Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας
Αμνήστευση, επαναπατρισμός και απελάσεις
Το 1956, στο ίδιο πνεύμα με τις άλλες ανατολικές χώρες και στον απόηχο της μεγάλης επιτυχίας στο ανατρεπτικό κίνημα κατά του αλβανικού καθεστώτος (1946, 1953, 1953-1956), η Αλβανική Βουλή ψήφισε τον νόμο 2205/5-1-1956 «Για την αμνηστία των Αλβανών φυγάδων στην ξένη», σύμφωνα με τον οποίο αμνηστεύονταν οι ποινικές ευθύνες όλων των Αλβανών φυγάδων που βρίσκονταν στην αλλοδαπή, υπό την αίρεση της επιστροφής στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας έως την 31η Δεκεμβρίου 1957. Στους επαναπατρισθέντες εγγυούντο όλα τα δικαιώματα, τα οποία απολάμβαναν και οι υπόλοιποι Αλβανοί πολίτες.
Με το Διάταγμα 3005/23-11-1959 «Για την αμνηστία των Αλβανών φυγάδων της αλλοδαπής», το οποίο ψηφίσθηκε με την ευκαιρία της απελευθέρωσης της χώρας, κοινοποιήθηκε επικαιροποιημένος κατάλογος των ανεπιθύμητων (συνολικά 207, όσοι εμπεριέχονταν και στη λίστα του 1956), οι οποίοι δεν υπάγονταν στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου για τον επαναπατρισμό. Το 1979 το αλβανικό Υπουργείο Εξωτερικών κοινοποίησε για μια ακόμα φορά επικαιροποιημένο τον κατάλογο ανεπιθύμητων αλβανών φυγάδων, στους οποίους ήταν καταχωρημένα και ονόματα Βορειοηπειρωτών, όπως του Παναγιώτη Ζάχου από το Σελλειό Αργυροκάστρου και του Θωμά Πάντου, επίσης, από το Αργυρόκαστρο, οι οποίοι διέμεναν στην Ιταλία, του Λευτέρη Γκουβέλη, Δημήτρη Μαξακούλη, Κώστα Καραγιάννη, Παντελεήμονα Κοτοκού, Σταύρου Κόκκαλη, Θύμιο Λώλη και άλλων.
Ο νόμος αυτός συνοδεύτηκε από έντονη κομμουνιστική προπαγάνδα για τις ευεργεσίες του, αλλά και από διάχυτο σκεπτικισμό έως και νευρική αντίδραση του μεγαλύτερου μέρους των Αλβανών φυγάδων, οι οποίοι διείδαν –και δικαίως διείδαν– δόλο στις προθέσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος να παγιδεύσουν και, στη συνέχεια, να φυλακίσουν τους φυγάδες κατά την επιστροφή τους στην Αλβανία. Στην Πρωθυπουργία συγκροτήθηκε ειδική «κυβερνητική επιτροπή για την αμνηστία», αλλά η απήχηση ήταν μηδαμινή. Έκαναν χρήση του ευεργετικού διατάγματος μόνον 200 φυγάδες, εκ των οποίων ελάχιστοι Βορειοηπειρώτες.
Το 1959 ο ελληνικός τύπος θεωρούσε το νόμο νομική απάτη. Όσοι φυγάδες του εξωτερικού –ευτυχώς αυτοί ήταν μετρημένοι– έδωσαν πίστη στις υποσχέσεις των κυβερνητών της Αλβανίας και επέστρεψαν, πλήρωσαν την αφέλεια με την ίδια τους τη ζωή, έγραφε βορειοηπειρωτική εφημερίδα, αναφερόμενη στην περίπτωση του Αντωνίου Μάρκου από το χωριό Τoπόβε Αργυρόκαστρου, ο οποίος άμα τον επαναπατρισμό, συνελήφθη και καταδικάσθηκε ως εχθρός του καθεστώτος, ανέφερε.
Μετά τη διπλωματική ανασύνδεση με την Ελλάδα (Μάιος 1971), παρατηρήθηκε μια τάση επαναπατρισμού ολίγων Αλβανών φυγάδων από την Ελλάδα, οι οποίοι πίστεψαν σε μια γενναία ειρηνική εποχή στις σχέσεις των δύο χωρών και στην οριστική εκκαθάριση του ενοχικού παρελθόντος. Οι Βορειοηπειρώτες, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκαν.
Όσοι Βορειοηπειρώτες, όμως, πίστεψαν στο πλάσμα της αμνήστευσης και του οικειοθελούς επαναπατρισμού πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Αναφέρω, ενδεικτικά, τους: Γιάννης Κεχαγιάς από το Πωγώνι διέφυγε την 7η Μαΐου 1959 στην Ελλάδα και από εκεί στις 18/3/1960 μεταπήδησε στη Βουλγαρία. Στις 9/5/1960 επαναπατρίσθηκε μέσω Βουλγαρίας, συνελήφθη και καταδικάσθηκε ενώπιον του Στρατοδικείου Αργυρόκαστρου σε θάνατο διά τουφεκισμού, κατηγορούμενος επί κατασκοπεία στις 10/4/1961. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατακύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση διά της απόφασης 39/5-6-1961, αλλά με το διάταγμα 3292/20-6-1961 του Προεδρείου της Λαϊκής Βουλής του απονεμήθηκε χάρη και η ποινή του μετριάσθηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης. Ο Λευτέρης Μπαλτουβάνης από το Λόγγο διέφυγε στην Ελλάδα την 25η Αυγούστου 1957 και επαναπατρίσθηκε οικειοθελώς το 1962. Το 1963, ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, συνελήφθη και διά της απόφασης του Στρατοδικείου Αργυρόκαστρου της 13/11/1963 καταδικάσθηκε σε 15 χρόνια ειρκτής για απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Ενώ εξέτιε την ποινή, αποπειράθηκε να δραπετεύσει από τη φυλακή και με την απόφαση 1/3-2-1970 του Στρατοδικείου Μιρντίτε καταδικάσθηκε ξανά σε 15 χρόνια ειρκτής. Βρέθηκε απαγχονισμένος στις φυλακές Μπουρέλ, στις 20/10/1974. Ο Αντώνης Μάρκου από τη Ζαγοριά διέφυγε στην Ελλάδα το 1950 και επαναπατρίσθηκε οικειοθελώς στις 23/12/1958 όπου του υπεδείχθη το Μπεράτ ως αναγκαστικός τόπος διαμονής. Διά της απόφασης 118/23-11-1974, κατηγορούμενος επί κατασκοπεία, καταδικάσθηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης. Ο Αντώνης Φλώρος από τη Σμίντετση διέφυγε στην Ελλάδα στις 8/1/1951, επαναπατρίσθηκε στις 26/9/1957 και οδηγήθηκε σε καταναγκαστική εξορία στη Λούσνια. Απήχθη από άνδρες της αλβανικής ασφάλειας (arrestim i fshehtë) και βρέθηκε απαγχονισμένος στους χώρους απομόνωσης των φυλακών Αργυρόκαστρου στις 27/1/1959. Ο Ζήσος Βαγγέλης από τα ελληνόφωνά χωριά της Πρεμετής επαναπατρίσθηκε το 1962, συνελήφθη στις 22/7/1968 και καταδικάσθηκε σε 20 χρόνια κάθειρξης κατηγορούμενος επί κατασκοπεία διά της απόφασης του Στρατοδικείου Πρεμετής της 19/4/1969. Ο Βασίλης Ζγούρης από την Κορυτσά διέφευγε το 1953 στη Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια στην Ελλάδα (περιορισμένος στο Λαύριο) και στη συνέχεια μετεγκατάστηθηκε στο Βέλγιο, επαναπατρίσθηκε το 1959, συνελήφθη το 29/10/1976 και διά της απόφασης του Στρατοδικείου Κορυτσάς 56/22-3-1977 καταδικάσθηκε επί κατασκοπεία σε 10 χρόνια κάθειρξη. Ο Μάρκος Λάτσκας από το Πόγραδετς διέφυγε για πρώτη φορά στη Γιουγκοσλαβία το 1952, επαναπατρίσθηκε το 1955, αλλά διέφυγε το 1958 στην Ελλάδα οικογενειακώς περιορισμένος στο Στρατόπεδο Φυγάδων Σύρου και στη συνέχεια μετεγκαταστάθηκε στη Γαλλία, επαναπατρίσθηκε από τη Γαλλία το 1961 και εξορίσθηκε αμέσως στην Κρούγια έως τις 4/9/1962, όταν εγκατέλειψε το χώρο εξορίας, συνελήφθη στις 2/2/1964 και διά της απόφασης της 21/10/1964 του Στρατοδικείου Τιράνων καταδικάσθηκε σε 20 χρόνια ειρκτής κατηγορούμενος επί κατασκοπεία. Ο Κώτσος Γκίνης από την Κορυτσά, αξιωματικός της αλβανικής ασφάλειας, διέφυγε στην Ελλάδα στις 30/3/1961 περιορίσθηκε για δέκα μήνες στα Ιωάννινα, στην Αθήνα και Λαύριο και στη συνέχεια επαναπατρίσθηκα μέσω της αλβανικής πρεσβείας των Παρισίων, (οι ΗΠΑ απέρριψαν την αίτησή του για μετεγκατάσταση), επαναπατρίσθηκε στις 21/10/1962, μια μέρα αργότερα στις 22/10/1962 συνελήφθη και διά της απόφασης 38/20-3-1963 του Στρατοδικείου Τιράνων καταδικάσθηκε σε 24 χρόνια κάθειρξης κατηγορούμενος επί κατασκοπεία κατά την έννοια του άρθρου 64 του Ποινικού Κώδικα.
Τον Απρίλιο του 1958 επαναπατρίσθηκαν οι Βορειοηπειρώτες Γεώργιος Καψάλης, Αθανάσιος Κυρίτσης, Θεόδωρος Μάλλιος και Γεώργιος Μικές, οι οποίοι κατέληξαν διωκόμενοι σε αφιλόξενους χώρους. Ο δε Θοδωρής Μάλλιος συνελήφθη το 1963 και καταδικάσθηκε για ποινικά αδικήματα. Συνελήφθη εκ νέου στις 20/9/1988 και διά της απόφασης 72/12-12-1988 καταδικάσθηκε σε 10 χρόνια κάθειρξης, κατηγορούμενος για αντικαθεστωτική προπαγάνδα κατά την έννοια του Άρθρου 55 του Ποινικού Κώδικα. Ο Θεόδωρος Μάλλιος, ήταν κομμουνιστής, μέλος του ΚΚΕ, συμμετείχε δραστήρια στα λαϊκά κινήματα στην Ελλάδα, ετεροθαλής αδελφός των εθνικοφρόνων Γιάννη και Σωκράτη Διαμάντη. Ο Δημήτρης Ζαφείρης από τον Άγιο Ανδρέα διέφυγε στην Ελλάδα το 1962 και επαναπατρίσθηκε το 1975. Διά της απόφασης 27/11/1975 του Στρατοδικείου των Αγίων Σαράντα καταδικάσθηκε σε δυο χρόνια κάθειρξης και δια της απόφασης 5/1-2-1986 καταδικάσθηκε εκ νέου σε 15 χρόνια κάθειρξης, κατηγορούμενος για πολιτικά αδικήματα. Οι ελληνικές αρχές δεν απήλασαν και δεν εξέδιδαν, κατά κανόνα, τους Αλβανούς πολιτικούς φυγάδες στην Αλβανία, επικαλούμενες τη δέσμευση της Ελλάδας από τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, μηδέ τους Βορειοηπειρώτες. Διενεργούσαν απελάσεις μόνον σε περιπτώσεις που υπήρχαν ζωηρές ‒και όχι αποχρώσες‒ ενδείξεις φυγάδων, οι οποίοι ήταν απεσταλμένοι της αλβανικής κρατικής ασφάλειας ή εμπλέκοντο σε κατασκοπεία. Έτσι, την 5η Σεπτεμβρίου 1952, παρέδωσαν στη μεθόριο, στην Κορυτσά, τον Κρίστο Μάρκο. Απελάθηκε επίσης ο δραπέτης Βορειοηπειρώτης Θανάσης Χούτας (κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες όπως ομολογεί ο ίδιος), ενώ δροπολίτης φυγάς που είχε δραπετεύσει την 25η Απριλίου του 1977 απελάθηκε μετά από τρεις μήνες, προωθούμενος στη μεθόριο στην Ερσέκε.
Επιλογικά συμπεράσματα
Η αλβανική κομμουνιστική εξουσία δεν παρήγε μόνον οικονομική εξαθλίωση, ιδεολογική και πολιτική καταστολή, αλλά και μια στρατιά πολιτικών φυγάδων, οι οποίοι διέφυγαν προς τις χώρες του δυτικού κόσμου· ο αριθμός τους ανέρχεται σε 13.692 Αλβανούς πολίτες εκ των οποίων και κάποιες χιλιάδες Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι δεν δείλιασαν να δραπετεύσουν, ανατρέποντας το δίλλημα ελευθερία ή θάνατος και να ζητήσουν άσυλο στη μητέρα Ελλάδα μέχρι που –μερικοί εξ αυτών– να ολοκληρώσουν την υπερπόντια μετανάστευση. Στο ενδιάμεσο, φιλοξενήθηκαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, ενώ κάποιοι χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες αποστολές ή μυστική δράση, κατά την οποία καταδεικνύεται συνειδητή σχέση συνεργασίας με διάφορες υπηρεσίες, σχετιζόμενη με τις ανάγκες βιοπορισμού τους (ως αμειβόμενοι συνεργάτες) και την πεποίθηση ότι έτσι θα έβρισκε λύση το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, στο πλαίσιο της αδυσώπητης ψυχροπολεμικής έντασης.
Η χειμασμένη Ελλάδα από τον πόλεμο κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την περίθαλψη και αποκατάστασή τους, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο, δεδομένων των οικονομικών αδιεξόδων και των περιπλοκών του Εμφυλίου, των λαβυρινθωδών διπλωματικών σχεδιασμών των μεγάλων δυνάμεων και της μυστικής δράσης διάφορων υπηρεσιών. Όλα αυτά προκαλούσαν ψυχική απόγνωση, καθίζηση των πνευματικών αξίων, διαστρέβλωση και εξαγορά συνειδήσεων και μετριασμό του ενθουσιασμού της ελευθερίας.
Η κοινότητα των Βορειοηπειρωτών πολιτικών φυγάδων, αποτελείτο από δραπέτες θωρακισμένους με συγκινητική αξιοπρέπεια, αλλά και από άλλους αμφίβολης αρετής, από προσωπικότητες με δαιμονικό πείσμα, με αδαμάντινο ήθος, αλλά και δειλούς, θύματα εκβιασμού, απαγωγών και απειλών της συμμορίας της αλβανικής ασφάλειας, οι οποίοι βρέθηκαν αμήχανοι ενώπιον της συμβατικής ηθικής του ισχυρού και του απέραντου. Πράξεις ηρωισμού επιτέλεσαν μόνον όσοι δεν συμφώνησαν με το κρατούν καθεστώς και διέφυγαν από τη χώρα επειδή εμφορούντο από διαφορετικό πολιτικό, ιδεολογικό καθορισμό και κυρίως από διαφορετικό εθνικό φρόνημα έναντι του κυριάρχου, ή όσοι υπερασπίσθηκαν ανθρώπινες αξίες και ιδέες, όσοι ανιδιοτελείς κουβαλούσαν την οδύνη του παρελθόντος, τις απόλυτες στερήσεις και πορεύονταν μόνο με αγνά όνειρα για το μέλλον· όσοι με ακαταπόνητη ενεργητικότητα και ακατάβλητο πείσμα αγωνίσθηκαν για το όραμά τους. Και αυτοί αποτελούσαν την πλειοψηφία. Οι Βορειοηπειρώτες πολιτικοί φυγάδες συνελήφθησαν εξ απήνης εν όψει του ανατρεπτικού πραξικοπήματος των Αλβανών πολιτικών φυγάδων, από την προσπάθεια των οποίων δεν αποκομίζανε οφέλη και για τον λόγο αυτό δεν είχαν κανένα λόγο να εμπλακούν σε μια προσπάθεια μάταια και ανώφελη, η οποία θα εξαργυρώνονταν μόνον με αίμα. Στάθηκαν άβουλοι και άπραγοι ενώπιων των ματαιόδοξων και καταδικασμένων εκ των προτέρων στασιακών προσπαθειών, σχεδιασμένων σε μουντά γραφεία του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον των Αλβανών φυγάδων που βρέθηκαν στην Ελλάδα ή χρησιμοποίησαν το έδαφός της για την ευόδωση των προσπαθειών τους για ανατρεπτική δράση. Ο μεμονωμένος αγώνας του Βορειοηπειρωτών για ιστορική δικαίωση –όπως το αντιλαμβανόταν τότε ο καθένας– ήταν επιβλητικό δείγμα της φυλετικής αντοχής και ρωμαλεότητας, ο οποίος διεξήχθη κάτω από τα απαθή και αδιάφορα βλέμματα της διεθνούς διπλωματίας και των γεωπολιτικών εντάσεων των τότε υπερδυνάμεων.
Διδάκτωρ Ιστορίας
Αμνήστευση, επαναπατρισμός και απελάσεις
Το 1956, στο ίδιο πνεύμα με τις άλλες ανατολικές χώρες και στον απόηχο της μεγάλης επιτυχίας στο ανατρεπτικό κίνημα κατά του αλβανικού καθεστώτος (1946, 1953, 1953-1956), η Αλβανική Βουλή ψήφισε τον νόμο 2205/5-1-1956 «Για την αμνηστία των Αλβανών φυγάδων στην ξένη», σύμφωνα με τον οποίο αμνηστεύονταν οι ποινικές ευθύνες όλων των Αλβανών φυγάδων που βρίσκονταν στην αλλοδαπή, υπό την αίρεση της επιστροφής στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας έως την 31η Δεκεμβρίου 1957. Στους επαναπατρισθέντες εγγυούντο όλα τα δικαιώματα, τα οποία απολάμβαναν και οι υπόλοιποι Αλβανοί πολίτες.
Με το Διάταγμα 3005/23-11-1959 «Για την αμνηστία των Αλβανών φυγάδων της αλλοδαπής», το οποίο ψηφίσθηκε με την ευκαιρία της απελευθέρωσης της χώρας, κοινοποιήθηκε επικαιροποιημένος κατάλογος των ανεπιθύμητων (συνολικά 207, όσοι εμπεριέχονταν και στη λίστα του 1956), οι οποίοι δεν υπάγονταν στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου για τον επαναπατρισμό. Το 1979 το αλβανικό Υπουργείο Εξωτερικών κοινοποίησε για μια ακόμα φορά επικαιροποιημένο τον κατάλογο ανεπιθύμητων αλβανών φυγάδων, στους οποίους ήταν καταχωρημένα και ονόματα Βορειοηπειρωτών, όπως του Παναγιώτη Ζάχου από το Σελλειό Αργυροκάστρου και του Θωμά Πάντου, επίσης, από το Αργυρόκαστρο, οι οποίοι διέμεναν στην Ιταλία, του Λευτέρη Γκουβέλη, Δημήτρη Μαξακούλη, Κώστα Καραγιάννη, Παντελεήμονα Κοτοκού, Σταύρου Κόκκαλη, Θύμιο Λώλη και άλλων.
Ο νόμος αυτός συνοδεύτηκε από έντονη κομμουνιστική προπαγάνδα για τις ευεργεσίες του, αλλά και από διάχυτο σκεπτικισμό έως και νευρική αντίδραση του μεγαλύτερου μέρους των Αλβανών φυγάδων, οι οποίοι διείδαν –και δικαίως διείδαν– δόλο στις προθέσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος να παγιδεύσουν και, στη συνέχεια, να φυλακίσουν τους φυγάδες κατά την επιστροφή τους στην Αλβανία. Στην Πρωθυπουργία συγκροτήθηκε ειδική «κυβερνητική επιτροπή για την αμνηστία», αλλά η απήχηση ήταν μηδαμινή. Έκαναν χρήση του ευεργετικού διατάγματος μόνον 200 φυγάδες, εκ των οποίων ελάχιστοι Βορειοηπειρώτες.
Το 1959 ο ελληνικός τύπος θεωρούσε το νόμο νομική απάτη. Όσοι φυγάδες του εξωτερικού –ευτυχώς αυτοί ήταν μετρημένοι– έδωσαν πίστη στις υποσχέσεις των κυβερνητών της Αλβανίας και επέστρεψαν, πλήρωσαν την αφέλεια με την ίδια τους τη ζωή, έγραφε βορειοηπειρωτική εφημερίδα, αναφερόμενη στην περίπτωση του Αντωνίου Μάρκου από το χωριό Τoπόβε Αργυρόκαστρου, ο οποίος άμα τον επαναπατρισμό, συνελήφθη και καταδικάσθηκε ως εχθρός του καθεστώτος, ανέφερε.
Μετά τη διπλωματική ανασύνδεση με την Ελλάδα (Μάιος 1971), παρατηρήθηκε μια τάση επαναπατρισμού ολίγων Αλβανών φυγάδων από την Ελλάδα, οι οποίοι πίστεψαν σε μια γενναία ειρηνική εποχή στις σχέσεις των δύο χωρών και στην οριστική εκκαθάριση του ενοχικού παρελθόντος. Οι Βορειοηπειρώτες, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκαν.
Όσοι Βορειοηπειρώτες, όμως, πίστεψαν στο πλάσμα της αμνήστευσης και του οικειοθελούς επαναπατρισμού πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Αναφέρω, ενδεικτικά, τους: Γιάννης Κεχαγιάς από το Πωγώνι διέφυγε την 7η Μαΐου 1959 στην Ελλάδα και από εκεί στις 18/3/1960 μεταπήδησε στη Βουλγαρία. Στις 9/5/1960 επαναπατρίσθηκε μέσω Βουλγαρίας, συνελήφθη και καταδικάσθηκε ενώπιον του Στρατοδικείου Αργυρόκαστρου σε θάνατο διά τουφεκισμού, κατηγορούμενος επί κατασκοπεία στις 10/4/1961. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατακύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση διά της απόφασης 39/5-6-1961, αλλά με το διάταγμα 3292/20-6-1961 του Προεδρείου της Λαϊκής Βουλής του απονεμήθηκε χάρη και η ποινή του μετριάσθηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης. Ο Λευτέρης Μπαλτουβάνης από το Λόγγο διέφυγε στην Ελλάδα την 25η Αυγούστου 1957 και επαναπατρίσθηκε οικειοθελώς το 1962. Το 1963, ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, συνελήφθη και διά της απόφασης του Στρατοδικείου Αργυρόκαστρου της 13/11/1963 καταδικάσθηκε σε 15 χρόνια ειρκτής για απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Ενώ εξέτιε την ποινή, αποπειράθηκε να δραπετεύσει από τη φυλακή και με την απόφαση 1/3-2-1970 του Στρατοδικείου Μιρντίτε καταδικάσθηκε ξανά σε 15 χρόνια ειρκτής. Βρέθηκε απαγχονισμένος στις φυλακές Μπουρέλ, στις 20/10/1974. Ο Αντώνης Μάρκου από τη Ζαγοριά διέφυγε στην Ελλάδα το 1950 και επαναπατρίσθηκε οικειοθελώς στις 23/12/1958 όπου του υπεδείχθη το Μπεράτ ως αναγκαστικός τόπος διαμονής. Διά της απόφασης 118/23-11-1974, κατηγορούμενος επί κατασκοπεία, καταδικάσθηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης. Ο Αντώνης Φλώρος από τη Σμίντετση διέφυγε στην Ελλάδα στις 8/1/1951, επαναπατρίσθηκε στις 26/9/1957 και οδηγήθηκε σε καταναγκαστική εξορία στη Λούσνια. Απήχθη από άνδρες της αλβανικής ασφάλειας (arrestim i fshehtë) και βρέθηκε απαγχονισμένος στους χώρους απομόνωσης των φυλακών Αργυρόκαστρου στις 27/1/1959. Ο Ζήσος Βαγγέλης από τα ελληνόφωνά χωριά της Πρεμετής επαναπατρίσθηκε το 1962, συνελήφθη στις 22/7/1968 και καταδικάσθηκε σε 20 χρόνια κάθειρξης κατηγορούμενος επί κατασκοπεία διά της απόφασης του Στρατοδικείου Πρεμετής της 19/4/1969. Ο Βασίλης Ζγούρης από την Κορυτσά διέφευγε το 1953 στη Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια στην Ελλάδα (περιορισμένος στο Λαύριο) και στη συνέχεια μετεγκατάστηθηκε στο Βέλγιο, επαναπατρίσθηκε το 1959, συνελήφθη το 29/10/1976 και διά της απόφασης του Στρατοδικείου Κορυτσάς 56/22-3-1977 καταδικάσθηκε επί κατασκοπεία σε 10 χρόνια κάθειρξη. Ο Μάρκος Λάτσκας από το Πόγραδετς διέφυγε για πρώτη φορά στη Γιουγκοσλαβία το 1952, επαναπατρίσθηκε το 1955, αλλά διέφυγε το 1958 στην Ελλάδα οικογενειακώς περιορισμένος στο Στρατόπεδο Φυγάδων Σύρου και στη συνέχεια μετεγκαταστάθηκε στη Γαλλία, επαναπατρίσθηκε από τη Γαλλία το 1961 και εξορίσθηκε αμέσως στην Κρούγια έως τις 4/9/1962, όταν εγκατέλειψε το χώρο εξορίας, συνελήφθη στις 2/2/1964 και διά της απόφασης της 21/10/1964 του Στρατοδικείου Τιράνων καταδικάσθηκε σε 20 χρόνια ειρκτής κατηγορούμενος επί κατασκοπεία. Ο Κώτσος Γκίνης από την Κορυτσά, αξιωματικός της αλβανικής ασφάλειας, διέφυγε στην Ελλάδα στις 30/3/1961 περιορίσθηκε για δέκα μήνες στα Ιωάννινα, στην Αθήνα και Λαύριο και στη συνέχεια επαναπατρίσθηκα μέσω της αλβανικής πρεσβείας των Παρισίων, (οι ΗΠΑ απέρριψαν την αίτησή του για μετεγκατάσταση), επαναπατρίσθηκε στις 21/10/1962, μια μέρα αργότερα στις 22/10/1962 συνελήφθη και διά της απόφασης 38/20-3-1963 του Στρατοδικείου Τιράνων καταδικάσθηκε σε 24 χρόνια κάθειρξης κατηγορούμενος επί κατασκοπεία κατά την έννοια του άρθρου 64 του Ποινικού Κώδικα.
Τον Απρίλιο του 1958 επαναπατρίσθηκαν οι Βορειοηπειρώτες Γεώργιος Καψάλης, Αθανάσιος Κυρίτσης, Θεόδωρος Μάλλιος και Γεώργιος Μικές, οι οποίοι κατέληξαν διωκόμενοι σε αφιλόξενους χώρους. Ο δε Θοδωρής Μάλλιος συνελήφθη το 1963 και καταδικάσθηκε για ποινικά αδικήματα. Συνελήφθη εκ νέου στις 20/9/1988 και διά της απόφασης 72/12-12-1988 καταδικάσθηκε σε 10 χρόνια κάθειρξης, κατηγορούμενος για αντικαθεστωτική προπαγάνδα κατά την έννοια του Άρθρου 55 του Ποινικού Κώδικα. Ο Θεόδωρος Μάλλιος, ήταν κομμουνιστής, μέλος του ΚΚΕ, συμμετείχε δραστήρια στα λαϊκά κινήματα στην Ελλάδα, ετεροθαλής αδελφός των εθνικοφρόνων Γιάννη και Σωκράτη Διαμάντη. Ο Δημήτρης Ζαφείρης από τον Άγιο Ανδρέα διέφυγε στην Ελλάδα το 1962 και επαναπατρίσθηκε το 1975. Διά της απόφασης 27/11/1975 του Στρατοδικείου των Αγίων Σαράντα καταδικάσθηκε σε δυο χρόνια κάθειρξης και δια της απόφασης 5/1-2-1986 καταδικάσθηκε εκ νέου σε 15 χρόνια κάθειρξης, κατηγορούμενος για πολιτικά αδικήματα. Οι ελληνικές αρχές δεν απήλασαν και δεν εξέδιδαν, κατά κανόνα, τους Αλβανούς πολιτικούς φυγάδες στην Αλβανία, επικαλούμενες τη δέσμευση της Ελλάδας από τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, μηδέ τους Βορειοηπειρώτες. Διενεργούσαν απελάσεις μόνον σε περιπτώσεις που υπήρχαν ζωηρές ‒και όχι αποχρώσες‒ ενδείξεις φυγάδων, οι οποίοι ήταν απεσταλμένοι της αλβανικής κρατικής ασφάλειας ή εμπλέκοντο σε κατασκοπεία. Έτσι, την 5η Σεπτεμβρίου 1952, παρέδωσαν στη μεθόριο, στην Κορυτσά, τον Κρίστο Μάρκο. Απελάθηκε επίσης ο δραπέτης Βορειοηπειρώτης Θανάσης Χούτας (κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες όπως ομολογεί ο ίδιος), ενώ δροπολίτης φυγάς που είχε δραπετεύσει την 25η Απριλίου του 1977 απελάθηκε μετά από τρεις μήνες, προωθούμενος στη μεθόριο στην Ερσέκε.
Επιλογικά συμπεράσματα
Η αλβανική κομμουνιστική εξουσία δεν παρήγε μόνον οικονομική εξαθλίωση, ιδεολογική και πολιτική καταστολή, αλλά και μια στρατιά πολιτικών φυγάδων, οι οποίοι διέφυγαν προς τις χώρες του δυτικού κόσμου· ο αριθμός τους ανέρχεται σε 13.692 Αλβανούς πολίτες εκ των οποίων και κάποιες χιλιάδες Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι δεν δείλιασαν να δραπετεύσουν, ανατρέποντας το δίλλημα ελευθερία ή θάνατος και να ζητήσουν άσυλο στη μητέρα Ελλάδα μέχρι που –μερικοί εξ αυτών– να ολοκληρώσουν την υπερπόντια μετανάστευση. Στο ενδιάμεσο, φιλοξενήθηκαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, ενώ κάποιοι χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες αποστολές ή μυστική δράση, κατά την οποία καταδεικνύεται συνειδητή σχέση συνεργασίας με διάφορες υπηρεσίες, σχετιζόμενη με τις ανάγκες βιοπορισμού τους (ως αμειβόμενοι συνεργάτες) και την πεποίθηση ότι έτσι θα έβρισκε λύση το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, στο πλαίσιο της αδυσώπητης ψυχροπολεμικής έντασης.
Η χειμασμένη Ελλάδα από τον πόλεμο κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την περίθαλψη και αποκατάστασή τους, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο, δεδομένων των οικονομικών αδιεξόδων και των περιπλοκών του Εμφυλίου, των λαβυρινθωδών διπλωματικών σχεδιασμών των μεγάλων δυνάμεων και της μυστικής δράσης διάφορων υπηρεσιών. Όλα αυτά προκαλούσαν ψυχική απόγνωση, καθίζηση των πνευματικών αξίων, διαστρέβλωση και εξαγορά συνειδήσεων και μετριασμό του ενθουσιασμού της ελευθερίας.
Η κοινότητα των Βορειοηπειρωτών πολιτικών φυγάδων, αποτελείτο από δραπέτες θωρακισμένους με συγκινητική αξιοπρέπεια, αλλά και από άλλους αμφίβολης αρετής, από προσωπικότητες με δαιμονικό πείσμα, με αδαμάντινο ήθος, αλλά και δειλούς, θύματα εκβιασμού, απαγωγών και απειλών της συμμορίας της αλβανικής ασφάλειας, οι οποίοι βρέθηκαν αμήχανοι ενώπιον της συμβατικής ηθικής του ισχυρού και του απέραντου. Πράξεις ηρωισμού επιτέλεσαν μόνον όσοι δεν συμφώνησαν με το κρατούν καθεστώς και διέφυγαν από τη χώρα επειδή εμφορούντο από διαφορετικό πολιτικό, ιδεολογικό καθορισμό και κυρίως από διαφορετικό εθνικό φρόνημα έναντι του κυριάρχου, ή όσοι υπερασπίσθηκαν ανθρώπινες αξίες και ιδέες, όσοι ανιδιοτελείς κουβαλούσαν την οδύνη του παρελθόντος, τις απόλυτες στερήσεις και πορεύονταν μόνο με αγνά όνειρα για το μέλλον· όσοι με ακαταπόνητη ενεργητικότητα και ακατάβλητο πείσμα αγωνίσθηκαν για το όραμά τους. Και αυτοί αποτελούσαν την πλειοψηφία. Οι Βορειοηπειρώτες πολιτικοί φυγάδες συνελήφθησαν εξ απήνης εν όψει του ανατρεπτικού πραξικοπήματος των Αλβανών πολιτικών φυγάδων, από την προσπάθεια των οποίων δεν αποκομίζανε οφέλη και για τον λόγο αυτό δεν είχαν κανένα λόγο να εμπλακούν σε μια προσπάθεια μάταια και ανώφελη, η οποία θα εξαργυρώνονταν μόνον με αίμα. Στάθηκαν άβουλοι και άπραγοι ενώπιων των ματαιόδοξων και καταδικασμένων εκ των προτέρων στασιακών προσπαθειών, σχεδιασμένων σε μουντά γραφεία του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον των Αλβανών φυγάδων που βρέθηκαν στην Ελλάδα ή χρησιμοποίησαν το έδαφός της για την ευόδωση των προσπαθειών τους για ανατρεπτική δράση. Ο μεμονωμένος αγώνας του Βορειοηπειρωτών για ιστορική δικαίωση –όπως το αντιλαμβανόταν τότε ο καθένας– ήταν επιβλητικό δείγμα της φυλετικής αντοχής και ρωμαλεότητας, ο οποίος διεξήχθη κάτω από τα απαθή και αδιάφορα βλέμματα της διεθνούς διπλωματίας και των γεωπολιτικών εντάσεων των τότε υπερδυνάμεων.
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών