Ευρισκόμεθα στον Μάρτιο του 1971. Πρωτοετείς φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ ο Κώστας Κοτζιούλας (1951-2023) και εγώ, έχουμε καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας τον Κωνσταντίνο Μερεντίτη (1906-2000). Ιδιόρρυθμος άνθρωπος ο καθηγητής μας, αλλά με γνώσεις που προκαλούσαν σεβασμό. Συνακολούθως, ασμένως σπεύδαμε να συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις του.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, σε ώρα διαλείμματος, καθώς είχαμε πιάσει κουβέντα μαζί του, μας συνέστησε να διαβάσουμε το έργο του πασίγνωστου ελληνιστή Τζίλμπερτ Μάρρεϋ (Gilbert Murray 1866-1957), “Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας”, που μεταφρασμένο από τον επίσης περίφημο Σίμο Μενάρδο (1871-1933) είχε εκδοθεί το 1964 από το αξέχαστο βιβλιοπωλείον “Δημ. Ν. Παπαδήμα”. Ο Κώστας ήταν γιος του ποιητή του ΕΑΜ Γιώργου Κοτζιούλα (1909-1956) και, λόγω των περιπετειών που είχε υποστεί ο πατέρας του, είχε υιοθετήσει γενικώς προς τη ζωή μία στάση καλόβολου σαρκασμού. Έτρεξε λοιπόν και πριν από εμένα αγόρασε το βιβλίο του Μάρρεϋ.
Φιλομαθής μάλιστα καθώς ήταν, έσπευσε να το διαβάσει “με την πρώτη”. Και μετά… ιδού η έκπληξη! Καθώς μίαν ωραίαν πρωΐαν, καθισμένοι στην πρώτη σειρά του “αμφιθεάτρου Παπαρρηγοπούλου”, περιμέναμε να αρχίσει το μάθημα των Λατινικών, μεγαλοφώνως με ρώτησε: «Ρε συ! Το διάβασες;» «Ὀχι ακόμα» επιχείρησα εγώ να τον αποστομώσω. Αυτός όμως εκεί, απτόητος: «Ρε συ! Ο Μάρρεϋ λέει πως οι Ίωνες δεν ήταν συγγενείς με τους Αθηναίους!»
Προσωπικώς είχα πικράν πείραν της “πλακατζίδικης ατμόσφαιρας”, στη δημιουργία της οποίας ο συμφοιτητής μου παρέμενε επιτυχώς και θεαματικώς επιρρεπής. Εάν λοιπόν του απαντούσα, ταχύτατα θα επικρατούσε σε μέρος υπολογίσιμο του αμφιθεάτρου χασμωδία, που θα μπορούσε να επιφέρει αποβολή μας από τον χώρο διδασκαλίας, απαγόρευση της συμμετοχής μας στις προσεχείς εξετάσεις και άλλα, πολλά και φοβερά. Συνακολούθως, έφυγα από δίπλα του, ανέβηκα μια σειρά παραπάνω και ευτυχώς την ώρα της οιονεί μετακόμισής μου μπήκε ο καθηγητής των Λατινικών και κάθε συζήτηση σταμάτησε.
Πάντως, γυρίζοντας στο σπίτι, ανέσυρα το βιβλίο του Άγγλου σοφού (που με ομολογημένη καθυστέρηση είχα προμηθευτεί) και το διάβασα απνευστί. Και πράγματι! Ο φίλος μου είχε δίκιο! Στη σελίδα 18 σαφώς αναγραφόταν εκείνο που υπό τύπον προκλητικής πλάκας μού είχε επισημάνει στο αμφιθέατρο ο Κώστας. Υπό το κράτος ταραχής, λοιπόν, ανέτρεξα στον Παπαρρηγόπουλο, το έργο του οποίου τότε καλαισθήτως επανεκδιδόταν από τον “Γαλαξία”. Ε, ο εθνικός μας ιστορικός, στο β΄ βιβλίο του, τα έλεγε ακόμη πιο χοντρά: Οι Αθηναίοι αρχικώς αποστρέφονταν τους Ίωνες!
Φυσικά, επακολούθησε σύσκεψη στα έξω από το αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου παγκάκια. Και κάποια στιγμή, καθώς περνούσε από μπροστά μας ο Κωνσταντίνος Μερεντίτης, σηκωθήκαμε για να τον χαιρετίσουμε, οπότε εγώ αποτόλμησα να ρωτήσω: «Μα, κύριε Καθηγητά, τι είναι αυτά που λέει ο Μάρρεϋ για τους Ίωνες;» Και ο Μερεντίτης, χαμογελώντας πατρικά, μάς έδωσε την εξής απάντηση: «Εντάξει, βρε παιδιά! Μη φοβάστε! Δεν πρόκειται να πέσει ερώτηση για το θέμα αυτό!»
Μεταξάς και Μικρασιατική Εκστρατεία
Το ζήτημα ξεχάστηκε. Ήμασταν 19 χρονών και είχαμε άλλα, πολύ πιο ευχάριστα, κατά νουν. Η απορία όμως μού έμεινε και λύθηκε δεκαετίες αργότερα, όταν εντρύφησα στο ζήτημα της σχέσης του Ιωάννη Μεταξά με τη Μικρασιατική μας Περιπέτεια. Καθώς άρχιζε ο Μάρτιος του 1921, ήταν σαφές ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία βρισκόταν σε αδιέξοδο. Παρά το ότι η υπό τον Δημήτριο Γούναρη “Ηνωμένη Αντιπολίτευσις” είχε κατεβεί στις εκλογές του 1920 με σύνθημα την ειρήνευσή μας με τους Τούρκους εθνικιστές, ο πόλεμος στην Ανατολία συνεχιζόταν, χωρίς μάλιστα ο λαός να διαμαρτύρεται.
Γινόταν όμως ολοένα σαφέστερο το ότι η σύρραξη θα κατέληγε σε ελληνική ήττα. Μετά λοιπόν από ζωηρές ενδοκυβερνητικές διαβουλεύσεις κλήθηκε από τους Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και άλλους ιθύνοντες ο Ιωάννης Μεταξάς και του υποβλήθηκε πρόταση-παράκληση να αναλάβει την ηγεσία των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή. Σύμφωνα με μαρτυρία του βασιλόπαιδος Χριστοφόρου της Ελλάδος, ο Μεταξάς ήξερε ήδη από το 1920 ότι η εκστρατεία μας στη Μικρά Ασία ήταν “προγραμματισμένη” να αποτύχει.
Συνακολούθως, είχε προειδοποιήσει τον Γούναρη, που όμως δεν έδωσε σημασία. Πώς ήξερε τα σχετικά με τον εν λόγω “προγραμματισμό” ο Μεταξάς; Μία απάντηση είναι –προς το παρόν– δυνατή: Όπως ήξερε, στις 30 Οκτωβρίου 1940, ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα κατέληγε σε ήττα της Γερμανίας και ότι η Ελλάδα, ως “αμοιβή” της για την απόκρουση τής κατά το 1940 ιταλικής επίθεσης θα έπαιρνε “μόνο” τα Δωδεκάνησα…
Τα της συζήτησης, τον Μάρτιο του 1921, των Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη και Μεταξά έχουν επιμελώς καταγραφεί από τον τελευταίο και δημοσιευθεί στο Προσωπικό του Ημερολόγιο. Και μία επιτροχάδην ανάγνωση των σχετικών σελίδων οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: Ο Μεταξάς δεχόταν να αναλάβει την ηγεσία του Ελληνικού Στρατού αλλά σε “πόστο” πολιτικό και όχι στρατιωτικό. Με άλλα λόγια, ήθελε να του δοθεί το υπουργείο Στρατιωτικών. Λογικό αυτό, διότι προσωπικότητα της εμβέλειας και των ικανοτήτων του Μεταξά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε καταστάσεις κρίσιμες, έχοντας προϊστάμενο και δη πολιτικό. Η επιθυμία του όμως αυτή δεν εκπληρώθηκε.
Η εκστρατεία στη Μικρά Ασία δεν ήταν δυνατό να ευοδωθεί, διότι δεν είχε επιτευχθεί η εκεί “είσδυσις” του ελληνικού πολιτισμού (και η συνακόλουθη παγίωση της πολιτικής μας επιρροής), κάτι που, όμως, είχε επιτευχθεί “κατά την αρχαιότητα”. Συνεπώς, μόνο η Σμύρνη ήταν δυνατόν να κρατηθεί υπό καθεστώς “κάποιας αυτονομίας”. Και σε αυτό “προφήτης” ο Μεταξάς! Σήμερα, την εν λόγω τουρκική πόλη διέπει καθεστώς “σκιώδους” αυτονομίας, ως τεκμήριο της οποίας μπορεί να θεωρηθεί η πρόσφατη (2016) πλήρωση του από το 1922 κενού μητροπολιτικού της θρόνου. Το πιο σημαντικό στα ανωτέρω είναι ο όρος “είσδυσις” που, όσον αφορά τη μεταξύ Ελλήνων και Μικράς Ασίας σχέση χρησιμοποίησε ο Μεταξάς. Τι εννοούσε ο μελλοντικός μας δικτάτωρ; Ε, και σε αυτό υπήρξε απάντηση και μάλιστα ηχηρή!
Ο Θεμιστοκλής
Μεταφερόμεθα στον Δεκέμβριο του 1938. Στην “Καθημερινή” της 12ης εκείνου του μήνα, παρουσιάστηκε το βιβλίο Alt-Olympia (= Αρχαία Ολυμπία) του Γερμανού αρχαιολόγου Γουλιέλμου Νταίρπφελντ (Wilhelm Doerpfeld 1853-1940), το οποίο είχε εκδοθεί το 1935 στο Βερολίνο. Σε αυτό το έργο προβάλλεται η άποψη ότι οι Ίωνες (Yawan) ήταν φύλο σημιτικό, κράμα Φοινίκων και Αράβων, που υπό την πίεση των Αιγυπτίων είχαν μεταναστεύσει από τα νοτιοανατολικά παράλια της Μεσογείου στη Μικρά Ασία.
Ο Νταίρπφελντ ήταν σύμβουλος του Ερρίκου Σλήμαν, κατά τις ανασκαφές του δεύτερου στην Πελοπόννησο και τη Μικρά Ασία. Επιπλέον, την περίοδο 1887-1912, υπήρξε διευθυντής, στην Αθήνα, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Κατά συνέπεια, η άποψή του δεν μπορεί να θεωρηθεί ευκόλως απορριπτέα. Και η σημασία της θεωρίας του αυτής ενισχύεται από τα όσα τεκμαίρονται, σε πηγές αρχαίες, σχετικώς με τους Μηδικούς πολέμους γενικώς και τον Θεμιστοκλή ιδιαιτέρως.
Αυτός ο τελευταίος ήταν Αθηναίος όχι γνήσιος αλλά “νόθος”. Και αυτό, επειδή η μητέρα του καταγόταν από την Καρία της Μικράς Ασίας. Έτσι, ο Θεμιστοκλής έπεισε (=δωροδόκησε) τον Φρύνιχο να συνθέσει και να παρουσιάσει το θεατρικό έργο “Μιλήτου άλωσις”, που συγκίνησε τόσο πολύ τους Αθηναίους, ώστε να στέρξουν να εκλάβουν ως “συγγενείς τους” τους Ίωνες με τα γνωστά κοσμοϊστορικά επακόλουθα.
Ο Νταίρπφελντ και οι Ίωνες
Περίεργο πάντως εν προκειμένω παραμένει το ότι, εκτός από ορισμένους παλαιούς καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κανένας δεν έχει προβληματιστεί από την καταδίκη του Θεμιστοκλή επί μηδισμῷ, καθώς και από την ευμενέστατη υποδοχή που του επιφύλαξε ο “Μέγας Βασιλεύς” των Περσών, όταν ο “πρωτεργάτης της ελληνικής νίκης” στη ναυμαχία της Σαλαμίνας αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα.
Τελοσπάντων… Το καθ’ ημάς περίεργο είναι ότι οι απόψεις του Νταίρπφελντ δημοσιεύθηκαν στην “Καθημερινή” επί καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Είναι δυνατόν να μην ήξερε τότε ο Μεταξάς τι θα δημοσίευε η –φιλική προς αυτόν– εφημερίδα στις 12 Δεκεμβρίου 1938; Και κάτι –όπως λένε οι νεαροί της εποχής μας– “ακόμα πιο κορυφαίο”: Το βιβλίο του Νταίρπφελντ εκδόθηκε το 1935 στη Γερμανία, όταν πια εκεί πλήρως είχε επικρατήσει το υπό τον Χίτλερ εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.
Είναι δυνατόν να μην είχαν καταλάβει οι αρμόδιες αρχές του Γ’ Ράιχ το τι υποστήριζε στο εν λόγω έργο του ο διάσημος αρχαιολόγος; Και πώς συμβιβάζεται η “αβλεψία” τους αυτή με τον κραυγαλέο αντισημιτισμό του τότε Φύρερ των Γερμανών; Και πάλι τελοσπάντων. Ας αρκεστούμε, προς το παρόν, στο να ξαναθυμηθούμε τον αφορισμό του Κωσντανταντίνου Παπαρρηγόπουλου: Τα δεινοπαθήματά μας κατά κανόνα οφείλονται στα “φουσκωμένα λόγια”, τα οποία προέρχονται από την υπερτονισμένη φιλαυτία μας και τη συνακόλουθη άγνοιά μας της Ιστορίας. Όθεν, πολύ φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να επανέλθουμε
Κάποια στιγμή, λοιπόν, σε ώρα διαλείμματος, καθώς είχαμε πιάσει κουβέντα μαζί του, μας συνέστησε να διαβάσουμε το έργο του πασίγνωστου ελληνιστή Τζίλμπερτ Μάρρεϋ (Gilbert Murray 1866-1957), “Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας”, που μεταφρασμένο από τον επίσης περίφημο Σίμο Μενάρδο (1871-1933) είχε εκδοθεί το 1964 από το αξέχαστο βιβλιοπωλείον “Δημ. Ν. Παπαδήμα”. Ο Κώστας ήταν γιος του ποιητή του ΕΑΜ Γιώργου Κοτζιούλα (1909-1956) και, λόγω των περιπετειών που είχε υποστεί ο πατέρας του, είχε υιοθετήσει γενικώς προς τη ζωή μία στάση καλόβολου σαρκασμού. Έτρεξε λοιπόν και πριν από εμένα αγόρασε το βιβλίο του Μάρρεϋ.
Φιλομαθής μάλιστα καθώς ήταν, έσπευσε να το διαβάσει “με την πρώτη”. Και μετά… ιδού η έκπληξη! Καθώς μίαν ωραίαν πρωΐαν, καθισμένοι στην πρώτη σειρά του “αμφιθεάτρου Παπαρρηγοπούλου”, περιμέναμε να αρχίσει το μάθημα των Λατινικών, μεγαλοφώνως με ρώτησε: «Ρε συ! Το διάβασες;» «Ὀχι ακόμα» επιχείρησα εγώ να τον αποστομώσω. Αυτός όμως εκεί, απτόητος: «Ρε συ! Ο Μάρρεϋ λέει πως οι Ίωνες δεν ήταν συγγενείς με τους Αθηναίους!»
Προσωπικώς είχα πικράν πείραν της “πλακατζίδικης ατμόσφαιρας”, στη δημιουργία της οποίας ο συμφοιτητής μου παρέμενε επιτυχώς και θεαματικώς επιρρεπής. Εάν λοιπόν του απαντούσα, ταχύτατα θα επικρατούσε σε μέρος υπολογίσιμο του αμφιθεάτρου χασμωδία, που θα μπορούσε να επιφέρει αποβολή μας από τον χώρο διδασκαλίας, απαγόρευση της συμμετοχής μας στις προσεχείς εξετάσεις και άλλα, πολλά και φοβερά. Συνακολούθως, έφυγα από δίπλα του, ανέβηκα μια σειρά παραπάνω και ευτυχώς την ώρα της οιονεί μετακόμισής μου μπήκε ο καθηγητής των Λατινικών και κάθε συζήτηση σταμάτησε.
Πάντως, γυρίζοντας στο σπίτι, ανέσυρα το βιβλίο του Άγγλου σοφού (που με ομολογημένη καθυστέρηση είχα προμηθευτεί) και το διάβασα απνευστί. Και πράγματι! Ο φίλος μου είχε δίκιο! Στη σελίδα 18 σαφώς αναγραφόταν εκείνο που υπό τύπον προκλητικής πλάκας μού είχε επισημάνει στο αμφιθέατρο ο Κώστας. Υπό το κράτος ταραχής, λοιπόν, ανέτρεξα στον Παπαρρηγόπουλο, το έργο του οποίου τότε καλαισθήτως επανεκδιδόταν από τον “Γαλαξία”. Ε, ο εθνικός μας ιστορικός, στο β΄ βιβλίο του, τα έλεγε ακόμη πιο χοντρά: Οι Αθηναίοι αρχικώς αποστρέφονταν τους Ίωνες!
Φυσικά, επακολούθησε σύσκεψη στα έξω από το αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου παγκάκια. Και κάποια στιγμή, καθώς περνούσε από μπροστά μας ο Κωνσταντίνος Μερεντίτης, σηκωθήκαμε για να τον χαιρετίσουμε, οπότε εγώ αποτόλμησα να ρωτήσω: «Μα, κύριε Καθηγητά, τι είναι αυτά που λέει ο Μάρρεϋ για τους Ίωνες;» Και ο Μερεντίτης, χαμογελώντας πατρικά, μάς έδωσε την εξής απάντηση: «Εντάξει, βρε παιδιά! Μη φοβάστε! Δεν πρόκειται να πέσει ερώτηση για το θέμα αυτό!»
Μεταξάς και Μικρασιατική Εκστρατεία
Το ζήτημα ξεχάστηκε. Ήμασταν 19 χρονών και είχαμε άλλα, πολύ πιο ευχάριστα, κατά νουν. Η απορία όμως μού έμεινε και λύθηκε δεκαετίες αργότερα, όταν εντρύφησα στο ζήτημα της σχέσης του Ιωάννη Μεταξά με τη Μικρασιατική μας Περιπέτεια. Καθώς άρχιζε ο Μάρτιος του 1921, ήταν σαφές ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία βρισκόταν σε αδιέξοδο. Παρά το ότι η υπό τον Δημήτριο Γούναρη “Ηνωμένη Αντιπολίτευσις” είχε κατεβεί στις εκλογές του 1920 με σύνθημα την ειρήνευσή μας με τους Τούρκους εθνικιστές, ο πόλεμος στην Ανατολία συνεχιζόταν, χωρίς μάλιστα ο λαός να διαμαρτύρεται.
Γινόταν όμως ολοένα σαφέστερο το ότι η σύρραξη θα κατέληγε σε ελληνική ήττα. Μετά λοιπόν από ζωηρές ενδοκυβερνητικές διαβουλεύσεις κλήθηκε από τους Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και άλλους ιθύνοντες ο Ιωάννης Μεταξάς και του υποβλήθηκε πρόταση-παράκληση να αναλάβει την ηγεσία των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή. Σύμφωνα με μαρτυρία του βασιλόπαιδος Χριστοφόρου της Ελλάδος, ο Μεταξάς ήξερε ήδη από το 1920 ότι η εκστρατεία μας στη Μικρά Ασία ήταν “προγραμματισμένη” να αποτύχει.
Συνακολούθως, είχε προειδοποιήσει τον Γούναρη, που όμως δεν έδωσε σημασία. Πώς ήξερε τα σχετικά με τον εν λόγω “προγραμματισμό” ο Μεταξάς; Μία απάντηση είναι –προς το παρόν– δυνατή: Όπως ήξερε, στις 30 Οκτωβρίου 1940, ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα κατέληγε σε ήττα της Γερμανίας και ότι η Ελλάδα, ως “αμοιβή” της για την απόκρουση τής κατά το 1940 ιταλικής επίθεσης θα έπαιρνε “μόνο” τα Δωδεκάνησα…
Τα της συζήτησης, τον Μάρτιο του 1921, των Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη και Μεταξά έχουν επιμελώς καταγραφεί από τον τελευταίο και δημοσιευθεί στο Προσωπικό του Ημερολόγιο. Και μία επιτροχάδην ανάγνωση των σχετικών σελίδων οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: Ο Μεταξάς δεχόταν να αναλάβει την ηγεσία του Ελληνικού Στρατού αλλά σε “πόστο” πολιτικό και όχι στρατιωτικό. Με άλλα λόγια, ήθελε να του δοθεί το υπουργείο Στρατιωτικών. Λογικό αυτό, διότι προσωπικότητα της εμβέλειας και των ικανοτήτων του Μεταξά δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε καταστάσεις κρίσιμες, έχοντας προϊστάμενο και δη πολιτικό. Η επιθυμία του όμως αυτή δεν εκπληρώθηκε.
Η εκστρατεία στη Μικρά Ασία δεν ήταν δυνατό να ευοδωθεί, διότι δεν είχε επιτευχθεί η εκεί “είσδυσις” του ελληνικού πολιτισμού (και η συνακόλουθη παγίωση της πολιτικής μας επιρροής), κάτι που, όμως, είχε επιτευχθεί “κατά την αρχαιότητα”. Συνεπώς, μόνο η Σμύρνη ήταν δυνατόν να κρατηθεί υπό καθεστώς “κάποιας αυτονομίας”. Και σε αυτό “προφήτης” ο Μεταξάς! Σήμερα, την εν λόγω τουρκική πόλη διέπει καθεστώς “σκιώδους” αυτονομίας, ως τεκμήριο της οποίας μπορεί να θεωρηθεί η πρόσφατη (2016) πλήρωση του από το 1922 κενού μητροπολιτικού της θρόνου. Το πιο σημαντικό στα ανωτέρω είναι ο όρος “είσδυσις” που, όσον αφορά τη μεταξύ Ελλήνων και Μικράς Ασίας σχέση χρησιμοποίησε ο Μεταξάς. Τι εννοούσε ο μελλοντικός μας δικτάτωρ; Ε, και σε αυτό υπήρξε απάντηση και μάλιστα ηχηρή!
Ο Θεμιστοκλής
Μεταφερόμεθα στον Δεκέμβριο του 1938. Στην “Καθημερινή” της 12ης εκείνου του μήνα, παρουσιάστηκε το βιβλίο Alt-Olympia (= Αρχαία Ολυμπία) του Γερμανού αρχαιολόγου Γουλιέλμου Νταίρπφελντ (Wilhelm Doerpfeld 1853-1940), το οποίο είχε εκδοθεί το 1935 στο Βερολίνο. Σε αυτό το έργο προβάλλεται η άποψη ότι οι Ίωνες (Yawan) ήταν φύλο σημιτικό, κράμα Φοινίκων και Αράβων, που υπό την πίεση των Αιγυπτίων είχαν μεταναστεύσει από τα νοτιοανατολικά παράλια της Μεσογείου στη Μικρά Ασία.
Ο Νταίρπφελντ ήταν σύμβουλος του Ερρίκου Σλήμαν, κατά τις ανασκαφές του δεύτερου στην Πελοπόννησο και τη Μικρά Ασία. Επιπλέον, την περίοδο 1887-1912, υπήρξε διευθυντής, στην Αθήνα, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Κατά συνέπεια, η άποψή του δεν μπορεί να θεωρηθεί ευκόλως απορριπτέα. Και η σημασία της θεωρίας του αυτής ενισχύεται από τα όσα τεκμαίρονται, σε πηγές αρχαίες, σχετικώς με τους Μηδικούς πολέμους γενικώς και τον Θεμιστοκλή ιδιαιτέρως.
Αυτός ο τελευταίος ήταν Αθηναίος όχι γνήσιος αλλά “νόθος”. Και αυτό, επειδή η μητέρα του καταγόταν από την Καρία της Μικράς Ασίας. Έτσι, ο Θεμιστοκλής έπεισε (=δωροδόκησε) τον Φρύνιχο να συνθέσει και να παρουσιάσει το θεατρικό έργο “Μιλήτου άλωσις”, που συγκίνησε τόσο πολύ τους Αθηναίους, ώστε να στέρξουν να εκλάβουν ως “συγγενείς τους” τους Ίωνες με τα γνωστά κοσμοϊστορικά επακόλουθα.
Ο Νταίρπφελντ και οι Ίωνες
Περίεργο πάντως εν προκειμένω παραμένει το ότι, εκτός από ορισμένους παλαιούς καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κανένας δεν έχει προβληματιστεί από την καταδίκη του Θεμιστοκλή επί μηδισμῷ, καθώς και από την ευμενέστατη υποδοχή που του επιφύλαξε ο “Μέγας Βασιλεύς” των Περσών, όταν ο “πρωτεργάτης της ελληνικής νίκης” στη ναυμαχία της Σαλαμίνας αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα.
Τελοσπάντων… Το καθ’ ημάς περίεργο είναι ότι οι απόψεις του Νταίρπφελντ δημοσιεύθηκαν στην “Καθημερινή” επί καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Είναι δυνατόν να μην ήξερε τότε ο Μεταξάς τι θα δημοσίευε η –φιλική προς αυτόν– εφημερίδα στις 12 Δεκεμβρίου 1938; Και κάτι –όπως λένε οι νεαροί της εποχής μας– “ακόμα πιο κορυφαίο”: Το βιβλίο του Νταίρπφελντ εκδόθηκε το 1935 στη Γερμανία, όταν πια εκεί πλήρως είχε επικρατήσει το υπό τον Χίτλερ εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.
Είναι δυνατόν να μην είχαν καταλάβει οι αρμόδιες αρχές του Γ’ Ράιχ το τι υποστήριζε στο εν λόγω έργο του ο διάσημος αρχαιολόγος; Και πώς συμβιβάζεται η “αβλεψία” τους αυτή με τον κραυγαλέο αντισημιτισμό του τότε Φύρερ των Γερμανών; Και πάλι τελοσπάντων. Ας αρκεστούμε, προς το παρόν, στο να ξαναθυμηθούμε τον αφορισμό του Κωσντανταντίνου Παπαρρηγόπουλου: Τα δεινοπαθήματά μας κατά κανόνα οφείλονται στα “φουσκωμένα λόγια”, τα οποία προέρχονται από την υπερτονισμένη φιλαυτία μας και τη συνακόλουθη άγνοιά μας της Ιστορίας. Όθεν, πολύ φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να επανέλθουμε
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών