Η φράση «Après moi, le déluge», που σημαίνει «μετά από μένα, η καταστροφή», περιγράφει με εντυπωσιακή ακρίβεια τη στάση που ακολουθούν πολλές κυβερνήσεις όταν πρόκειται για το περιβάλλον. Στην περίπτωση της Αλβανίας, ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα λανσάρισε την πρωτοβουλία «Καθαρά Βουνά» στις 26 Αυγούστου, καλώντας πολίτες και αξιωματούχους να συμμετάσχουν σε μια μαζική δράση καθαρισμού δέκα φυσικών πάρκων. Στα χαρτιά, πρόκειται για μια θετική κινητοποίηση υπέρ της φύσης. Στην πράξη, όμως, η εικόνα που προκύπτει μοιάζει περισσότερο με μια καλοστημένη επικοινωνιακή παράσταση παρά με μια σοβαρή περιβαλλοντική πολιτική.
Οι εικόνες υπουργών, βουλευτών και δημάρχων που γεμίζουν σακούλες σκουπιδιών μπροστά στις κάμερες έχουν προφανώς μεγαλύτερη αξία για την πολιτική προβολή του πρωθυπουργού, παρά για την πραγματική προστασία του περιβάλλοντος. Η πρωτοβουλία έρχεται μετά την καταστροφή δεκάδων χιλιάδων εκταρίων δασών, που παραδόθηκαν στις φλόγες μέσα στο καλοκαίρι. Πυρκαγιές που θα μπορούσαν να είχαν περιοριστεί, εάν οι υπηρεσίες πολιτικής προστασίας λειτουργούσαν αποτελεσματικά. Αντί να αναζητηθούν ευθύνες ή να ληφθούν μέτρα αποκατάστασης, η κυβέρνηση επιλέγει να εμφανιστεί «πράσινη» μέσα από μια τρίωρη συμβολική δράση.
Πίσω από το περιτύλιγμα της οικολογικής ευαισθησίας, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι ίδιες οι κυβερνητικές αποφάσεις επιτρέπουν την αποψίλωση δασικών εκτάσεων για την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων. Άδειες οικοδομής δίνονται σε ολιγάρχες και επιχειρηματίες μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, όπου τσιμεντώνονται ακτές, λόφοι και δάση. Το παράδειγμα του Φυσικού Πάρκου Βουθρωτού, όπου 55 εκτάρια προστατευόμενου δάσους μετατράπηκαν σε οικοδομικό οικόπεδο, είναι χαρακτηριστικό. Το ίδιο μοτίβο συναντάται από τη Χειμάρρα και τους Αγίους Σαράντα έως την Καβάγια και τη Βελιπόγια, δημιουργώντας έναν χάρτη σκυροδέτησης που απειλεί ανεπανόρθωτα τον φυσικό πλούτο της χώρας.
Η αντίφαση είναι κραυγαλέα: από τη μια, η κυβέρνηση προβάλλει την εικόνα μιας «οικολογικής επανάστασης» με καθαρισμούς σκουπιδιών, και από την άλλη, επιτρέπει να καταστρέφονται τα ίδια τα θεμέλια του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εκμετάλλευση της πράσινης ατζέντας για την προώθηση μεγάλων ενεργειακών έργων που μεταμφιέζονται ως «βιώσιμες λύσεις». Στην Αυλώνα, για παράδειγμα, 810 εκτάρια πρασίνου εξαφανίζονται για την κατασκευή φωτοβολταϊκού πάρκου, ενώ στην Κουτσόβα, δάση και φυσικά τοπία παραδίδονται στο τσιμέντο για υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Όσο κι αν βαφτίζονται «ανανεώσιμες», οι πρακτικές αυτές υποβαθμίζουν το περιβάλλον αντί να το προστατεύουν.
Η ουσία είναι ότι η προστασία της φύσης δεν μπορεί να περιορίζεται σε ετήσιες «γιορτές καθαριότητας». Χρειάζεται στρατηγική και μακροπρόθεσμο σχέδιο: αναδάσωση των καμένων εκτάσεων, αυστηρός έλεγχος της παράνομης υλοτομίας, πάγωμα οικοδομικών αδειών μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, περιορισμός των εξορύξεων και αναστολή κάθε μορφής δραστηριότητας που απειλεί τη βιοποικιλότητα. Χωρίς αυτά, κάθε «πρωτοβουλία» μοιάζει με θεατρική σκηνή, όπου οι πρωταγωνιστές παίζουν τον ρόλο του προστάτη της φύσης, ενώ στα παρασκήνια συνεχίζουν να την καταστρέφουν.
Η πρωτοβουλία «Καθαρά Βουνά» θα μπορούσε να είχε αξία, εάν εντασσόταν σε ένα συνολικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής πολιτικής. Όμως η χρονική συγκυρία, ο τρόπος οργάνωσης και η απουσία ουσιαστικών μέτρων την καθιστούν περισσότερο εργαλείο προπαγάνδας παρά οικολογική δράση. Όσο οι δασικές εκτάσεις καίγονται και παραδίδονται σε συμφέροντα, όσο οι παραλίες μετατρέπονται σε τσιμεντένιες ζώνες και οι φυσικοί πόροι εκποιούνται, τόσο θα υπονομεύεται η αξιοπιστία κάθε «πράσινης» καμπάνιας.
Στο τέλος, το περιβάλλον δεν χρειάζεται θεάματα, αλλά πολιτική βούληση. Χρειάζεται κράτος που να υπερασπίζεται το δημόσιο συμφέρον απέναντι στους ισχυρούς, να επενδύει στην ανασυγκρότηση και να προστατεύει τον φυσικό πλούτο με συνέπεια. Μέχρι τότε, οι σακούλες με σκουπίδια και οι κάμερες στα βουνά θα παραμένουν απλώς το σκηνικό μιας παράστασης με τίτλο «Καθαρά Βουνά», που κρύβει όμως μια πολύ πιο βρόμικη πραγματικότητα.
Οι εικόνες υπουργών, βουλευτών και δημάρχων που γεμίζουν σακούλες σκουπιδιών μπροστά στις κάμερες έχουν προφανώς μεγαλύτερη αξία για την πολιτική προβολή του πρωθυπουργού, παρά για την πραγματική προστασία του περιβάλλοντος. Η πρωτοβουλία έρχεται μετά την καταστροφή δεκάδων χιλιάδων εκταρίων δασών, που παραδόθηκαν στις φλόγες μέσα στο καλοκαίρι. Πυρκαγιές που θα μπορούσαν να είχαν περιοριστεί, εάν οι υπηρεσίες πολιτικής προστασίας λειτουργούσαν αποτελεσματικά. Αντί να αναζητηθούν ευθύνες ή να ληφθούν μέτρα αποκατάστασης, η κυβέρνηση επιλέγει να εμφανιστεί «πράσινη» μέσα από μια τρίωρη συμβολική δράση.
Πίσω από το περιτύλιγμα της οικολογικής ευαισθησίας, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι ίδιες οι κυβερνητικές αποφάσεις επιτρέπουν την αποψίλωση δασικών εκτάσεων για την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων. Άδειες οικοδομής δίνονται σε ολιγάρχες και επιχειρηματίες μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, όπου τσιμεντώνονται ακτές, λόφοι και δάση. Το παράδειγμα του Φυσικού Πάρκου Βουθρωτού, όπου 55 εκτάρια προστατευόμενου δάσους μετατράπηκαν σε οικοδομικό οικόπεδο, είναι χαρακτηριστικό. Το ίδιο μοτίβο συναντάται από τη Χειμάρρα και τους Αγίους Σαράντα έως την Καβάγια και τη Βελιπόγια, δημιουργώντας έναν χάρτη σκυροδέτησης που απειλεί ανεπανόρθωτα τον φυσικό πλούτο της χώρας.
Η αντίφαση είναι κραυγαλέα: από τη μια, η κυβέρνηση προβάλλει την εικόνα μιας «οικολογικής επανάστασης» με καθαρισμούς σκουπιδιών, και από την άλλη, επιτρέπει να καταστρέφονται τα ίδια τα θεμέλια του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η εκμετάλλευση της πράσινης ατζέντας για την προώθηση μεγάλων ενεργειακών έργων που μεταμφιέζονται ως «βιώσιμες λύσεις». Στην Αυλώνα, για παράδειγμα, 810 εκτάρια πρασίνου εξαφανίζονται για την κατασκευή φωτοβολταϊκού πάρκου, ενώ στην Κουτσόβα, δάση και φυσικά τοπία παραδίδονται στο τσιμέντο για υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Όσο κι αν βαφτίζονται «ανανεώσιμες», οι πρακτικές αυτές υποβαθμίζουν το περιβάλλον αντί να το προστατεύουν.
Η ουσία είναι ότι η προστασία της φύσης δεν μπορεί να περιορίζεται σε ετήσιες «γιορτές καθαριότητας». Χρειάζεται στρατηγική και μακροπρόθεσμο σχέδιο: αναδάσωση των καμένων εκτάσεων, αυστηρός έλεγχος της παράνομης υλοτομίας, πάγωμα οικοδομικών αδειών μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, περιορισμός των εξορύξεων και αναστολή κάθε μορφής δραστηριότητας που απειλεί τη βιοποικιλότητα. Χωρίς αυτά, κάθε «πρωτοβουλία» μοιάζει με θεατρική σκηνή, όπου οι πρωταγωνιστές παίζουν τον ρόλο του προστάτη της φύσης, ενώ στα παρασκήνια συνεχίζουν να την καταστρέφουν.
Η πρωτοβουλία «Καθαρά Βουνά» θα μπορούσε να είχε αξία, εάν εντασσόταν σε ένα συνολικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής πολιτικής. Όμως η χρονική συγκυρία, ο τρόπος οργάνωσης και η απουσία ουσιαστικών μέτρων την καθιστούν περισσότερο εργαλείο προπαγάνδας παρά οικολογική δράση. Όσο οι δασικές εκτάσεις καίγονται και παραδίδονται σε συμφέροντα, όσο οι παραλίες μετατρέπονται σε τσιμεντένιες ζώνες και οι φυσικοί πόροι εκποιούνται, τόσο θα υπονομεύεται η αξιοπιστία κάθε «πράσινης» καμπάνιας.
Στο τέλος, το περιβάλλον δεν χρειάζεται θεάματα, αλλά πολιτική βούληση. Χρειάζεται κράτος που να υπερασπίζεται το δημόσιο συμφέρον απέναντι στους ισχυρούς, να επενδύει στην ανασυγκρότηση και να προστατεύει τον φυσικό πλούτο με συνέπεια. Μέχρι τότε, οι σακούλες με σκουπίδια και οι κάμερες στα βουνά θα παραμένουν απλώς το σκηνικό μιας παράστασης με τίτλο «Καθαρά Βουνά», που κρύβει όμως μια πολύ πιο βρόμικη πραγματικότητα.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών