Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα που έδρασαν στη διάρκεια της Κατοχής ήταν ο Νικόλαος Μπουραντάς. Ήταν επικεφαλής του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων, το οποίο συνεργάστηκε με τους κατακτητές, καθώς συμμετείχε σε επιχειρήσεις κατά των οργανώσεων του ΕΑΜ μαζί: με γερμανικές δυνάμεις, τα Τάγματα Ασφαλείας και την Ελληνική Χωροφυλακή.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, άριστος γνώστης της κατοχικής περιόδου, στο βιβλίο του «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2023 από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» (σήμερα κυκλοφορεί η τρίτη του έκδοση) αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον Νικόλαο Μπουραντά, στη δράση του κατά την Κατοχή και την αθώωσή του από το Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών για Δωσιλόγους τον Νοέμβριο του 1945. Με τον Νικόλαο Μπουραντά και τη δράση του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην Κατοχή θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Στο βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη υπάρχουν βέβαια πολλά ακόμα ενδιαφέροντα θέματα, κάποια από τα οποία θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.
Ποιος ήταν ο Νικόλαος Μπουραντάς;
Ο Νικόλαος Μπουραντάς γεννήθηκε στην Ασωπία Βοιωτίας το 1900. Είχε έναν αδελφό και μια αδελφή τη Χρυσούλα. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού στη γενέτειρά του και του Γυμνασίου στη Θήβα. Στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, συγκεκριμένα ως το 1921, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Το 1921 κατατάχθηκε στην Αστυνομία Πόλεων και ως τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής φοίτησε στην Αστυνομική Σχολή Κέρκυρας και αποφοίτησε από τη Σχολή Υπαστυνόμων με τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β’. Στα τέλη Αυγούστου 1923, ως ειδικός ιχνών, συμμετείχε ως μέλος της Αστυνομικής επιτροπής στη διερεύνηση των συνθηκών και την αναζήτηση των δραστών της δολοφονίας των Ιταλών στρατιωτικών, που αποτελούσαν μέλη της επιτροπής οριοθέτησης των ελληνοαλβανικών συνόρων κοντά στην Κακαβιά (υπόθεση Τελίνι). Το 1939 ανέλαβε τη διοίκηση του νεοσύστατου Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων. Η δράση του ίδιου και του τμήματος αυτού στη διάρκεια της Κατοχής ήταν αμφιλεγόμενη.
Ο Μπουραντάς συνελήφθη το 1944 και δικάστηκε το 1945. Αθωώθηκε όμως, κάτι που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Επανήλθε στην Αστυνομία, αλλά παραιτήθηκε για να πολιτευθεί. Το 1950-1951 διετέλεσε βουλευτής Αττικοβοιωτίας ως εκπρόσωπος του Μεταξισμού με το κόμμα «Ελληνική Αναγέννησις» που ανήκε στη συμμαχία «Πολιτική Ανεξάρτητος Παράταξις». Το φθινόπωρο του 1958 ανακλήθηκε σε ενέργεια και επανήλθε στην Αστυνομία, από την οποία αποστρατεύτηκε στο τέλος του ίδιου έτους με το βαθμό του Αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων. Η αποστράτευσή του έγινε λόγω ορίου ηλικίας. Εντύπωση πάντως προκαλεί σε μας, για ποιον λόγο επανήλθε στην Αστυνομία για λίγους μήνες, ενώ ήταν γνωστό ότι θα αποστρατευόταν στο τέλος του 1958… Πάντως, στις 27 Μαρτίου1959, με απόφαση του τότε Υπουργού Δημοσίας Τάξεως Ευάγγελου Καλαντζή (κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή), ανέλαβε καθήκοντα Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, ως τις 7 Αυγούστου 1964. Ο Νικόλαος Μπουραντάς πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1981.
Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων. Οι «Μπουραντάδες»
Τον Μάιο του 1939, στα χρόνια του Μεταξά, δημιουργήθηκε το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων. Κάτω από τον στενό έλεγχο του Μεταξά και του Υφυπουργού Ασφαλείας Κωνσταντίνου Μανιαδάκη στελεχώθηκε από αντικομμουνιστές αξιωματικούς. Στόχος του ήταν να επεμβαίνει άμεσα, όπου υπήρχε διατάραξη της τάξης. Διοικητής του ανέλαβε ο Νικόλαος Μπουραντάς. Στα χρόνια της Κατοχής το Τμήμα αυτό ήταν το μοναδικό της Αστυνομίας Πόλεων που είχε οπλισμό, τον οποίο, σύμφωνα με τον Άγγελο Έβερτ, είχε λάβει από τους Ιταλούς. Το Μηχανοκίνητο Τάγμα, λόγω της δράσης του στα χρόνια της Κατοχής, έγινε γνωστό με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «Μπουραντάδες». Ήταν η μόνη υπηρεσία της Αστυνομίας Πόλεων που συνεργάστηκε με τους κατακτητές συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις κατά των οργανώσεων του ΕΑΜ από κοινού με γερμανικά τμήματα, τα Τάγματα Ασφαλείας και την Ελληνική Χωροφυλακή.
Μετά από τηλεφωνήματα τοπικών αστυνομικών τμημάτων, πρακτόρων της Ασφαλείας ή και κατοίκων και αξιοποιώντας τρία επιταγμένα λεωφορεία περίπου είκοσι θέσεων το καθένα, ένα αστυνομικό αυτοκίνητο και επτά τριθέσιες μοτοσικλέτες, το Μηχανοκίνητο Τμήμα παρενέβαινε άμεσα σε περιοχές όπου είχε καταγγελθεί η «διασάλευση της τάξης». Σύμφωνα με τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, έφτανε πρώτο σε σημεία όπου το ΕΑΜ πραγματοποιούσε συγκεντρώσεις, διανομές προκηρύξεων, εράνους ή ανοίγματα αποθηκών και διανομή τροφίμων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, το Τμήμα διέθετε 120 τρίκυκλες και δίκυκλες μοτοσικλέτες, 26 ειδικά τεθωρακισμένα αυτοκίνητα για ταχεία μεταφορά αστυνομικών δυνάμεων, 30 κοινά επιβατηγά αυτοκίνητα και 120 ποδήλατα, ενώ αποτελείτο από 700 άνδρες όλων των βαθμών, εξοπλισμένων με αυτόματα όπλα τύπου Steyr. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του νέου Τμήματος πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της παρέλασης για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1940, παρουσία του δικτάτορα Μεταξά.
Η δράση των «Μπουραντάδων»
Στις 10 το πρωί της 21ης Μαρτίου 1943 περίπου 200 άτομα, κυρίως φοιτητές και μαθητές συγκεντρώθηκαν στον ναό του Αγίου Παύλου στην Πλατεία Βάθη, για να τελέσουν μνημόσυνο για τους νεκρούς της σύγκρουσης έξω από το Υπουργείο Εργασίας στις 5 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εναντίον του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Οι ιερείς αρνήθηκαν να τελέσουν επιμνημόσυνη δέηση και ακολούθησαν αντεγκλήσεις και διαμαρτυρίες εντός του ναού. Ένας ιερέας τηλεφώνησε στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα. Αμέσως έφτασαν στον ναό άνδρες του τοπικού αστυνομικού Τμήματος, αλλά και του Μηχανοκίνητου. Από τα πυρά τους σκοτώθηκε ο 18χρονος φοιτητής Κώστας Ωραιόπουλος, κάτοικος Ηρακλείου Αττικής. Σύμφωνα με τον Μ. Χαραλαμπίδη, «…στα αρχεία των Ειδικών Δικαστηρίων της Αθήνας και του Πειραιά δεν εντοπίστηκε δίκη για τη δολοφονία του Ωραιόπουλου».
Στις 4 Δεκεμβρίου 1943 μια διαδήλωση ξεκίνησε από του Γκύζη και πέρασε στη Νεάπολη, μέσω της οδού Ιπποκράτους. Η διαδήλωση είχε οργανωθεί από τον ΕΑΜ ως διαμαρτυρία για την εκτέλεση 19 αντιστασιακών στο Γουδί στις 27 Νοεμβρίου 1943. Άνδρες του Μηχανοκίνητου έσπευσαν εκεί και διέλυσαν τη διαδήλωση. Λίγο αργότερα, οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του 32χρονου κομμουνιστή Παναγιώτη Μπακόπουλου, με την κατηγορία ότι συμμετείχε στη διαδήλωση και πυροβόλησε εναντίον τους. Ο Μπακόπουλος ανακρίθηκε από τον Μπουραντά, παραδόθηκε στη Γενική Ασφάλεια της οδού Στουρνάρη και μετά από 25 μέρες στους Γερμανούς, που τον εκτέλεσαν στις 7 Ιανουαρίου 1944 στο Γουδί. Για τη σύλληψη και παράδοση του Μπακόπουλου στους Γερμανούς δικάστηκε ο Μπουραντάς, αλλά αθωώθηκε.
Το πρωί της 18ης Αυγούστου 1944 δύο αστυνομικοί του Μηχανοκίνητου και ένας άνδρας των Ταγμάτων Ασφαλείας έκαναν περιπολίες στην Καισαριανή. Μόλις έγιναν αντιληπτοί, δέχθηκαν επίθεση από τον τοπικό ΕΛΑΣ. Σύντομα κατέφθασαν ενισχύσεις του Μηχανοκίνητου, με επικεφαλής τον Νικόλαο Μπουραντά, της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων Ασφαλείας, που εισέβαλαν στην περιοχή του Αγίου Νικολάου με αποτέλεσμα να προκληθεί μία από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις στην Καισαριανή, καθώς σκοτώθηκαν έξι άτομα: ο μηχανικός Νίκος Χατζηγκικάκης (25 ετών), ο εργάτης Σάββας Παγώνης (30 ετών), ο Σάββας Σαρηπαναγιώτης, εργάτης και μέλος του ΕΛΑΣ (18 ετών), οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές Λεωνίδας Καραμπαλίκης και Κώστας Κατσούπης, ενώ μια 50χρονη γυναίκα απανθρακώθηκε στις παράγκες που έκαψαν οι επιτιθέμενοι.
Καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν περισσότερες και καλύτερα οπλισμένες, απώθησαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ προς τον Υμηττό και ξεκίνησαν έρευνες και συλλήψεις. Στην επιχείρηση αυτή δεν συμμετείχαν γερμανικές δυνάμεις. Συνελήφθησαν περίπου 35 άτομα που οδηγήθηκαν στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής, τουλάχιστον 4 από τους συλληφθέντες στο μπλόκο του Δουργουτίου (σημ. Νέου Κόσμου) στις 9 Αυγούστου. Ο 46χρονος υδραυλικός Παναγιώτης Επιτροπίδης, ο 32χρονος ξυλουργός Αντώνης Κολλάρος, ο 27χρονος ταξιτζής Σετιάν Καραμπέτ, κι ένα ακόμη άτομο άγνωστων λοιπών στοιχείων εκτελέστηκαν επί τόπου στην Καισαριανή από Έλληνες των δυνάμεων Ασφαλείας. Δεν είναι γνωστό ποιος έδωσε τη διαταγή για τη μεταφορά των τεσσάρων από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, την εκτέλεσή τους καθώς και τις εκτελέσεις που προηγήθηκαν στην Καισαριανή. Σε όλα τα σχετικά έγγραφα αναφέρεται μόνο ο Μπουραντάς. Πάντως για όλους αυτούς τους νεκρούς δεν κάθισε ποτέ κανείς στο ειδώλιο.
Η «επιχείρηση» της Καλλιθέας (24 Ιουλίου 1944) και οι εκδοχές της Αστυνομίας και του ΕΛΑΣ
Η μεγαλύτερη επιχείρηση στην οποία πήρε μέρος το Μηχανοκίνητο ήταν αυτή της Καλλιθέας στις 24 Ιουλίου 1944. Για το τι ακριβώς έγινε τότε υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Αυτή της Αστυνομίας, που παρατέθηκε στη δίκη που ακολούθησε και αυτή του ΕΛΑΣ. Και τις δύο παρουσιάζει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ» Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες. Σύμφωνα με την εκδοχή της Αστυνομίας, οι δυνάμεις του Μηχανοκίνητου ενημερώθηκαν για την ύπαρξη αποθήκης οπλισμού του ΕΛΑΣ στην οδό Μενελάου της Καλλιθέας. Όταν πήγαν εκεί, έκαναν έλεγχο που όμως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ξαφνικά όμως δέχτηκαν πυροβολισμούς και αναγκάστηκαν να εμπλακούν σε σύγκρουση με «άγνωστους». Λίγο αργότερα έφτασαν στην Καλλιθέα γερμανικές δυνάμεις που πολέμησαν μαζί με τις δυνάμεις του Μηχανοκίνητου εναντίον ανδρών του ΕΛΑΣ που είχαν εγκλωβιστεί σε σπίτι στην οδό Μπιζανίου 5. Η σύγκρουση έληξε με τον θάνατο των «αγνώστων». Εφτά σκοτώθηκαν στη μάχη, ενώ τρεις συνελήφθησαν ζωντανοί από τους Γερμανούς, από τους οποίους και εκτελέστηκαν.
Σύμφωνα με την εκδοχή του ΕΛΑΣ, η επιχείρηση του Μηχανοκίνητου έγινε στις 23 Ιουλίου 1944 στην Καλλιθέα, αλλά αποκρούστηκε από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και οι αστυνομικοί αποχώρησαν. Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε μεγάλη επιχείρηση από το Μηχανοκίνητο, τα Τάγματα Ασφαλείας και γερμανικές δυνάμεις εναντίον της Καλλιθέας. Οι δυνάμεις αυτές ξεκίνησαν από το Κουκάκι και τα Πετράλωνα και επιτέθηκαν στον συνοικισμό Χαροκόπου, σ’ ένα μέτωπο που εκτεινόταν από την κοίτη του Ιλισού μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού. Κατά την εξέλιξη της μάχης δέκα νέοι εγκλωβίστηκαν σ’ ένα σπίτι της οδού Μπιζανίου.
Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν ότι οι άνδρες του Μηχανοκίνητου με επικεφαλής του Μπουραντά με τους Γερμανούς, πολέμησαν εναντίον των αντιστασιακών του ΕΛΑΣ. Να σημειώσουμε, ότι θεωρητικά τουλάχιστον, ο Μπουραντάς από τον Ιανουάριο του 1944 δεν ήταν επικεφαλής του Μηχανοκίνητου, καθώς είχε μετατεθεί στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας όπου ανέλαβε καθήκοντα Διοικητή. Τον διαδέχτηκε στην ηγεσία του Μηχανοκίνητου ο Αστυνόμος Α’ Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, τον οποίο στη συνέχεια αντικατέστησε ο Αστυνόμος Β’ Χρύσανθος Μπεκιάρης. Το Μηχανοκίνητο διαλύθηκε μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτό έγινε μετά από απαίτηση του Κ.Κ.Ε. Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης πάντως, δεν κάνει αναφορά σε κάτι τέτοιο.
Σύλληψη και φυλάκιση του Μπουραντά: η έφοδος του ΕΛΑΣ στις φυλακές «Αβέρωφ»
Η κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση, στις 16 Οκτωβρίου 1944 διέταξε τη σύλληψη του Ν. Μπουραντά κατηγορώντας τον ως δωσίλογο και συνεργάτη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο Μπουραντάς μαζί με άλλους κλείστηκαν στις φυλακές «Αβέρωφ». Στην προανακριτική διαδικασία εμφανίστηκαν διάφοροι μάρτυρες (ψευδομάρτυρες κατά την άλλη «πλευρά»), που κατέθεσαν ότι βασανίστηκαν από τον Μπουραντά. Στις 18 Δεκεμβρίου 1944 άνδρες του ΕΛΑΣ ανατίναξαν ένα μέρος του ψηλού μαντρότοιχου και μπήκαν στις φυλακές «Αβέρωφ». Οι φρουροί των φυλακών έδωσαν όπλα σε μερικούς κρατούμενους για να ενισχύσουν την άμυνά τους. Ο Ν. Μπουραντάς, ο Ι. Πλυτζανόπουλος, ο Δ. Παπαδόγγονας, ο Λ. Βρεττάκος και κάποιοι άλλοι έλαβαν οπλισμό. Στο κεντρικό κτίριο των φυλακών, οι άνδρες του ΕΛΑΣ συνέλαβαν τον Στρατηγό Μπάκο και τον Γεώργιο Πειρουνάκη, υφυπουργό κατοχικών κυβερνήσεων, τους οποίους και εκτέλεσαν. Ο Διονύσιος Παπαδόγγονας έφτασε μέχρι την οδό Λάμπρου Κατσώνη όπου τραυματίστηκε από πυροβολισμούς των Ελασιτών. Οι Μπουραντάς, Ιωάννης Ράλλης, Θεόδωρος Πάγκαλος και άλλοι έφτασαν μέχρι τους Αμπελόκηπους όπου έσπευσαν αγγλικά άρματα μάχης, αλλά και άνδρες της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας.
Η δίκη του Μπουραντά και η αθώωσή του
Ο Νικόλαος Μπουραντάς παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Β’ Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων. Σύσσωμη η ηγεσία της Αστυνομίας Πόλεων (ο τότε αρχηγός της Άγγελος Έβερτ και έντεκα αστυνομικοί διευθυντές) δικαιολόγησε τις πράξεις του Μπουραντά. Ο διάδοχος του Μπουραντά Αρχιμανδρίτης, σε παρατήρηση ότι πήραν τα όπλα από τους κατακτητές, συνεπώς συνεργάστηκαν μαζί τους είπε: «Σημασία έχει ο σκοπός δια του οποίον πήραμε τα όπλα και όχι από πού προήλθον» και έκλεισε την κατάθεσή του (επτά σελίδων…) λέγοντας ότι το Μηχανοκίνητο «εξετέλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθήκοντα κατασταλτικής και προληπτικής αστυνομίας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Χρύσανθος Μπεκιάρης τόνισε ότι το Μηχανοκίνητο «διέλυσε τας απεργίας, αι οποίαι είχαν αντιπατριωτικόν χαρακτήραν». Ο Μπουραντάς απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία και αθωώθηκε. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Κωνσταντίνος Γκολφινόπουλος είχε προτείνει την ενοχή του για κάποιες κατηγορίες, όμως μειοψήφισε. Το σκεπτικό της απόφασης αθώωσης του Μπουραντά ήταν ομολογουμένως κάπως περίεργο. Στην απόφασή του το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το Μηχανοκίνητο διέλυσε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις πατριωτικού χαρακτήρα, αλλά αυτό το έκανε «επί σκοπώ της τηρήσεως της τάξεως και προφυλάξεως των διαδηλωτών, ίνα μη γίνονται βαρά των όπλων των εκζητούντων προς τούτο αφορμή κατακτητών».
Δηλαδή διέλυε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις αντιστασιακών για να τους προστατεύσει από τους κατακτητές! Όσο για την επιχείρηση της Καλλιθέας, που φαινόταν ότι μπορεί να οδηγήσει σε τιμωρία τον Μπουραντά λόγω συνεργασίας με τους Ναζί, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι Γερμανοί έφτασαν τυχαία στην Καλλιθέα, καθώς άκουσαν πυροβολισμούς: «… κατ’ ατυχή συγκυρίαν οι Γερμανοί ακούσαντες τους πυροβολισμούς έσπευσαν επί τόπου και συνέβαλον δια την εκπόρθησιν οικίας τινός, εντός της οποίας είχον εγκλειστεί τίνες των επιτεθέντων». Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι έγκλειστοι στο σπίτι της οδού Μπιζανίου ήταν ταραξίες, όχι αντιστασιακοί! Έτσι, οι πράξεις του Μηχανοκίνητου έγιναν με σκοπό την επιβολή της τάξης και δεν στράφηκαν «εις βάρος Ελλήνων ένεκα της δράσεώς των κατ’ του εχθρού»! Ο Μπουραντάς ρωτήθηκε αν ζητά χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη από τους κατηγόρους του, δεν δέχθηκε όμως κάτι τέτοιο.
Επίλογος
Η αθώωση και απαλλαγή του Νικόλαου Μπουραντά στις 27 Νοεμβρίου 1945 προκάλεσε λαϊκή αργή και γενική κατακραυγή. Ο κόσμος αδυνατούσε να δεχθεί ότι ο Μπουραντάς παρέμεινε ατιμώρητος. Η λαϊκή κατακραυγή έφτασε ως το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή. Έτσι, ο Υπουργός Δημοσίας Τάξης Κωνσταντίνος Ρέντης κατέθεσε το αίτημα να τεθεί ο Μπουραντάς σε διαθεσιμότητα και να επανεξεταστεί η υπόθεσή του από τις δικαστικές Αρχές. Τίποτα τέτοιο όπως είδαμε δεν έγινε. Ο Μπουραντάς έγινε βουλευτής και στα 58 του επέστρεψε στην Αστυνομία, για να αποστρατευθεί λίγους μήνες αργότερα και να αναλάβει την ηγεσία του Πυροσβεστικού Σώματος.
Βασική πηγή για το άρθρο ήταν το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, γ’ έκδοση, 2024
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης, άριστος γνώστης της κατοχικής περιόδου, στο βιβλίο του «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2023 από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» (σήμερα κυκλοφορεί η τρίτη του έκδοση) αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον Νικόλαο Μπουραντά, στη δράση του κατά την Κατοχή και την αθώωσή του από το Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών για Δωσιλόγους τον Νοέμβριο του 1945. Με τον Νικόλαο Μπουραντά και τη δράση του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην Κατοχή θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Στο βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη υπάρχουν βέβαια πολλά ακόμα ενδιαφέροντα θέματα, κάποια από τα οποία θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.
Ποιος ήταν ο Νικόλαος Μπουραντάς;
Ο Νικόλαος Μπουραντάς γεννήθηκε στην Ασωπία Βοιωτίας το 1900. Είχε έναν αδελφό και μια αδελφή τη Χρυσούλα. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού στη γενέτειρά του και του Γυμνασίου στη Θήβα. Στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, συγκεκριμένα ως το 1921, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Το 1921 κατατάχθηκε στην Αστυνομία Πόλεων και ως τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής φοίτησε στην Αστυνομική Σχολή Κέρκυρας και αποφοίτησε από τη Σχολή Υπαστυνόμων με τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β’. Στα τέλη Αυγούστου 1923, ως ειδικός ιχνών, συμμετείχε ως μέλος της Αστυνομικής επιτροπής στη διερεύνηση των συνθηκών και την αναζήτηση των δραστών της δολοφονίας των Ιταλών στρατιωτικών, που αποτελούσαν μέλη της επιτροπής οριοθέτησης των ελληνοαλβανικών συνόρων κοντά στην Κακαβιά (υπόθεση Τελίνι). Το 1939 ανέλαβε τη διοίκηση του νεοσύστατου Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων. Η δράση του ίδιου και του τμήματος αυτού στη διάρκεια της Κατοχής ήταν αμφιλεγόμενη.
Ο Μπουραντάς συνελήφθη το 1944 και δικάστηκε το 1945. Αθωώθηκε όμως, κάτι που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Επανήλθε στην Αστυνομία, αλλά παραιτήθηκε για να πολιτευθεί. Το 1950-1951 διετέλεσε βουλευτής Αττικοβοιωτίας ως εκπρόσωπος του Μεταξισμού με το κόμμα «Ελληνική Αναγέννησις» που ανήκε στη συμμαχία «Πολιτική Ανεξάρτητος Παράταξις». Το φθινόπωρο του 1958 ανακλήθηκε σε ενέργεια και επανήλθε στην Αστυνομία, από την οποία αποστρατεύτηκε στο τέλος του ίδιου έτους με το βαθμό του Αρχηγού της Αστυνομίας Πόλεων. Η αποστράτευσή του έγινε λόγω ορίου ηλικίας. Εντύπωση πάντως προκαλεί σε μας, για ποιον λόγο επανήλθε στην Αστυνομία για λίγους μήνες, ενώ ήταν γνωστό ότι θα αποστρατευόταν στο τέλος του 1958… Πάντως, στις 27 Μαρτίου1959, με απόφαση του τότε Υπουργού Δημοσίας Τάξεως Ευάγγελου Καλαντζή (κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή), ανέλαβε καθήκοντα Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, ως τις 7 Αυγούστου 1964. Ο Νικόλαος Μπουραντάς πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1981.
Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων. Οι «Μπουραντάδες»
Τον Μάιο του 1939, στα χρόνια του Μεταξά, δημιουργήθηκε το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων. Κάτω από τον στενό έλεγχο του Μεταξά και του Υφυπουργού Ασφαλείας Κωνσταντίνου Μανιαδάκη στελεχώθηκε από αντικομμουνιστές αξιωματικούς. Στόχος του ήταν να επεμβαίνει άμεσα, όπου υπήρχε διατάραξη της τάξης. Διοικητής του ανέλαβε ο Νικόλαος Μπουραντάς. Στα χρόνια της Κατοχής το Τμήμα αυτό ήταν το μοναδικό της Αστυνομίας Πόλεων που είχε οπλισμό, τον οποίο, σύμφωνα με τον Άγγελο Έβερτ, είχε λάβει από τους Ιταλούς. Το Μηχανοκίνητο Τάγμα, λόγω της δράσης του στα χρόνια της Κατοχής, έγινε γνωστό με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «Μπουραντάδες». Ήταν η μόνη υπηρεσία της Αστυνομίας Πόλεων που συνεργάστηκε με τους κατακτητές συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις κατά των οργανώσεων του ΕΑΜ από κοινού με γερμανικά τμήματα, τα Τάγματα Ασφαλείας και την Ελληνική Χωροφυλακή.
Μετά από τηλεφωνήματα τοπικών αστυνομικών τμημάτων, πρακτόρων της Ασφαλείας ή και κατοίκων και αξιοποιώντας τρία επιταγμένα λεωφορεία περίπου είκοσι θέσεων το καθένα, ένα αστυνομικό αυτοκίνητο και επτά τριθέσιες μοτοσικλέτες, το Μηχανοκίνητο Τμήμα παρενέβαινε άμεσα σε περιοχές όπου είχε καταγγελθεί η «διασάλευση της τάξης». Σύμφωνα με τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, έφτανε πρώτο σε σημεία όπου το ΕΑΜ πραγματοποιούσε συγκεντρώσεις, διανομές προκηρύξεων, εράνους ή ανοίγματα αποθηκών και διανομή τροφίμων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, το Τμήμα διέθετε 120 τρίκυκλες και δίκυκλες μοτοσικλέτες, 26 ειδικά τεθωρακισμένα αυτοκίνητα για ταχεία μεταφορά αστυνομικών δυνάμεων, 30 κοινά επιβατηγά αυτοκίνητα και 120 ποδήλατα, ενώ αποτελείτο από 700 άνδρες όλων των βαθμών, εξοπλισμένων με αυτόματα όπλα τύπου Steyr. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του νέου Τμήματος πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της παρέλασης για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1940, παρουσία του δικτάτορα Μεταξά.
Η δράση των «Μπουραντάδων»
Στις 10 το πρωί της 21ης Μαρτίου 1943 περίπου 200 άτομα, κυρίως φοιτητές και μαθητές συγκεντρώθηκαν στον ναό του Αγίου Παύλου στην Πλατεία Βάθη, για να τελέσουν μνημόσυνο για τους νεκρούς της σύγκρουσης έξω από το Υπουργείο Εργασίας στις 5 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εναντίον του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Οι ιερείς αρνήθηκαν να τελέσουν επιμνημόσυνη δέηση και ακολούθησαν αντεγκλήσεις και διαμαρτυρίες εντός του ναού. Ένας ιερέας τηλεφώνησε στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα. Αμέσως έφτασαν στον ναό άνδρες του τοπικού αστυνομικού Τμήματος, αλλά και του Μηχανοκίνητου. Από τα πυρά τους σκοτώθηκε ο 18χρονος φοιτητής Κώστας Ωραιόπουλος, κάτοικος Ηρακλείου Αττικής. Σύμφωνα με τον Μ. Χαραλαμπίδη, «…στα αρχεία των Ειδικών Δικαστηρίων της Αθήνας και του Πειραιά δεν εντοπίστηκε δίκη για τη δολοφονία του Ωραιόπουλου».
Στις 4 Δεκεμβρίου 1943 μια διαδήλωση ξεκίνησε από του Γκύζη και πέρασε στη Νεάπολη, μέσω της οδού Ιπποκράτους. Η διαδήλωση είχε οργανωθεί από τον ΕΑΜ ως διαμαρτυρία για την εκτέλεση 19 αντιστασιακών στο Γουδί στις 27 Νοεμβρίου 1943. Άνδρες του Μηχανοκίνητου έσπευσαν εκεί και διέλυσαν τη διαδήλωση. Λίγο αργότερα, οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι του 32χρονου κομμουνιστή Παναγιώτη Μπακόπουλου, με την κατηγορία ότι συμμετείχε στη διαδήλωση και πυροβόλησε εναντίον τους. Ο Μπακόπουλος ανακρίθηκε από τον Μπουραντά, παραδόθηκε στη Γενική Ασφάλεια της οδού Στουρνάρη και μετά από 25 μέρες στους Γερμανούς, που τον εκτέλεσαν στις 7 Ιανουαρίου 1944 στο Γουδί. Για τη σύλληψη και παράδοση του Μπακόπουλου στους Γερμανούς δικάστηκε ο Μπουραντάς, αλλά αθωώθηκε.
Το πρωί της 18ης Αυγούστου 1944 δύο αστυνομικοί του Μηχανοκίνητου και ένας άνδρας των Ταγμάτων Ασφαλείας έκαναν περιπολίες στην Καισαριανή. Μόλις έγιναν αντιληπτοί, δέχθηκαν επίθεση από τον τοπικό ΕΛΑΣ. Σύντομα κατέφθασαν ενισχύσεις του Μηχανοκίνητου, με επικεφαλής τον Νικόλαο Μπουραντά, της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων Ασφαλείας, που εισέβαλαν στην περιοχή του Αγίου Νικολάου με αποτέλεσμα να προκληθεί μία από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις στην Καισαριανή, καθώς σκοτώθηκαν έξι άτομα: ο μηχανικός Νίκος Χατζηγκικάκης (25 ετών), ο εργάτης Σάββας Παγώνης (30 ετών), ο Σάββας Σαρηπαναγιώτης, εργάτης και μέλος του ΕΛΑΣ (18 ετών), οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές Λεωνίδας Καραμπαλίκης και Κώστας Κατσούπης, ενώ μια 50χρονη γυναίκα απανθρακώθηκε στις παράγκες που έκαψαν οι επιτιθέμενοι.
Καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν περισσότερες και καλύτερα οπλισμένες, απώθησαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ προς τον Υμηττό και ξεκίνησαν έρευνες και συλλήψεις. Στην επιχείρηση αυτή δεν συμμετείχαν γερμανικές δυνάμεις. Συνελήφθησαν περίπου 35 άτομα που οδηγήθηκαν στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής, τουλάχιστον 4 από τους συλληφθέντες στο μπλόκο του Δουργουτίου (σημ. Νέου Κόσμου) στις 9 Αυγούστου. Ο 46χρονος υδραυλικός Παναγιώτης Επιτροπίδης, ο 32χρονος ξυλουργός Αντώνης Κολλάρος, ο 27χρονος ταξιτζής Σετιάν Καραμπέτ, κι ένα ακόμη άτομο άγνωστων λοιπών στοιχείων εκτελέστηκαν επί τόπου στην Καισαριανή από Έλληνες των δυνάμεων Ασφαλείας. Δεν είναι γνωστό ποιος έδωσε τη διαταγή για τη μεταφορά των τεσσάρων από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, την εκτέλεσή τους καθώς και τις εκτελέσεις που προηγήθηκαν στην Καισαριανή. Σε όλα τα σχετικά έγγραφα αναφέρεται μόνο ο Μπουραντάς. Πάντως για όλους αυτούς τους νεκρούς δεν κάθισε ποτέ κανείς στο ειδώλιο.
Η «επιχείρηση» της Καλλιθέας (24 Ιουλίου 1944) και οι εκδοχές της Αστυνομίας και του ΕΛΑΣ
Η μεγαλύτερη επιχείρηση στην οποία πήρε μέρος το Μηχανοκίνητο ήταν αυτή της Καλλιθέας στις 24 Ιουλίου 1944. Για το τι ακριβώς έγινε τότε υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Αυτή της Αστυνομίας, που παρατέθηκε στη δίκη που ακολούθησε και αυτή του ΕΛΑΣ. Και τις δύο παρουσιάζει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ» Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες. Σύμφωνα με την εκδοχή της Αστυνομίας, οι δυνάμεις του Μηχανοκίνητου ενημερώθηκαν για την ύπαρξη αποθήκης οπλισμού του ΕΛΑΣ στην οδό Μενελάου της Καλλιθέας. Όταν πήγαν εκεί, έκαναν έλεγχο που όμως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ξαφνικά όμως δέχτηκαν πυροβολισμούς και αναγκάστηκαν να εμπλακούν σε σύγκρουση με «άγνωστους». Λίγο αργότερα έφτασαν στην Καλλιθέα γερμανικές δυνάμεις που πολέμησαν μαζί με τις δυνάμεις του Μηχανοκίνητου εναντίον ανδρών του ΕΛΑΣ που είχαν εγκλωβιστεί σε σπίτι στην οδό Μπιζανίου 5. Η σύγκρουση έληξε με τον θάνατο των «αγνώστων». Εφτά σκοτώθηκαν στη μάχη, ενώ τρεις συνελήφθησαν ζωντανοί από τους Γερμανούς, από τους οποίους και εκτελέστηκαν.
Σύμφωνα με την εκδοχή του ΕΛΑΣ, η επιχείρηση του Μηχανοκίνητου έγινε στις 23 Ιουλίου 1944 στην Καλλιθέα, αλλά αποκρούστηκε από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και οι αστυνομικοί αποχώρησαν. Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε μεγάλη επιχείρηση από το Μηχανοκίνητο, τα Τάγματα Ασφαλείας και γερμανικές δυνάμεις εναντίον της Καλλιθέας. Οι δυνάμεις αυτές ξεκίνησαν από το Κουκάκι και τα Πετράλωνα και επιτέθηκαν στον συνοικισμό Χαροκόπου, σ’ ένα μέτωπο που εκτεινόταν από την κοίτη του Ιλισού μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού. Κατά την εξέλιξη της μάχης δέκα νέοι εγκλωβίστηκαν σ’ ένα σπίτι της οδού Μπιζανίου.
Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν ότι οι άνδρες του Μηχανοκίνητου με επικεφαλής του Μπουραντά με τους Γερμανούς, πολέμησαν εναντίον των αντιστασιακών του ΕΛΑΣ. Να σημειώσουμε, ότι θεωρητικά τουλάχιστον, ο Μπουραντάς από τον Ιανουάριο του 1944 δεν ήταν επικεφαλής του Μηχανοκίνητου, καθώς είχε μετατεθεί στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας όπου ανέλαβε καθήκοντα Διοικητή. Τον διαδέχτηκε στην ηγεσία του Μηχανοκίνητου ο Αστυνόμος Α’ Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, τον οποίο στη συνέχεια αντικατέστησε ο Αστυνόμος Β’ Χρύσανθος Μπεκιάρης. Το Μηχανοκίνητο διαλύθηκε μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτό έγινε μετά από απαίτηση του Κ.Κ.Ε. Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης πάντως, δεν κάνει αναφορά σε κάτι τέτοιο.
Σύλληψη και φυλάκιση του Μπουραντά: η έφοδος του ΕΛΑΣ στις φυλακές «Αβέρωφ»
Η κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση, στις 16 Οκτωβρίου 1944 διέταξε τη σύλληψη του Ν. Μπουραντά κατηγορώντας τον ως δωσίλογο και συνεργάτη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο Μπουραντάς μαζί με άλλους κλείστηκαν στις φυλακές «Αβέρωφ». Στην προανακριτική διαδικασία εμφανίστηκαν διάφοροι μάρτυρες (ψευδομάρτυρες κατά την άλλη «πλευρά»), που κατέθεσαν ότι βασανίστηκαν από τον Μπουραντά. Στις 18 Δεκεμβρίου 1944 άνδρες του ΕΛΑΣ ανατίναξαν ένα μέρος του ψηλού μαντρότοιχου και μπήκαν στις φυλακές «Αβέρωφ». Οι φρουροί των φυλακών έδωσαν όπλα σε μερικούς κρατούμενους για να ενισχύσουν την άμυνά τους. Ο Ν. Μπουραντάς, ο Ι. Πλυτζανόπουλος, ο Δ. Παπαδόγγονας, ο Λ. Βρεττάκος και κάποιοι άλλοι έλαβαν οπλισμό. Στο κεντρικό κτίριο των φυλακών, οι άνδρες του ΕΛΑΣ συνέλαβαν τον Στρατηγό Μπάκο και τον Γεώργιο Πειρουνάκη, υφυπουργό κατοχικών κυβερνήσεων, τους οποίους και εκτέλεσαν. Ο Διονύσιος Παπαδόγγονας έφτασε μέχρι την οδό Λάμπρου Κατσώνη όπου τραυματίστηκε από πυροβολισμούς των Ελασιτών. Οι Μπουραντάς, Ιωάννης Ράλλης, Θεόδωρος Πάγκαλος και άλλοι έφτασαν μέχρι τους Αμπελόκηπους όπου έσπευσαν αγγλικά άρματα μάχης, αλλά και άνδρες της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας.
Η δίκη του Μπουραντά και η αθώωσή του
Ο Νικόλαος Μπουραντάς παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Β’ Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων. Σύσσωμη η ηγεσία της Αστυνομίας Πόλεων (ο τότε αρχηγός της Άγγελος Έβερτ και έντεκα αστυνομικοί διευθυντές) δικαιολόγησε τις πράξεις του Μπουραντά. Ο διάδοχος του Μπουραντά Αρχιμανδρίτης, σε παρατήρηση ότι πήραν τα όπλα από τους κατακτητές, συνεπώς συνεργάστηκαν μαζί τους είπε: «Σημασία έχει ο σκοπός δια του οποίον πήραμε τα όπλα και όχι από πού προήλθον» και έκλεισε την κατάθεσή του (επτά σελίδων…) λέγοντας ότι το Μηχανοκίνητο «εξετέλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, καθήκοντα κατασταλτικής και προληπτικής αστυνομίας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Χρύσανθος Μπεκιάρης τόνισε ότι το Μηχανοκίνητο «διέλυσε τας απεργίας, αι οποίαι είχαν αντιπατριωτικόν χαρακτήραν». Ο Μπουραντάς απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία και αθωώθηκε. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Κωνσταντίνος Γκολφινόπουλος είχε προτείνει την ενοχή του για κάποιες κατηγορίες, όμως μειοψήφισε. Το σκεπτικό της απόφασης αθώωσης του Μπουραντά ήταν ομολογουμένως κάπως περίεργο. Στην απόφασή του το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το Μηχανοκίνητο διέλυσε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις πατριωτικού χαρακτήρα, αλλά αυτό το έκανε «επί σκοπώ της τηρήσεως της τάξεως και προφυλάξεως των διαδηλωτών, ίνα μη γίνονται βαρά των όπλων των εκζητούντων προς τούτο αφορμή κατακτητών».
Δηλαδή διέλυε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις αντιστασιακών για να τους προστατεύσει από τους κατακτητές! Όσο για την επιχείρηση της Καλλιθέας, που φαινόταν ότι μπορεί να οδηγήσει σε τιμωρία τον Μπουραντά λόγω συνεργασίας με τους Ναζί, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι Γερμανοί έφτασαν τυχαία στην Καλλιθέα, καθώς άκουσαν πυροβολισμούς: «… κατ’ ατυχή συγκυρίαν οι Γερμανοί ακούσαντες τους πυροβολισμούς έσπευσαν επί τόπου και συνέβαλον δια την εκπόρθησιν οικίας τινός, εντός της οποίας είχον εγκλειστεί τίνες των επιτεθέντων». Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι έγκλειστοι στο σπίτι της οδού Μπιζανίου ήταν ταραξίες, όχι αντιστασιακοί! Έτσι, οι πράξεις του Μηχανοκίνητου έγιναν με σκοπό την επιβολή της τάξης και δεν στράφηκαν «εις βάρος Ελλήνων ένεκα της δράσεώς των κατ’ του εχθρού»! Ο Μπουραντάς ρωτήθηκε αν ζητά χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη από τους κατηγόρους του, δεν δέχθηκε όμως κάτι τέτοιο.
Επίλογος
Η αθώωση και απαλλαγή του Νικόλαου Μπουραντά στις 27 Νοεμβρίου 1945 προκάλεσε λαϊκή αργή και γενική κατακραυγή. Ο κόσμος αδυνατούσε να δεχθεί ότι ο Μπουραντάς παρέμεινε ατιμώρητος. Η λαϊκή κατακραυγή έφτασε ως το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή. Έτσι, ο Υπουργός Δημοσίας Τάξης Κωνσταντίνος Ρέντης κατέθεσε το αίτημα να τεθεί ο Μπουραντάς σε διαθεσιμότητα και να επανεξεταστεί η υπόθεσή του από τις δικαστικές Αρχές. Τίποτα τέτοιο όπως είδαμε δεν έγινε. Ο Μπουραντάς έγινε βουλευτής και στα 58 του επέστρεψε στην Αστυνομία, για να αποστρατευθεί λίγους μήνες αργότερα και να αναλάβει την ηγεσία του Πυροσβεστικού Σώματος.
Βασική πηγή για το άρθρο ήταν το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη «ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, γ’ έκδοση, 2024
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών