Οι Έλληνες Αρβανίτες στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία

Στο σημερινό μας άρθρο, θα ασχοληθούμε για μία ακόμη φορά με τους Αρβανίτες. Αυτή τη φορά θα μας απασχολήσουν οι χιλιάδες Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Με το θέμα αυτό, αν και υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία στα ιταλικά, τα γερμανικά και τα αλβανικά, στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάποια ειδική μελέτη, ως το 1993, οπότε ο επιφανής φιλόλογος Τίτος Γιοχάλας που έζησε για τρία χρόνια στην περιοχή εξέδωσε την άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη «Ελληνικά επώνυμα, ονόματα και τοπωνύμια των αλβανικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας».
Ο κύριος Γιοχάλας είχε την καλοσύνη να μας στείλει την άκρως ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη και τον ευχαριστούμε θερμά και από εδώ. Πριν από τον Τίτο Γιοχάλα, με τους Αρβανίτες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας είχαν ασχοληθεί παλαιότερα ο Παύλος Καρολίδης στη μελέτη του «Οι εν τη Κάτω Ιταλία και Σικελία ελληναλβανοί» στο περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (έτος ζ’, 1904) και ο Κώστας Μπίρης στο μνημειώδες, κλασικό έργο «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ – ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ».

Ας δούμε όμως πότε εγκαταστάθηκαν οι Αρβανίτες στις περιοχές της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, τις περιπέτειές τους και τα ελληνικά ονόματα και τοπωνύμια της περιοχής.

Πότε και πώς δημιουργήθηκαν τα αρβανίτικα χωριά στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία;
Σύμφωνα με τον Τίτο Γιοχάλα, τα χωριά αυτά δεν δημιουργήθηκαν όλα ταυτόχρονα, ούτε προέρχονται από τον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Μεμονωμένοι πληθυσμοί Αρβανιτών εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία αναζητώντας καλύτερη τύχη. Οι μικροί αυτοί πυρήνες όμως αφομοιώθηκαν από τον γηγενή, ιταλικό πληθυσμό.
Οι γνώστες ιστορικές μαρτυρίες εμφανίζουν τη δημιουργία των κοινοτήτων αυτών στη διάρκεια τριών αιώνων, από τα μέσα του 15ου αιώνα, ως τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Τίτος Γιοχάλας θεωρεί ότι υπήρχαν τρεις περίοδοι δημιουργίας των αρβανίτικων χωριών στην Ιταλία.

α) Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και κυρίως με τη λήξη της συμμετοχής του Σκεντέρμπεη στον αγώνα των Ναπολιτάνων εναντίον των Ανδεγαυών το 1461.
β) Με τον θάνατο του Σκεντερμπέη και την κατάληψη της Κρόιας από τους Οθωμανούς
γ) Ιδιαίτερα με την πτώση του Ναυπλίου, της Μεθώνης και της Κορώνης το 1534

Οι Αρβανίτες που εγκατέλειψαν του Μοριά το 1534, ήταν οι περισσότεροι. Εγκαταστάθηκαν σε δικούς τους οικισμούς με στρατιωτική τιμαριωτική μίσθωση, με προνόμια φορολογικά, αλλά και με πολιτικά, που τους εξασφάλιζαν την εθνική και εκκλησιαστική τους διάκριση. Συγκεκριμένα, ήταν ελεύθεροι να εκκλησιάζονται σε δικούς τους ναούς κατά το Τυπικό της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας και είχαν το δικαίωμα να μην επιτρέπουν σε «Φράγκους», σε Ιταλούς δηλαδή, να μείνουν στα χωριά τους περισσότερο από ορισμένες μέρες.
Τα προνόμια αυτά, που κυρίως είχε θεμελιώσει ο Κάρολος Ε’ ίσχυσαν και για τους Αρβανίτες, οι οποίοι σε μεταγενέστερα χρόνια εγκαταστάθηκαν στις ελληνικές αυτές παροικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, εξαιτίας των τουρκικών διωγμών, ως τα χρόνια του βασιλιά της Ισπανίας, της Νεάπολης και των δύο Σικελιών Καρόλου Γ’ (1716 – 1788) , ο οποίος και ευνόησε πολύ τις ελληνικές αποικίες. Ίδρυσε γι΄ αυτές επισκοπή της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας και δική της ιερατική Σχολή.

Πώς έγινε η μετεγκατάσταση των Αρβανιτών από την Πελοπόννησο στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία;
Το 1534 χάθηκαν και τα τελευταία ερείσματα των Βενετών στον Μοριά (Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη) όπως αναφέραμε, τα οποία έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ έδωσε εντολή στον ναύαρχο Andrea Doria να μεταφέρει όσους Έλληνες και Αρβανίτες ήθελαν να εγκατασταθούν στο Βασίλειο των δύο Σικελιών για να αποφύγουν την οργή των Τούρκων. Έτσι τους αντάμειψε για τη γενναιότητα που έδειξαν στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Χιλιάδες Έλληνες από διάφορα μέρη της χώρας και Αρβανίτες που ζούσαν σχεδόν δύο αιώνες στον Μοριά, εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.
Σε όλους επιτρεπόταν να έχουν τον οπλισμό τους και την κινητή περιουσία τους και τους παραχωρούνταν δελεαστικότατα προνόμια, απαλλαγή από φόρους και ειδικές εισφορές, ακόμα και αποζημίωση από το βασιλικό ταμείο σε ειδικές περιπτώσεις. Ανάμεσα βέβαια σε όσους εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία ήταν και οι κληρικοί που έπαιξαν σημαντικό ρόλο συσπείρωσης στις νέες εστίες.

Οι παλιοί κάτοικοι της Κορώνης δημιούργησαν ελληνοαρβανίτικες κοινότητες στα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν, αφομοιώνοντας μάλιστα πολλούς Αλβανούς που είχαν μεταβεί παλαιότερα εκεί. Δεν ήταν όμως μόνο από την Κορώνη και τον υπόλοιπο Μοριά οι «μετανάστες». Υπήρχαν Κρητικοί, Ηπειρώτες, ακόμα και Κύπριοι!
Για ποιον λόγο όμως ο Κάρολος Ε’ δέχτηκε τόσους πολλούς Ελληνοαρβανίτες στα εδάφη της επικράτειας του; Ήταν μόνο η ευγνωμοσύνη του για τη βοήθεια τους στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων; Σίγουρα όχι. Υπήρχε ένας ακόμα πολύ σημαντικός λόγος. Σεισμοί, ασθένειες, πόλεμοι μεταξύ των βαρόνων, αλλά και οι λυσσαλέες συγκρούσεις με τους Ανδεγαυούς είχαν ερημώσει την Κάτω Ιταλία. Κάτι ανάλογο συνέβαινε στη Σικελία όπου τα χωριά ήταν λίγα και με ελάχιστους κατοίκους.

Στη Δυτική Σικελία ανάμεσα στις κατοικημένες περιοχές του Alcamo, Salemi, Corleone και Vicari υπήρχαν απέραντες, ακατοίκητες εκτάσεις που αποτελούσαν φέουδα του Αρχιεπισκόπου του Moureale, μεγάλων μονών και αριστοκρατικών οικογενειών που κατοικούσαν στο Παλέρμο. Τα χωριά που κατοικούνταν ως τον 13ο αιώνα εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Οι αγρότες σπάνιζαν και μεγάλες εκτάσεις έμεναν ακαλλιέργητες.
Ο πληθυσμός της Σικελίας είχε επίσης αποδεκατιστεί από τον πόλεμο του Vespro και από τις προσπάθειες του βασιλιά Φρειδερίκου Β’ να καταπνίξει την επανάσταση των Σαρακηνών της Σικελίας. Αν σκεφτούμε ότι χιλιάδες άνθρωποι είχαν πεθάνει από την πανώλη που σε διάστημα 150 ετών είχε πλήξει τη Σικελία εννιά (!) φορές, φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο λόγοι φιλευσπλαχνίας και «ανταμοιβής» που οδήγησαν τον Κάρολο Ε’ να μεταφέρει με πλοία συμπαγή όγκο Ελλήνων και Αρβανιτών της Πελοποννήσου και να τους εγκαταστήσει στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών.

Πιθανότατα λοιπόν πίσω από τη γενναιοψυχία του Κάρολου Ε’ υπήρχαν λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας, αφού οι Έλληνες και οι Αρβανίτες θα μπορούσαν όχι μόνο να καλλιεργήσουν τη γη, να θωρακίσουν τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία από εχθρούς στους οποίους βέβαια συμπεριλαμβάνονταν και οι Τούρκοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το σκεπτικό των αρχόντων της Σικελίας είναι ο βαρόνος Αλφόνσος Καρντόνα. Στην επικράτεια του υπαγόταν και το φέουδο της Contesca Entellina. Ο Καρντόνα θεώρησε προς το συμφέρον του να πληρώσει το 1520 τα έξοδα και να μεταφέρει από την Άνδρο Ελληνοαρβανίτες τους οποίους εγκατέστησε στη γη του παραχωρώντας τους μάλιστα άκρως δελεαστικά προνόμια.
Το 1744, Αρβανίτες της Ηπείρου, 47 οικογένειες ήρθαν να προστεθούν στους ομοεθνείς τους αποίκους της Κάτω Ιταλίας. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού Πικέρνι της Χειμάρρας οι οποίοι αφού απέκρουσαν μια συμμορία Τούρκων που τους είχαν προσβάλλει και εξόντωσαν 27 επιδρομείς, φοβούμενοι ότι θα τους τιμωρήσουν οι Τούρκοι με γενική σφαγή, αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν. Πέρασαν πρώτα στους Οθωνούς και στη συνέχεια, στην απέναντι ακτή της Ιταλίας έχοντας μαζί τους το πιο ιερό κειμήλιο του χωριού τους, την εικόνα της Παναγίας της Κρεμίζοβας. Ο Κάρολος Γ’ δέχτηκε να τους παραχωρήσει στην επαρχία Αμπρούτζι κάποιες περιοχές. Εκεί αυτοί έχτισαν το χωριό Badessa και μια εκκλησία, στην οποία τοποθέτησαν το εικόνισμα της Παναγίας από το Πικέρνι.

Αυτή ήταν και η τελευταία περίπτωση ομαδικής φυγής Ελλήνων στην Ιταλία κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Με το πέρασμα του χρόνου, όλοι όσοι ήταν Καθολικοί Αλβανοί, έγιναν Ιταλοί. Αντίθετα, οι Έλληνες Αρβανίτες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας διατήρησαν τη γλώσσα, την ενδυμασία και τα έθιμα της πατρίδας. Υπολογίζεται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ο πληθυσμός τους ήταν περίπου 85.500 που ζούσαν σε 63 χωριά. Ο Τίτος Γιοχάλας αναφέρει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν 150.000. Το μεγαλύτερο μέρος τους, αποτελούσαν οι εκπατρισμένοι από την Πελοπόννησο. Ζώντας στην ξένη χώρα, οι Αρβανίτες με κάθε ελευθερία και υλική επάρκεια διατηρούσαν τα εθνικά ιδανικά των προγόνων τους και άσβεστο τον πόθο να επιστρέψουν στον Μοριά.
Όταν όμως απελευθερώθηκε η Ελλάδα, ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να εγκαταλείψουν όσα δημιούργησαν στην ξένη γη σε διάστημα 300-400 ετών και να επιστρέψουν στους προγονικούς τόπους. Οι αναμνήσεις από την Πελοπόννησο υπήρχαν πάντα στο μυαλό τους. Ο Pott, o Witto, o Camarda, o Legrand, o Ζαμπέλιος και άλλοι έχουν καταγράψει πλήθος από τραγούδια και παραμύθια ελληνικά και αρβανίτικα, του Οτράντο, της Καλαβρίας και της Σικελίας.

Ο Παύλος Καρολίδης που όπως αναφέραμε επισκέφτηκε τα ελληνοαρβανίτικα χωριά της Σικελίας στις αρχές του 20ου αιώνα, έμεινε έκπληκτος από τη ζωντανή ανάμνηση της ελληνικής καταγωγής και την παράδοση του ελληνικού πολιτισμού που διατηρούσαν ακόμα οι απόγονοι των Αρβανιτών που είχαν φύγει από τον Μοριά σχεδόν 500 χρόνια πριν! Τα ελληνικά τους αισθήματα παρέμεναν αναλλοίωτα. Όταν το 1854, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, η Ιταλία τάχθηκε εναντίον της Ρωσίας, οι Αρβανίτες της Σικελίας έδειξαν με κάθε τρόπο τη συμπάθεια τους προς τους ομόθρησκους Ρώσους και τον τσάρο.

Η παρέμβαση της Καθολικής Εκκλησίας – Επιστροφή Αρβανιτών στην Ελλάδα
Κι ενώ για περισσότερους από τρεις αιώνες οι Ελληνοαρβανίτες ζούσαν αρμονικά με τους Ιταλούς, ο δογματικός φανατισμός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας άρχισε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Το 1857, η παπική Εκκλησία επέβαλε στους Έλληνες και τους Αρβανίτες όχι μόνο να εκκλησιάζονται κατά το λατινικό τυπικό, αλλά και να βαφτίζονται μεν κατά τους ορθόδοξους τύπους, χωρίς όμως το Άγιο Μύρο. Μεσολάβησε το 1860 το κίνημα του Γαριβάλδη, για την απελευθέρωση και την ενότητα της χώρας. Οι Ελληνοαρβανίτες τάχθηκαν με το μέρος του. Ο Γαριβάλδης για να τους δείξει την εκτίμησή του τους εγγυήθηκε με έγγραφό του ότι θα παραμείνουν για πάντα ελεύθεροι στην ορθόδοξη χριστιανική λατρεία τους. Επειδή όμως το κίνημά του στρεφόταν και εναντίον της παποσύνης, η συμμετοχή σε αυτό Ελλήνων και Αρβανιτών εξόργισε το Βατικανό που επέμενε στην απαγόρευση της χρήσης του Αγίου Μύρου.
Οι Αρβανίτες της Ιταλίας είχαν πλέον απηυδήσει από τις ενέργειες των Καθολικών. Αποφάσισαν λοιπόν να φύγουν από την Ιταλία και να ζητήσουν άσυλο στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο του 1875 όλοι οι κάτοικοι της Badessa κάνουν αναφορά και ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να τους παραχωρήσει εθνικά κτήματα και να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την απόφαση που είχαν πάρει «επιθυμούντες να σώσωσι την θρησκείαν των και να φανώσει ωφέλιμοι εις την πατρίδα των», όπως διευκρινίζουν στο έγγραφό τους. Οι ιταλικές Αρχές προσπάθησαν να τους αποτρέψουν όμως αυτοί άρχισαν να φεύγουν για την Ελλάδα πριν καν γίνει δεκτό το αίτημά τους.

Το ζήτημα συγκίνησε πολύ την ελληνική κοινωνία και η Βουλή ενέκρινε το αίτημα τους να έρθουν στην Ελλάδα και να τους παραχωρηθούν κτήματα και χρήματα. Η εγκατάστασή τους έγινε στα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας. Εκεί ζούσαν Αρβανίτες που ονόμασαν τους νέους συγχωριανούς τους ντρεθ (δηλαδή «γυρισμένους»). Το παράδειγμα των κατοίκων της Badessa έκανε όλους τους εκπατρισμένους Έλληνες Αρβανίτες που ήταν εγκατεστημένοι σε διάφορα χωριά ανάμεσα στο Λέτσε και το Μπρίντεζι και υπέφεραν τις πιέσεις από το Βατικανό να ξεσηκωθούν και να ζητήσουν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Καθώς όμως το πλήθος τους ήταν δυσανάλογο με τις δυνάμεις του φτωχού, τότε, ελληνικού κράτους, ο πόθος τους για επιστροφή στη γη των προγόνων τους δεν εκπληρώθηκε…

Ελληνικά επώνυμα και τοπωνύμια σε αρβανίτικα χωριά στην Κάτω Ιταλία και Σικελία
Όπως γράφει ο Τίτος Γιοχάλας αρκετά από τα ελληνικά και αρβανίτικα χωριά που ιδρύθηκαν τον Μεσαίωνα δεν υπάρχουν σήμερα. Στον έγχρωμο χάρτη από το βιβλίο του που παραθέτουμε στο άρθρο μας, υπάρχει η σημερινή κατάσταση των κοινοτήτων. Θα περίμενε κανείς σε χωριά που πρώτοι κάτοικοί τους ήταν Αρβανίτες να υπάρχουν αρβανίτικα ή αλβανικά επώνυμα και τοπωνύμια, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα γράφουν στα σχόλια σχετικών άρθρων μας ορισμένοι αναγνώστες. Αυτοί μάλλον θα εκπλαγούν δυσάρεστα. Εννοείται ότι με τη «μεταφορά» των επωνύμων στα Λατινικά παρουσιάζονται μικροδιαφορές από τα αντίστοιχα ελληνικά επώνυμα. Καθώς τα ελληνικά επώνυμα στο βιβλίο του κύριου Γιοχάλα καλύπτουν περίπου 50 σελίδες, κάναμε μια επιλογή. Σημειώνουμε ότι το σύμβολο < στη Γλωσσολογία σημαίνει: «προέρχεται/παράγεται από» και το π.β.: «παράβαλε» για να δείξουμε εδώ το αντίστοιχο ελληνικό:

Alesi, Alessi, Alexi<Αλέξιος, πβ. Επών. Αλεξίου
Andropulo, Andropoli<Ανδριόπουλος
Argiropulo, Argiropulu, Argiropuli<Αργυρόπουλος, επώνυμο γνωστό ήδη από τα βυζαντινά χρόνια
Argyri<Αργύριος, πβ. Αργυρός, Αργυρίου
Bulgari, Burgari<Βούλγαρης, κοινότατο σήμερα επώνυμο στην Ελλάδα
Calogero, Caloiro, Caloyaro<καλόγερος, πβ. Καλογήρου
Calojanni<Καλογιάννης
Candioto, Candiota<Καντιώτης, αυτός που κατάγεται από την Κάντια (Ηράκλειο) και γενικότερα από την Κρήτη. Θυμίζουμε και τον Μητροπολίτη Φλωρίνης από το 1967 ως το 2000 Αυγουστίνο Καντιώτη που είχε γεννηθεί στην Πάρο ως Ανδρέας Καντιώτης
Carida, Caride<Καρύδης
Cavadi<Καββάδης (το βυζαντινό καββάδιον ήταν είδος υφάσματος), πβ. Καββαδίας
Cazaro<Κατσαρός
Chalicia<Χαλκιάς
Chefalia, Cefalia, Giofalia<κεφαλή+a οριστικό άρθρο της αλβανικής, πβ. Κεφαλάς
Ciprioto<Κυπριώτης
Ciriaco<Κυριάκος
Collida, Cullida<(Σ)κουλυδάς, (Σ)κουλιδάς. Κουλίδι είναι το κεφάλι μικρών ψαριών<collum= λαιμός. Πιθανότατα σχετικό είναι και το επώνυμο του γνωστού μετεωρολόγου και διευθυντή της ΕΜΥ, Θοδωρή Κολυδά. Άλλωστε στη γενέτειρά του, την Άνδρο, σύμφωνα με τον Τίτο Γιοχάλα, το επώνυμο Κουλιδάς είναι συνηθισμένο και στο όμορφο αυτό κυκλαδονήσι.

Συνεχίζουμε την παράθεση ελληνικής προέλευσης αρβανίτικων επωνύμων και τοπωνυμίων από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία

Costantini, Costantino<Κωνσταντίνος
Cristoforo, Cristofalo<Χριστόφορος, πβ. Χριστοφόρου
Diamante<Διαμαντής, πβ. Αδαμαντίου, Αδαμαντίδης κ.λπ.
Drosi<Δρόσος
Esantopulo<Ξανθόπουλος
Foti, Foto<Φώτιος, πβ. Φωτίου, Φωτόπουλος κ.λπ.
Frangopoli<Φραγκόπουλος
Grisafi, Grisafo, Grizzaffi<Χρυσάφης
Jannizzi<Γιαννίτσης
Jatropulo<Ιατρόπουλος
Lascari(s)<Λάσκαρης, πβ. Λάσκαρης. Ο τύπος Lascari υπάρχει και ως τοπωνύμιο στην Cefalu της Σικελίας.
Macri, Magri<Μακρής
Maijra<Μαχαιράς
Marraiti, Morraisi<Μοραΐτης
Marcopoli<Μαρκόπουλος
Micali<Μιχάλης
Moscona, Muscona<Μοσχονάς
Mustacchia<Μουστάκ(ι)ας
Orfano<Ορφανός
Paleologo<Παλαιολόγος
Panayonopolo<Παναγόπουλος και Παναγιωτόπουλος
Papada<Παπ(π)αδάς
Papodato<Παπαδάτος
Papadopoli, Padopuli<Παπαδόπουλος
Pravata, Provata<Προβατάς, με οπισθοχωρητική αφομοίωση του α
Procop(i)o<Προκόπιος, πβ. Προκοπίου
Rafti, Raffiti<Ράφτης και Ράπτης
Schiada< Σκιαδάς, ο κατασκευαστής σκιαδιών, καπέλων για τον ήλιο
Sofiano, Suffiana<Σοφιανός
Sotiro<Σωτήρης, πβ. Σωτηρίου, Σωτηριάδης, Σωτηρόπουλος, κ.λπ.
Spano<Σπανός, το επώνυμο είναι γνωστό στους βυζαντινούς από τον 11ο ήδη αιώνα
Stamati, Stamato<Σταμάτης, πβ. Σταματίου, Σταματάκης, Σταματιάδης κ.λπ.
Stassi<Αναστάσης, Στάσης, πβ. Αναστασίου, Αναστασιάδης κ.λπ.
Stratigo<Στρατηγός
T(e)odoropulo<Θεοδωρόπουλος
Xa(n)topulo<Ξανθόπουλος
Xanthos<Ξανθός, πβ. Ξανθόπουλος
Zerbo<Ζερβός

Πηγές:
ΤΙΤΟΣ Π. ΓΙΟΧΑΛΑΣ, «Ελληνικά επώνυμα, ονόματα και τοπωνύμια των αλβανικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας».
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Γιοχάλα για την αποστολή του βιβλίου του και την πολύτιμη βοήθειά του.
ΚΩΣΤΑ Η. ΜΠΙΡΗ, «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ», Ε’ Έκδοση, 2005

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια