Τις τελευταίες ημέρες, ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, έχει κλιμακώσει τις δημόσιες επιθέσεις του κατά λειτουργών της Δικαιοσύνης, γεγονός που έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Στο επίκεντρο βρέθηκε ο δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Τιράνων, Μάρκο Μπόσχκου, ο οποίος αποφάσισε την επαναφορά αποπεμφθέντος αστυνομικού. Ο Ράμα αμφισβήτησε ανοικτά την απόφαση, αν και, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το θεσμικό πλαίσιο, την τυχόν νομιμότητα ή παραβίαση του νόμου από έναν δικαστή κρίνουν αποκλειστικά το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και η Ανωτάτη Επιθεώρηση Δικαιοσύνης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πρωθυπουργός στρέφεται προσωπικά κατά δικαστών ή εισαγγελέων. Δημόσιες επιθέσεις έχουν δεχθεί η εισαγγελέας Σκόδρας Έλσα Γιέλι, καθώς και οι δικαστές Χάζμπι Μπαλίου και Κλαρέντ Ντεμίρι του Διοικητικού Δικαστηρίου Τιράνων, μόνο και μόνο επειδή οι αποφάσεις τους δεν συμβάδιζαν με τις πολιτικές επιδιώξεις της κυβέρνησης.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι τέτοιου είδους παρεμβάσεις συνιστούν αντισυνταγματική παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ο Ράμα παρουσιάζεται ως «πατέρας της μεταρρύθμισης στη Δικαιοσύνη», ωστόσο οι απειλές προς δικαστικούς λειτουργούς εκλαμβάνονται ως προληπτική στρατηγική ώστε να αποτρέψει μελλοντικές αποφάσεις που θα μπορούσαν να θίξουν τον ίδιο, την οικογένειά του ή στενούς πολιτικούς συμμάχους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πρώην υπουργού και βουλευτού Όλτα Τζάτσκα, φίλη του αδελφού του Ράμα, Όλσι. Όταν η Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς (SPAK) ξεκίνησε έρευνες για παραχώρηση λιμενικής σύμβασης στους Αγίους Σαράντα, ο Πρωθυπουργός απείλησε ανοιχτά το θεσμικό όργανο. Παρόμοια στάση τήρησε όταν προέκυψε υπόθεση για εξαφάνιση στρατιωτικών αποθεμάτων μετά τον σεισμό του 2019. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αντέδρασε όταν η έρευνα για υποθέσεις παράνομης ιδιοκτησίας γης από την Τζάτσκα και τον σύζυγό της ανεστάλη, ενώ αντίθετα στοχοποίησε τη δικαστή Φλόρα Χατζεντινάι που διέταξε την επανέναρξή της.
Αντίστοιχη σιωπή τηρεί ο Ράμα σε υποθέσεις επιχειρηματιών με στενές σχέσεις με την εξουσία, όπως των Σαλιλάρι, Ουλάι και Γκιόκα, καθώς και σε έρευνες που αφορούν κυβερνητικά στελέχη ή μέλη της οικογένειάς του. Η αντίθεση ανάμεσα στη σφοδρότητα των επιθέσεών του σε δυσμενείς αποφάσεις και στη σιωπή του όταν πρόκειται για ευνοϊκές, αναδεικνύει ένα επικίνδυνο διπλό μέτρο και σταθμό.
Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση του κράτους δικαίου. Οι συνεχείς δημόσιες παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού όχι μόνο υπονομεύουν τη θεσμική ισορροπία, αλλά ενισχύουν την αίσθηση ότι η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη χρησιμοποιείται εργαλειακά, προς όφελος συγκεκριμένων συμφερόντων και όχι του κοινού καλού.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πρωθυπουργός στρέφεται προσωπικά κατά δικαστών ή εισαγγελέων. Δημόσιες επιθέσεις έχουν δεχθεί η εισαγγελέας Σκόδρας Έλσα Γιέλι, καθώς και οι δικαστές Χάζμπι Μπαλίου και Κλαρέντ Ντεμίρι του Διοικητικού Δικαστηρίου Τιράνων, μόνο και μόνο επειδή οι αποφάσεις τους δεν συμβάδιζαν με τις πολιτικές επιδιώξεις της κυβέρνησης.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι τέτοιου είδους παρεμβάσεις συνιστούν αντισυνταγματική παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ο Ράμα παρουσιάζεται ως «πατέρας της μεταρρύθμισης στη Δικαιοσύνη», ωστόσο οι απειλές προς δικαστικούς λειτουργούς εκλαμβάνονται ως προληπτική στρατηγική ώστε να αποτρέψει μελλοντικές αποφάσεις που θα μπορούσαν να θίξουν τον ίδιο, την οικογένειά του ή στενούς πολιτικούς συμμάχους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πρώην υπουργού και βουλευτού Όλτα Τζάτσκα, φίλη του αδελφού του Ράμα, Όλσι. Όταν η Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς (SPAK) ξεκίνησε έρευνες για παραχώρηση λιμενικής σύμβασης στους Αγίους Σαράντα, ο Πρωθυπουργός απείλησε ανοιχτά το θεσμικό όργανο. Παρόμοια στάση τήρησε όταν προέκυψε υπόθεση για εξαφάνιση στρατιωτικών αποθεμάτων μετά τον σεισμό του 2019. Ωστόσο, ο ίδιος δεν αντέδρασε όταν η έρευνα για υποθέσεις παράνομης ιδιοκτησίας γης από την Τζάτσκα και τον σύζυγό της ανεστάλη, ενώ αντίθετα στοχοποίησε τη δικαστή Φλόρα Χατζεντινάι που διέταξε την επανέναρξή της.
Αντίστοιχη σιωπή τηρεί ο Ράμα σε υποθέσεις επιχειρηματιών με στενές σχέσεις με την εξουσία, όπως των Σαλιλάρι, Ουλάι και Γκιόκα, καθώς και σε έρευνες που αφορούν κυβερνητικά στελέχη ή μέλη της οικογένειάς του. Η αντίθεση ανάμεσα στη σφοδρότητα των επιθέσεών του σε δυσμενείς αποφάσεις και στη σιωπή του όταν πρόκειται για ευνοϊκές, αναδεικνύει ένα επικίνδυνο διπλό μέτρο και σταθμό.
Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση του κράτους δικαίου. Οι συνεχείς δημόσιες παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού όχι μόνο υπονομεύουν τη θεσμική ισορροπία, αλλά ενισχύουν την αίσθηση ότι η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη χρησιμοποιείται εργαλειακά, προς όφελος συγκεκριμένων συμφερόντων και όχι του κοινού καλού.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών