Η Δημόσια Διοίκηση ως Καθρέφτης της Πολιτικής Υποκρισίας στην Αλβανία

Σε μια χώρα που συχνά αυτοχαρακτηρίζεται «ευρωπαϊκή», το πιο βασικό θεμέλιο ενός κράτους δικαίου – η ανεξάρτητη και επαγγελματική δημόσια διοίκηση – παραμένει όχι μόνο ανεκπλήρωτη υπόσχεση, αλλά και καθημερινό θύμα πολιτικής παρέμβασης, κομματικού πατερναλισμού και ατομικής ιδιοτέλειας. Το πρόβλημα δεν είναι νέο, αλλά η επιδείνωσή του την τελευταία δεκαετία έχει αγγίξει πρωτόγνωρα επίπεδα θεσμικής παρακμής.
Οι πολιτικοί όλων των κομμάτων μοιάζουν να αντιλαμβάνονται την εξουσία ως προσωπικό εργαλείο προβολής και πελατειακής εξυπηρέτησης. Ο Πρωθυπουργός Έντι Ράμα δίνει την εντύπωση πως ασχολείται με τα «αισθητικά» της εξουσίας – καρέκλες, τραπέζια, πάρκινγκ και πλυντήρια αυτοκινήτων – ενώ το 85% του πολιτικού χρόνου καταναλώνεται σε εμφανίσεις, δημόσιες σχέσεις και ανούσιες παρεμβάσεις. Οι πολιτικοί λειτουργούν ως «μανεκέν» της εξουσίας, κι όχι ως πραγματικοί διαχειριστές των υποθέσεων του κράτους.

Την ίδια στιγμή, η δημόσια διοίκηση έχει μετατραπεί σε μια δομή εξαρτημένη από την πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης, με διορισμούς που δεν βασίζονται σε αξιοκρατία αλλά σε συγγενικές, κομματικές ή προσωπικές σχέσεις. Αντί να υπηρετεί τον πολίτη και το σύνταγμα, η διοίκηση λειτουργεί σαν ένα δίκτυο υποτέλειας και σιωπηρής συναλλαγής. Η «πολιτικοποίηση» της διοίκησης είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, που πλέον δεν προκαλεί καν έκπληξη· θεωρείται «φυσιολογική» ή ακόμη και «αναμενόμενη».
Ωστόσο, η εικόνα αυτή δεν είναι νομοτελειακή. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ακόμη και το 1922, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, οι τελωνειακοί και φορολογικοί υπάλληλοι προσλαμβάνονταν μέσω δημόσιου διαγωνισμού. Ήταν τότε περισσότερο προστατευμένοι από τον νεποτισμό και την πολιτική παρέμβαση από ό,τι είναι σήμερα. Αντί να προοδεύουμε, βρισκόμαστε σε μια σταθερή θεσμική οπισθοδρόμηση.

Η απόδειξη της αποτυχίας δεν είναι μόνο θεσμική ή ηθική, είναι και οικονομική. Δικαστικές αποφάσεις που επιδικάζουν αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων λεκ για παράνομες πολιτικές απολύσεις μαρτυρούν τη ζημιά που έχει προκαλέσει το κομματικό σύστημα στον κρατικό μηχανισμό. Παρ’ όλα αυτά, κανείς πολιτικός δεν έχει καταδικαστεί ποινικά για αυτές τις παραβιάσεις. Η ατιμωρησία έχει παγιωθεί ως κανόνας.
Αντί να υπηρετούν με αίσθημα ευθύνης και εθνική συνείδηση, όπως απαιτούσαν παλαιότερα τα διατάγματα διορισμού υπουργών, σήμερα οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αντιμετωπίζουν την εξουσία ως ευκαιρία «προσωπικής καριέρας» και όχι δημόσιας προσφοράς. Η ιδέα ότι κάποιος αναλαμβάνει καθήκον για να προσφέρει στην πατρίδα έχει πλέον γελοιοποιηθεί μέσα στον κυκλώνα της κυνικής πολιτικής ρητορείας.

Αυτή η διαρκής απαξίωση των θεσμών δεν έχει μόνο θεσμικό ή ηθικό κόστος· οδηγεί και στην απογοήτευση των πολιτών και, τελικά, στη φυγή. Η μαζική μετανάστευση, ειδικά των νέων και μορφωμένων, φτάνει πλέον σε επίπεδα που θυμίζουν εμπόλεμες ζώνες. Όταν το κράτος δεν προσφέρει δίκαιες ευκαιρίες, αξιοκρατία και προοπτική, η μόνη επιλογή που απομένει για πολλούς είναι η έξοδος.
Η Αλβανία δεν μπορεί να γίνει ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος χωρίς μια βαθιά αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης. Το πρώτο βήμα πρέπει να είναι η αποπολιτικοποίηση της. Όσο η δημόσια διοίκηση λειτουργεί ως παράρτημα κομμάτων και όχι ως ανεξάρτητος θεσμός, καμία πραγματική πρόοδος δεν είναι δυνατή.

Η μεγαλύτερη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει ένας πολιτικός δεν είναι η διαφθορά ή η ανικανότητα. Είναι η αποτυχία να κατανοήσει ποιες είναι οι πραγματικές προτεραιότητες του κράτους. Και η πρώτη από αυτές – από το 1992 έως σήμερα – θα έπρεπε να είναι: ένα δίκαιο, σταθερό, επαγγελματικό και ανεξάρτητο διοικητικό σύστημα. Όλα τα υπόλοιπα χτίζονται επάνω σε αυτό.

Διαβάστε ακόμη

👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας

Σχόλια