κυριακού δεν μας λέει πως έπεσαν οι επιστολές στα χέρια της Αλβανικής Ασφάλειας. Δηλώνει μόναχα ότι «Προδόθηκα!» σελ 102. Από ποιόν προδόθηκε;
Σχετικά με τα βιογραφικά στοιχεία του θείου του, Σπύρου Κυριακού, στο βιβλίο καταγράφονται λίγα δεδομένα. Ο θείος είχε δραπετεύσει από τον Αλβανικό Στρατό το 1945, επειδή κινδύνευε η ζωή του από τους αλβανούς και μέχρι το 1956 είχε παραμείνει στην Ελλάδα. Είχε έρθει πολλές φορές μυστικά στην Αλβανία, εξυπηρετώντας την Πατρίδα Ελλάδα. Δεν αναφέρει όμως λεπτομέρειες για την πατριωτική δραστηριότητα του θείου του. Αυτά τα άτομα είχαν χαρακτηριστεί ως «Ντιβερσάντες» από την Αλβανική Ασφάλεια, γι’ αυτό και η οικογένεια του Κυριακού ήταν σε δυσμένεια από το καθεστώς. Μερικοί από αυτούς που έμπαιναν κρυφά στην Αλβανία στη δεκαετία του 1945--60 εξυπηρετούσαν προσωπικά συμφέροντα και όχι την πατρίδα.
Η πρώτη εγκατάσταση του δραπέτη Κυριακού στην Ελλάδα έγινε στη Χαλκίδα εκεί που κατοικούσε η θεία του, Ελευθερία Παπαδοπούλου. Από εκεί ξεκίνησε η περιοδεία του ανά την Ελλάδα, στην προσπάθεια ενημέρωσης του ελληνικού κοινού σχετικά με το Β.Η. Ζήτημα. Ο ίδιος γράφει, ότι είχε αναλάβει αρκετές επισκέψεις στην Αθήνα, Κοζάνη, Φλώρινα, Θεσπρωτία, Αγρίνιο και Ιωάννινα. Θεωρούσε τον εαυτό του αγωνιστή και η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από Ελλάδα με το όραμα της ένωσης της Β.Ηπείρου με την Ελλάδα. (σελ 91). Αυτή η άποψη προβάλει και σε πολλά άλλα σημεία του βιβλίου. Απεδώ ξεκίνησε η πολιτική του δραστηριότητα (αν μπορούμε να την πούμε έτσι) και συνέχισε με την ίδρυση του Σωματείου Φυλακισθέντων το Μάϊο του 1991, αποτελούμενο από φυλακισμένους και εξορισμένους βόρειοηπειρώτες στην Αλβανία Χότζα—Αλία. Το Σωματείο σκόπευε και φιλοδοξούσε στη δικαίωση και ψυχική ανακούφιση όλων εκείνων που είχαν δεινοπαθήσει στη Δικτατορία του Χότζα. Στη σκέψη αυτών των 500 ατόμων υπήρχε η πεποίθηση, ότι εκτός από την οικονομική βοήθεια και τη διευκόλυνση των οικογένειών τους, θα είχε ως στόχο και την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος. Ένα από τα ηγετικά στελέχη του ήταν και ο Κώστας Κυριακού, ο συγγραφέας του βιβλίου, ο οποίος εκλέγη γενικός γραμματέας του Σωματείου.
Το Σωματείο Φυλακισθέντων ξεκίνησε να χτυπά διάφορες κομματικές και κρατικές πόρτες, αλλά το ελληνικό κατεστημένο έδειξε πλήρη αδιαφορία. Πολλοί αξιωματούχοι του Ελληνικού Κράτους δεν γνώριζαν καν, τι είχε διαδραματιστεί στη Β.Ήπειρο στην περίοδο της Δικτατορίας και πολλοί άλλοι αντιμετώπισαν της ηγεσία του Σωματείου, ως αγροίκους, περίεργους και οπισθοδρομικούς, χωρίς να τους δίνουν καθόλου σημασία. Το Σωματείο, απευθυνόμενο με επιστολή στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κ. Μητσοτάκη, εκτός των άλλων αιτημάτων, ζητούσε και τη δημιουργία ενός φορέα που θα είχε αποκλειστική απασχόληση την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος. Μετά από αυτή την επιστολή, υπήρχαν κάποια σημάδια ανταπόκρισης. Το Σωματείο συνέχισε να έχει δραστηριότητα και η πρώτη του διαμαρτυρία εκφράστηκε μπροστά στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα το 1991, όταν η Αλβανική Κυβέρνηση είχε ασκήσει διωγμό στον έλληνα ιερέα του Αργυροκάστρου και παρέμβαινε στη λειτουργία της Ομόνοιας. Είχε νομοθετήσει επίσης τον άδικο νόμο 7501 σχετικά με τις περιουσίες των βόρειοηπειρωτών. Σ, αυτή τη διαμαρτυρία η Αλβ. Πρεσβεία ήταν ταμπουρωμένη, αλλά πίσω από τις κουρτίνες βιντεοσκοπούσαν τα πρόσωπα αυτών που συμμετείχαν σ’ αυτή τη διαμαρτυρία. Αυτό το υλικό χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως αποδείξεις αντιαλβανικών πράξεων σε βάρος των κατηγορουμένων στην ‘’Δίκη των Πέντε’’ το 1994. Εκτός αυτής της πράξεως το Σωματείο Φυλακισθέντων είχε στείλει υπομνήματα σε διάφορα Υπουργεία, με αιτήματα επίλυσης αρκετών προβλημάτων που ταλαιπωρούσαν όλους του νεοαφιχθέντες βόρειοηπειρώτες στην Ελλάδα.
Η υφυπουργός Β. Τσουδερού του Υπουργείου Εξωτερικών είχε αναλάβει την υπόθεση των φυλακισθέντων και τους παρέπεμψε για συνεργασία με το Ίδρυμα Υποδοχής & Αποκατάστασης Ομογενών (Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.) το οποίο είχε σχηματιστεί από το 1980 για τον επαναπατρισμό ομογενών από τη Σ. Ένωση. Το άτομο που ασχολήθηκε αποκλειστικά με το Σωματείο ήταν ο σύμβουλος Δημήτριος Κόκκινος, ο οποίος ζήτησε κατάλογο αιτημάτων και παρέπεμψε τους αιτούντες να συνεργαστούν με το παράρτημα Ιωαννίνων. Ενώ στην αρχή αυτή η προσπάθεια φαίνονταν να είναι ειλικρινής, αργότερα κατέληξε να είναι μια παγίδα καλά μελετημένη και σχεδιασμένη με σκοπό να διασπάσει το κίνημα των Φυλακισθέντων, να τους ξεφορτωθεί και να μην συμπληρώσει στο ελάχιστο τα αιτήματά τους. Η πρώτη προσπάθεια ήταν να σπείρουν τη διχόνοια στους κόλπους του σωματείου, υποδεικνύοντας την τοποθέτηση Χ-προέδρου σωματείου, το όνομα του οποίου πάλι δεν τολμάει να το πει ό Κυριακού και δευτερευόντως να μετατοπίσουν τους φωνακλάδες Σύρμου και Κυριακού, δήθεν με την ιδιότητα των υπαλλήλων στο παράρτημα Ιωαννίνων, γιατί από εκεί θα διανέμονταν οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια προς την Αλβανία και όχι μόνο για τις περιοχές που κατοικούσε ελληνικός πληθυσμός.
Στην αρνητική αντιμετώπιση του Σωματείου Φυλακισθέντων από αξιωματούχους του Ελληνικού Κράτους, πολλοί από αυτούς πίστευαν και εξέφραζαν την άποψη, ότι το Ελληνικό Κράτος δεν τους χρωστούσε τίποτα και δεν ευθύνονταν η Ελλάδα για τους διωγμούς που υπέστησαν στην Αλβανία. Σ’ αυτές τις αψιμαχίες, οι φυλακισθέντες δεν μπορούσαν να δεχτούν αυτές τις απόψεις, γιατί μέσα βαθιά στην ψυχή τους πίστευαν και πιστεύουν ακόμα, ότι ο διωγμός τους συνέβη μόνο και μόνο επειδή έτυχε να είναι ελληνικής καταγωγής και έχουν δίκιο.
Τα αιτήματα τους ήταν κυρίως οικονομικής φύσεως, εισαγωγής των παιδιών τους στα πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις και διοργάνωσης σεμιναρίων για επαγγελματική αποκατάσταση.
Η μετάθεση του Ηρακλή Σύρμου και Κώστα Κυριακού στα Ιωάννινα με προσωρινή σύμβαση και πληρωμή 100.000 δραχμών το μήνα, τους δελέασε κυριολεκτικά, σπεύδοντας να υπογράψουν τη συμβαση χωρίς ν’ αντιληφθούν το δέλεαρ και την παγίδα. Αυτό προκάλεσε ζήλια και δυσαρέσκεια στους άλλους φυλακισθέντες με αποτέλεσμα να τσακωθούν και να διασπαστεί το σωματείο. Αυτά τα γεγονότα συνέβησαν το Σεπτέμβριο του 1991 και όταν οι αγωνιστές έφθασαν στα Ιωάννινα, κατάλαβαν το διαβολικό σχέδιο του Ιδρύματος, αφού στην επαφή που είχαν με τον Μ. Σεβαστιανό, τους συμβούλεψε αναστατωμένος, να μην πιστεύουν ούτε το Σαμαρά, ούτε την Τσουδερού. Τούς είπε: «Θα σας κοροϊδέψουν και θα σας τη φέρουν μπαμπέσικα. Αυτοί έριξαν εμένα, εσάς να μην ρίξουν; Θα χάσετε το κύρος του πολιτικού κρατούμενου. Μακριά από την πολιτική και τα κόμματα.»
Άλλωστε και στη σελίδα 161 του βιβλίου αναφέρεται: «Ο μόνος αληθινός και ακούραστος συμπαραστάτης του αγώνα μας, οικονομικά, συμβουλευτικά και με κάθε άλλο τρόπο ήταν ο αείμνηστος Σεβαστιανός.»
Σχετκά με το Β.Η. Ζήτημα, σ’ αυτό το σημείο του βιβλίου σελ 134, ο Κυριακού προτιμά να σιωπάσει και να μην αναφερθεί σε λεπτομέρειες και ονόματα, γιατί αυτά διχάζουν και δεν εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον. Παρακάτω όμως δίνει κάποια αξιοπρόσεκτα στοιχεία.
Στη σελίδα 143 γραφεί: « Πριν ταξιδέψουμε για τα Γιάννενα, μας φώναξαν στο ΥΠΕΞ, στο γραφείο του Υπουργού. Εκεί είχαμε μια σύντομη συνάντηση με κάποιους κυρίους, που επί πολλές δεκαετίες αγωνίζονταν για την επίλυση του εθνικού Βόρειουηπειρωτικού Ζητήματος. Μαζί τους ήταν και ένας κύριος που τον βλέπαμε για πρώτη φορά. Μας είπαν ότι είναι ο Β.Β. ηπειρώτης και αρχηγός της Ελλ. Αντικατασκοπείας... Αυτός ο κύριος μας ξεπροβόδισε και στο διάδρομο κοιτάζοντας μας κατάματα μας είπε: ‘’ Στις 12 τα μεσάνυκτα αν σας φωνάξω, θέλω να είστε έτοιμοι ν’ ανταποκριθείτε’’.»
Αυτές οι δραστηριότητες και οι επαφές της ηγεσίας του Σωματείου Φυλακισθέντων, όπως και η συσχέτιση των αιτημάτων τους με την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος, ήταν αρκέτα για τους αλβανούς εισαγγελείς να τα θεωρούν αποδεικτικά στοιχεία στην καταδίκη των πέντε στελεχών της Ομόνοιας, αφού αργότερα τα δύο στελέχη Σύρμου και Κυριακού, ήταν και στην ηγεσία Ομόνοιας Αργυροκάστρου.
Το Σεπτέμβριο του 1991 οι δύο αγωνιστές με την ιδιότητα του φύλακα μετακόμησαν στο παράρτημα Ιωαννίνων του Ιδρύματος ( Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.) με υπεύθυνο τον Κώστα Χαλιμά. Από τις ομολογίες του βιβλίου φαίνεται ότι οι προαναφερόμενοι φιλοδοξούσαν να έχουν όχι μόνο το καθήκον του απλού φύλακα στις αποθήκες βοήθειας προς την Αλβανία του Ιδρύματος, αλλά να έχουν και ενεργό δραστηριότητα στη διανομή αυτής τη βοήθειας, επειδή γνώριζαν από Αλβανία, στη οποία θα κατέληγε αυτή η βοήθεια . Αμέσως ίδρυσαν και στα Ιωάννινα Σωματείο Φυλακισθέντων με πρόεδρο τον Σύρμο και γραμματέα τον Κυριακού. Εκτός από τις επαφές με τους υπαλλήλους του Ιδρύματος, οι αγωνιστές ήρθαν σ’ επαφή και με στελέχη της Ομόνοιας στη Β. Ήπειρο, αλλά μ’ εκείνους δεν συμφωνούσαν σε πολλά ζητήματα, επειδή εκείνοι ήταν μέχρι χθες, καθηγητές, γιατροί, εισαγγελείς και δημοσιογράφοι του προηγούμενου καθεστώτος. Έτσι τους καταγράφει ο Κυριακού, αλλά φαίνεται και να τους ζηλεύει. Η πολιτική άποψη αυτών των ανθρώπων ήταν πολύ διαφορετική με εκείνη των φυλακισθέντων και καθιστούσε αδύνατη τη συνεργασία τους. Όμως οι επαφές μεταξύ τους στα Ιωάννινα ήταν συχνές. Είχαν έρθει σ’ επαφή και με τον πρώτο πρόεδρο της Ομόνοιας Ανδρέα Ζαρμπαλά, τον οποίο ο Κυριακού τον χαρακτηρίζει προβληματισμένο, ειλικρινή, αλλά χωρίς διάθεση για τολμηρά βήματα. Αυτό που υπονοεί με τολμηρά βήματα, είναι βεβαίως η επίλυση του Β.Η. Ζητήματος.
Η δεύτερη απασχόληση των αγωνιστών θα ήταν η διοργάνωση επαγγελματικών σεμιναρίων για τους βόρειοηπειρώτες, χρηματοδοτούμενα από το Ίδρυμα με διάρκεια δύο ετών. Τα επαγγέλματα που θα διδάσκονταν ήταν για ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, ψυκτικούς κ.τ.λ. Αυτό το σεμινάριο λειτούργησε μόνο για πέντε μήνες και τα άτομα που συμμετείχαν ήταν 27. Αυτή η ενέργεια όμως χαρακτηρίστηκε ως εχθρική πράξη για την Αλβανία και στην ‘’Δίκη των Πέντε’’ παρουσιάστηκε ως αποδεικτικό στοιχείο, ισχυριζόμενοι οι αλβανοί εισαγγελείς, ότι εκεί διδάσκονταν πολεμικές τέχνες με σκοπό τρομοκρατικών πράξεων σε βάρος της Αλβανιας. Ο Κυριακού έχει παράπονο για την τότε Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία δεν παρουσίασε κανένα επιχείρημα και στοιχείο για να καταρρίψει των ισχυρισμό των Αλβανών.
Ένα άλλο ζήτημα που έφερε σε αντιπαράθεση τους αγωνιστές με την ηγεσία του Ιδρύματος ήταν η διαπίστωση εκ μέρους τους, ότι πολλές από τις βοήθειες χάνονταν στο δρόμο, επειδή οι υπάλληλοι του Ιδρύματος συναλλάσσονταν με κοινοτάρχες στη Βόρεια Ήπειρο. Προς τα έξω όμως, φαίνονταν πως όλα κυλούσαν νόμιμα. Σε μία από τις περιπτώσεις κλοπής ή ατασθαλιών αναφέρει ο Κυριακού, βρέθηκαν να είναι αυτόπτες μάρτυρες στο λιμάνι της Ιγουμενίτσας, εκεί που ξεφορτώνονταν τα κοντεϊνερ των βοηθειών. Οι αγωνιστές κατήγγειλαν αυτές τις ατασθαλίες στο Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο έστειλε προς έρευνα τον τότε σύμβουλο Π. Καρκαμπάση. Δεν διαπιστώθηκαν όμως τεκμηριωμένες αποδείξεις, έτσι και το θέμα έκλεισε χωρίς αποτέλεσμα. Μάλιστα ο Κυριακού δημοσιεύει στο βιβλίο την επιστολή της κ/ας Τσουδερού προς απάντηση στις καταγγελίες τους.
Αυτό το γεγονός προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Ιδρύματος, η ηγεσία του οποίου σκάρωσε την τελευταία πράξη για να τους ξεφορτωθεί και να τους ξαποστείλει εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Πάλι τους δελέασαν με την υπόσχεση δωρεάς ενός γεωτρυπάνου 120 εκατομυρίων δραχμών, με το οποίο θα τρυπούσαν τον κάμπο της Δρόπολης και ενώ θα δούλευαν άλλοι άνθρωποι, τα αφεντικά Σύρμου και Κυριακού θα είχαν κέρδη χωρίς να κουράζονται. Έξυπνο. Έτσι και έληξε η σύμβαση με το Ίδρυμα, ένα χρόνο και κάτι, οι αγωνιστές βρέθηκαν ξανά στη Δερβιτσιάνη, αλλά και πάλι με αξιώματα, ο Σύρμος πρόεδρος Σωματείου Φυλακισθέντων νομού Αργυροκάστρο και ο Κυριακού γραμματέας. Πρόεδροι και γραμματείς στην Ελλάδα, πρόεδροι και γραμματείς στην Αλβανία.
Απεδώ και πέρα ομολογεί ο Κυριακού, ξετυλίγεται το σατανικό σχέδιο της ηγεσίας του Ιδρύματος (παράρτημα Ιωαννίνων) και καταλήγει με τη σύλληψη των πέντε στελεχών της Ομόνοιας στις 18/Απριλίου του 1994. Η σύλληψη χαρακτηρίζεται ως νύχτα του Αγίου Βαρθολεμαίου, ασφαλώς χωρίς να είχε νεκρά θύματα.
Το Σωματείο Φυλακισθέντων Βόρειοηπειρωτών και ειδικά το παράρτημα Ιωαννίνων ήθελαν νε έχουν επιρροή και να ρυθμίζουν τη δράση τη Ομόνοιας στην Αλβανία, έτσι και στις εκλογές για προεδρία αυτής της Οργάνωσης τον Φεβρουάριο του 1992 στους Αγίους Σαράντα, οι αγωνιστές και άλλοι πρώην φυλακισμένοι ήθελαν να εκλέξουν για πρόεδρο δικό τους υποψήφιο, αλλά κέρδισε τις εκλογές ο Σωτήρης Κυριαζάτης (τώρα αείμνηστος), πρώην φυλακισμένος κι’ αυτός, αλλά ο Κυριακού αφήνει αιχμές για τον πρόεδρο λέγοντας: « ο Κυριαζάτης ήταν πρώην κομμουνιστής και ήταν τυχερός, επειδή δεν είχε κάνει πολλά χρόνια φυλακή.» Συμπληρώνει επίσης ότι ο Κυριαζάτης δεν έβλεπε την πραγματικότητα όπως την αντίκριζαν και την αισθάνονταν οι περισσότεροι που είχαν περάσει τα κάτεργα της Δικτατορίας του Χότζα. Στη σελίδα 164, αναφέρεται επίσης στη οργάνωση Β.Η.Κ.Α. (Βόρει—Ηπειρωτικό Κίνημα Απελευθέρωσης) στους Αγίους Σαράντα στη δεκαετία 1980—90 πριν καταρρεύσει το καθεστώς της Δικτατορίας, χωρίς να αναφέρει ονόματα και γεγονότα, αλλά καταλήγει με τις λέξεις ‘’ Προδοθήκανε’’, μαλίστα με πυχαία γράμματα. Ποιοι ήταν όμως οι προδότες; Δεν τους κατονομάζει.
Η ανάμειξη του Σωματείου Φυλακισθέντων λέει ο Κυριακού, στις υποθέσεις της Ομόνοιας δεν άρεσε καθόλου σε κάποια αφεντικά στη Αθήνα που θεωρούσαν τους αγωνιστές απρόβλεπτους και μη ελεγχόμενους, γι’ αυτό αποφάσισαν να τους τσακίσουν και να τους βγάλουν νόκ-άουτ. Δεν μας εξηγεί όμως γιατί να το έκαναν αυτό και ποιοι ήταν αυτά τα αφεντικά; Αυτούς όμως, ο Κυριακού θεωρεί υπαίτιους για τις μετέπειτα εξελίξεις και την οδήγηση τους στα κρεματόρια του Σαλί Μπερίσια, έτσι όπως ονομάζει τις φυλακές Τιράνων, χειρότερες και από την περίοδο του Ε. Χότζα.
Την άνοιξη του 1992, μετά τις εκλογές, υπήρχε μεγάλη αντιπαράθεση και διαφωνίες στους κόλπους της Ομόνοιας, εξ αιτίας συμμετοχής πρώην φυλακισμένων, αλλά και εξ αιτίας μιάς δήλωσης του Θ. Μπεζιάνη (Πρόεδρου Ομόνοιας Αργυροκάστρου) σε μιά εφημερίδα της Θεσαλονίκης. Αυτή η δήλωση δεν είχε αρέσει σε κάποιους, ενώ από τους διαφωνούντες στους κόλπους της Ομόνοιας, ο Κυριακού αναφέρει και πάλι το όνομα του Παναγιώτη Μπάρκα. Δεν μας εξηγεί όμως ποιές ήταν οι δηλώσεις, ποιοί ήταν αυτοί ή οι κάποιοι, και γιατί δεν τους είχαν αρέσει οι δηλώσεις. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να έχει ξεκάθαρη εικόνα για τις διεργασίες και τις ζυμώσεις που γίνονταν στην Ομόνοια του 1992, αλλά καταλαβαίνει ευκόλα την ψωροπερηφάνια των αγωνιστών, αφού συμμετείχαν ως ηγετικά στελέχη στην Ομόνοια, αλλά και στο Σωματείο Φυλακισθέντων νομού Αργυροκάστρου. Αυτή φαίνεται στις παρακάτω δηλώσεις σελ. 169: «Οι συμπατριώτες μας έβλεπαν σαν απεσταλμένους του Ελληνικού Κράτους, επειδή είχαμε εργαστεί ως υπάλληλοι του Ιδρύματος Ε.Ι.Υ.Α,Π.Ο.Ε. στα Ιωάννινα, υπαγόμενο στο ΥΠΕΞ. Ελλάδος (φύλακες ήταν). Αφουκράζονταν προσεκτικά τα όσα τους λέγαμε. Σε κάθε έκκληση για διαμαρτυρία και συλλαλητήρια ήταν όλοι στο πόδι.» Σ’ αυτή την φάση όμως, όπως δηλώνει και ο ίδιος, στη Β. Ήπειρο έκαναν ακόμα κουμάντο οι χαφιέδες του πρωηγούμενου καθεστώτος.
Στη συνέχεια του βιβλίου ο Κυριακού ξεδιπλώνει τέσσερεις πράξεις εξαπάτησης από την Ελληνική Πολιτεία, οι οποίες αργότερα θα γινόταν η αιτία της σύλληψης και φυλάκισης των Πέντε της Ομόνοιας από το Αλβανικό Κράτος. Η πρώτη πράξει εξαπάτησης ήταν η μεταφορά δίκαννων κυνηγετικών όπλων στη Β. Ήπειρο με «πλήρη μυστικότητα», με το πρόσχημα αυτοάμυνας στα χωριά της Β. Ηπείρου, από τους ληστές και τα αλβανικά κακοποιά στοιχεία που λυμαίνονταν την περιοχή. Τα όπλα θα τα εξασφάλιζε το Ίδρυμα, τους αποδέκτες θα τους καθόριζαν ο Σύρμου και ο Κυριακού, ενώ όλη η διδικασία θα ήταν νόμιμη με αποδείξεις στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Αυτό ισχυρίζεται ο Κυριακού στο βιβλίο του. Εδώ όμως προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: Θα απελευθέρωναν τη Β. Ήπειρο με κυνηγετικά όπλα; Τόση μεγάλη αφέλεια είχαν οι αγωνιστές, όταν τους εδώθη εντολή να είναι η διαδικασία «πλήρης μυστικότητας», ενώ η εκτέλεση της μεταφοράς θα ήταν νόμιμη και με χαρτιά; Γινόταν αυτό; Δεν είναι γνωστό πόσα τέτοια όπλα πέρασαν στην Αλβανία, αλλά οι γενίτσαροι δεν άργησαν να ενημερώσουν τις αλβανικές αρχές. Αυτές οι πράξεις με αποδεικτικά στοιχεία, ήταν η κύρια κατηγορία σε βάρος των στελεχών της Ομόνοιας στη Δίκη των Πέντε το 1994 στα Τίρανα. Αυτές τις αφελείς πράξεις, ο Κυριακού της θεωρεί ακόμα ως πράξεις προδοσίας.
Η δεύτερη εξαπάτηση ήταν από απεσταλμένους της Αθήνας και από την ηγεσία του Ιδρύματος στα Ιωάννινα, ότι δήθεν είχαν εξασφαλίσει μιά μεγάλη βοήθεια προς τη Β. Ήπειρο αποτελούμενη από 100 τραχτέρ, 100 συνεργεία αυτοκινήτων, ξυλουργεία και εξοπλισμός για μαρμαράδικα. Η παροχή τους με τη μορφή δωρεάς θα γινόταν με την προϋπόθεση, ότι τα άτομα που θα τα έπαιρναν θα ήταν υποχρεωμένα να επιστρέψουν στα χωριά τους. Αυτές ήταν φρούδες ελπίδες και δεν πραγματοποιήθηκε τίποτα από αυτές, εκτός από τη δωραιά δύων τρακτέρ και ένα αρτοποιείο.
Η Τρίτη εξαπάτηση ήταν σχετικά με το γεωτρύπανο που αναφέραμε παραπάνω, το οποίο λειτούργησε ως δέλεαρ για την υπογραφή των παραιτήσεων του Σύρμου και Κυριακού από το Ίδρυμα και επιστροφή τους στη Δερβιτσιάνη. Αυτό το γεωτρύπανο δεν εδόθη σε κανένα βόρειοηπειρώτη.
Η τέταρτη εξαπάτηση από την Ελληνική Πολιτεία ήταν οι ψεύτικες υποσχέσεις που έδιναν οι αξιωματούχοι του Ελληνικού Προξενείου Αργυροκάστου για οικονομική βοήθεια προς τους Βόρειοηπειρώτες για εφοδιασμό με βίζα και εύρεσης εργασίας στη Ελλάδα.
Η επιστροφή των αγωνιστών στη Δερβιτσιάνη το 1991, συνέπεσε με το άνοιγμα του Ελληνικού Προξενείου Αργυροκάστρου και ο πρόξενος Βασίλης Μπουρνόβας είχε επισκεφθεί δύο φορές το σπίτι του Κ. Κυριακού στη Δερβιτσιάνη. Στην πρώτη επίσκεψη, η μητέρα του Κυριακού είπε στον πρόξενο: «Τι ήρθες μόνος σου παιδί μου, πες στο Μητσοτάκη να στείλει τους λεβέντες τσολιάδες να μας απελευθερώσουν». Αυτή η φράση μπορεί να είναι και αληθινή, αλλά προκύπτει το ερώτημα: « Γιατί επέστρεψε στη γενέτειρα του ο Κυριακού, αφού πίστευε ότι η πατρίδα του συνέχιζε να ήταν υπό Αλβανική Κατοχή;»
Πόσο απατηλά συσχετίζονταν οι προσπάθειες για μιά καλύτερη ζωή με τη φαντασία επίλυσης του Β.Η. Ζητήματος ή και την απελευθέρωση από τον αλβανικό ζυγό. Στις επόμενες εξελήξεις, αυτές οι αυταπάτες οδήγησαν τους αγωνιστές και άλλα στελέχη της Ομόνοιας σε απίστευτη ταλαιπορεία και βασανισμό. Εκ των υστέρων οι αγωνιστές θεωρούν ότι ήταν θύματα διαβολικών σχεδίων από λειτουργούς της Ελληνικής Πολιτείας και δεν βλέπουν την αφέλεια τους στις πράξεις και στις λανθασμένες προτοβουλίες τους. H υπερβολική αυτοεκτίμηση φαίνεται στις δηλώσεις του Κυρακού όταν λέει: «Ο κόσμος μας πίστευε και ακουμπούσε πάνω μας. Πρίν καλά καλά γυρίσουμε στο τόπο μας, μας έκλεξαν στη Δημογεροντιά της Δερβιτσιάνης. Πίστευαν στη δρομολόγηση για την επίλυση του Β.Η. Ζητήματος, εκτός από τ άλλλα προβλήματα της περιοχής.»
Οι πρώτες απλές πράξεις τους με πολιτική χροιά ήταν να δώσουν ονομασίες και να τοποθετήσουν πινακίδες στην πλατεία του χωριού και σε κάποιους δρόμους, τα ονόματα του Βασίλη Σαχίνη, του Κ. Μητσοτάκη και Αντώνη Σαμαρά, ενώ στη Εστία Μορφώσεως έδωσαν το όνομα του Μητροπολίτη Σαβαστιανού. Στο λογότυπο του Μητροπολίτη διαβάζουμε ( Κονίτσης, Πωγωνιανής και Δρυινουπόλεως), παρόλο που η Δρόπολη ήταν πάντοτε κάτω από την εποπτεία Μητρόπολης Αργυροκάστρου. Στο βιβλίο αναφέρεται και ένα ευτράπελο. Δήθεν ένα στέλεχος του Πασόκ, πλησίασε αργότερα τον Κ. Κυριακού και του υποσχέθηκε δωροδοκία, αν άλλαζαν την ονομασία της πλατείας του χωριού από Κ. Μητσοτάκη σε Α. Παπαντρέου. Αυτές οι απλές πράξεις θεωρήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία στην Δίκη των Πέντε, καταλογίζοντάς τους κατηγορίες προσπάθειας ελληνοποίησης της περιοχής.
Στις αρνητικές εξελίξεις σχετικά με το Β.Η. Ζήτημα, ο Κυριακού αποδίδει μεγάλες ευθύνες στην Κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία είχε έρθει πάλι στην εξουσία το 1993 και συνέχιζε να εφαρμόζει το Δόγμα Παπούλια της άρσης της Εμπόλεμης Κατάστασης με την Αλβανία, ψηφισμένη από την Ελληνική Βουλή το 1986. Αυτές οι πράξεις του Πασόκ, θεωρούνται από τον Κυριακού ως προδοτικές, επειδή η Ελλάδα παραχώρησε δικαιώματα στους αλβανούς χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Πριν έρθει το Πασόκ στην εξουσία, το καλοκαίρι του 1993, στο Αργυρόκαστρο είχαν διαδραματιστεί δραματικά γεγονότα, όταν οι Αλβανικές Αρχές και τα παλικάρια του Σαλί Μπερίσια είχαν επιτεθεί σε διαμαρτυρία των βόρειοηπειρωτών για τον διωγμό του Αρχιμαντρίτη Χρυσόστομού Μαηδώνη, τον οποίο η Κυβέρνηση Μπερίσια τον υποχρέωσε να εγκαταλήψει την Αλβανία. Ο αδελφός του Κ. Κυριακού, Θωμάς Κυριακού, με την ιδιότητα του γραμματέα της Ομόνοιας Αργυροκάστρου, αφού είχε κακοποιηθεί από την Αλβανική Αστυνομία, είχε κάνει τότε έκκληση για επέμβαση του Ελληνικού Στρατού για προστασία των βόρειοηπειρωτών. Αυτή η διενέργεια θεωρήθηκε επίσης ως βαρία κατηγορία στην Δίκη των Πέντε, αποκαλώντας υπεύθυνη την Οργάνωση της Ομόνοιας, η οποία καλούσε τους βόρειοηπειρώτες σε στασίαση και απόσπαση εδαφών Αλβανικής Κυριαρχίας και προσάρτηση τους στην Ελλάδα.
Με την ανάδειξη του Πασόκ στη διακυβέρνηση της Ελλάδας το Φθινόπωρο του 1993, ξύπνησαν οι πέμπτοφαλαγγίτες και οι γενίτσαροι βόρειοηπειρώτες λέει ο Κυριακού, προσπαθώντας να διευρύνουν τη συνεργασία τους με το Πασόκ, αλλά και με τα Αλβανικά Κόμματα. Μάλιστα το Πασόκ είχε αρχίσει να βοηθά αυτά τα στοιχεία, αναφέρει ο Κυριακού, εγκαθιστώντας μια μεγάλη αποθήκη με ψυγεία στο χωριό Γιωργουτσάτες, χωρητικότητας χιλιάδων τόνων εμπορευμάτων.
Με την επίσκεψη Παπούλια στα Τίρανα το 1994, ο Κυριακού ισχυρίζεται ότι το Πασόκ θα άλλαζε την πολιτική συμπεριφορά της Ελλάδος απέναντι της Αλβανίας, δεν θα επενέβαινε στις εσωτερικές της υποθέσεις και δεν θα τηρούσε τους έξι όρους που είχε θέσει ο Μητσοτάκης στην πρώτη του επίσκεψη στην Αλβανία. Ένας από του όρους ήταν και το Β.Η. Ζήτημα, το οποίο θα επιλύοταν όπως το Ζήτημα του Κοσυφοπεδίου με τους Σέρβους.
Η Κυβέρνηση του Πασόκ υποβάθμησε και έβγαλε από την ατζέντα της το Β.Η. Ζήτημα. Αυτό δίχασε περισσότερο τους βόρειοηπειρώτες και υποχρέωσε μερικούς να μεταπηδήσουν σε αλβανικά κόμματα.
Μετά την πτώση της Δικτατορίας, οι αλβανικές κυβερνήσεις έβλεπαν με καχυποψία την πολιτική δραστηριότητα της Ομόνοιας, επειδή συμμετείχαν σ’ αυτή και πολιτικοί κρατούμενοι του πρωηγούμενου καθεστώτος. Αυτούς δεν το επιθυμούσε ούτε το Πασόκ.
Επί διακυβέρνησης Πασόκ 1993—94, οι γενίτσαροι και οι πέμπτοφαλαγγίτες στη Β.Ήπειρο, έλαβαν ενεργό δράση και ζητούσαν επίμονα την παραίτηση της ηγεσίας της Ομόνοιας, θεωρώντας την κατειλημμένη από δεξιούς και πρώην φυλακισμένους. Αναφέρεται στο βιβλίο (σ. 234) μια πολιτική συνάντηση στελεχών της Ομόνοιας στο χωριό Σωφράτικα Κάτω Δρόπολης τον Μάρτιο 1994, στην οποία συμμετείχε το προεδρείο της Ομόνοιας, οι «7» διαμαρτυρόμενοι, ο Νομάρχης Αργυροκάστρου, βουλευτής νομού Αργυροκάστρου, έπαρχος Κάτω Δρόπολης, Πρόεδρος και Γραμματέας Φυκακισθέντων Νομού Αργυροκάστρου. Το επιχείρημα των διαμαρτυρόμενων ήταν να έρθουν στην ηγεσία της Ομόνοιας, επειδή στην εξουσία στην Ελλάδα είχε έρθει το Πασόκ και θα είχαν όλους τους δρόμους ανοιχτούς. Ζητούσαν επίμονα υποχρεωτική παραίτηση της ηγεσίας με απειλές και επί λέξη ο Κυριακού γράφει: « Αποχώρησαν δηλώνοντας: Αν δεν παραιτηθείτε από μόνοι σας, θα σας αναγκάσουμε εμείς! Ή θα παραιτηθείτε ή θα σας καταστρέψουμε! Θα αφήσουμε να περάσει η Εθνική γιορτή και μετά θα δείτε τι θα γίνει!..»
Πάλι ο Κυριακού δεν έχει το θάρρος να ονομάσει αυτούς τους «7» διαμαρτυρόμενους, αλλά χαρακτηρίζει αυτές τις πράξεις τους εγκληματικές και προδοτικές, σελ. 235.
Στις 25/3/1994, η οργάνωση της Ομόνοιας είχε στείλει υπομνήματα στη Αλβανική και Ελληνική Κυβέρνηση, όπως και στους Διεθνείς Οργανισμούς, επισημαίνοντας τους κινδύνους περιθωριοποίησης και διωγμού των ελλήνων βόρειοηπειρωτών από τα πατρώα εδάφη. Δεν αναφέρει όμως λεπτομέρειες για τους κινδύνους και τους λόγους των υπομνημάτων.
Στις 10/4/1994 διεξήχθη συνδιάσκεψη της Ομόνοιας και εξελέγει το 11- μελές Συμβούλιο με πρόεδρο ξανά τον Κ. Κυριαζάτη.
Όλα τα παραπάνω γεγονότα που προηγήθηκαν, ο Κυριακού τα συσχετίζει και τα συνδέει με το επεισόδιο του Φυλακίου της Επισκοπής στις 11/Απριλίου /1994. Σ’ αυτό το επεισόδιο σκοτώθηκαν ένας αλβανός αξιωματικός και ένας φαντάρος, τραυματίστηκαν άλλοι τρείς αλβανοί στρατιώτες και κλάπηκαν μερικά όπλα. Το γεγονός βέβαια δεν ήταν τυχαίο, αλλά ήταν η σπίθα και η αφορμή της εκρήξεως ενός αλβανικού μένους και ενός μη προηγούμενου πόγκρομ, κατά των βόρειοηπειρωτών και ειδικά σε βάρος των στελεχών της Ομόνοιας, τα οποία οι αλβανοί θεωρούσαν υπεύθυνα.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά στο κοινό, μάλιστα έχουν γραφτεί και βιβλία για την ‘’Δίκη των Πέντε’’. Μελετώντας το βιβλίο του Κυριακού προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: Ή φυλάκιση και ο διωγμός των ηγετικών στελεχών της Ομόνοιας, ήταν ή όχι μιά βρώμικη σκευωρία με κατασκευασμένα στοιχεία που αποσκοπούσε στην αναίρεση της Οργάνωσης και τον τερματισμό του Β.Η. Ζητήματος;
Η επιδρομή της Αλβανικής Ασφάλειας και Αστυνομίας δεν είχε προηγούμενο και ξεπερνούσε κατά πολύ τις πρακτικές του πρώην καθεστώτος. Στις ανακριτικές αρχές εξετάστηκαν πάνω απο 200 άτομα και η κατάληξη ήταν να παραπεμφθούν σε δίκη πέντε ηγετικά στελέχη της Ομόνοιας. Βασανιστήρια και συνεχόμενες ανακρίσεις με σκοπό να βρεθούν οι τρομοκράτες του αιματηρού επεισοδίου της Επισκοπής, αλλά και να ενοχοποιηθούν τα στελέχη της Ομόνοιας για συνωμοτικές & επαναστατικές πράξεις με σκοπό απόσπασης εδαφών από την Αλβανία και προσάρτηση αυτών στην Ελλάδα. Οι Αλβανικές Εισαγγελικές Αρχές κατασκεύασαν ένα κατηγορητήριο με 14 παραγράφους, προς ενοχοποίηση των προσωρινά φυλακισμένων.
Σε διάφορα άρθρα και βιβλία από τα στελέχη της Ομόνοιας, η ‘’Δίκη των Πέντε’’ χαρακτηρίζεται ως ‘’Δίκη Παρωδία’’ και ισχυρίζονται ότι άδικα κατηγορήθηκαν για ποινικά και πολιτικά αδικήματα. Παρόλο που το Ακυρωτικό Δικαστήριο τους άφησε ελεύθερους με πενταετή αναστολή, δεν αθωώθηκαν για τις πράξεις τους. Ειδικά για τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου, φαίνεται να αποδέχεται ή να επιβεβαιώνει ο ίδιος, κάποιες από τις κατηγορίες των Αλβανικών Αρχών.
1.- Η κυρίαρχη ιδέα του βιβλίου είναι ο αγώνας των δύο πρωταγωνιστών για επίλυση του Β.Η. Ζητήματος. Αλυτρωτισμός και αλλαγή συνόρων χωρίς να υπάρχει σχέδιο. Πως θα γινόταν αυτό, με πόλεμο ή με ειρηνικό τρόπο; Αρά, μήπως οι αλβανοί είχαν δίκιο κρίνοντας την υπόθεση από τη σκοπιά τους;
2.-Επαφές και συνομιλίες με αξιωματούχους της Ελληνικής Ασφάλειας, όπως ο Β.Β. αρχηγός Αντικατασκοπείας, και με τον Ανδρέα Ζαρμπακόλα, προϊστάμενος Ε.Υ.Π. Ιωαννίνων.
3.-Προσωπικές επαφές, βοήθεια και ανταλλαγή επιστολών με τον Μητροπολίτη Σεβαστιανό, οι οποίες επιστολές είχαν πέσει στα χέρια της Αλβανικής Ασφάλειας. Οι απόψεις και η πολιτική δραστηριότητα του Μ. Σεβαστιανού ήταν κόκκινο πανί για τους Αλβανούς.
4.-Η εμπλοκή στη μεταφορά δίκαννων κυνηγετικών όπλων στην Αλβανία με μυστικό τρόπο, έδωσε το δικαίωμα στις Εισαγγελικές Αλβανικές Αρχές να τους κατηγορήσουν για ένοπλή εξέγερση των βόρειοηπειρωτών. Αυτή η κατηγορία επί Χότζα καταδικάζονταν σε Θανατική Ποινή.
Σχετικά με το ποινικό σκέλος της κατηγορίας, δηλαδή εάν οι κατηγορούμενοι είχαν γνώση ή να ήταν αναμιγμένοι στο επεισόδιο της Επισκοπής, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο. Οι περιγραφές του Κυριακού αφήνουν να εννοηθεί ότι τους τη φέρανε.
Η απελευθέρωση τους μετά από ένα χρόνο, εξαρτήθηκε απ ́τη δημοσιότητα που έλαβε το γεγονός, από το ενδιαφέρον της Διακομματικής Επιτροπής της Ελληνικής Βουλής, από τον δικηγορικό αγώνα ελλήνων και ξένων δικηγόρων, όπως και η παρέμβαση του προέδρου των Η.Π.Αμερικής Μπίλλ Κλίντον.
Όμως ποιοι προκάλεσαν το αιματηρό επεισόδιο της Επισκοπής; Ποιοι ήταν οι φυσικοί και οι ηθικοί αυτουργοί; Ήταν προβοκάτσια, από ποιους και γιατί; Τα ονόματα τους δεν τα μάθαμε ποτέ. Ίσως θα μείνει και αυτό το ζήτημα ανεξιχνίαστο, όπως η δολοφονία του Ιταλού Ενρίκο Τελήνι το 1923 στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα.
Πάντως για την άποψη μου και πολλών άλλων, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση αυτού του τρομοκρατικού χτυπήματος έγινε από ανεγκέφαλους ανθρώπους, που ίσως να ήταν και υψηλόβαθμα στελέχη Ελληνικού Κράτους με καταστροφικό αποτέλεσμα για την Ομόνοια και για το Β.Η. Ζήτημα. Αυτούς ενοχοποιεί και ο Κυριακού στο βιβλίο του χωρίς να τους κατονομάσει. Μάλιστα στη σελίδα 297 του βιβλίου σχετικά με το βάρβαρο επεισόδιο στο Αργυρόκαστρο το 1991 κατά του αρχιμανδρίτη Χ.Μαηδώνη ο Κυριακού γράφει: «Μετά από μέρες οι αγωνιστές συναντήθηκαν στα Ιωάννινα με τον Αντιστράτηγο Β.Β., ο οποίος τους είπε: ‘’Ψηλά το κεφάλι και ανεβασμένο το ηθικό, η λευτεριά κερδίζεται με αίμα. Και τι έγινε αν σας χτύπησαν και σας έσπασαν τα δόντια...’’, κατέληξε: «Πηγαίνετε πίσω και μη φοβάστε τίποτες. Η Ελλάδα είναι μαζί σας». Εύκολα όμως να τα λέει κανείς αυτά εκ του ασφαλούς και άλλο να είσαι στην πρώτη γραμμή. Υπήρχαν όμως πιθανότητες για μαζική εξέγερση βόρειοηπειρωτών περί διεκδίκησης Αυτονομίας ή και ένωσης με την Ελλάδα τη δεδομένη στιγμή; Η απάντηση είναι, Όχι! Τα 2/3 των βόρειοηπειρωτών τότε βρίσκονταν στην Ελλάδα, αλλά και στην Αλβανία να βρίσκονταν δεν θα πετύχαινε η εξέγερση, επειδή ήταν τόσο πολύ διχασμένη η Ελληνική Κοινότητα, που με τίποτα δεν θα είχε αίσιο τέλος. Πολλοί βόρειοηπειρώτες ήταν τόσο συνεργάσιμοι με το Αλβανικό Κράτος στη διάρκεια της Δικτατορίας, είχαν εξουσία και προνόμια που ακόμα και σήμερα εδώ στην Ελλάδα νοσταλγούν για το προηγούμενο καθεστώς της Αλβανίας.
Οι μετέπειτα εξελίξεις έδειξαν ότι τα Ελληνικά Κόμματα ξέχασαν το Β.Η. Ζήτημα, για το οποίο είχαν κοπιάσει τόσο πολύ οι αγωνιστές του βιβλίου που ασχολούμαστε. Η ταλαιπωρία τους έχει βέβαια και συνέχεια εδώ στη Μητέρα Ελλάδα.
Το 1995, μετά την αποφυλάκιση των ‘’Πέντε τη Ομόνοιας’’ από τις φυλακές του Μπερίσια, ο Κυριακού βρέθηκε ξανά ξεκάρφωτος στην Αθήνα και χρειάστηκε να ξεκινήσει από το μηδέν. Δεν το έβαλε κάτω όμως και σ’ αυτό του ανήκουν συγχαρητήρια. Κατάφερε να γίνει και δικηγόρος μετά από πολλά χρόνια. Δραστηριοποιείται πάλι με το Σωματείο Φυλακισθέντων Βόρειοηπειρωτών και αγωνίζεται επίμονα για τα δικαιώματά τους. Το 1997 κατεβαίνει σε απεργία πείνας στην Πλατεία Κλαυθμώνος μαζί με άλλους πρώην φυλακισμένους του Σωματείου, διεκδικώντας αναγνώριση των αγώνων τους και την προσφορά στο Ελληνικό Έθνος. Για να σταματήσει η απεργία πείνας, η Κυβέρνηση του Πασόκ και αργότερα η Νέα Δημοκρατία αποφάσισαν να χορηγήσουν ελληνικά διαβατήρια σε μερικούς πρώην φυλακισμένους, τα οποία δεν ανανεώθηκαν μετά την πενταετία. Το 1998 ξεκίνησε η απονομή Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας σε όλους του βόρειοηπειρώτες και αργότερα το 2004 η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφάσισε να δικαιώσει το ηθικό αυτών των ανθρώπων χορηγώντας τους το ξεκάρφωτο μπρούτζινο ‘’Μετάλλιο για προσφορά στο Έθνος’’, χωρίς καμία οικονομική βοήθεια.
Σχετικά με την απόφαση απονομής μεταλλίων το 2004-2005, ο Κυριακού παρουσιάζει κάποιες ευτράπελες καταστάσεις, που ο αναγνώστης αναρωτιέται αν έχουν συμβεί στη πραγματικότητα ή αν ο συγγραφέας τις έχει αποτυπώσει με λανθασμένο τρόπο.
Το καλοκαίρι του 2003 ή Κυβέρνηση του Πασόκ είχε αποφασίσει την απονομή Μεταλλίων στους πρώην φυλακισμένους βόρειοηπειρώτες σε μια επίσημη τελετή και χαρούμενη ατμόσφαιρα γιορτής στο στάδιο ‘’Ειρήνης και Φιλίας’’. Στη σελίδα 221, σε μία συνομιλία της Αντιπροσωπίας των Φυλακισθέντων με τον υφυπουργό του Πασόκ Ιωάννη Μαγκριώτη στα πρόθυρα των εκλογών του 2004, μεταξύ άλλων είπε δήθεν ο υφυπουργός σ’ αυτούς: «Εκτός από το Μετάλλιο, η Κυβέρνηση Πασόκ είναι αποφασισμένη να σας χορηγήσει Σύνταξη Δημοσίου Πολέμου και άλλες παροχές....Να σας πώ και κάτι άλλο, το οποίο δεν είναι μυστικό. Εσείς, ως θύματα των κομμουνιστών – σοσιαλιστών Αλβανών, δεν ψηφίζετε το κόμμα μας, αλλά τη Νέα Δημοκρατία. Έχετε δίκιο, γιατί νομίζετε ότι εμείς ιδεολογικά είμαστε ίδιοι με τους διώκτες σας. Όμως κάνετε λάθος, εμείς δεν έχουμε καμία ιδεολογική συγγένεια με αυτούς που σας βασάνισαν και σας έβαλαν στις φυλακές.
Το Πασόκ θα τις χάσει τις εκλογές. Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. που θα μας διαδεχτεί, θα αναιρέσει όλα αυτά που έχουμε σχεδιάσει να πράξουμε για τη δικαίωση σας...Πως θα το πετύχουν αυτό; Θα σας βραβεύσουν και θα σας απονείμουν τα μετάλλια σε μυστική τελετή, στα υπόγεια του Υπουργείου Εξωτερικών, κρυφά, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.....
Ποτέ δεν θα εγκρίνουν νόμο χορήγησης Σύνταξης Πολέμου...και δεν θα αποδεχτούν το αίτημα σας για περίθαλψη μελών οικογενειών σας σε Στρατιωτικά Νοσοκομεία.»
Μείναμε άφωνοι, λέει ο Κυριακού. Άν αληθεύουν αυτές οι δηλώσεις, πόσο ανήθικες και ψηφοθηρικές φαίνονται; Το Πασόκ αν είχε ειλικρινείς προθέσεις απέναντι στους Φυλακισθέντες Βόρειοηπειρώτες, είχε περιθώριο οκτώ μηνών να νομοθετήσει θετικά και να οργανώσει την τελετή απονομής Μεταλλίων, αλλά την ανέβαλε για τις καλένδες. Πράγματι η τελετή εκτελέστηκε ένα χρόνο μετά, έτσι όπως την είχε ‘’προφητεύσει’’ ο υφυπουργός του Πασόκ, με συμμετοχή μόνο 6-7 ατόμων, κρυφά και στα υπόγεια του ΥΠΕΞ. Ντροπή μεγάλη! Γιατί παραδέχτηκε η τότε ηγεσία του Σωματείου Φυλακισθέντων αυτό τον εξευτελισμό από την Ελληνική Πολιτεία; ( Στο βιβλίο υπάρχει και φωτογραφία γι’ αυτό το γεγονός).
Ένα άλλο σημείο του βιβλίου που εντυπωσιάζει, αλλά που κατεβάζει αρκετά την αξία του, είναι η δήθεν προσπάθεια ενός κάποιου Τζέϊμς Μπόντ ή μυστικού πράκτορα «07», τον οποίο, πάλι δεν κατονομάζει ο συγγραφέας και ο οποίος ήθελε να μπλέξει τον Κυριακού σε τρομοκρατικές ενέργειες, όπως τη δολοφονία του Χ-Προέδρου του Ελλήνο—Αμερικανικού Επιμελητηρίου στην Αθήνα. Αυτές οι περιγραφές χωρίς ονόματα είναι παρατραβηγμένες και αστείες.
Τελειώνοντας με τις παρατηρήσεις μου, που ενδεχομένως θα προβληματίσουν τον συγγραφέα του βιβλίου ή και κάποιους άλλους, όμως το ένιωσα καθήκον μου να φωτίσω κάποιες πτυχές σχετικά με την πλοκή του βιβλίου που αφορούν Εθνικά Ζητήματα και να μην γράφει ο καθένας ότι του κατεβάσει η γνώμη του, χωρίς να συμβουλεύεται αρμοδίους. Βλέπει κανείς πως εξελίσσονται Εθνικά Ζητήματα, όπως εκείνο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όταν κάποιος τα χειρίζεται με τόση επιπολαιότητα ή απερισκεψία και όταν απέναντι σου έχεις ένα διαχρονικό επικίνδυνο εχθρό όπως είναι ο Τούρκος.
Σοφοκλής Έξαρχος
ιατρός
21/Νοεμβρίου/2020
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών