Την 1η Μαρτίου 1935 ξέσπασε στη χώρα μας το μεγαλύτερο από τα δεκατέσσερα (!) μείζονα κινήματα της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935). Επρόκειτο για μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της βενιζελικής αντιπολίτευσης, απέναντι στη φιλοβασιλική κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη που είχε εκλεγεί το 1933.
Τι προηγήθηκε του κινήματος του 1935;
Πίσω από το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 υπήρξε μεγάλο παρασκήνιο και γεγονότα που ξεκίνησαν μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, όταν η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» των αντιβενιζελικών επικράτησε, και λόγω του εκλογικού νόμου, της βενιζελικής παράταξης (136 έδρες σε σύνολο 248, έναντι 110 του «Εθνικού Συνασπισμού» των Βενιζελικών και 2 εδρών των Αγροτικών του Σοφιανόπουλου). Τα χαράματα της επόμενης ημέρας, 6 Μαρτίου 1933, ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα με επικεφαλής τον Νικόλαο Πλαστήρα, το οποίο τόνιζε τη χρεοκοπία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και τους κινδύνους του κομμουνισμού και της οικονομικής καταστροφής. Το κίνημα απέτυχε, το βράδυ της 6ης Μαρτίου σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Αντιστράτηγο Οθωναίο, η οποία στις 10 Μαρτίου 1933 παραιτήθηκε για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» με πρωθυπουργό τον Παναγή Τσαλδάρη.
Ωστόσο, ακραίοι Βενιζελικοί, εξοργισμένοι και από τη φυγάδευση του Πλαστήρα στο εξωτερικό, κατηγόρησαν ευθέως στη Βουλή, μέσω του εκπροσώπου τους Ιωάννη Μεταξά, τον Βενιζέλο ως ηθικό αυτουργό του κινήματος. Στις 11 Μαΐου 1933 ο Μεταξάς κατέθεσε στη Βουλή πρόταση 20 βουλευτών για παραπομπή του Βενιζέλου στο Ειδικό Δικαστήριο για ηθική αυτουργία και συνέργεια σε εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και στάσεως, σύμφωνα με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Οι εξελίξεις μετά τη συζήτηση στη Βουλή στις 15 Μαΐου ήταν δραματικές. Ο Βενιζέλος, αναφερόμενος στον Πλαστήρα, είπε ότι «προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες εις τον τόπον» και ομάδες εγκαθέτων εξαπέλυσαν εναντίον του πρωτοφανείς ύβρεις, αναγκάζοντάς τον να κατέβει από το βήμα της Βουλής. Ο Τσαλδάρης αντί να κατευνάσει τα πνεύματα στράφηκε και ο ίδιος εναντίον του Βενιζέλου, ο οποίος, από τα έδρανα της Βουλής πλέον, επανέλαβε την άποψή του για τον Πλαστήρα και αποχώρησε από το Κοινοβούλιο. Ήταν η τελευταία παρουσία του μεγάλου Κρητικού πολιτικού στην ελληνική Βουλή.
Ας μου επιτραπεί εδώ να κάνω μια παρένθεση για να καταθέσω μια μαρτυρία για τον Νικόλαο Πλαστήρα που είναι τελείως άγνωστη ως τώρα και αφορά το ήθος και την εντιμότητά του. Ο αείμνηστος θείος μου Ιωάννης Σ. Σπυρώνης, αρτεργάτης και ήρωας του ελληνοϊταλικού πολέμου, σε μία από τις συζητήσεις μας, μου ανέφερε ότι εργαζόταν στον ίδιο φούρνο με τον αδερφό του Ν. Πλαστήρα, όταν ο «μαύρος καβαλάρης» ήταν πρωθυπουργός. Έκπληκτος τον ρώτησα πώς ο αδερφός του δεν τον… τακτοποίησε σε κάποια θέση στο Δημόσιο. «Μιχάλη, ήταν τόσο έντιμος ο Νικόλαος Πλαστήρας, που δεν ήθελε να δώσει το δικαίωμα να ειπωθεί ότι ο αδερφός του μπήκε σε κάποια θέση χάρη σε αυτόν…». Μπορεί να πει κάποιος πολλά και διάφορα για τον Πλαστήρα, αλλά η εντιμότητά του δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ και από κανέναν…
Παράλληλα, είχε αρχίσει να επικρατεί η άποψη ότι οι ακραίοι αντιβενιζελικοί, ενισχυμένοι από την προσχώρηση στις τάξεις τους των Κονδύλη και Χατζηκυριάκου, προετοιμάζονταν ακόμα και για πραξικοπηματική παλινόρθωση της μοναρχίας. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από το νομοσχέδιο που προώθησε ο Υπουργός Στρατιωτικών Γ. Κονδύλης, το οποίο τροποποιούσε την επετηρίδα του στρατεύματος σε βάρος των δημοκρατικών αξιωματικών.
Έτσι, το 1933 ιδρύθηκαν δύο «παράλληλες» οργανώσεις από φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς: η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωσις» (Ε.Σ.Ο.) από νέους αξιωματικούς εν ενεργεία και η «Δημοκρατική Άμυνα», η μη στρατιωτική οργάνωση από απότακτους αξιωματικούς, φιλικά προσκείμενους στον Πλαστήρα και στελέχη της βενιζελικής παράταξης. Ιδρυτικά στελέχη της Ε.Σ.Ο. ήταν, μεταξύ άλλων, ο Στέφανος Σαράφης και οι αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες. Η «Δημοκρατική Άμυνα» είχε Πρόεδρο τον Αναστάσιο Παπούλα και επίτιμο Πρόεδρο τον Στυλιανό Γονατά. Αρχηγός της ουσιαστικά όμως ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας. Με τη μεσολάβηση του Αλέξανδρου Ζάννα, στενού συνεργάτη του Βενιζέλου, οι δύο οργανώσεις συγχωνεύθηκαν. Για τον συντονισμό των ενεργειών τους συγκροτήθηκε μία τριμελής επιτροπή υπό τους Αλέξανδρο Ζάννα, Στέφανο Σαράφη και τον Πλοίαρχο Κολιαλέξη.
Το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935
Από τις αρχές του 1935 υπήρχαν δηλώσεις και από τις δύο πλευρές, κυβέρνηση και βενιζελική αντιπολίτευση, άρθρα σε εφημερίδες και ενέργειες, όπως και φιλομοναρχικές διαδηλώσεις, που όξυναν το κλίμα. Ο Βενιζέλος, έντονα επηρεασμένος από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, αλλά και από την αποπομπή των βενιζελικών αξιωματικών από το στράτευμα αποφάσισε να δράσει.
Έτσι, εκδηλώθηκε το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, το οποίο είχε σχεδιαστεί ήδη από το 1933. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη του στόλου που θα έπλεε προς τη Βόρεια Ελλάδα όπου τα ποσοστά των βενιζελικών ήταν υψηλά και οι κινηματίες πίστευαν ότι ο κατάπλους του στόλου θα οδηγήσει σε εξέγερση των τοπικών φρουρών, ενώ ενδιάμεσα θα είχε ξεσηκώσει και τα νησιά του Αιγαίου.
Στις 18.30 της 1ης Μαρτίου καταλήφθηκε ο Ναύσταθμος της Σαλαμίνας. Γύρω στις 19.00 στασίασαν το Πρότυπο Τάγμα Ευζώνων (Μακρυγιάννη) και η Σχολή Ευελπίδων. Όμως η εξέγερση εκεί απέτυχε, καθώς οι νομιμόφρονες αξιωματικοί εξουδετέρωσαν τους κινηματίες κάνοντας χρήση και στοιχείων πυροβολικού στο Τάγμα Ευζώνων. Τότε φάνηκε η έλλειψη ικανού ηγέτη των κινηματιών γιατί ο Οθωναίος είχε αρνηθεί σχετική πρόταση του Βενιζέλου, ενώ ο Πλαστήρας ξεκίνησε από τη Γαλλία αλλά επέστρεψε όταν έμαθε την, εσφαλμένη, πληροφορία ότι το κίνημα απέτυχε. Οι στασιαστές επικοινώνησαν μαζί του και διέψευσαν την πληροφορία. Έτσι ξεκίνησε εκ νέου για την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση αξίωσε από την αντίστοιχη ιταλική την μη παροχή άδειας ταξιδιού στον Πλαστήρα και αυτός εγκλωβίστηκε στο Μπρίντιζι.
Αλέξανδρος Ζαΐμης
Αντίθετα, στο Ναυτικό το κίνημα εξελίχτηκε θετικά για τους στασιαστές και τα πλοία που καταλήφθηκαν απέπλευσαν για τη Σούδα του νομού Χανίων, προπύργιο του βενιζελισμού. Επικεφαλής των πλοίων των στασιαστών τέθηκε ο απόστρατος Υποναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας. Αυτή η απόφαση αποδείχτηκε εσφαλμένη καθώς δεν τηρήθηκε το αρχικό σχέδιο για πλεύση του στόλου προς τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη θα είχε τεθεί υπό έλεγχο μετά από εξέγερση της φρουράς της και οι στασιαστές θα μπορούσαν να «κόψουν» τη χώρα στα δύο μέσω του βομβαρδισμού ή και της κατάληψης της σιδηροδρομικής γραμμής Πλαταμώνα-Κατερίνης. Αυτό φοβόταν και ο Μεταξάς όπως έγραψε στο «Ημερολόγιο» του. Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από την εκδήλωση του κινήματος αν και αυτό είχε προαναγγελθεί μέσα από τον «Ριζοσπάστη». Συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1935 η εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή μυημένου, προφανώς, στο κίνημα αξιωματικού ο οποίος περιέγραφε σε αδρές γραμμές το σχέδιο ενέργειας και ανέφερε τα ονόματα των Σαράφη και Κολιαλέξη ως μελών της ηγετικής ομάδας των κινηματιών.
Ενώ καταλήφθηκαν αρκετά πλοία από τους στασιαστές ο Στρατός δεν προσχώρησε σε αυτούς. Τα στρατεύματα της Θεσσαλονίκης έμειναν πιστά στην κυβέρνηση καθώς ο Στρατηγός Σαράφης που θα αναλάμβανε την ηγεσία του κινήματος στη Β. Ελλάδα συνελήφθη στην Αθήνα. Μάλιστα ο Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Χ. Παναγιωτάκος που είχε κάποιες πληροφορίες έλαβε έκτακτα μέτρα.
Όπως αναφέραμε η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε και παρέλυσε. Ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης ήταν κλινήρης ενώ ο αρμόδιος Υπουργός (Στρατιωτικών) Κονδύλης προφασίστηκε ασθένεια και εξαφανίστηκε! Στην Κρήτη οι Αρχές καταλύθηκαν μετά από ένα ογκώδες συλλαλητήριο στη Χρυσοπηγή, προάστιο των Χανίων. Ο Βενιζέλος μίλησε στους συγκεντρωμένους και ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος.
Η καταλυτική παρέμβαση του Ιωάννη Μεταξά
Ενώ φαινόταν ότι η πλάστιγγα γέρνει προς τους βενιζελικούς τα πράγματα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά μετά την παρέμβαση του Ιωάννη Μεταξά στον οποίο στράφηκαν ηγετικά στελέχη των αντιβενιζελικών (Ι. Ράλλης και Γ. Στράτος). Ο Μεταξάς ήταν ο μόνος που μπορούσε να χειριστεί την κατάσταση. Συναντήθηκε με τον Τσαλδάρη ο οποίος τον όρισε Υπουργό άνευ Χαρτοφυλακίου. Ο Μεταξάς ανέλαβε ουσιαστικά την ηγεσία της χώρας.
Αρχικά διόρισε τον Σ. Δούσμανη στη θέση του Υπουργού Ναυτικών. Ο Δούσμανης αντικατέστησε τον Χατζηκυριάκο που είχε παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας. Έπειτα εγκατάσταθηκε στο Υπουργείο Ναυτικών στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Αμέσως κινητοποίησε τα πλοία που δεν είχαν προσχωρήσει στους στασιαστές και επέβαλε την τάξη στην πρωτεύουσα. Εξασφάλισε επίσης τη σιδηροδρομική γραμμή Πλαταμώνα-Κατερίνης και αξιοποίησε την αεροπορία, οι αξιωματικοί της οποίας είχαν μείνει πιστοί στην κυβέρνηση. Αεροσκάφη βομβάρδισαν τον στόλο των κινηματιών στη Σούδα καταφέροντας καίρια πλήγματα σε αυτά, διέταξε τέσσερα πολεμικά πλοία να σπεύσουν να συνδράμουν τα επάκτια πυροβολεία του Σαρωνικού και θωράκισε την πρωτεύουσα. Λίγο μετά αντιβενιζελικοί κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης παρενέβη συστήνοντας υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους κάτι που εξόργισε τον Βενιζέλο. Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν αντιτάχθηκε στη στάση του Κρητικού πολιτικού: «Κρίμα ότι ο άνθρωπος αυτός που είχε συνδέσει το όνομα του με τας ωραιοτέρας σελίδας της νεοτέρας ελληνικής ιστορίας, να στιγματίζει εις τα γεράματά του, δημιουργών κολοσσιαίους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους δια την Ελλάδαν».
Ωστόσο το παιχνίδι για τους κινηματίες δεν είχε χαθεί. Το Δ’ Σώμα Στρατού υπό τον Αντιστράτηγο Δ. Καμμένο προσχώρησε σ’ αυτούς. Αν και διέθετε 8.000 άνδρες, δέχτηκε και πολλούς εθελοντές. Μην έχοντας όμως επαρκή οπλισμό τοποθέτησε τις μονάδες του σε αμυντική διάταξη στον Στρυμόνα και όρισε και δεύτερη γραμμή άμυνας στον Νέστο. Στις 5 Μαρτίου, 4 από τα 7 πλοία που είχαν καταλάβει οι στασιαστές κατέπλευσαν στην Καβάλα, όπου έγινε ευρεία σύσκεψη στην οποία μετείχε και ο Καμμένος. Ο Μεταξάς από την άλλη διέταξε την άμεση επιστράτευση τριών ηλικιακών κλάσεων ενώ ζήτησε και την πόντιση ναρκών στον Θερμαϊκό Κόλπο για να μην πλησιάσουν τη συμπρωτεύοσα τα πλοία των στασιαστών. Συγχρόνως ο Πλοίαρχος Α. Σακελλαρίου με όσα αντιτορπιλικά είχε στη διάθεσή της η κυβέρνηση έφτασε στην Καβάλα και βομβάρδισε τους στασιαστές και το εκεί ελλιμενισμένο αντιτορπιλικό «Έλλη». Τέλος ο Υπουργός Οικονομικών Πεσμαζόγλου πέτυχε τον δανεισμό δέκα βομβαρδιστικών αεροσκαφών από τη Νοτιοσλαβία (Γιουγκοσλαβία) καθώς προβλεπόταν απ’ όλους μια μακροχρόνια εμφύλια σύρραξη. Προσπάθεια για να αποτραπεί κάτι τέτοιο έγινε με πρωτοβουλία του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου, με πενιχρά αποτελέσματα. Τελικά τα αεροσκάφη δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω της γρήγορης κατάρρευσης του κινήματος. Σύμφωνα με άλλες πηγές παρελήφθησαν τελικά μόνο 5 αεροσκάφη τύπου Αvia. Στις 4 Μαρτίου εμφανίστηκε ο ως τότε εξαφανισμένος Κονδύλης καθώς έβλεπε ότι η πλάστιγγα έγερνε προς το μέρος της κυβέρνησης. Πήγε μάλιστα στον Στρυμόνα θέλοντας να καρπωθεί τη δόξα της παράδοσης των στασιαστών στη Β. Ελλάδα. Πραγματικά οι κινηματίες είχαν χάσει το ηθικό τους και σπαράσσονταν από εσωτερικές διαμάχες. Έτσι παραδόθηκαν αμαχητί ενώ οι ηγέτες τους στη Β. Ελλάδα (Βεντήρης, Καμμένος κ.ά) κατέφυγαν στη Βουλγαρία. Ο Βενιζέλος με τη σύζυγό του και όσους επιφανείς στασιαστές βρίσκονταν στην Κρήτη επιβιβάστηκαν στον «Αβέρωφ» και πήγαν στην ιταλοκρατούμενη Κάσο.
Από εκεί πήγαν στην Κάρπαθο και έπειτα στη Ρόδο όπου επιβιβάστηκαν στο ιταλικό υπερωκεάνιο «Rex» με προορισμό τη Νεάπολη. Ο Πεσμαζόγλου αναφέρει ότι πήγαν στη Μασσαλία. Άλλοι αξιωματικοί επιβάσθηκαν στο υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης» και πήγαν στην ιταλοκρατούμενη επίσης Λέρο. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι το κίνημα του 1935 ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό λάθος του Ελευθέριου Βενιζέλου κάτι που παραδέχτηκε κι ο ίδιος σε επιστολή του προς τη σύζυγό του. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρξαν και ορισμένες σοβαρές οικονομικές ατασθαλίες. Ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στον Υπουργό Οικονομικών Πεσμαζόγλου ότι «ενόμισε αναγκαίον να μοιράσει τα εις το ταμείον του θωρηκτού «Αβέρωφ» ευρεθέντα χρήματα εις τους άνευ πόρων κινηματίας, οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει τον παρακαλούσε δε, να θεωρήσει το ποσό αυτό ως προσωπικό χρέος του ίδιου προς το Δημόσιο…». Επίσης σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν υπάρχουν πληροφορίες ότι «εξηφανίσθησαν πολλά εκατομμύρια από τις τράπεζες της περιοχής (του Δ’ Σώματος Στρατού) και της Κρήτης».
Οι αντιδράσεις εναντίον του Τσαλδάρη - Η προσπάθεια απαξίωσης του Ι. Μεταξά
Μετά το τέλος της εξέγερσης ο Π. Τσαλδάρης προσπάθησε να κρατήσει μετριοπαθή στάση, δέχτηκε όμως τα πυρά στελεχών της παράταξής του (Θεοτόκης, Ράλλης) αλλά και του Ιωάννη Μεταξά η συμβολή του οποίου στην καταστολή του κινήματος γινόταν προσπάθεια να απαξιωθεί. Αντίθετα όλοι υπερτόνιζαν τη συνεισφορά του Κονδύλη. Στη νικητήρια συγκέντρωση του «Λαϊκού Κόμματος» στις 11 Μαρτίου 1935 οι ηγέτες των αντιβενιζελικών δεν αναφέρθηκαν σχεδόν καθόλου στον Μεταξά. Όταν δε αυτός πήρε (από τους τελευταίους) τον λόγο, οι κομματάρχες «διέτασσαν» τα πλήθη να φύγουν! Λίγο αργότερα έξαλλος ο Μεταξάς ζητούσε από τον πρωθυπουργό να αποπέμψει τους αποτυχημένους υπουργούς και να συγκαλέσει Συντακτική Συνέλευση θέτονας ουσιαστικά το Πολιτειακό Ζήτημα. Ο Τσαλδάρης αντέδρασε αξιώνοντας την παραίτηση του Μεταξά έξι μέρες αργότερα!
Οι δίκες και οι καταδίκες των κινηματιών
Η πρώτη δίκη έγινε από τις 18 ως τις 30 Μαρτίου 1935. Στο εδώλιο κάθισαν οι κινηματίες του Πρότυπου Τάγματος Ευζώνων. Η ενοχή τους ήταν αυταπόδεικτη. Ωστόσο το στρατοδικείο υπό την προεδρία του Υποστράτηγου Κ. Μπακόπουλου έδειξε μεγάλη επιείκεια. Η κυβέρνηση μετέθεσε τα μέλη του στρατοδικείου ενώ οι αδιάλλακτοι αντιβενιζελικοί οργάνωσαν ογκώδες συλλαλητήριο. Ο Τσαλδάρης υπόκυπτοντας στις πιέσεις εξήγγειλε τη διάλυση της Βουλής, την κατάργηση της Γερουσίας, την άρση της μονιμότητας των δικαστών και τη δυσμενή μετάθεση του Κ. Μπακόπουλου και προχώρησε σε ευρύ ανασχηματισμό.
Λίγο μετά διεξήχθη νέα δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο, αυτή τη φορά υπό την προεδρία του Υποπτέραρχου Γ. Ρέππα. Ο Αντιστράτηγος Παπούλας και ο Υποστράτηγος Κοιμήσης καταδικάστηκαν σε θάνατο. Πολλοί υπουργοί (Κοτζιάς, Πεσμαζόγλου κ.ά.) όπως και οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας προσπάθησαν να αποτρέψουν τις εκτελέσεις. Αυτό όμως δεν έγινε και οι Παπούλας και Κοιμήσης εκτελέσθηκαν στις 24 Απριλίου. Λίγο νωρίτερα είχε καταδικαστεί σε θάνατο από στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης ο επιτελάρχης Σ. Βολάνης και εκτελέστηκε.
Συνολικά παραπέμφθηκαν σε δίκη 1.130 στρατιωτικοί και πολίτες οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν φύγει στο εξωτερικό. 55 από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά οι ποινές τους δεν εκτελέστηκαν. Συνολικά καταδικάστηκαν 859 και αθώωθηκαν 271.
Στις 23 Απριλίου 1935 ξεκίνησε η δίκη των 26 πολιτικών που συμμετείχαν στο κίνημα. Πολλοί απουσίαζαν. Στο εδώλιο κάθισαν οι Γονατάς, Σοφούλης, Καφαντάρης, Παπαναστασίου κ.ά. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Υποναύαρχος Αλέξανδρος Σακελαρίου. Οι κορυφαίοι αντιβενιζελικοί που κατέθεσαν ως μάρτυρες (Κονδύλης, Ράλλης, και κυρίως ο Μεταξάς) μίλησαν με θερμότατα λόγια για τους κατηγορούμενους συναδέλφους τους και όλοι έριξαν την ευθύνη στον απόντα Βενιζέλο. Αυτοί που καταδικάστηκαν σε θάνατο (Ε. Βενιζέλος, Ν. Πλαστήρας, Ι. Κούνδουρος και Ε. Τζανακάκης) βρίσκονταν στο εξωτερικό ενώ οι παρόντες στο δικαστήριο αθώωθηκαν…
Επίλογος
Αυτή ήταν η ιστορία του Κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 που λίγο έλειψε να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο τη χώρα. Το μόνο θετικό απ’ αυτό ήταν ότι έγινε αντιληπτή η απόλυτη «γύμνια» της χώρας σε στρατιωτικό υλικό. Μετά το 1922 δεν είχε γίνει σχεδόν καμία αγορά πολεμικού υλικού! Η Ελλάδα έφτασε στο σημείο να ζητά αεροπλάνα και βόμβες από τη Γιουγκοσλαβία… Επίσης από την καταστολή του κινήματος αυξήθηκε κατά πολύ το κύρος και η δημοφιλία του Ιωάννη Μεταξά που τον επόμενο χρόνο διορίστηκε πρωθυπουργός και στη συνέχεια προχώρησε στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου 1936.
Το κίνημα αυτό ήταν επίσης του κύκνειο άσμα του Ελευθέριου Βενιζέλου ο οποίος πέθανε στο Παρίσι το 1936. Το μένος σε βάρος του από τους αντιπάλους του φαίνεται απ’ όσα έγραφε στην «Καθημερινή» ο Γεώργιος Βλάχος:
«Διατί ο άνθρωπος αυτός δεν επικηρύσσεται; Διατί το κράτος δεν διαλαλεί ότι η ζωή του ανθρώπου αυτού αποτελεί δημόσιον κίνδυνον ότι πας άνθρωπος έχει δικαίωμα και καθήκον να τον φονεύσει; Αταξικός, παράφρων, θύμα συφιλίδος, ενσυνείδητος εγκληματίας ή όχι; Αδιάφορον. Ο Ελ. Βενιζέλος πρέπει να επικηρυχθεί».
Πηγές: Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», Τόμος ΙΙ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ.ΙΕ., ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Γρηγόριος Δαφνής, «Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ 1923-1940», Β’ Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ, 1997
Τι προηγήθηκε του κινήματος του 1935;
Πίσω από το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 υπήρξε μεγάλο παρασκήνιο και γεγονότα που ξεκίνησαν μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, όταν η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» των αντιβενιζελικών επικράτησε, και λόγω του εκλογικού νόμου, της βενιζελικής παράταξης (136 έδρες σε σύνολο 248, έναντι 110 του «Εθνικού Συνασπισμού» των Βενιζελικών και 2 εδρών των Αγροτικών του Σοφιανόπουλου). Τα χαράματα της επόμενης ημέρας, 6 Μαρτίου 1933, ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα με επικεφαλής τον Νικόλαο Πλαστήρα, το οποίο τόνιζε τη χρεοκοπία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και τους κινδύνους του κομμουνισμού και της οικονομικής καταστροφής. Το κίνημα απέτυχε, το βράδυ της 6ης Μαρτίου σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Αντιστράτηγο Οθωναίο, η οποία στις 10 Μαρτίου 1933 παραιτήθηκε για να σχηματιστεί η κυβέρνηση της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» με πρωθυπουργό τον Παναγή Τσαλδάρη.
Ωστόσο, ακραίοι Βενιζελικοί, εξοργισμένοι και από τη φυγάδευση του Πλαστήρα στο εξωτερικό, κατηγόρησαν ευθέως στη Βουλή, μέσω του εκπροσώπου τους Ιωάννη Μεταξά, τον Βενιζέλο ως ηθικό αυτουργό του κινήματος. Στις 11 Μαΐου 1933 ο Μεταξάς κατέθεσε στη Βουλή πρόταση 20 βουλευτών για παραπομπή του Βενιζέλου στο Ειδικό Δικαστήριο για ηθική αυτουργία και συνέργεια σε εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και στάσεως, σύμφωνα με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Οι εξελίξεις μετά τη συζήτηση στη Βουλή στις 15 Μαΐου ήταν δραματικές. Ο Βενιζέλος, αναφερόμενος στον Πλαστήρα, είπε ότι «προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες εις τον τόπον» και ομάδες εγκαθέτων εξαπέλυσαν εναντίον του πρωτοφανείς ύβρεις, αναγκάζοντάς τον να κατέβει από το βήμα της Βουλής. Ο Τσαλδάρης αντί να κατευνάσει τα πνεύματα στράφηκε και ο ίδιος εναντίον του Βενιζέλου, ο οποίος, από τα έδρανα της Βουλής πλέον, επανέλαβε την άποψή του για τον Πλαστήρα και αποχώρησε από το Κοινοβούλιο. Ήταν η τελευταία παρουσία του μεγάλου Κρητικού πολιτικού στην ελληνική Βουλή.
Ας μου επιτραπεί εδώ να κάνω μια παρένθεση για να καταθέσω μια μαρτυρία για τον Νικόλαο Πλαστήρα που είναι τελείως άγνωστη ως τώρα και αφορά το ήθος και την εντιμότητά του. Ο αείμνηστος θείος μου Ιωάννης Σ. Σπυρώνης, αρτεργάτης και ήρωας του ελληνοϊταλικού πολέμου, σε μία από τις συζητήσεις μας, μου ανέφερε ότι εργαζόταν στον ίδιο φούρνο με τον αδερφό του Ν. Πλαστήρα, όταν ο «μαύρος καβαλάρης» ήταν πρωθυπουργός. Έκπληκτος τον ρώτησα πώς ο αδερφός του δεν τον… τακτοποίησε σε κάποια θέση στο Δημόσιο. «Μιχάλη, ήταν τόσο έντιμος ο Νικόλαος Πλαστήρας, που δεν ήθελε να δώσει το δικαίωμα να ειπωθεί ότι ο αδερφός του μπήκε σε κάποια θέση χάρη σε αυτόν…». Μπορεί να πει κάποιος πολλά και διάφορα για τον Πλαστήρα, αλλά η εντιμότητά του δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ και από κανέναν…
Γεώργιος Κονδύλης
Μετά τη σύντομη παρένθεση με μια μαρτυρία που θεωρούμε ότι πρέπει να καταγραφεί, επανερχόμαστε στα τραγικά γεγονότα του 1933. Αποκορύφωμα της πολιτικής αντιπαράθεσης ήταν η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ε. Βενιζέλου στη Λεωφόρο Κηφισίας στις 6 Ιουλίου. Ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα. Η σύζυγός του Έλενα τραυματίστηκε ελαφρά, ενώ σκοτώθηκε ο σωματοφύλακάς του Ι. Μαρκάκης. Ο Βενιζέλος υπέστη ισχυρό κλονισμό (είχε πέσει ξανά θύμα απόπειρας δολοφονίας το 1920 στο Παρίσι θυμίζουμε) και φαίνεται ότι αυτό τον επηρέασε στις μετέπειτα αποφάσεις του.
Τις ανακρίσεις για την απόπειρα κατά του Βενιζέλου ανέλαβε ο Πρωτοδίκης Τζωρτζάκης. Αυτός διέταξε τη σύλληψη του Διοικητή της Ασφάλειας Ιωάννη Πολυχρονόπουλου, που κατά τον Γεώργιο Ρούσσο αποτελούσε προσωπική επιλογή του Τσαλδάρη, των Υπαστυνόμων Μαρκόπουλου και Τζαμαλούκα, καθώς και του λήσταρχου Καραθανάση! Είναι εντυπωσιακή η συμμετοχή ανθρώπων του υποκόσμου στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Οι αστυνομικοί συνελήφθησαν στις 08/06/1933, ενώ ο Καραθανάσης παρέμεινε ασύλληπτος ως τις 24 Οκτωβρίου 1934, οπότε και τον συνέλαβαν απόστρατοι βενιζελικοί αξιωματικοί και μέλη της προσωπικής φρουράς του Βενιζέλου, γεγονός που οδήγησε στην παραίτηση του Υπουργού Εσωτερικών Γιαννόπουλου. Για την ιστορία, δικάστηκαν 18 άτομα για την δολοφονική απόπειρα σε βάρος του Ε. Βενιζέλου. Η δίκη αναβλήθηκε τρεις φορές και τελικά όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν (29 Μαρτίου 1935). Ο Καραθανάσης συνελήφθη το 1945 από Ελασίτες και εκτελέστηκε από μέλη της ΟΠΛΑ… Η απόπειρα σε βάρος του Βενιζέλου συγκίνησε το πανελλήνιο και μετέτρεψε τους, ως τότε θύτες, σε θύματα…
Τις ανακρίσεις για την απόπειρα κατά του Βενιζέλου ανέλαβε ο Πρωτοδίκης Τζωρτζάκης. Αυτός διέταξε τη σύλληψη του Διοικητή της Ασφάλειας Ιωάννη Πολυχρονόπουλου, που κατά τον Γεώργιο Ρούσσο αποτελούσε προσωπική επιλογή του Τσαλδάρη, των Υπαστυνόμων Μαρκόπουλου και Τζαμαλούκα, καθώς και του λήσταρχου Καραθανάση! Είναι εντυπωσιακή η συμμετοχή ανθρώπων του υποκόσμου στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου. Οι αστυνομικοί συνελήφθησαν στις 08/06/1933, ενώ ο Καραθανάσης παρέμεινε ασύλληπτος ως τις 24 Οκτωβρίου 1934, οπότε και τον συνέλαβαν απόστρατοι βενιζελικοί αξιωματικοί και μέλη της προσωπικής φρουράς του Βενιζέλου, γεγονός που οδήγησε στην παραίτηση του Υπουργού Εσωτερικών Γιαννόπουλου. Για την ιστορία, δικάστηκαν 18 άτομα για την δολοφονική απόπειρα σε βάρος του Ε. Βενιζέλου. Η δίκη αναβλήθηκε τρεις φορές και τελικά όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν (29 Μαρτίου 1935). Ο Καραθανάσης συνελήφθη το 1945 από Ελασίτες και εκτελέστηκε από μέλη της ΟΠΛΑ… Η απόπειρα σε βάρος του Βενιζέλου συγκίνησε το πανελλήνιο και μετέτρεψε τους, ως τότε θύτες, σε θύματα…
Ελευθέριος Βενιζέλος
Παράλληλα, είχε αρχίσει να επικρατεί η άποψη ότι οι ακραίοι αντιβενιζελικοί, ενισχυμένοι από την προσχώρηση στις τάξεις τους των Κονδύλη και Χατζηκυριάκου, προετοιμάζονταν ακόμα και για πραξικοπηματική παλινόρθωση της μοναρχίας. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε από το νομοσχέδιο που προώθησε ο Υπουργός Στρατιωτικών Γ. Κονδύλης, το οποίο τροποποιούσε την επετηρίδα του στρατεύματος σε βάρος των δημοκρατικών αξιωματικών.
Έτσι, το 1933 ιδρύθηκαν δύο «παράλληλες» οργανώσεις από φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς: η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωσις» (Ε.Σ.Ο.) από νέους αξιωματικούς εν ενεργεία και η «Δημοκρατική Άμυνα», η μη στρατιωτική οργάνωση από απότακτους αξιωματικούς, φιλικά προσκείμενους στον Πλαστήρα και στελέχη της βενιζελικής παράταξης. Ιδρυτικά στελέχη της Ε.Σ.Ο. ήταν, μεταξύ άλλων, ο Στέφανος Σαράφης και οι αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες. Η «Δημοκρατική Άμυνα» είχε Πρόεδρο τον Αναστάσιο Παπούλα και επίτιμο Πρόεδρο τον Στυλιανό Γονατά. Αρχηγός της ουσιαστικά όμως ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας. Με τη μεσολάβηση του Αλέξανδρου Ζάννα, στενού συνεργάτη του Βενιζέλου, οι δύο οργανώσεις συγχωνεύθηκαν. Για τον συντονισμό των ενεργειών τους συγκροτήθηκε μία τριμελής επιτροπή υπό τους Αλέξανδρο Ζάννα, Στέφανο Σαράφη και τον Πλοίαρχο Κολιαλέξη.
Το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935
Από τις αρχές του 1935 υπήρχαν δηλώσεις και από τις δύο πλευρές, κυβέρνηση και βενιζελική αντιπολίτευση, άρθρα σε εφημερίδες και ενέργειες, όπως και φιλομοναρχικές διαδηλώσεις, που όξυναν το κλίμα. Ο Βενιζέλος, έντονα επηρεασμένος από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, αλλά και από την αποπομπή των βενιζελικών αξιωματικών από το στράτευμα αποφάσισε να δράσει.
Έτσι, εκδηλώθηκε το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, το οποίο είχε σχεδιαστεί ήδη από το 1933. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη του στόλου που θα έπλεε προς τη Βόρεια Ελλάδα όπου τα ποσοστά των βενιζελικών ήταν υψηλά και οι κινηματίες πίστευαν ότι ο κατάπλους του στόλου θα οδηγήσει σε εξέγερση των τοπικών φρουρών, ενώ ενδιάμεσα θα είχε ξεσηκώσει και τα νησιά του Αιγαίου.
Ιωάννης Μεταξάς
Στις 18.30 της 1ης Μαρτίου καταλήφθηκε ο Ναύσταθμος της Σαλαμίνας. Γύρω στις 19.00 στασίασαν το Πρότυπο Τάγμα Ευζώνων (Μακρυγιάννη) και η Σχολή Ευελπίδων. Όμως η εξέγερση εκεί απέτυχε, καθώς οι νομιμόφρονες αξιωματικοί εξουδετέρωσαν τους κινηματίες κάνοντας χρήση και στοιχείων πυροβολικού στο Τάγμα Ευζώνων. Τότε φάνηκε η έλλειψη ικανού ηγέτη των κινηματιών γιατί ο Οθωναίος είχε αρνηθεί σχετική πρόταση του Βενιζέλου, ενώ ο Πλαστήρας ξεκίνησε από τη Γαλλία αλλά επέστρεψε όταν έμαθε την, εσφαλμένη, πληροφορία ότι το κίνημα απέτυχε. Οι στασιαστές επικοινώνησαν μαζί του και διέψευσαν την πληροφορία. Έτσι ξεκίνησε εκ νέου για την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση αξίωσε από την αντίστοιχη ιταλική την μη παροχή άδειας ταξιδιού στον Πλαστήρα και αυτός εγκλωβίστηκε στο Μπρίντιζι.
Αλέξανδρος Ζαΐμης
Αντίθετα, στο Ναυτικό το κίνημα εξελίχτηκε θετικά για τους στασιαστές και τα πλοία που καταλήφθηκαν απέπλευσαν για τη Σούδα του νομού Χανίων, προπύργιο του βενιζελισμού. Επικεφαλής των πλοίων των στασιαστών τέθηκε ο απόστρατος Υποναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας. Αυτή η απόφαση αποδείχτηκε εσφαλμένη καθώς δεν τηρήθηκε το αρχικό σχέδιο για πλεύση του στόλου προς τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη θα είχε τεθεί υπό έλεγχο μετά από εξέγερση της φρουράς της και οι στασιαστές θα μπορούσαν να «κόψουν» τη χώρα στα δύο μέσω του βομβαρδισμού ή και της κατάληψης της σιδηροδρομικής γραμμής Πλαταμώνα-Κατερίνης. Αυτό φοβόταν και ο Μεταξάς όπως έγραψε στο «Ημερολόγιο» του. Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από την εκδήλωση του κινήματος αν και αυτό είχε προαναγγελθεί μέσα από τον «Ριζοσπάστη». Συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1935 η εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή μυημένου, προφανώς, στο κίνημα αξιωματικού ο οποίος περιέγραφε σε αδρές γραμμές το σχέδιο ενέργειας και ανέφερε τα ονόματα των Σαράφη και Κολιαλέξη ως μελών της ηγετικής ομάδας των κινηματιών.
Ενώ καταλήφθηκαν αρκετά πλοία από τους στασιαστές ο Στρατός δεν προσχώρησε σε αυτούς. Τα στρατεύματα της Θεσσαλονίκης έμειναν πιστά στην κυβέρνηση καθώς ο Στρατηγός Σαράφης που θα αναλάμβανε την ηγεσία του κινήματος στη Β. Ελλάδα συνελήφθη στην Αθήνα. Μάλιστα ο Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Χ. Παναγιωτάκος που είχε κάποιες πληροφορίες έλαβε έκτακτα μέτρα.
Όπως αναφέραμε η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε και παρέλυσε. Ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης ήταν κλινήρης ενώ ο αρμόδιος Υπουργός (Στρατιωτικών) Κονδύλης προφασίστηκε ασθένεια και εξαφανίστηκε! Στην Κρήτη οι Αρχές καταλύθηκαν μετά από ένα ογκώδες συλλαλητήριο στη Χρυσοπηγή, προάστιο των Χανίων. Ο Βενιζέλος μίλησε στους συγκεντρωμένους και ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος.
Αναστάσιος Παπούλας
Η καταλυτική παρέμβαση του Ιωάννη Μεταξά
Ενώ φαινόταν ότι η πλάστιγγα γέρνει προς τους βενιζελικούς τα πράγματα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά μετά την παρέμβαση του Ιωάννη Μεταξά στον οποίο στράφηκαν ηγετικά στελέχη των αντιβενιζελικών (Ι. Ράλλης και Γ. Στράτος). Ο Μεταξάς ήταν ο μόνος που μπορούσε να χειριστεί την κατάσταση. Συναντήθηκε με τον Τσαλδάρη ο οποίος τον όρισε Υπουργό άνευ Χαρτοφυλακίου. Ο Μεταξάς ανέλαβε ουσιαστικά την ηγεσία της χώρας.
Αρχικά διόρισε τον Σ. Δούσμανη στη θέση του Υπουργού Ναυτικών. Ο Δούσμανης αντικατέστησε τον Χατζηκυριάκο που είχε παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας. Έπειτα εγκατάσταθηκε στο Υπουργείο Ναυτικών στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Αμέσως κινητοποίησε τα πλοία που δεν είχαν προσχωρήσει στους στασιαστές και επέβαλε την τάξη στην πρωτεύουσα. Εξασφάλισε επίσης τη σιδηροδρομική γραμμή Πλαταμώνα-Κατερίνης και αξιοποίησε την αεροπορία, οι αξιωματικοί της οποίας είχαν μείνει πιστοί στην κυβέρνηση. Αεροσκάφη βομβάρδισαν τον στόλο των κινηματιών στη Σούδα καταφέροντας καίρια πλήγματα σε αυτά, διέταξε τέσσερα πολεμικά πλοία να σπεύσουν να συνδράμουν τα επάκτια πυροβολεία του Σαρωνικού και θωράκισε την πρωτεύουσα. Λίγο μετά αντιβενιζελικοί κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης παρενέβη συστήνοντας υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους κάτι που εξόργισε τον Βενιζέλο. Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν αντιτάχθηκε στη στάση του Κρητικού πολιτικού: «Κρίμα ότι ο άνθρωπος αυτός που είχε συνδέσει το όνομα του με τας ωραιοτέρας σελίδας της νεοτέρας ελληνικής ιστορίας, να στιγματίζει εις τα γεράματά του, δημιουργών κολοσσιαίους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους δια την Ελλάδαν».
Ωστόσο το παιχνίδι για τους κινηματίες δεν είχε χαθεί. Το Δ’ Σώμα Στρατού υπό τον Αντιστράτηγο Δ. Καμμένο προσχώρησε σ’ αυτούς. Αν και διέθετε 8.000 άνδρες, δέχτηκε και πολλούς εθελοντές. Μην έχοντας όμως επαρκή οπλισμό τοποθέτησε τις μονάδες του σε αμυντική διάταξη στον Στρυμόνα και όρισε και δεύτερη γραμμή άμυνας στον Νέστο. Στις 5 Μαρτίου, 4 από τα 7 πλοία που είχαν καταλάβει οι στασιαστές κατέπλευσαν στην Καβάλα, όπου έγινε ευρεία σύσκεψη στην οποία μετείχε και ο Καμμένος. Ο Μεταξάς από την άλλη διέταξε την άμεση επιστράτευση τριών ηλικιακών κλάσεων ενώ ζήτησε και την πόντιση ναρκών στον Θερμαϊκό Κόλπο για να μην πλησιάσουν τη συμπρωτεύοσα τα πλοία των στασιαστών. Συγχρόνως ο Πλοίαρχος Α. Σακελλαρίου με όσα αντιτορπιλικά είχε στη διάθεσή της η κυβέρνηση έφτασε στην Καβάλα και βομβάρδισε τους στασιαστές και το εκεί ελλιμενισμένο αντιτορπιλικό «Έλλη». Τέλος ο Υπουργός Οικονομικών Πεσμαζόγλου πέτυχε τον δανεισμό δέκα βομβαρδιστικών αεροσκαφών από τη Νοτιοσλαβία (Γιουγκοσλαβία) καθώς προβλεπόταν απ’ όλους μια μακροχρόνια εμφύλια σύρραξη. Προσπάθεια για να αποτραπεί κάτι τέτοιο έγινε με πρωτοβουλία του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου, με πενιχρά αποτελέσματα. Τελικά τα αεροσκάφη δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω της γρήγορης κατάρρευσης του κινήματος. Σύμφωνα με άλλες πηγές παρελήφθησαν τελικά μόνο 5 αεροσκάφη τύπου Αvia. Στις 4 Μαρτίου εμφανίστηκε ο ως τότε εξαφανισμένος Κονδύλης καθώς έβλεπε ότι η πλάστιγγα έγερνε προς το μέρος της κυβέρνησης. Πήγε μάλιστα στον Στρυμόνα θέλοντας να καρπωθεί τη δόξα της παράδοσης των στασιαστών στη Β. Ελλάδα. Πραγματικά οι κινηματίες είχαν χάσει το ηθικό τους και σπαράσσονταν από εσωτερικές διαμάχες. Έτσι παραδόθηκαν αμαχητί ενώ οι ηγέτες τους στη Β. Ελλάδα (Βεντήρης, Καμμένος κ.ά) κατέφυγαν στη Βουλγαρία. Ο Βενιζέλος με τη σύζυγό του και όσους επιφανείς στασιαστές βρίσκονταν στην Κρήτη επιβιβάστηκαν στον «Αβέρωφ» και πήγαν στην ιταλοκρατούμενη Κάσο.
Από εκεί πήγαν στην Κάρπαθο και έπειτα στη Ρόδο όπου επιβιβάστηκαν στο ιταλικό υπερωκεάνιο «Rex» με προορισμό τη Νεάπολη. Ο Πεσμαζόγλου αναφέρει ότι πήγαν στη Μασσαλία. Άλλοι αξιωματικοί επιβάσθηκαν στο υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης» και πήγαν στην ιταλοκρατούμενη επίσης Λέρο. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι το κίνημα του 1935 ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό λάθος του Ελευθέριου Βενιζέλου κάτι που παραδέχτηκε κι ο ίδιος σε επιστολή του προς τη σύζυγό του. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρξαν και ορισμένες σοβαρές οικονομικές ατασθαλίες. Ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στον Υπουργό Οικονομικών Πεσμαζόγλου ότι «ενόμισε αναγκαίον να μοιράσει τα εις το ταμείον του θωρηκτού «Αβέρωφ» ευρεθέντα χρήματα εις τους άνευ πόρων κινηματίας, οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει τον παρακαλούσε δε, να θεωρήσει το ποσό αυτό ως προσωπικό χρέος του ίδιου προς το Δημόσιο…». Επίσης σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν υπάρχουν πληροφορίες ότι «εξηφανίσθησαν πολλά εκατομμύρια από τις τράπεζες της περιοχής (του Δ’ Σώματος Στρατού) και της Κρήτης».
Οι αντιδράσεις εναντίον του Τσαλδάρη - Η προσπάθεια απαξίωσης του Ι. Μεταξά
Μετά το τέλος της εξέγερσης ο Π. Τσαλδάρης προσπάθησε να κρατήσει μετριοπαθή στάση, δέχτηκε όμως τα πυρά στελεχών της παράταξής του (Θεοτόκης, Ράλλης) αλλά και του Ιωάννη Μεταξά η συμβολή του οποίου στην καταστολή του κινήματος γινόταν προσπάθεια να απαξιωθεί. Αντίθετα όλοι υπερτόνιζαν τη συνεισφορά του Κονδύλη. Στη νικητήρια συγκέντρωση του «Λαϊκού Κόμματος» στις 11 Μαρτίου 1935 οι ηγέτες των αντιβενιζελικών δεν αναφέρθηκαν σχεδόν καθόλου στον Μεταξά. Όταν δε αυτός πήρε (από τους τελευταίους) τον λόγο, οι κομματάρχες «διέτασσαν» τα πλήθη να φύγουν! Λίγο αργότερα έξαλλος ο Μεταξάς ζητούσε από τον πρωθυπουργό να αποπέμψει τους αποτυχημένους υπουργούς και να συγκαλέσει Συντακτική Συνέλευση θέτονας ουσιαστικά το Πολιτειακό Ζήτημα. Ο Τσαλδάρης αντέδρασε αξιώνοντας την παραίτηση του Μεταξά έξι μέρες αργότερα!
Οι δίκες και οι καταδίκες των κινηματιών
Η πρώτη δίκη έγινε από τις 18 ως τις 30 Μαρτίου 1935. Στο εδώλιο κάθισαν οι κινηματίες του Πρότυπου Τάγματος Ευζώνων. Η ενοχή τους ήταν αυταπόδεικτη. Ωστόσο το στρατοδικείο υπό την προεδρία του Υποστράτηγου Κ. Μπακόπουλου έδειξε μεγάλη επιείκεια. Η κυβέρνηση μετέθεσε τα μέλη του στρατοδικείου ενώ οι αδιάλλακτοι αντιβενιζελικοί οργάνωσαν ογκώδες συλλαλητήριο. Ο Τσαλδάρης υπόκυπτοντας στις πιέσεις εξήγγειλε τη διάλυση της Βουλής, την κατάργηση της Γερουσίας, την άρση της μονιμότητας των δικαστών και τη δυσμενή μετάθεση του Κ. Μπακόπουλου και προχώρησε σε ευρύ ανασχηματισμό.
Λίγο μετά διεξήχθη νέα δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο, αυτή τη φορά υπό την προεδρία του Υποπτέραρχου Γ. Ρέππα. Ο Αντιστράτηγος Παπούλας και ο Υποστράτηγος Κοιμήσης καταδικάστηκαν σε θάνατο. Πολλοί υπουργοί (Κοτζιάς, Πεσμαζόγλου κ.ά.) όπως και οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας προσπάθησαν να αποτρέψουν τις εκτελέσεις. Αυτό όμως δεν έγινε και οι Παπούλας και Κοιμήσης εκτελέσθηκαν στις 24 Απριλίου. Λίγο νωρίτερα είχε καταδικαστεί σε θάνατο από στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης ο επιτελάρχης Σ. Βολάνης και εκτελέστηκε.
Συνολικά παραπέμφθηκαν σε δίκη 1.130 στρατιωτικοί και πολίτες οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν φύγει στο εξωτερικό. 55 από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά οι ποινές τους δεν εκτελέστηκαν. Συνολικά καταδικάστηκαν 859 και αθώωθηκαν 271.
Οι κινηματίες στο δικαστήριο
Στις 23 Απριλίου 1935 ξεκίνησε η δίκη των 26 πολιτικών που συμμετείχαν στο κίνημα. Πολλοί απουσίαζαν. Στο εδώλιο κάθισαν οι Γονατάς, Σοφούλης, Καφαντάρης, Παπαναστασίου κ.ά. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Υποναύαρχος Αλέξανδρος Σακελαρίου. Οι κορυφαίοι αντιβενιζελικοί που κατέθεσαν ως μάρτυρες (Κονδύλης, Ράλλης, και κυρίως ο Μεταξάς) μίλησαν με θερμότατα λόγια για τους κατηγορούμενους συναδέλφους τους και όλοι έριξαν την ευθύνη στον απόντα Βενιζέλο. Αυτοί που καταδικάστηκαν σε θάνατο (Ε. Βενιζέλος, Ν. Πλαστήρας, Ι. Κούνδουρος και Ε. Τζανακάκης) βρίσκονταν στο εξωτερικό ενώ οι παρόντες στο δικαστήριο αθώωθηκαν…
Επίλογος
Αυτή ήταν η ιστορία του Κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935 που λίγο έλειψε να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο τη χώρα. Το μόνο θετικό απ’ αυτό ήταν ότι έγινε αντιληπτή η απόλυτη «γύμνια» της χώρας σε στρατιωτικό υλικό. Μετά το 1922 δεν είχε γίνει σχεδόν καμία αγορά πολεμικού υλικού! Η Ελλάδα έφτασε στο σημείο να ζητά αεροπλάνα και βόμβες από τη Γιουγκοσλαβία… Επίσης από την καταστολή του κινήματος αυξήθηκε κατά πολύ το κύρος και η δημοφιλία του Ιωάννη Μεταξά που τον επόμενο χρόνο διορίστηκε πρωθυπουργός και στη συνέχεια προχώρησε στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου 1936.
Το κίνημα αυτό ήταν επίσης του κύκνειο άσμα του Ελευθέριου Βενιζέλου ο οποίος πέθανε στο Παρίσι το 1936. Το μένος σε βάρος του από τους αντιπάλους του φαίνεται απ’ όσα έγραφε στην «Καθημερινή» ο Γεώργιος Βλάχος:
«Διατί ο άνθρωπος αυτός δεν επικηρύσσεται; Διατί το κράτος δεν διαλαλεί ότι η ζωή του ανθρώπου αυτού αποτελεί δημόσιον κίνδυνον ότι πας άνθρωπος έχει δικαίωμα και καθήκον να τον φονεύσει; Αταξικός, παράφρων, θύμα συφιλίδος, ενσυνείδητος εγκληματίας ή όχι; Αδιάφορον. Ο Ελ. Βενιζέλος πρέπει να επικηρυχθεί».
Πηγές: Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», Τόμος ΙΙ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ.ΙΕ., ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Γρηγόριος Δαφνής, «Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ 1923-1940», Β’ Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ, 1997
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών