Οι Βορειοηπειρώτισσες μανάδες μας που αποπειράθηκαν να διαφύγουν στην Ελλάδα στο στόχαστρο της αιμοδιψούς “Sigurimi”
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ
Ο Μιχαλάκι Ζιτσίστι (Mihallaq Ziçishti), υφυπουργός Εσωτερικών της Αλβανίας, αναφερόμενος ενώπιον της ΚΕ του ΚΕΑ τον Οκτώβριο του 1950, δήλωνε ότι οι γυναίκες στη Δρόπολη διέφευγαν μαζικά στην Ελλάδα «όχι διότι μάχονταν το καθεστώς, αλλά για να συνενωθούν με τους άντρες τους». Ήταν το ελάχιστο που δικαιούται ο άνθρωπος: να ζει με την οικογένειά του.
Εν τούτοις, υπήρχε αυστηρή ποινικοποίηση της απόπειρας διαφυγής από τη χώρα των απροστάτευτων μανάδων και γιαγιάδων μας, με σκοπό την –όπως την αποκαλούμε σήμερα– «οικογενειακή συνένωση». Η δικονομική αντίληψη της εποχής του Ενβέρ Χότζα τις θεωρούσε εγκληματικές ενέργειες και τα στρατοδικεία τις καταδίκαζαν με περισσή ζέση σε πολυετή κάθειρξη, ενώ ο εσωτερικός κανονισμός των συνόρων διέτασσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, την εν ψυχρώ δολοφονία τους.
Οι απόπειρες αυτές –ιδίως τη δεκαετία του ’50– συνιστούσαν πονοκέφαλο για την αλβανική ασφάλεια. Οι αρχές ασφαλείας παρακολουθούσαν τακτικά την αλληλογραφία των γυναικών με τους συζύγους τους, τις οποίες στη συνέχεια καλούσαν προς συνετισμό στα αστυνομικά τμήματα, ενώ η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου, με συνεχείς παραινέσεις προς την εφημερίδα Λαϊκό Βήμα, καλούσε τους δημοσιογράφους της να δημοσιεύσουν «επιστολές» μεταναστών από την Αμερική που περιέγραφαν «τις κακουχίες και την καπιταλιστική ανέχεια». Στοιχεία για τις προθέσεις των εναπομεινάντων μελών των οικογενειών των μεταναστών οι αλβανικές αρχές αντλούσαν και από εσωτερική πληροφόρηση, κυρίως από πληροφοριοδότες και συνεργάτες τους σε Ελλάδα και ΗΠΑ. Η όλη προσπάθεια δεν ήταν πειστική, αλλά ούτε μπορούσε να ανακόψει το κύμα διαφυγών, το οποίο συνεχίστηκε έως το τέλος του καθεστώτος και κορυφώθηκε το 1992.
Την 26η Αυγούστου 1946, οι συνοριοφύλακες της Κοσοβίτσας εκτέλεσαν τη Μαρίκα Νάτση κατά την απόπειρα διαφυγής της στην Ελλάδα και την παράχωσαν πρόχειρα. Ο θείος της, Παύλος Κατσούλας, ζήτησε να εκτεθεί δημόσια το πτώμα της, καταγγέλλοντας κακοποίηση του θύματος. Εξαιτίας της διαμαρτυρίας του φυλακίστηκε και καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο του Αργυροκάστρου.
Από το Πωγώνι, π.χ., μόνον τον Γενάρη του 1949 είχαν διαφύγει 15 άτομα, μεταξύ των οποίων και 9 γυναίκες (από το Χλωμό), 2 κομμουνιστές από το Σελλειό και μία γυναίκα από τη Γράψη. Υπήρχαν και οργανωμένες αποδράσεις γυναικών. Οι οικογένειες των δραπετών κηρύσσονταν εχθρικές προς το καθεστώς και εκτοπίζονταν στην ενδοχώρα.
Με αφορμή τις αποδράσεις στο Πωγώνι, από τις αρχές του 1949 η αλβανική ασφάλεια αποφάσισε, με υπερβολική επίδειξη τραχύτητας και ωμοτήτων, να καταστείλει βάναυσα και απροκάλυπτα, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων, μη διστάζοντας να συλλάβει, να εξαφανίσει, να φυλακίσει και να εξορίσει γυναίκες από τη Βόρειο Ήπειρο, μάλιστα υπέργηρες και έγκυες.
Τον Φεβρουάριο του 1949, επίλεκτοι καταδρομείς της ασφάλειας, μαζί με φύλακες των συνόρων, φόνευσαν την Αθηνά Καλέγια και τη μητέρα της, Καλλιόπη, μαζί με την Αθηνά Τέρπου, στη μεθόριο της Σωτήρας, μπροστά στα μάτια του ανήλικου γιου της, Λάζαρου Καλέγια, 16 ετών, τον οποίο στη συνέχεια συνέλαβαν και καταδίκασαν για προδοσία κατά της πατρίδας. Οι χωριανοί των θυμάτων κατήγγειλαν, επίσης, κακοποίηση των γυναικών πριν από τη δολοφονία τους.
Την 7η Μαΐου 1949, οι άνδρες της αλβανικής ασφάλειας συνέλαβαν την Ουρανία Σιλίρα από τη Σοπική των Πωγωνίων, η οποία κρατήθηκε προφυλακισμένη για έξι μήνες υπό το καθεστώς βασανιστηρίων. Σε δίκη, σε δημόσια συνεδρίαση τον Οκτώβριο του 1949, η Ουρανία Σιλίρα, 57 ετών, αναλφάβητη, μητέρα 13 παιδιών, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας, για παροχή απόρρητων πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών πληροφοριών, για κατ’ εξακολούθηση παράνομη διέλευση των συνόρων, για υποκίνηση μαζικών αυτομολιών Βορειοηπειρωτών, για παροχή ασύλου και διευκολύνσεων σε μέλη του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου Ιωαννίνων κ.λπ. Η άπορη και αναλφάβητη γυναίκα καταδικάστηκε σε 15ετή ειρκτή.
Την ίδια περίοδο, τον Αύγουστο του 1949, η ασφάλεια των Αγίων Σαράντα συνέλαβε, με εμφανή επίδειξη βίας, την 70χρονη υπέργηρη γυναίκα Γιαννούλα Καραγιάννη, αναλφάβητη και αυτή, από τη Δίβρη των Ριζών Δελβίνου, η οποία κρατήθηκε επίσης επτά μήνες προφυλακισμένη και υποκείμενη σε διάφορες κακοποιήσεις, ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες. Η Καραγιάννη κατηγορήθηκε ότι υποκίνησε τους ανήλικους Κώστα Ντάλα και Σταύρο Καΐση, διαμηνύοντάς τους ότι μόνον στην Ελλάδα θα γίνουν άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης και της ανάκρισης η 70χρονη χαρακτηρίστηκε δόλια, πανούργα και άκρως επικίνδυνη (!).
Τον Μάρτιο του 1955 συνελήφθη η Σάνα Τσίπα από το Χλωμό του Πωγωνίου, 35 ετών, η οποία έναν χρόνο πριν είχε αποπειραθεί να διαφύγει από τη χώρα και συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. Αναλφάβητη, κατηγορήθηκε για απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, για λαθρεμπόριο χρυσού και παραεμπόριο. Το 1944, με την άμεση συνδρομή της, είχε δραπετεύσει ο γιος της, Αλέκος Τσίπας, ο οποίος ζούσε στην Αμερική. Κατά τη σύλληψή της, οι δυνάμεις ασφαλείας της κατέσχεσαν και δύο χρυσές λίρες. Το παραεμπόριο αφορούσε την παράνομη πώληση ενός όνου.
Τον Ιούνιο του 1955 συνελήφθη η Φρόσω Μπάσιο από τη Σωτήρα, υπέργηρη, 70 ετών, και μετά από τέσσερις μήνες κράτησης της απαγγέλθηκαν κατηγορίες για αντικαθεστωτική προπαγάνδα και απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, εμπλέκοντας και την κόρη της, Ελένη Μπέλου. Η Φρόσω αποπειράθηκε να διαφύγει στην Ελλάδα ως ενδιάμεσο σταθμό και από εκεί στην Τουρκία, όπου ζούσε η κόρη της από τον πρώτο της γάμο.
Τον χειμώνα του 1957 δραπέτευσαν ο Γιώργος Ζιαβάς από τη Γλύνα με τον δεκαεξάχρονο γιο του, αλλά η σύζυγός του Ευθαλία και η κόρη του Ελένη, εννέα ετών, δεν μπόρεσαν να τους ακολουθήσουν και κατέληξαν από κρυοπαγήματα στη μεθόριο.
Η γυναικεία αντίδραση των Βορειοηπειρωτισσών εντασσόταν στη γενικότερη υφέρπουσα αντίσταση του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού, στην υποβόσκουσα αγάπη για το έθνος, αλλά αφορούσε πρωτίστως το προσωπικό τους δράμα επιβίωσης σε συνθήκες αποχωρισμού από τους συζύγους και τα παιδιά τους.
Ως γηραιότερη δραπέτισσα καταδεικνύεται μία υπερήλικη γυναίκα, η Θεοδώρα Τσούκα, 80 ετών, η οποία παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές τον Οκτώβριο του 1958.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1963, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, η μονάδα προκάλυψης των συνόρων (Τάγμα Κονίσπολης) στη Σμίντεση και οι μεθοριακοί φύλακες συνέλαβαν τα αδέλφια Σταύρο Πιλαφά και Μαγδαληνή Ζήση (το γένος Γιάννη), σύζυγο του Φίλιππα Ζήση, οικονομικού μετανάστη, μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα της από την Τσερκοβίτσα, ενώ επιχειρούσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο του 1964, το Στρατοδικείο Αργυροκάστρου καταδίκασε τη Μαγδαληνή Ζήση σε 17 χρόνια κάθειρξης (εξέτισε 16 χρόνια, 6 μήνες και 2 ημέρες), κατατασσόμενη ως η τρίτη συνολικά γυναίκα στην Αλβανία με τη μεγαλύτερη ποινή και η πρώτη κατά σειρά Βορειοηπειρώτισσα (25.12.1963 – 25.6.1980).
Πώς αντιδρούσαν οι σύζυγοί τους στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ;
Οι σύζυγοί τους (στην πλειονότητά τους οικονομικοί μετανάστες και λιγότεροι πολιτικοί φυγάδες) βρέθηκαν εγκλωβισμένοι. Η πλειονότητα, με το αίσθημα του συνετού οικογενειάρχη και του αφοσιωμένου γονέα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να συνενωθεί με τις διαλυμένες οικογένειές τους. Υπήρχαν και εξαιρέσεις: κάποιοι, προσκομίζοντας πλαστά δικαιολογητικά, συνήψαν καινούριους γάμους και αποποιήθηκαν τις οικογένειές τους, αλλά αυτοί συνιστούν μειοψηφία.
Από το 1956 (όταν –καθυστερημένα, λόγω της επιπόλαιης αντίδρασης των Βορειοηπειρωτικών συλλόγων, οι οποίοι θεωρούσαν το πρόβλημα των Βορειοηπειρωτών φυγάδων και οικονομικών μεταναστών εθνικό και όχι μεταναστευτικό– εντάχθηκαν στα μεταναστευτικά προγράμματα των ΗΠΑ), οι Βορειοηπειρώτες μετανάστες των ΗΠΑ, κυρίως, μην έχοντας άλλες διεξόδους νόμιμης οικογενειακής συνένωσης, προσπάθησαν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και να εισέλθουν παράνομα στην Αλβανία με σκοπό τη φυγάδευση της εναπομείνασας οικογένειας, με σχέδια παράτολμα αλλά ανεφάρμοστα. Έτσι, τον Απρίλιο του 1957 μετέβη από τις ΗΠΑ στην ελληνοαλβανική μεθόριο ο Σ.Μ. από τη Σωτήρα, αλλά η προσπάθειά του να φυγαδεύσει κρυφίως τη γυναίκα του στην Ελλάδα απέτυχε. Το ίδιο συνέβη και με τον Θ.Σ. από την Κακαβιά, ο οποίος μετέβη έως την Αρίνιστα. Με τον ίδιο τρόπο επιχείρησε να μεταφέρει την οικογένειά του ο Φ.Μ. από το Λάμποβο τον Αύγουστο του 1958.
Τον Μάρτιο του 1959, ο Κώστας Δήμας από τη Χιμάρα, ο οποίος είχε διατελέσει και πρόεδρος της ΠΟΑΚΑ, σε μία χαλαρή και ανέμελη συζήτηση με στενούς του φίλους στη Νέα Υόρκη, εκμυστηρεύθηκε ότι επτά Βορειοηπειρώτες της Νέας Υόρκης θα επιχειρούσαν το καλοκαίρι να φυγαδεύσουν τις οικογένειές τους από την Αλβανία, διαρρέοντας παράνομα «μέσα». Υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο. Στην ουσία διέρρευσε η πληροφορία, όχι οι επίδοξοι «καταδρομείς». Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από αυτές τις προσπάθειες των μεταναστών μας στις ΗΠΑ γίνονταν εγκαίρως γνωστές στην αλβανική ασφάλεια, λόγω των πληροφοριών που μετέφεραν από τις ΗΠΑ συνεργάτες και πληροφοριοδότες της (κυρίως οι πληροφοριοδότες με τα ψευδώνυμα «Γιαννάκης» και «Λουάν»), οι οποίοι τηρούσαν φιλικές σχέσεις με ανυποψίαστους βιοπαλαιστές Βορειοηπειρώτες μετανάστες στη Νέα Υόρκη.
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ
Ο Μιχαλάκι Ζιτσίστι (Mihallaq Ziçishti), υφυπουργός Εσωτερικών της Αλβανίας, αναφερόμενος ενώπιον της ΚΕ του ΚΕΑ τον Οκτώβριο του 1950, δήλωνε ότι οι γυναίκες στη Δρόπολη διέφευγαν μαζικά στην Ελλάδα «όχι διότι μάχονταν το καθεστώς, αλλά για να συνενωθούν με τους άντρες τους». Ήταν το ελάχιστο που δικαιούται ο άνθρωπος: να ζει με την οικογένειά του.
Εν τούτοις, υπήρχε αυστηρή ποινικοποίηση της απόπειρας διαφυγής από τη χώρα των απροστάτευτων μανάδων και γιαγιάδων μας, με σκοπό την –όπως την αποκαλούμε σήμερα– «οικογενειακή συνένωση». Η δικονομική αντίληψη της εποχής του Ενβέρ Χότζα τις θεωρούσε εγκληματικές ενέργειες και τα στρατοδικεία τις καταδίκαζαν με περισσή ζέση σε πολυετή κάθειρξη, ενώ ο εσωτερικός κανονισμός των συνόρων διέτασσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, την εν ψυχρώ δολοφονία τους.
Οι απόπειρες αυτές –ιδίως τη δεκαετία του ’50– συνιστούσαν πονοκέφαλο για την αλβανική ασφάλεια. Οι αρχές ασφαλείας παρακολουθούσαν τακτικά την αλληλογραφία των γυναικών με τους συζύγους τους, τις οποίες στη συνέχεια καλούσαν προς συνετισμό στα αστυνομικά τμήματα, ενώ η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου, με συνεχείς παραινέσεις προς την εφημερίδα Λαϊκό Βήμα, καλούσε τους δημοσιογράφους της να δημοσιεύσουν «επιστολές» μεταναστών από την Αμερική που περιέγραφαν «τις κακουχίες και την καπιταλιστική ανέχεια». Στοιχεία για τις προθέσεις των εναπομεινάντων μελών των οικογενειών των μεταναστών οι αλβανικές αρχές αντλούσαν και από εσωτερική πληροφόρηση, κυρίως από πληροφοριοδότες και συνεργάτες τους σε Ελλάδα και ΗΠΑ. Η όλη προσπάθεια δεν ήταν πειστική, αλλά ούτε μπορούσε να ανακόψει το κύμα διαφυγών, το οποίο συνεχίστηκε έως το τέλος του καθεστώτος και κορυφώθηκε το 1992.
Την 26η Αυγούστου 1946, οι συνοριοφύλακες της Κοσοβίτσας εκτέλεσαν τη Μαρίκα Νάτση κατά την απόπειρα διαφυγής της στην Ελλάδα και την παράχωσαν πρόχειρα. Ο θείος της, Παύλος Κατσούλας, ζήτησε να εκτεθεί δημόσια το πτώμα της, καταγγέλλοντας κακοποίηση του θύματος. Εξαιτίας της διαμαρτυρίας του φυλακίστηκε και καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο του Αργυροκάστρου.
Από το Πωγώνι, π.χ., μόνον τον Γενάρη του 1949 είχαν διαφύγει 15 άτομα, μεταξύ των οποίων και 9 γυναίκες (από το Χλωμό), 2 κομμουνιστές από το Σελλειό και μία γυναίκα από τη Γράψη. Υπήρχαν και οργανωμένες αποδράσεις γυναικών. Οι οικογένειες των δραπετών κηρύσσονταν εχθρικές προς το καθεστώς και εκτοπίζονταν στην ενδοχώρα.
Με αφορμή τις αποδράσεις στο Πωγώνι, από τις αρχές του 1949 η αλβανική ασφάλεια αποφάσισε, με υπερβολική επίδειξη τραχύτητας και ωμοτήτων, να καταστείλει βάναυσα και απροκάλυπτα, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων, μη διστάζοντας να συλλάβει, να εξαφανίσει, να φυλακίσει και να εξορίσει γυναίκες από τη Βόρειο Ήπειρο, μάλιστα υπέργηρες και έγκυες.
Τον Φεβρουάριο του 1949, επίλεκτοι καταδρομείς της ασφάλειας, μαζί με φύλακες των συνόρων, φόνευσαν την Αθηνά Καλέγια και τη μητέρα της, Καλλιόπη, μαζί με την Αθηνά Τέρπου, στη μεθόριο της Σωτήρας, μπροστά στα μάτια του ανήλικου γιου της, Λάζαρου Καλέγια, 16 ετών, τον οποίο στη συνέχεια συνέλαβαν και καταδίκασαν για προδοσία κατά της πατρίδας. Οι χωριανοί των θυμάτων κατήγγειλαν, επίσης, κακοποίηση των γυναικών πριν από τη δολοφονία τους.
Την 7η Μαΐου 1949, οι άνδρες της αλβανικής ασφάλειας συνέλαβαν την Ουρανία Σιλίρα από τη Σοπική των Πωγωνίων, η οποία κρατήθηκε προφυλακισμένη για έξι μήνες υπό το καθεστώς βασανιστηρίων. Σε δίκη, σε δημόσια συνεδρίαση τον Οκτώβριο του 1949, η Ουρανία Σιλίρα, 57 ετών, αναλφάβητη, μητέρα 13 παιδιών, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας, για παροχή απόρρητων πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών πληροφοριών, για κατ’ εξακολούθηση παράνομη διέλευση των συνόρων, για υποκίνηση μαζικών αυτομολιών Βορειοηπειρωτών, για παροχή ασύλου και διευκολύνσεων σε μέλη του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου Ιωαννίνων κ.λπ. Η άπορη και αναλφάβητη γυναίκα καταδικάστηκε σε 15ετή ειρκτή.
Την ίδια περίοδο, τον Αύγουστο του 1949, η ασφάλεια των Αγίων Σαράντα συνέλαβε, με εμφανή επίδειξη βίας, την 70χρονη υπέργηρη γυναίκα Γιαννούλα Καραγιάννη, αναλφάβητη και αυτή, από τη Δίβρη των Ριζών Δελβίνου, η οποία κρατήθηκε επίσης επτά μήνες προφυλακισμένη και υποκείμενη σε διάφορες κακοποιήσεις, ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες. Η Καραγιάννη κατηγορήθηκε ότι υποκίνησε τους ανήλικους Κώστα Ντάλα και Σταύρο Καΐση, διαμηνύοντάς τους ότι μόνον στην Ελλάδα θα γίνουν άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης και της ανάκρισης η 70χρονη χαρακτηρίστηκε δόλια, πανούργα και άκρως επικίνδυνη (!).
Τον Μάρτιο του 1955 συνελήφθη η Σάνα Τσίπα από το Χλωμό του Πωγωνίου, 35 ετών, η οποία έναν χρόνο πριν είχε αποπειραθεί να διαφύγει από τη χώρα και συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. Αναλφάβητη, κατηγορήθηκε για απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, για λαθρεμπόριο χρυσού και παραεμπόριο. Το 1944, με την άμεση συνδρομή της, είχε δραπετεύσει ο γιος της, Αλέκος Τσίπας, ο οποίος ζούσε στην Αμερική. Κατά τη σύλληψή της, οι δυνάμεις ασφαλείας της κατέσχεσαν και δύο χρυσές λίρες. Το παραεμπόριο αφορούσε την παράνομη πώληση ενός όνου.
Τον Ιούνιο του 1955 συνελήφθη η Φρόσω Μπάσιο από τη Σωτήρα, υπέργηρη, 70 ετών, και μετά από τέσσερις μήνες κράτησης της απαγγέλθηκαν κατηγορίες για αντικαθεστωτική προπαγάνδα και απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, εμπλέκοντας και την κόρη της, Ελένη Μπέλου. Η Φρόσω αποπειράθηκε να διαφύγει στην Ελλάδα ως ενδιάμεσο σταθμό και από εκεί στην Τουρκία, όπου ζούσε η κόρη της από τον πρώτο της γάμο.
Τον χειμώνα του 1957 δραπέτευσαν ο Γιώργος Ζιαβάς από τη Γλύνα με τον δεκαεξάχρονο γιο του, αλλά η σύζυγός του Ευθαλία και η κόρη του Ελένη, εννέα ετών, δεν μπόρεσαν να τους ακολουθήσουν και κατέληξαν από κρυοπαγήματα στη μεθόριο.
Η γυναικεία αντίδραση των Βορειοηπειρωτισσών εντασσόταν στη γενικότερη υφέρπουσα αντίσταση του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού, στην υποβόσκουσα αγάπη για το έθνος, αλλά αφορούσε πρωτίστως το προσωπικό τους δράμα επιβίωσης σε συνθήκες αποχωρισμού από τους συζύγους και τα παιδιά τους.
Ως γηραιότερη δραπέτισσα καταδεικνύεται μία υπερήλικη γυναίκα, η Θεοδώρα Τσούκα, 80 ετών, η οποία παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές τον Οκτώβριο του 1958.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1963, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, η μονάδα προκάλυψης των συνόρων (Τάγμα Κονίσπολης) στη Σμίντεση και οι μεθοριακοί φύλακες συνέλαβαν τα αδέλφια Σταύρο Πιλαφά και Μαγδαληνή Ζήση (το γένος Γιάννη), σύζυγο του Φίλιππα Ζήση, οικονομικού μετανάστη, μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα της από την Τσερκοβίτσα, ενώ επιχειρούσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο του 1964, το Στρατοδικείο Αργυροκάστρου καταδίκασε τη Μαγδαληνή Ζήση σε 17 χρόνια κάθειρξης (εξέτισε 16 χρόνια, 6 μήνες και 2 ημέρες), κατατασσόμενη ως η τρίτη συνολικά γυναίκα στην Αλβανία με τη μεγαλύτερη ποινή και η πρώτη κατά σειρά Βορειοηπειρώτισσα (25.12.1963 – 25.6.1980).
Πώς αντιδρούσαν οι σύζυγοί τους στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ;
Οι σύζυγοί τους (στην πλειονότητά τους οικονομικοί μετανάστες και λιγότεροι πολιτικοί φυγάδες) βρέθηκαν εγκλωβισμένοι. Η πλειονότητα, με το αίσθημα του συνετού οικογενειάρχη και του αφοσιωμένου γονέα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να συνενωθεί με τις διαλυμένες οικογένειές τους. Υπήρχαν και εξαιρέσεις: κάποιοι, προσκομίζοντας πλαστά δικαιολογητικά, συνήψαν καινούριους γάμους και αποποιήθηκαν τις οικογένειές τους, αλλά αυτοί συνιστούν μειοψηφία.
Από το 1956 (όταν –καθυστερημένα, λόγω της επιπόλαιης αντίδρασης των Βορειοηπειρωτικών συλλόγων, οι οποίοι θεωρούσαν το πρόβλημα των Βορειοηπειρωτών φυγάδων και οικονομικών μεταναστών εθνικό και όχι μεταναστευτικό– εντάχθηκαν στα μεταναστευτικά προγράμματα των ΗΠΑ), οι Βορειοηπειρώτες μετανάστες των ΗΠΑ, κυρίως, μην έχοντας άλλες διεξόδους νόμιμης οικογενειακής συνένωσης, προσπάθησαν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και να εισέλθουν παράνομα στην Αλβανία με σκοπό τη φυγάδευση της εναπομείνασας οικογένειας, με σχέδια παράτολμα αλλά ανεφάρμοστα. Έτσι, τον Απρίλιο του 1957 μετέβη από τις ΗΠΑ στην ελληνοαλβανική μεθόριο ο Σ.Μ. από τη Σωτήρα, αλλά η προσπάθειά του να φυγαδεύσει κρυφίως τη γυναίκα του στην Ελλάδα απέτυχε. Το ίδιο συνέβη και με τον Θ.Σ. από την Κακαβιά, ο οποίος μετέβη έως την Αρίνιστα. Με τον ίδιο τρόπο επιχείρησε να μεταφέρει την οικογένειά του ο Φ.Μ. από το Λάμποβο τον Αύγουστο του 1958.
Τον Μάρτιο του 1959, ο Κώστας Δήμας από τη Χιμάρα, ο οποίος είχε διατελέσει και πρόεδρος της ΠΟΑΚΑ, σε μία χαλαρή και ανέμελη συζήτηση με στενούς του φίλους στη Νέα Υόρκη, εκμυστηρεύθηκε ότι επτά Βορειοηπειρώτες της Νέας Υόρκης θα επιχειρούσαν το καλοκαίρι να φυγαδεύσουν τις οικογένειές τους από την Αλβανία, διαρρέοντας παράνομα «μέσα». Υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο. Στην ουσία διέρρευσε η πληροφορία, όχι οι επίδοξοι «καταδρομείς». Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από αυτές τις προσπάθειες των μεταναστών μας στις ΗΠΑ γίνονταν εγκαίρως γνωστές στην αλβανική ασφάλεια, λόγω των πληροφοριών που μετέφεραν από τις ΗΠΑ συνεργάτες και πληροφοριοδότες της (κυρίως οι πληροφοριοδότες με τα ψευδώνυμα «Γιαννάκης» και «Λουάν»), οι οποίοι τηρούσαν φιλικές σχέσεις με ανυποψίαστους βιοπαλαιστές Βορειοηπειρώτες μετανάστες στη Νέα Υόρκη.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών