Δρόπολη: Η εκκλησιαστική κατάσταση στην Τουρκοκρατία

Η επισκοπή ∆ρυϊνουπόλεως, και από το 1835 ως µητρόπολη ∆ρυϊνουπόλεως, είναι από τις αρχαιότατες επισκοπές της µητρόπολης Νικοπόλεως και µετά Ναυπάκτου, χωρίς διακοπή, ενώ από της ανυψώσεως της επισκοπής Ιωαννίνων σε Μητρόπολη τελούν κατά σειρά ο µητροπολίτης Ιωαννίνων µετά ο ∆ρυϊνουπόλεως και ο Βελλάς και έπειτα ο Βουθρωτού και ο Χειµάρρας. Από την κατάκτηση της Ηπείρου µέχρι και το 1832 τα γεωγραφικά όρια της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως ήταν αυτά που περιλαµβάνει σήµερα ο νοµός Αργυροκάστρου µαζί µε την περιοχή της Παλαιοπωγωνιανής. Μεταξύ των ετών 1813-1821 προσωρινώς ενώθηκε µε την ενωµένη επισκοπή Χειµάρρας και ∆ελβίνου, και οι τρεις από το 1832, αποτελούσαν οριστικώς έκτοτε µια Επισκοπή, προαχθείσα το 1835 σε Μητρόπολη του Οικουµενικού Θρόνου, µε αριθµό 64 στο ισχύον Συνταγµάτιο, περιλαµβάνοντας και τις περιοχές Τεπελενίου και Πρεµετής. Έδρα του Επισκόπου και της Επισκοπής ήταν το Αργυρόκαστρο και µε αρχιερατικό επίτροπο στη Βοστίνα (Πωγωνιανή), ενώ µε την ανύψωσή της σε Μητρόπολη υπήρχε αρχιερατικός επίτροπος στο ∆έλβινο, Βοστίνα που αργότερα µετατέθηκε στο ∆ελβινάκι και Πρεµετή. Καθιερώθηκε το 1835 ο εκάστοτε αρχιερέας να λειτουργεί κατά τις επίσηµες γιορτές: το Πάσχα στο Αργυρόκαστρο, τα Χριστούγεννα στο ∆έλβινο, τα Θεοφάνεια στη Χειµµάρα, την 8η Σεπτεµβρίου στην Επισκοπή, στις 20 Μαΐου στη Μονή Τσέπου και στις 18 Ιανουαρίου στη ∆ρόβιανη. Το 1867 τιµήθηκε από την Αυτοκρατορική κυβέρνηση µε το βασιλικό παράσηµο Μεδζίδιέ γ΄ τάξεως. Καθ’όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αυτή η αποµακρυσµένη Επισκοπή του Οικ. Πατριαρχείου διακρίνεται για την πλούσια εθνική, πνευµατική και κοινωνική της δράση. Η Εκπαίδευση, η οποία ήταν το κύριο µέληµα της επισκοπής και σε αναλογία µε τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού χώρου σύµφωνα µε στατιστικές ήταν σε µεγάλο µέρος σε αξιοζήλευτη θέση. Μετά τα µέσα του 19ου αι. τη µέριµνα της Εκπαίδευσης δεν είχε αποκλειστικά η Μητρόπολη, αλλά συνυπήρχε σε συνεργασία µε την Ελληνική Προξενική αρχή στο Αργυρόκαστρο. Η συνεργασία αυτή δεν ήταν πάντα ευνοϊκή, γι’αυτό και βλέπουµε µια γενική χαλάρωση του χριστιανικού στοιχείου που επέφερε την εκδήλωση αλβανικών αισθηµάτων στις δίγλωσσες περιοχές της επαρχίας.

 
Η εκκλησιαστική ιστορία της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως για τους δύο πρώτους αιώνες της κατάκτησης από τους Οθωµανούς ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και µόνο σποραδικά υπήρχαν κάποια στοιχεία που αναφερόταν σε γενικές γραµµές σε σχέση µε τη µητρόπολη Ιωαννίνων, από διάφορες επιγραφές σε εκκλησίες και µοναστήρια της περιοχής και από κάποιες προφορικές παραδόσεις των κατοίκων. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν υπήρχε δραστηριότητα εκ µέρους της Επισκοπής, διότι αν δεν υπήρχε, σήµερα θα είχαµε δυσάρεστα αποτελέσµατα στην περιοχή, που θα αντανακλούσαν αρνητικά στις νότιες περιοχές της υπόλοιπης Ηπείρου και της Ελλάδος. Με την κατάκτηση της περιοχής έως και τις αρχές του 16ου αι. οι κάτοικοι της Επαρχίας που αποτελούσαν και το ποίµνιο της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως ήταν όλοι Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι ενώ ως προς την οµιλούµενη γλώσσα δεν γνωρίζουµε επίσηµα, αν είχε προσχωρήσει η αλβανική στις σηµερινές αλβανόφωνες χριστιανικές περιοχές. Στην απογραφή του 1431-32 η πόλη του Αργυροκάστρου είχε 163 οίκους χριστιανικούς από τους οποίους οι 121 µε χανέ και ο αριθµός αυτός παρέµεινε µέχρι το τέλος του αιώνα. Σε στατιστική στην αρχή του 16ου αι. στο Αργυρόκαστρο έχουµε 143 οικογένειες χριστιανικές και καµιά µουσουλµανική και στο τέλος του ίδιου αιώνα έχουµε 232 οικογένειες χριστιανικές και 70 µουσουλµανικές. Στο τέλος του 16ου αι. το Αργυρόκαστρο είχε 241 άνδρες χριστιανούς και 65 µουσουλµάνους. Αυτός ο αριθµός αντιστοιχεί στους οικογενειάρχες. Στα 1510 ζούσαν στην περιοχή του Αργυροκάστρου 53 µουσουλµανικές οικογένειες και 12.257 χριστιανικές . Από τις παραπάνω στατιστικές βλέπουµε ότι πρώτα αλλαξοπίστησαν οι χριστιανοί εκτός πόλεως και στη συνέχεια οι κάτοικοι της πόλης Αργυροκάστρου. Οι µωαµεθανοί διοικητικοί υπάλληλοι που έφεραν οι τουρκικές αρχές ίσως δεν απογραφόταν διότι δεν ήταν µόνιµοι κάτοικοι. 

Η παιδεία κατά τον 15ον και 16ον αι., όπως και σε όλο τον ελληνικό χώρο, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση, εκτός από τα κολλυβογράµµατα που µάθαιναν στα µοναστήρια και στους άµβωνες των εκκλησιών, σχολείο δεν αναφέρεται. Όλα τα χωριά και οι κωµοπόλεις της Επισκοπής είχαν εκκλησιές, άλλες µικρές και ασήµαντες που στους µετέπειτα αιώνες ανακαινίστηκαν εκ βάθρων ή τµηµατικά, άλλες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά µαζί µε τα χωριά και άλλες ήταν λαµπρά οικοδοµήµατα που διατηρούνται σήµερα ως µνηµεία και όπου εκκλησιάζονται οι αποµείναντες λιγοστοί κάτοικοι, µόνο τις ηµέρες των µεγάλων εορτών της πίστης µας. Αυτές που διατηρήθηκαν είναι οι εκκλησίες στο Λάµποβο του Σταυρού, της Άνω Επισκοπής, του Ζερβατίου, της Πολύτσανης, της Βόδρυστας κλπ., για τις οποίες έχουµε αναφερθεί και θα τις συναντήσουµε παρακάτω. Μοναστήρια που συναντάµε µε στοιχεία υπήρχαν αυτή την περίοδο στη περιοχή όπως, η µονή ∆ρυάνου, η µονή του Προφήτη Ηλία Γεωργουτσατίου που το 1568 ιστορήθηκε, η µονή Ραβενίων, η µονή Τσέπου, οι σκήτες όπου δίπλα είναι κτισµένη η Σταυροπηγιακή Μονή Σαρακινήστας. Τον 16ον αι. ιδρύονται οι µονές των Ζωναρίων ή Κακιωµένου, της Φραστανής, της Βάνιστας και των Ταξιαρχών ∆ερβιτσάνης στη ∆ερόπολη και Τσατίστης στο Πωγώνι. 

Στα τέλη του 16ου και αρχές του 17ου αι. αρχίζει νέα περίοδο ως προς την πίστη των κατοίκων της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως διότι έχουµε την αρχή της εισχώρησης του Μπεκτασισµού, της θρησκείας των Γενίτσαρων από µισιονάριους µπεκτασήδες, που στην αρχή ήταν περαστικοί και κάθονταν σε σκηνές και όταν αργότερα εξαπλώθηκε αυτή η αίρεση του Ισλάµ, κτίσθηκαν οι τεκέδες για τις ανάγκες των επιστρεφόντων γενίτσαρων στη γενέτειρά τους, µετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους, οι οποίοι συνέχιζαν να ακολουθούν την πίστη τους στο µπεκτασισµό. Ο Μπεκτασισµός δεν ήταν αναγνωρισµένη θρησκεία. Αργότερα ακολούθησαν και άλλοι ντόπιοι σπαχήδες αυτή την αίρεση του Ισλάµ και κάποιοι τον Μωαµεθανισµό. 

Οι κατακτητές Οθωµανοί στο θέµα της αναγκαστικής εργασίας έκαναν διακρίσεις ανάµεσα στους χριστιανούς και µωαµεθανούς. Οι µουσουλµάνοι κάτοικοι του Αργυροκάστρου σύµφωνα µε τον κατάλογο του 1583 ήταν επιφορτισµένοι µε στρατιωτικά καθήκοντα για τη συντήρηση των φρουρίων που ήταν χτισµένα συνεχόµενα στο Κουρβελέσι, να βοηθούν στην καταστολή των επαναστάσεων των κατοίκων της περιοχής, να εισπράττουν τους δηµόσιους φόρους κ.λ.π., ενώ οι χριστιανοί έκαναν δουλειές αγκαρείας, όπως συντήρηση των δρόµων, των γεφυριών, των φρουρίων και άλλων χειρωνακτικών εργασιών. Την περίοδο αυτή ανάγεται και η αρχή της εξισλάµισης των χριστιανών στρατιωτών του φρουρίου του Ζουλιάτες, οι οποίοι µε το διάταγµα του Μεχµέτ πασά που απαγόρευε να υπηρετούν χριστιανοί δέχτηκαν να γίνουν µουσουλµάνοι. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι και ζούσαν σε γενικές γραµµές από τα εγχώρια προϊόντα, διότι, ακόµα δεν είχε ξεκινήσει η µετανάστευση. 

Ο 17ος αιώνας εγκαινιάζεται µε την διαµάχη ανάµεσα στον επίσκοπο Νεόφυτο και τους Πατριάρχες Νεόφυτο Β΄(1600, 1608) και Ραφαήλ Β΄(1603) για οικονοµικές διαφορές που είχε ο επίσκοπος µε τον πατήρ Νικόλαο του χωριού Βάνιστα µε αποτέλεσµα την καθαίρεση του επίσκοπου. Αργότερα αποκαταστάθηκε στο θρόνο, αλλά στη συνέχεια ο επίσκοπος Νεόφυτος καταγγέλθηκε εκ νέου στο Πατριαρχείο. ∆εν γνωρίζουµε τους λόγους που τον ώθησαν στην κατηγορία. Μόλις έµαθε τις κατηγορίες δεν αµέλησε και ξεκίνησε µέσα στο χειµώνα, που του κόστισε ακόµα την υγεία του, και µε δικά του έξοδα παρουσιάστηκε στη Σύνοδο και απέδειξε ότι οι κατηγορίες ήταν ψευδείς. Έτσι παρέµεινε επίσκοπος ∆ρυϊνουπόλεως υπό την προστασία του µητροπολίτη Ιωαννίνων και υπερτίµου και εξάρχου Κέρκυρας Μανασσή. Βλέπουµε ότι γύρω στα 1605 καθαιρείται ο επίσκοπος Ζαγορίων Ματθαίος διότι τελούσε χειροτονίες στις επαρχίες των επισκόπων Βελλά Μανασσή και ∆ρυϊνουπόλεως Νεόφυτου . Ίσως έκανε τις χειροτονίες αυτές µε την αιτιολογία ότι είχε καθαιρεθεί ο Νεόφυτος και η επισκοπή είχε ανάγκη χειροτονίας ιερέων. Στις 8 Φεβρουαρίου 1639, και όχι 1609 , ο επίσκοπος ∆ρυϊνουπόλεως Γαβριήλ και ο πρώην επίσκοπος Κάλλιστος βρέθηκαν στον Ιωαννίνων Καλλίνικο συνοδικώς παρόντων κληρικών και αρχόντων, εξαιτίας της διαφοράς που είχαν περί της επισκοπής. Την περίοδο που παραιτήθηκε ο Κάλλιστος και ανέλαβε ο Γαβριήλ, το χρέος της επισκοπής ήταν 460.000, τα οποία ο Γαβριήλ δέχτηκε ως χρέος µε αντάλλαγµα να του δώσει ο Κάλλιστος ένα ωµοφόριο, ένα µανδύα και τα εκκλησιαστικά δικαιώµατα του χωριού Πετσά, ενώ αργότερα αθέτησε τη συµφωνία αυτή µε αποτέλεσµα να φτάσουν στη σύνοδο στα Ιωάννινα. Εκεί ο Κάλλιστος έδειξε ένα γράµµα του Οικ. Πατριάρχη που διευκρίνιζε ότι το χρέος δεν ήταν δικό του αλλά της επισκοπής. Τελικά και οι δύο δεν είχαν καµιά ενέργεια αρχιερατική. 

Καθοριστικό ρόλο για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας έπαιξαν τα µοναστήρια και διαδοχικά οι επίσκοποι της ∆ρυϊνουπόλεως, όταν ο Μουράτ ∆΄(1623-1640) όρισε το 1635 µε διάταγµα , ότι προϋπόθεση για τη διατήρηση των τιµαρίων και για την είσπραξη των φορολογικών τους, θα ήταν οι κάτοχοι των τιµαρίων να είναι πιστοί του Ισλάµ. Έτσι γίνεται µια αναγκαστική προσέλευση των Ηπειρωτών σπαχήδων στον ισλαµισµό. Αυτό φαίνεται και από την παράδοση, που η ανάµνηση των σπαχήδων διατηρούνταν µέχρι τις αρχές του 20ου αι. στα τραγούδια της ∆ερόπολης 
Μες στα πράσινα λιβάδια και τον κάµπο τον πλατύ 
Πολεµούσαν οι αγάδες κι οι σπαχήδες οι κακοί, 
Πολεµούσε κι ο Νταλιάνης µε το φράγκο το σκυλί. 
Ρίχνει τόπια σα χαλάζι και µολύβια σα βροχή. 
Σ’αυτή την περίοδο ανάγεται ο εξισλαµισµός µιας µικρής µερίδας ελλήνων χριστιανών της πόλης του Αργυροκάστρου, την αποκαλούµενη στα τουρκικά Εργαερέ , οι οποίοι στην πλειοψηφία ήταν οπαδοί του Μπεκτασί Ιµάµ Αλί . Ταυτόχρονα αρκετό µέρος ελλήνων της πόλης µετανάστευσε στη Βενετία και Βλαχία. 
Στο τέλος του 16ου αιώνα ο Πατριάρχης Ιερεµίας Β΄ ο Τρανός παρότρυνε τους µητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία στην επαρχία τους και από τον 17ον αι. αρχίζουν να σχηµατίζονται οι πρώτες σχολές που τον 18ον αι. κάλυψαν όλον τον Ελληνικό χώρο. Η παρότρυνση αυτή βρήκε την ανταπόκριση του επισκόπου ∆ρυϊνουπόλεως Καλλίστου που σύστησε τη λειτουργία του πρώτου Ελληνικού Σχολείου στο Αργυρόκαστρο το 1633. Ακολούθησε ο επίσκοπος Σοφιανός το 1672 µε την ίδρυση σχολής στη µονή Αγ. Αθανασίου στην Πολύτσανη Πωγωνίου και ίσως στο τέλος του αιώνα να λειτούργησε και η αξιόλογη σχολή της µονής ∆ρυάνου, από την οποία αποφοίτησε ο Πατριάρχης Κων/πολεως Σεραφείµ Β΄ από το ∆έλβινο. Ιδρύθηκαν και άλλα σχολεία την περίοδο αυτή, αλλά παρέµειναν άγνωστα όπως και άλλα γεγονότα που συνέβησαν στη συγκεκριµένη επαρχία. Καθ’όλον τον 17ον αι. χτίζονται και ανακαινίζονται εκκλησίες και µονές , όπως ο ναός της Κοίµησης της Θεοτόκου στην Κ. Επισκοπή, του Αγ. Νικολάου στο οµώνυµο χωριό, του Αγ. Αθανασίου στο Σιαράτες, οι µονές της ∆ούβιανης, των Ραβενίων, του Αγ Αθανασίου Πολύτσανης, της Νίβανης στη Ζαγοριά, του Προφήτη Ηλία Στεγουπόλεως στη Λιούντζη που ταυτόχρονα ιστορήθηκε. Ανεγέρθηκε ο πρόναος στη µονή Προφήτη Ηλία Γιεργουτσατίου, ιστορούνται από το εργαστήρι του Μιχαήλ, Κων/ντίνου και Νικολάου από το Λινοτόπι, ο ενοριακός ναός της Σαρακινίστας και οι µονές της Βάνιστας, της Τσάτιστας και της Σαρακινίστας.

Μετά τα µέσα του 17ου αιώνα έχουµε τον πρώτο περιηγητή στην περιοχή της ∆ρυϊνουπόλεως, τον Τούρκο Εβλιά Τσελεµπή. Όµως στην ελληνική βιβλιογραφία δεν βρέθηκαν τα κείµενα που αναφέρονται στις περιοχές που σήµερα αποκαλούνται Β. Ήπειρος και έτσι δεν έχουµε µια σαφή εικόνα για τη συγκεκριµένη περίοδο. Σποραδικά υπάρχουν κάποιες πληροφορίες στη µελέτη του Σπύρου Εργολάβου , ο οποίος αντέγραψε ορισµένες ειδήσεις από τα εκδοθέντα του Χρ. Σούλη στα «Ηπειρωτικά Γράµµατα». Στην αλβανική βιβλιογραφία αναφέρονται δύο πηγές αντίθετες. Κατά τον Shyqyri Hysi, ο Τσελεµπή το 1672 έγραφε ότι στη πόλη του Αργυροκάστρου υπήρχαν τρεις τεκέδες και ένας στην Πρεµετή, ενώ κατά τον Emin Riza ότι στο Αργυρόκαστρο υπήρχαν 8 τζαµιά και 7 µετσίτε (τζαµί χωρίς µιναρέ) και το τζαµί του Μετσίτες που ιδρύθηκε το πρώτο µισό του 17ου αιώνα στο κέντρο της συνοικίας Μετσίτε. Μάλλον ο Τσελεµπή αναφερόταν στα Μεκάµετ που είναι ο τόπος των τάφων των κληρικών µπεκτασήδων, τα οποία υπάρχουν στη συνοικία Σφάκα και στο φρούριο. Επίσης, οι Αλβανοί ιστορικοί δεν αναφέρουν την ύπαρξη των τριών εκκλησιών που υπήρχαν την περίοδο εκείνη στο Αργυρόκάστρο. Οι αναφορές των Αλβανών συγγραφέων είναι αβάσιµες, διότι η πόλη κατοικούνταν ακόµα από χριστιανούς. 

Από τις αρχές του 18ου αι. και πέρα ο εξισλαµισµός ως ένα µέρος, και ιδιαίτερα η µετανάστευση, παίρνουν τροµακτικές διαστάσεις. Την πρώτη δεκαετία του 18ου αι. παρατηρούµε τα πρώτα κρούσµατα αλλαξοπιστίας στο τµήµα Ζαγοριάς από µικτά συνοικέσια, τα οποία ελάµβαναν χώρα στο τµήµα τούτο σε όλα τα χωριά εκτός της Χοστέβας, όπου µε τη δράση του επισκόπου Σοφιανού , παραιτηθέντος του θρόνου το 1711, µπόρεσε να συγκεντρώσει όλους τους εξωµότες στο χωριό Μαλέσοβο, µε αποτέλεσµα να παραµείνει το τµήµα τούτο στη χριστιανική πίστη έως και σήµερα. Πολλά χωριά του Κουρβελεσίου αναγκάσθηκαν ή και θεληµατικά την περίοδο 1730-50 να ασπαστούν τον Ισλαµισµό. Πρώτα κάποια από τα χωριά που ανήκαν στην επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως όπως το Ζιουλάτες, το Γκολέµι, το Πιτσάρι και το Καρδίκι το οποίο µέχρι την πρώτη δεκαετία του 19ου αι. είχε ακόµα τριάντα οικογένειες χριστιανικές και κάποια άλλα στη συνέχεια. Κατά την παράδοση οι κάτοικοι του Κουρβελεσίου προσήλθαν στον ισλαµισµό για να αποφύγουν τη νηστεία και τη φορολογία. Νοµίζω ότι οι λόγοι νηστείας δεν ισχύουν, µάλλον ισχύει το δεύτερο διότι τα µέρη ήταν άγονα και δεν υπήρχαν εισοδήµατα µεγάλα. Πιστεύω ότι ένας άλλος λόγος ήταν το θέµα της «πλιατσικολογίας» γιατί οι άνδρες της περιοχής ήταν από τη φύση τους οι µεγαλύτεροι κλέφτες της Ηπείρου. Γενόµενοι µωαµεθανοί δεν είχαν έλεγχο από την πλευρά των τουρκικών αρχών και έτσι εύκολα ακολουθούσαν το επάγγελµα του «πλιατσικολόγου». Αυτοί που απέµειναν χριστιανοί, άλλοι άρχισαν να µεταναστεύουν και άλλοι να συγκεντρώνονται σε γειτονικά χωριά της περιοχής που παρέµειναν την περίοδο εκείνη χριστιανικά, όπως το Προγγί, το Μασκουλόρες, η Χουµελίτσα και άλλα. Από τότε µέχρι και τις αρχές του 20ου αι. οι ληστείες ήταν το κύριο πρόβληµα που είχε να αντιµετωπίσει ο χριστιανικός πληθυσµός και οι µονές της µητρόπολης. Κοινότητες όπως των Λαζαρατών µετανάστευαν συστηµατικώς και περιοδικώς στη Θράκη και στην Κων/πολη. Μια Μ. Παρασκευή ο Καπλάν πασάς ανάγκασε τα γυναικόπαιδα και τους αποδηµούντες που ήρθαν να γιορτάσουν το Πάσχα, να αποµακρυνθούν από το χωριό και έτσι έφυγαν προς τη Θράκη, όπου έκτισαν οικίες και νέο χωριό. Τότε ο Καπλάν πασάς εγκατέστησε στο χωριό Λιάµπηδες, οι οποίοι µέχρι πρόσφατα δεν είχαν κοινωνικές και επαγγελµατικές σχέσεις όχι µόνο µε τους χριστιανούς αλλά ούτε και µε τους οθωµανούς της πόλης του Αργυροκάστρου. Παρά την εγκατάσταση των σκληρών µουσουλµάνων Λιάµπηδων στο βόρειο ακριτικό µέρος της αµιγώς ελληνικής ∆ερόπολης, δεν µπόρεσαν να διαδώσουν την πίστη τους στα χωριά της περιοχής και αυτό γιατί οι ∆εροπολίτες περήφανοι για το έθνος και τη θρησκεία τους δεν επέτρεψαν από τότε να εισχωρήσει οτιδήποτε ξένο προς αυτούς. Επίσης, οι κάτοικοι του χωριού Σιαράτες γύρω στα 1750 δεν πρόλαβαν ούτε να λειτουργήσουν στην αναγειρόµενη εκκλησία του Αγ. Αθανασίου, για λόγους που µας είναι άγνωστοι, το χωριό καταστράφηκε ολοκληρωτικά και οι κάτοικοι µετανάστευσαν στα µέρη της Φιλιππούπολης. 

Την περίοδο που ανέλαβε την επισκοπή ∆ρυϊνουπόλεως ο ∆οσίθεος υπήρχε συνεργασία των προεστών της πόλης, όπως των χατζή Πολύζου και Κυρίτζη και µεταξύ του ∆ηµήτρη Λεονάρδου και του τη µείωση του ζητοµοιρίου της Επαρχίας προς το Πατριαρχείο, που από 300 γρ. που το βρήκε, το έφτασε το έτος 1770 στα διακόσια, ενώ το 1787 το χρέος ήταν 1.000 γρ . Ήταν τόσο άθλια η οικονοµική κατάσταση της επαρχίας ώστε οι προεστοί του Αργυροκάστρου υπέγραψαν µαζί µε τον επίσκοπο ∆οσίθεο τρεις χρεωστικές οµολογίες των βαροσλίδων από λάσα του σχολείου, τα οποία χρησιµοποίησαν για να ξεχρεώσουν το κοινό χρέος της πολιτείας και χρέη των εκκλησιών της πόλης. 

Περιοδεύοντας ο επίσκοπος ∆οσίθεος τα χωριά της επισκοπής του, άκουσε στη Γράψη µετά την τέλεση της θείας λειτουργίας τη φράση «καταραµένη η Καστάνιανη, αφορισµένη η οικογένεια των Ηγουµενάτων» . Ρώτησε για ποιο λόγο αναφέρονται αυτά και του απάντησαν ότι γίνεται προ αιώνων από τότε που οι Ηγουµενάτοι της Καστάνιανης φόνευσαν το γιο της Αργύρως της µονοβύζας για να του πάρουν τους θησαυρούς. Αυτός ο αφορισµός διαβαζόταν σχεδόν σε όλα τα χωριά της επισκοπής. Μετά ο επίσκοπος απευθύνθηκε στο Πατριαρχείο, και προκάλεσε συγχωρητήρια επιστολή και απαγόρευσε τον αφορισµό στις εκκλησίες της ∆ερόπολης. Την περίοδο 1770-1789 έχουµε την πρώτη αναφορά για δολοφονία ιερέων, οι οποίοι ήταν Σωπικιώτες και η δολοφονία τους έγινε στον Κακόλακκο του Πωγωνίου, µε διαταγή του Αχµέτ Κουρτ πασά. 

Τα γεγονότα που συµβαίνουν όλον τον 18ον αιώνα δείχνουν ότι υπήρξε µείωση του χριστιανικού πληθυσµού έτσι που στην πόλη του Αργυροκάστρου να έχουν παραµείνει χριστιανικές µόνο δύο συνοικίες, αυτή του Παλαιοπάζαρου και του Παλιουρωτού (σήµερα Παλιορτού) και αύξηση του µουσουλµανικού στοιχείου στην πρωτεύουσα της Επαρχίας και στην κωµόπολη, το Λυµπόχοβο. Από την παράδοση γνωρίζουµε ότι οι µουσουλµάνοι του Λυµπόχοβου δεν ήταν ντόπιοι εξισλαµισθέντες αλλά Ασιάτες φερόµενοι από τις τουρκικές αρχές ως στρατιώτες και ανώτεροι στρατιωτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι. Άλλη αιτία της µείωσης του χριστιανικού πληθυσµού ήταν η µετανάστευση των κατοίκων της περιοχής που αντιστοιχεί σε µεγαλύτερο µέρος από τους εξισλαµισθέντες ντόπιους κατοίκους. Πάντως, στην περιοχή της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως δεν υπήρχαν κρυπτοχριστιανοί. 

Αρκετοί από αυτούς που αποδήµησαν, αναδείχτηκαν στα γράµµατα, το εµπόριο και στην αφύπνιση του Έθνους για την ελευθερία όπως ο ιεροµόναχος Νικηφόρος από την ∆ρυϊνούπολη , που ήταν πρώτος δάσκαλος της σχολής Αίνου και προήχθη το 1652-1654 ως µητροπολίτης Αίνου, ο Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης, ο οποίος το 1744-45 δίδαξε στη σχολή Μοσχοπόλης και ήταν συγγραφέας και τυπογράφος , ο Αλέξανδρος Βασιλείου που πρόσφερε αµέριστη συµπαράσταση και οικονοµική βοήθεια για να εκδοθούν τα έργα του Α. Κοραή, ο ∆αµασκηνός που έγινε µητρ. Θεσσαλονίκης στα 1769 και υποψήφιος Οικουµενικός Πατριάρχης, ο οποίος πέθανε στο Άγιον Όρος το 1801, ο µητροπολίτης Ευρίπου Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης που ξεσήκωσε τους κατοίκους της Εύβοιας στην Ελληνική Επανάσταση, ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης, ο Κώστας Λαγουµτζής και ο Κώστας Χορµοβίτης και άλλοι. Επίσης από την περιοχή αυτή καταγόταν και ο Άγιος Νήφων . 

Ο Κώδικας της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως αναφέρει ότι χτίστηκαν την περίοδο του επισκόπου ∆οσίθεου, περίπου 70 εκκλησίες πολλές από τις οποίες ανακαίνισε και αγιογράφησε. Πιστεύω ότι είναι απίθανον για την περίοδο εκείνη και όταν η επισκοπή είχε αφόρητο χρέος και οι κάτοικοι βρίσκονταν σε άθλια οικονοµική κατάσταση και επί πλέον τα γεωγραφικά της όρια ήταν στενά, οι χριστιανοί να µην εκκλησιάζονταν τόσους αιώνες, αφού η επισκοπή ∆ρυϊνουπόλεως ήταν από τις πρώτες επισκοπές της Μητρόπολης Νικοπόλεως και µετά Ναυπάκτου. Όπως θα δούµε στη συνέχεια πολλές από αυτές τις εκκλησίες έχουν επιγραφές πριν την ηµεροµηνία της ενθρονίσεως του ∆οσίθεου. Ίσως να ήθελε να πει κάτι άλλο, το πιο πιθανόν να είχε κτίσει σε κάποιες µεγάλες κοινότητες και δεύτερη εκκλησία ή εξωκλήσια. Οι δύο εκκλησίες της πόλης του Αργυροκάστρου του Παντοκράτορα της επισκοπής και των Ταξιαρχών έξω από το Αργυρόκαστρο, η οποία κάηκε το 1828 και ανοικοδοµήθηκε το 1833, σύµφωνα µε το συµφωνητικό γράµµα στις 3 Μαΐου 1776, των χριστιανών βαροσλίδων µε επιβεβαίωση του επίσκοπου ∆οσίθεου, προϋπήρχαν, απλώς για λόγους λειτουργικούς χρειάζονταν ανακαίνιση εκ βάθρων. Όλα τα έξοδα της εξωτερικής οικοδοµής πληρώθηκαν από τους χριστιανούς των δύο συνοικιών, ενώ τα έξοδα για τον εσωτερικό καλλωπισµό ήταν ξεχωριστά και καταβληθέντα από την κάθε συνοικία. Το σύνολο των εξόδων για τον Επισκοπικό ναό ήταν 6.141 γρ. και 15 άσπρα για την οικοδοµή και 133.744 άσπρα για τον εσωτερικό καλλωπισµό. Το έτος 1778 φιλοτεχνήθηκε ο Αρχιερατικός Θρόνος και δαπανήθηκαν 23.330 άσπρα ή 70 ζέρια, από αυτά 40 έδωκε ο Χ. Πολύζος Κ. Κυρίτζης, για µνηµόσυνό του, 15 ο επίσκοπος ∆οσίθεος και τα λοιπά 15 η πάγκα (ταµείο) της εκκλησίας. Το σύνολο των εξόδων για το ναό των Ταξιαρχών ήταν 7.633 γρ. και 42 άσπρα για την εξωτερική οικοδοµή και για τον εσωτερικό καλλωπισµό 1.637,73 γρ. ή 196.513 άσπρα τα οποία δαπανήθηκαν από τον επιτροπεύοντα Σταύρο Σπύρου. Από αυτά 735 γρ. ήταν της εκκλησίας, 500 είχε αφιερώσει ο Χατζή Λεόντιος Χρήστου και τα υπόλοιπα 402,73 προέρχονταν από το αντίτιµο των πωληθέντων «σκαµνιών» της εκκλησίας και από την συνάξη των δίσκων. Οι εκκλησίες των χωριών ∆ηµόκορη, Στρατίνιστα, Ντουλή, ∆ρυµάδες και ∆ελβινάκι ήταν στην περιοχή του ελεύθερου Πωγωνίου που έως και το 1913 ανήκε στην επισκοπή ∆ρυϊνουπόλεως. Οι εκκλησίες, της Γεννήσεως του Προδρόµου στην Κουνουπίτζα, του Αγ. Αθανασίου στο Κιαφ µπρέτι, του Αγ. Νικολάου στο Κιαφούλικο, στην Βραστοβά, στους Στογιανέους, της Αναλήψεως του Χριστού στη Γκόριζα πάνω στους Γκιάτες δεν υπάρχουν, διότι καταστράφηκαν ολοκληρωτικά µαζί µε τα χωριά. Ιδρύθηκε η µονή της Κοσσοβίτσας και της Αγ. Τριάδας Πέπελης από τον επίσκοπο Μητροφάνη, ανιστορήθηκε η µονή Ζωναριών που υπάρχει και σήµερα επιγραφή (1762 κ.λ.π.), παρά το ότι η µονή παρέµεινε χωρίς σκεπή, λόγο της διαµάχης ανάµεσα στα εκκλησιαστικά µέλη της διοίκησης της Μητροπόλεως. 

Εκτός από την ανοικοδόµηση των εκκλησιών χτίσθηκαν την περίοδο αυτή στην πόλη του Αργυροκάστρου το τζαµί στο Παζάρι το 1757 , ο τεκές του Ζάλι το 1778 από τον Χασίµ Μπαµπά, πρώτο κληρικό µε το βαθµό gjysh που ήρθε στο Αργυρόκαστρο και καθοδήγησε τους µπεκτασήδες για δεκαέξι χρόνια. Αυτός βρίσκεται στη νότια πλευρά της πόλης και ιστορικά ο τεκές αυτός από την ίδρυσή του έως σήµερα έχει µεγάλη θρησκευτική, κοινωνική και εθνική δράση. Ένας άλλος τεκές µπεκτασήδων ήταν του Μπαµπά Ζενέλι που ανάγεται στο τέλος του 18ου αι. και βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόµου που οδηγεί στην πρώην Πολυκλινική, όπου σήµερα στεγάζονται τα γραφεία της Μητρόπολης, ο οποίος σταµάτησε τη λειτουργία του, το 1953. Τα µουσουλµανικά ιδρύµατα είναι απλά και λιτά. 

∆εν έλειπε και η φιλανθρωπική δράση εκ µέρους των πιστών της Επισκοπής. Έτσι όταν ζητήθηκε από τον Πατριάρχη Σεραφείµ Β΄, προς τους µητροπολίτες και επισκόπους να προσφέρουν για την Πατριαρχική Σχολή Κων/πόλεως οικονοµική βοήθεια, τότε, µεταξύ των άλλων, τον Ιανουάριο του 1759, ο ∆ρυϊνουπόλεως πρόσφερε 3.000 άσπρα, παρά το µεγάλο χρέος που είχε η Επισκοπή. Την ίδια χρονιά ο επίσκοπος της, Μητροφάνης παραιτήθηκε λόγω του χρέους της. 
Στα 1760 ο Άγιος Κοσµάς ο Αιτωλός151 µετά από άδεια του Πατριάρχη, άρχισε τις περιοδείες του στον ελληνικό χώρο γενόµενος συµπαραστάτης του υπόδουλου ελληνισµού και αγωνιζόµενος µαζί του. Τρεις φορές ο Άγ. Κοσµάς επισκέφτηκε τους κάτοικους των περιοχών της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως. Από παραδόσεις των κατοίκων της ∆ερόπολης γνωρίζουµε σήµερα κάποια χωριά που επισκέφτηκε ο Άγ. Κοσµάς όπου δίδαξε και προφήτευσε. Πολλές προφητείες αναφέρονται στην περιοχή και σώζονται και σήµερα. Γι’αυτό που φηµίζεται ο Άγιος Κοσµάς είναι ότι διά της διδασκαλίας του απάλλαξε τις γυναίκες της ∆ερόπολης από το φόρο του γάλακτος του µητρικού, τον οποίο είχαν επιβάλει οι Τούρκοι, άγνωστο όµως πότε. 
Ο Σουλτάνος Σελίµ Γ΄ (1789-1807) εξέδωσε ιδιαίτερο φιρµάνι, µε το οποίο εγγυόταν τη θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών υπηκόων του. Αυτό δεν σηµαίνει ότι εφαρµόστηκε και στην πραγµατικότητα, απλώς άρχισε σιγά-σιγά η ευηµερία των αγροτικών χριστιανικών κοινοτήτων. 

Επίσης, σπουδαία θέση κατέχουν τα «∆ύο ∆ιατάγµατα» που εκδόθηκαν, το «Χαττί Σερίφ» του Γκιουλχανέ τον Νοέµβριο του 1839 που αναγνώριζε για πρώτη φορά την ισότητα Χριστιανών, Μουσουλµάνων και Ιουδαίων και το «Χαττί Χουµαγιούν», τον Φεβρουάριο 1856 που ανεγνώριζε πνευµατικά προνόµια και ατέλεια των χριστιανικών κοινοτήτων κ.λ.π. Ωστόσο, οι εγγυήσεις αυτές ελάχιστα επηρέασαν τη µακρά παράδοση των αυθαιρεσιών και των ποικίλων καταπιέσεων σε βάρος των ραγιάδων, ιδίως στις αποµακρυσµένες επαρχίες, όπου ο έλεγχος της εφαρµογής τους ήταν ανέφικτος. 

Η οικονοµική κατάσταση της Μητρόπολης εξακολουθούσε να βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθ’όλον τον 19ου αι., όπως αποδεικνύουν διάφορες επιστολές ανάµεσα στο Πατριαρχείο και τον επίσκοπο Γαβριήλ, γιατί από τον Ιανουάριο 1809 µέχρι και Απρίλιο του 1818, έφτασε να απαιτείται η αποστολή 7.600 γρ., ορισθέντος «αυλικού χρεους» της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως. Επίσης στις 11-11-1881γνωρίζουµε ότι ανάµεσα στις µητροπόλεις, τις µονές, τις δηµογεροντίες και τις κοινότητες που δεν ενήργησαν για την καταβολή του παγίου χρέους του εθνικού ταµείου στο Πατριαρχείο Κων/πόλεως ήταν και η µητρ. ∆ρυϊνουπόλεως, ίσως από αµέλεια ή επειδή δεν µπορούσε να αντεπεξέλθει οικονοµικά. 

Γνωρίζουµε επίσης ότι το 1817, λειτουργούσε στο Αργυρόκαστρο ποινικό δικαστήριο, όπου η υπόθεση δικάζονταν από τον επίσκοπο. Καθ’όλον τον 19ον αι. τα πληρεξούσια των κοινοτήτων, τα πωλητήρια σπιτιών και διάφορες άλλες υποθέσεις που αφορούσαν τους χριστιανούς της Επαρχίας διαβεβαιώνονταν από τους επίτροπους του µητροπολίτη και επικυρωνόταν το γνήσιο των υπογραφών στο Αργυρόκαστρο. 
Κατά το 1831 επιβάλλεται στους χριστιανούς της Ηπείρου ο φόρος Βεργί ή Καπνιάτικο που αναλογούσε για κάθε οικογένεια ελευθεροκτήµονα 40 γρ. ετησίως και 30 γρ. για τους διαµένοντες σε εθνικά, ή ιδιόκτητα εδάφη. Στη συνέχεια επιβλήθησαν νέες διοικητικές διαταγές σε όλους, Χριστιανούς και Οθωµανούς, µέχρι που το θέρος του 1835 οι αλβανοί Κουρβελεσιώτες άρχισαν να αψηφούν τις αρχές και µετέβησαν στα Ιωάννινα για να διαµαρτυρηθούν. Τότε ο Εµήν πασάς των Ιωαννίνων κινήθηκε εναντίον τους, αναγκάζοντας και τον επίσκοπο ∆ρυϊνουπόλεως Ιωακείµ, τον µετέπειτα Οικουµενικό Πατριάρχη, να συνοδεύσει το στρατό, διατάζοντας τον να προσκαλέσει τους µάχιµους χριστιανούς της Πωγωνιανής και του Αργυροκάστρου, οι οποίοι µετά το πλήρωσαν ποικιλοτρόπως από τους Αλβανούς, που εκδικούµενοι τους έκαιγαν και τους έψηναν ζωντανούς. 

Από τα µέσα του 19ου αιώνα και στη συνέχεια το Ελληνικό κράτος, µέσω των Προξενικών του αρχών έδειξε µεγάλο ενδιαφέρον για την κατάσταση των χριστιανών της Ηπείρου και των παραπόνων τους κατά των αρχών. Ίσως λίγο αργά ως προς τα εθνικά µας δίκαια. Τα παθήµατα των χριστιανών σε σχέση µε εκείνα των υπόλοιπων επαρχιών του Οθωµανικού κράτους ήταν λιγότερα στην επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως. Όµως όλη την περίοδο αυτή, τα φορολογικά βάρη κατέστησαν αφόρητα για τους Χριστιανούς. 
Έκθεση του Ελληνικού προξενείου στα Ιωάννινα αναφέρει ότι το 1865 ο πληθυσµός του Αργυροκάστρου ήταν περίπου 2.900 τουρκικές οικογένειες και 2.640 χριστιανικές, οι µωαµεθανοί µιλούσαν την ελληνική και είχαν ήθη και έθιµα κοινά µε τους χριστιανούς, άπαντες οι χριστιανοί ζούσαν τον ποιµαντικό ή αγροτικό βίο, ήταν πολιτισµένοι και είχαν έφεση προς την πνευµατική διάπλαση και αυτό φαίνεται από τα υπάρχοντα σχολεία σ’όλη σχεδόν την περιοχή. Μια γενική εικόνα της κατάστασης της Μητρόπολης µετά τα µέσα του 19ου αι. µας δίνει η έκθεση του µητροπολίτη Ματθαίου, η οποία, αν και είναι λίγο υπερβολική, µας δείχνει µια εγκατελειµµένη Επαρχία από όλες τις απόψεις. Ελέγχει την κατάσταση των εκκλησιών και των µονών από άποψη οικοδοµική, λειτουργική και πνευµατική. Καυτηριάζει την οικονοµική ατασθαλία που υπάρχει στην περιοχή και για τις προσφορές που γίνονται από τους εγκατεστηµένους επαρχιώτες στην Κων/πολη, οι οποίες δεν φτάνουν ποτέ στον προορισµό τους. ∆ριµύτατα αναφέρεται στην πνευµατική κατάσταση που βρισκόταν ο κλήρος, ο οποίος, ως πανταχού, έγινε προνόµιο των φτωχών και των απαίδευτων, ότι αναµιγνύετο σε πράγµατα που δεν αφορούσαν την ιδιότητά του, ότι πολλές φορές έδινε αφορµή σκανδάλων στους Χριστιανούς, ότι αµελούσε τα καθήκοντά του, ότι κάποιοι ακόµα και µε την καπνοσύριγγα και την καπνοθήκη στα χέρια εισέρχονταν στο ναό και τα τοποθετούσαν στο θρόνο και πάλι εξερχόµενοι τα ελάµβαναν. Τα σχολεία βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. 

Τα επόµενα χρόνια, ίσως µε παρότρυνση του µητρ. Ματθαίου, δηλ. την περίοδο 1872-1899, φοιτούσαν στην Ιερατική Σχολή της νήσου Ιωαννίνων έξι µαθητές από τη µητρόπολη ∆ρυϊνουπόλεως, οι οποίοι µετά την αποφοίτησή τους χειροτονήθηκαν. Την περίοδο 1899-1922 οι φοιτήσαντες ήταν πάλι έξι, αλλά δεν αναφέρεται χειροτονία.

Στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα η µητρόπολη ∆ρυϊνουπόλεως σε συνεργασία µε διάφορους Συλλόγους και µε προσφορές διαφόρων δωρητών, συντηρούσε συνολικά 96 γραµµατοδιδασκαλεία, δηµοτικά σχολεία, διδασκαλεία, Παρθεναγωγεία και στην πόλη του Αργυροκάστρου ένα νηπιαγωγείο. 

Στα µέσα του 19ου αιώνα έχουµε επέκταση των οπαδών του µπεκτασισµού σε µικρές κοινότητες και την ίδρυση τριών τεκέδων του Χαϊδερίε στη θέση έξω της πόλης του Αργυροκάστρου που το 1964 µετατράπηκε σε στρατόπεδο, της Μέλιανης στη Νεπράβιστα που ιδρύθηκε περίπου το 1860-5 σαν παράρτηµα του τεκέ του Ζάλι, του οποίου τα ξύλα της σκεπής τα έφεραν από την Περσία και είναι ο µοναδικός τεκές µπεκτασήδων που έχει τζαµί χωρίς µιναρέ µέσα, και το 1964 έγινε µνηµείο πολιτισµού και του Μπαµπά Χασάνι στο Πιτσάρι. Ο τεκές της Μέλιανης κτίστηκε πάνω στο ναό του Αγ. Γεωργίου και κατά τα λεγόµενα των κατοίκων του Αργυροκάστρου στη θέση που ιδρύθηκε ο τεκές Χαϊδερίε ήταν πρωτύτερα εκκλησία αφιερωµένη στον Προφήτη Ηλία. Στο τέλος του 19ου αι. και στη συνέχεια οι τεκέδες αυτοί ανέπτυξαν εθνική δράση, διότι οι Μπεκτασήδες που αποτελούσαν τα 8/10 των Μωαµεθανών Αλβανών της περιοχής, και ως µάλλον ελευθερόφρονες, απέκτησαν κατά το πλείστον εθνική συνείδηση, ενώ οι Σοφτάδες στράφηκαν στον παντουρκισµό και ήσαν λιγότερο επικίνδυνοι ως προς τα εθνικά µας δίκαια. Ιδιαίτερα ο τεκές του Ζάλι όπου έδρευε ο µεγαλύτερος και σπουδαιότερος µπαµπάς είχε µετατραπεί σε εστία της εκµάθησης και γραφής της αλβανικής γλώσσας και καταφύγιο του Τζερτζίζ Τόπουλι και της συµµορίας του. Και σήµερα λειτουργούν οι τεκέδες αυτοί µε λίγους οπαδούς, αλλά το ιερατείο τους συµπεριφέρεται πολύ πιο κοσµικά. 

Στην είσοδο του 20ου αι. η µητρόπολη ∆ρυϊνουπόλεως βρισκόταν στον Αριθ. Αυξ. σειρά 80 και το 1904 µε αριθ. 64 του Οικουµενικού Θρόνου. Και σε µια δεκαετία, µετά από 16 αιώνες τερµατίζεται η ιστορική ονοµασία της επισκοπής και µητρόπολης ∆ρυϊνουπόλεως, αλλά όχι όµως και η πίστη των κατοίκων που την απάρτιζαν όλους αυτούς τους αιώνες και εξακολουθούν, όµως πλέον ως µητρόπολη Αργυροκάστρου, υπό τη δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας. Στον άδικο αυτό τερµατισµό, φέρουν ευθύνη όλοι οι κατέχοντες θέσεις κύρους, εκτός του ποιµνίου που πορεύεται όπως και όπου το κατευθύνουν οι αρµόδιοι της εκκλησίας. Τη µεγαλύτερη ευθύνη φέρει το Οικουµενικό Πατριαρχείο, το οποίο κρατούσε το µητροπολίτη ∆ρυϊνουπόλεως Λουκά στην Κων/πολη µε διάφορα αξιώµατα, µε αποτέλεσµα το πρώτο τέταρτο του 20ου αι., που τα Βαλκανικά κράτη προσπαθούσαν µε τον ένα ή άλλο τρόπο τη συγκρότηση τους, η Μητρόπολη, που ήταν ο µοχλός της συσπείρωσης του ελληνικού Γένους, δεν είχε κεφαλή. Και µε την ενθρόνιση το 1909 του µητροπολίτη Βασιλείου, σε µια κρίσιµη εποχή όχι µόνο για την επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως, αλλά για όλη την Ήπειρο, άρχισαν διάφοροι µε πρώτο το προξενείο Αργυροκάστρου, σε συνεννόηση µε άλλες ελληνικές αρχές, να τον αντιµάχονται µέχρι που τον αποκάλεσαν αλλοπρόσαλλο, ψοφοδεή και αλβανιστή φωτοσβέστη. Όµως, ήταν ο µητρ. Βασίλειος που την περίοδο 1913-1916 έδωσε το παρόν στις δυσκολότερες στιγµές που περνούσαν οι Έλληνες είτε ελληνόφωνοι είτε αλβανόφωνοι. 

Το 1904 η µητρόπολη ∆ρυϊνουπόλεως είχε στη δύναµή της, τα παρακάτω: Λειτουργούσε Πνευµατικό ∆ικαστήριο µε πρόεδρο τον απόντα Μητροπολίτη και µέλη τους οικονόµους εφηµέριους Παπαχρήστο, Παπακωνσταντίνο, Παπαµάρκο και συνεδρίαζε κάθε Παρασκευή. Προσωπικό Μητροπολιτικού γραφείου ήταν ο Πέτρος Ευγενικός ως γραµµατέας µετά βοηθού. ∆ηµογέροντες ήταν οι ιατροί Αναστ. Νάνοκας, Μιχ. Τσιάκος και οι Γρηγ. Χήτος, Γ. Μάσσιος και Γρηγ. Μούκας. Στην εκπαίδευση είχε 101 σχολεία µε 133 δασκάλους και 4.557 µαθητευόµενους. 
Το 1906 είχε τα παρακάτω: 170 εκκλησίες, 156 ιερείς, 126 σχολεία, 153 δασκάλους και 4.610 µαθητευόµενους. Επίσης είχε, εκτός των ενοριακών µονών και τέσσερα Σταυροπηγιακά, τα οποία ήταν της Υπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαίου, της Υπεραγίας Θεοτόκου Καµένης, της Κοίµησης Θεοτόκου Στύλου και ∆ίβρεως και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που τα τρία τελευταία ανήκαν στην περιοχή ∆ελβίνου. Ήταν µία από τις πρώτες µητροπόλεις του Οικ. Πατριαρχείου σε αριθµό εκκλησιών, ιερέων, δασκάλων και µαθητών. Για τα παραπάνω υπεύθυνος ήταν ο π. Σωφρόνιος Παπακυριακού, ο οποίος διετέλεσε από το 1904-1909 αρχιδιάκονος και επόπτης των εκκλησιών, µονών και σχολείων της µητρ. ∆ρυϊνουπόλεως. Τα στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν τα ελληνικά σχολεία, εκκλησίες και τις µονές της Ηπείρου το 1912 στο σαντζάκι του Αργυροκάστρου ήταν σε σύνολο τα εξής: 238 σχολεία, 292 δάσκαλοι, 9.961 µαθητές, 294 εκκλησίες, 61 µονές, ενώ σε όλη την Ήπειρο υπήρχαν συνολικά 822 σχολεία, 1.103 δάσκαλοι, 33.017 µαθητές, 2.035 εκκλησίες και 148 µονές. Συγκρίνοντας τα στοιχεία, αντιλαµβανόµαστε ότι η επαρχία Αργυροκάστρου, παρότι είχε ανάµικτο πληθυσµό, δεν υστερούσε ως προς την πνευµατική πλευρά, από τις επαρχίες της νότιας Ηπείρου, γι’αυτό οι ερευνητές και οι ιστορικοί οφείλουν να µην είναι µεροληπτικοί. 

Το Εκκλησιαστικό δικαστήριο της µητρ. ∆ρυϊνουπόλεως δίκαζε το έτος 1911 υποθέσεις διαζυγίων, επιβάλλοντας 210 γρ. για τα δικαστικά έξοδα, προκαταβαλλόµενα υπό του επισπεύδοντος. 

Επί µία δεκαετία από την εγκατάσταση του µητροπολίτη Λουκά στη µητρόπολη ∆ρυϊνουπόλεως διατυπώνονταν, από όλους και κυρίως από τους ελληνόφωνους, µοµφές και αιτιάσεις κατά της Μητρόπολης και του µητροπολίτη και αυτό είχε σαν αποτέλεσµα να δηµιουργηθεί το διάστηµα της παραµονής του µητρ. Λουκά ως Συνοδικού στην Κων/πολη µια λυπηρή κατάσταση για όλα τα ζητήµατα. Οι αιτίες και οι αφορµές για τις κατηγορίες είχαν σχέση µε την απουσία του µητροπολίτη σχεδόν όλη την περίοδο που ποίµενε στη µητρόπολη, µε τον απολυταρχικό χαρακτήρα του, µε τη διοίκηση της δηµογεροντίας που διορίστηκε µε την άφιξή του και τέλος µε την τοποθέτηση στη θέση του γραµµατέα του Π. Ευγενικού κατά το διάστηµα της παραµονής του µητρ. Λουκά στην Κων/πολη. Ο Ευγενικός ήταν ανιψιός του, και διεύθυνε τη Μητρόπολη µε πολύ κακό τρόπο και το χειρότερο ήταν ότι οι Ελληνες της επαρχίας απέδιδαν τις εθνικές συµφορές στην απουσία του µητροπολίτη Λουκά. Παρ’ ολίγο να δηµιουργηθεί Μητροπολιτικό ζήτηµα. 

Στις αρχές του 20ου αι. έγιναν κάποιες ενέργειες από το προξενείο Ιωαννίνων , όπως ήταν η µετάθεση του Χουσεϊν-Ρεµζή, µέλους του Εφετείου και προεδρεύοντος του παραπεµπτικού Συµβουλίου του Βιλαετίου Ιωαννίνων, προκειµένου να σωθεί ο χριστιανικός κόσµος της Ηπείρου από την ποινική δικαιοσύνη. Η κατάσταση της δηµόσιας ασφαλείας ήταν οικτρότατη µέχρι του σηµείου που οι µπεκτασήδες προσπάθησαν να προκαλέσουν την αγανάκτηση των χριστιανών κατά των αρχών, πυροβολώντας οι ίδιοι την οικία του υποδιοικητή ∆. Ζαφειρόπουλου στις 18-4- 1905. Η προσπάθεια αυτή δεν απέδωσε. Μετά από αυτό οι µπεκτασήδες προέτρεψαν τους χριστιανούς να υπογράψουν τη συνταχθείσα αναφορά τους κατά του ∆ιοικητή, που τον θεωρούσαν ανίκανο να διατηρήσει τη δηµόσια ασφάλεια, όµως οι χριστιανοί αντιλαµβανόµενοι τα τεχνάσµατα των µπεκτασήδων και µε τις συµβουλές του προξενείου δεν πήραν µέρος στην ανήθικη αυτή ενέργεια τους. Τα ληστρικά κρούσµατα , δεν έλειψαν και κατά των λειτουργών της Εκκλησίας, όπως και κατά του αρχιερατικού επιτρόπου Βοστίνας και της συνοδείας του, όταν περιόδευε για την είσπραξη της αρχιερατικής επιχορηγήσεως στις 23 Ιουνίου 1908. Κατά την αναχώρησή του από τη µονή της Τσάτιστας µε τους συνοδούς και τον υπηρέτη της µονής, µεταξύ των χωριών Σωπική και ∆ρυµάδων τρεις ένοπλοι τουρκοαλβανοί τους επιτέθηκαν και τους αφαίρεσαν 950 γρ., το ωρολόϊ του, τη σφραγίδα της µητρόπολης, τα εξωτερικά τους ενδύµατα και τα τσαρούχια, ύστερα τους έδεσαν και τους άφησαν εκεί, αλλά µετά από λίγο κατάφεραν και λύθηκαν. Η άλλη ληστεία έγινε στις 28 Ιουνίου µεταξύ των χωριών Νίβανης και ∆έρανης της Ζαγοριάς στη µονή Ταξιαρχών, όταν τέσσερις τουρκοαλβανοί ληστές επωφεληθέντες της απουσίας του επιτρόπου της µονής, ο οποίος είχε µεταβεί σε κοντινό χωριό για να ιερουργήσει, επιτέθηκαν στον υπηρέτη και αφαίρεσαν από το σκευοφυλάκιο είδη που υπερέβαιναν σε αξία τις 25 λίρ. φεύγοντας ανενόχλητοι. Επίσης, την ίδια περίοδο συµµορία από πενήντα περίπου τουρκοαλβανούς µε αρχηγό τον Τσερτσίζ, µετά την προσβολή του χωριού Καστάνιανη, εισέβαλε στη µονή ∆ρυάνου, όπου περιορίστηκε µόνο σε απειλές και απλή επίδειξη της δυνάµεώς της. Έγιναν και άλλες ληστείες µε µικρότερη λεία, ζωοκλοπές κ.λ.π. Κάποιοι ληστές συλλαµβάνονταν, αλλά δεν τιµωρούνταν ενώ άλλοι συνέχιζαν τις ληστείες ανενόχλητοι. Εκτός των συνεχιζόµενων ληστειών συνέβησαν και δολοφονίες ιερέων, όπως αυτή του π. Ευάγγελου Μπατζιάκα. Στα τέλη Αυγούστου του 1912, ο π. Ευάγγελος από το Ζερβάτες, εφηµέριος στο Μασκουλόρι, επιστρέφοντας στο χωριό του, δολοφονήθηκε στη δηµόσια οδό πριν από το χωριό Καλογοραντζή, µε βολή όπλου Γρα από τον Λαζαρατινό Μεχµέτ Τράκο, έναν από τους δέκα που έλαχε ο κλήρος να εκτελέσει την απόφαση του αλβανικού Κοµιτάτου περί δολοφονίας πέντε κληρικών Ελλήνων της περιφέρειας. Στην επιβλητική κηδεία του οι Έλληνες των γύρω χωριών, ζήτησαν την εκδίκηση για το αίµα του αθώου. 

Κατά τα έτη 1907-1908 η Μητρόπολη ταλανιζόταν µε το πρόβληµα της καταγραφής των βακούφικων κτηµάτων και τη διάκρισή τους από τα ιµλιακικά. Και ενώ ο µητροπολίτης παρέµενε στην Κων/πολη, ο γραµµατέας του που χειριζόταν τη διοίκηση της Μητρόπολης, διαβίβασε το Σεπτέµβριο του 1907, τις σχετικές οδηγίες προς τους αρχιερατικούς επιτρόπους ∆ελβίνου και Πωγωνίου, για την καταγραφή των βακούφικων κτηµάτων. Το ∆εκέµβριο το προξενείο Ιωαννίνων κοινοποίησε στον αρχιερατικό επίτροπο της Μητρόπολης αντίγραφο του Υπουργικού Τεσκερέ µε το οποίο συνίστατο στο Πατριαρχείο όπως και στις κατά τόπους Μητροπόλεις να διορίσουν ειδικό αντιπρόσωπο και παραστούν κατά την καταγραφή των βακούφικων κτηµάτων, προς διάκριση αυτών από τα ιµλιακικά. Και τούτο διότι, οι υπάλληλοι δηµιουργούσαν πολλά προβλήµατα όχι µόνο στα ιµλιακικά κτήµατα αλλά και στα βακούφικα που συνόρευαν µε αυτά και ειδικά όσων οι τίτλοι δεν βρισκόταν κανονικά, κινδύνευαν να υποστούν ακρωτηριασµούς, προβάλλοντας πολλές φορές αµφισβητήσεις περί κυριότητος των βακούφικων κτηµάτων. Όµως τον Οκτώβριο του 1908, σχετικά µε την εφαρµογή του νόµου, περί ιµλιακίων, κάποια χωριά του καζά Παλαιοπωγωνίου, αν και ανήκαν στην επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως υπέγραψαν στην κατάσταση της µητρόπολης Κονίτσης, διότι τα υπόλοιπα Βωµπλό, Τεριάχι, Στρατίνιστα, Μποζανίκο, Ξηρόβαλτο, ∆ρυµάδες, Σταυροσκιάδη, Βοστίνα, Καστάνιανη, Μέγγουλη είχαν ήδη επιληφθεί της υπογραφής της µητρόπολης ∆ρυϊνουπόλεως. Λίαν οξεία µορφή προσέλαβε το ζήτηµα των ιµλιακίων βακούφικων γαιών και των λοιπών εκκλησιαστικών κτηµάτων, από το µίσθωµα των οποίων συντηρούνταν εκκλησίες και σχολεία σε πολλά χωριά. Η διαχειριστική επιτροπή αναγνώριζε ως κτήµατα βακούφικα µόνο τα καταχωρηµένα στο Βιβλίο των βακούφικων γενικά κτηµάτων της Ηπείρου, στο λογιστικό Τµήµα της Γεν. ∆ιοικήσεως, ενώ τα λοιπά τα µη αναγραφόµενα στο βιβλίο τούτο και αυτά περί των ευαγών καθιδρυµάτων που στερούνταν δηµοσίων εγγράφων αρνούνταν να τα αναγνωρίσει, αν και η πρώην Οθωµανική κυβέρνηση ουδέποτε αµφισβήτησε την ιδιότητα αυτών. 
Ένα άλλο πρόβληµα που ταλάνισε το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής ήταν και η ανακήρυξη του Συντάγµατος στην Τουρκία τον Ιούλιο του 1908. Έτσι στις 5-8-1908 , µετά από πρόσκληση του κεντρικού Συλλόγου που έδρευε στη Θεσσαλονίκη, εκλέχτηκαν δύο µέλη από κάθε σαντζάκι. Από το Αργυρόκαστρο δεν προσλήφθηκαν µέλη χριστιανών, λόγο έλλειψης εκκλησιαστικής αρχής. Νιώθοντας αδικηµένοι οι χριστιανοί συνήλθαν στη Μητρόπολη και µετά από σύσκεψη διορίστηκε δεκατετραµελής επιτροπή για να εκλέξει έναν αντιπρόσωπο του χριστιανικού στοιχείου. Στην αρχή εξέλεξαν το δικολάβο Πέτρο Πόγα, τον οποίον δεν αναγνώρισαν αµφιβάλλοντας για τα εθνικά αισθηµατά του και έτσι συνήλθαν εκ νέου και εξέλεξαν το δικολάβο Φίλιππο Λαµποβιτιάδη.

Μετά την απαλλαγή του µητροπολίτη Λουκά από τα καθήκοντά του, επιστρέφοντας στην έδρα του, τον Οκτώβριο του 1908 και φτάνοντας στο ∆έλβινο, παρεµποδίσθηκε να εισέλθει στο Αργυρόκαστρο. Αυτός αντέδρασε διότι θα θιγόταν το γόητρό του ως πνευµατικού αρχηγού και δήλωσε ότι θα αναχωρήσει. Η απόφαση αυτή ήταν µε πρωτοβουλία του Πολιτικού Συλλόγου, του οποίου το προεδρείο αποτελούνταν από τους µάλλον δυσµενώς διατεθειµένους. Ο Σύλλογος αυτός είχε αποστείλει ιδιαίτερες εγκυκλίους προς τα χωριά και συνιστούσε την υπό όρους υποδοχή του επιστρέφοντος µητροπολίτου και την παρεµπόδιση της αρχιερατικής επιχορηγήσεως µέχρι να λυθούν τα επαρχιακά ζητήµατα, τα οποία ήταν πολλά και ταλάνιζαν την ενότητα των χριστιανών. Συγκεκριµένα, πάνω από ένα χρόνο έκανε να επικυρωθεί υπό την Ιερά Σύνοδο ο Επαρχιακός Κανονισµός, και µε την απουσία του µητροπολίτη Λουκά είχε δηµιουργηθεί περίπου Μητροπολιτικό ζήτηµα. Μετά από πολλές προσπάθειες επιτεύχθηκε η ενότητα των χριστιανών της περιοχής εξαιτίας των επερχόµενων εκλογών. Το χειρότερο πάντως ήταν ότι υπήρχε υπόνοια ότι µε την αφιξή του υπήρχε περίπτωση να δηµιουργήσει δικό του κόµµα και πολλά άλλα. Τελικά, µια αρκετά µεγάλη µερίδα Ελλήνων που διαφωνούσαν για τις αντιµητροπολιτικές ενέργειες τηλεγράφησαν στον µητροπολίτη να επισπεύσει την αφιξή του και µε αµοιβαίες υποχωρήσεις κατέληξαν να παραµείνει στο ∆έλβινο ο Π. Ευγενικός µέχρι τις εκλογές. Κατόπιν τούτων µε εγκύκλιο προς τα χωριά ανήγγειλαν τη συµβιβαστική λύση και παρήγγειλαν σε αυτά να υποδεχθούν τον επανερχόµενο πνευµατικό αρχηγό. Σε αυτή τη διαµάχη το προξενείο προσέφερε µεγάλες υπηρεσίες και γενικά µεσολάβησε για να επιτευχθεί τελικά η οµόνοια µεταξύ Μητροπόλεως και χριστιανών και η οµαλή αποκατάσταση της σχέσης του µητροπολίτη προς το ποίµνιό του. Ευτυχώς στη διαµάχη αυτή δεν εκδηλώθηκε καµιά αλβανική τάση και δεν ελήφθησαν σοβαρώς υπ’όψιν κάποιες ενέργειες χριστιανών εµφορουµένων ανέκαθεν υπό αλβανικών ιδεών. 

Το 1908 µε απόφαση της Μητρόπολης και του µητροπολίτη Λουκά τελέσθηκαν σε πολλά χωριά της επαρχίας µνηµόσυνα για τους θυσιασθέντες υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, και συγκεντρώθηκαν 3.104 γρόσια, τα οποία στάλθηκαν στο Οικουµενικό Πατριαρχείο υπέρ των πασχόντων ορθοδόξων. 

Το 1909 ανέλαβε τη Μητρόπολη ο µητροπολίτης Βασίλειος, σε µια δύσκολη περίοδο, διότι άρχισε να παίρνει διαστάσεις το αλβανικό ζήτηµα. Στην πόλη του Αργυροκάστρου είχε ήδη λειτουργήσει το 1908 το πρώτο αλβανικό σχολείο. Με αφορµή το σχολείο αυτό, κάποιοι αλβανίζοντες του χωριού Κάτω Λάµποβου, λειτούργησαν την άνοιξη του 1910 σε ιδιωτικό οίκηµα, άνευ άδειας και µε ανεπικύρωτο πρόγραµµα, αλβανικό σχολείο µε διευθυντή τον Αθαν. Παναγιωτίδη. Η εφοροεπιτροπή της κοινότητας διαµαρτυρήθηκε στην τοπική διοίκηση για την αναστολή της λειτουργίας του σχολείου αλλά το αίτηµά τους δεν εισακούστηκε. Μετά απευθύνθηκαν στη Μητρόπολη και ο µητρ. Βασίλειος διαµαρτυρήθηκε στη ∆ιοίκηση Αργυροκάστρου και µε διαταγή του µουτεσαρίφη στις 6 Ιουνίου 1910 έκλεισε η νεοσύστατη αυτή αλβανική σχολή. Όµως παράλληλα οι αλβανίζοντες Λαµποβίτες έκαναν τον Μάιο του 1910 νέα αίτηση στο Πατριαρχείο Κων/πόλεως για να έχουν αλβανικά σχολεία και να χρησιµοποιούν την αλβανική γλώσσα στην Εκκλησία. Το Πατριαρχείο το ανέφερε στην ελληνική πρεσβεία στην Κων/πολη και αυτή µε τη σειρά της στο υπουργείο Εξωτερικών και µετά στο προξενείο Αργυροκάστρου ότι η Εκκλησία δε µπορεί να επιτρέψει την τέλεση της ιερουργίας σε άλλη γλώσσα. Ωστόσο ποτέ δεν ανέφερε, αν σε ιδιωτικά σχολεία που δεν είχαν σχέση προς τα κοινοτικά και ανήκαν σε άλλες εθνότητες, απαγορευόταν να διδάσκεται ξένη γλώσσα, όπως επίσης αν οι αλλόγλωσσοι ορθόδοξοι διάβαζαν ή έλεγαν κάποιες προσευχές σε ξένη διάλεκτο. Οι αποπλανηθέντες κάτοικοι του Κάτω Λάµποβου έστειλαν τον Ιούλιο του 1910 επιστολή προς το µητρ. Βασίλειο, µε την οποία του ζητούσαν συγχώρεση αλλά και να διατάξει την άρση του εξωεκκλησιάσµατος ώστε να τους ενώσει µε το λοιπό ποίµνιο. ∆εν πέρασε λίγος χρόνος και πάλι κάτοικος του Κ. Λάµποβου, ο Π. Παναγιωτιδης, ευρισκόµενος στην εκκλησία του Αργυρόκαστρου τη Μ. Παρασκευή του 1911, απουσιάζοντος του µητροπολίτη στο ∆έλβινο και µε την ανοχή των εφοροεπιτρόπων, ερµήνευσε το Ευαγγέλιο στα αλβανικά για πρώτη φορά στην ιστορία. Ακόµα και την ηµέρα και την ώρα της ιεροτελεστίας της τοποθέτησης των οστών του εθνικού ευεργέτη Κων. Ζάππα στη γενέθλια γη, το Κάτω Λάµποβο, η µερίδα των αλβανίζοντων κατοίκων της κοινότητας, υπό τον Βασίλη Ντίλλιο προσπάθησαν να δηµιουργήσουν πρόβληµα εναντίον του µητρ. Βασίλειου και της Ζαππείου Επιτροπής. Γενικά το Αλβανικό ζήτηµα λάµβανε νέα µορφή, όµως αυτή τη φορά υπό την προστασία της Τουρκικής κυβέρνησης, η οποία στη συνέχεια προέβη και σε άλλες υποχωρήσεις σε βάρος των εθνικών µας συµφερόντων.

Η επαρχιακή αντιπροσωπεία της Μητρόπολης, που συγκλήθηκε τον Μάρτιο του 1911 για τη σύνταξη Επαρχιακού Κανονισµού, ψήφισε και για την ανέγερση νέου αρχιερατικού οικήµατος, διότι ήταν σεσαθρωµένο. Αυτή µάλιστα, δίδοντας το παράδειγµα της φιλοκαλίας, κατέβαλε υπέρ της ανέγερσης 200 γαλλικές λίρ., που προσέφεραν τα δεκαέξι µέλη της και συνέστησε ειδική επιτροπή επί τούτο, προεδρευόµενη υπό του µητροπολίτη, µε ταµία τον Χαρ. Λιολοµάνη. Την έκκληση αυτή, δηµοσίευσαν στον τύπο, ελπίζοντας να ανταποκριθούν αποτελεσµατικά οι επαρχιώτες και να προσφέρουν τον οβολό τους. Ο µητροπολίτης Βασίλειος απηύθυνε επιστολή στον υπουργό Εξωτερικών όπου ανέφερε ότι, αποφασίσθηκε µέσω εράνων η ανοικοδόµηση εκ βάθρων του ετοιµόρροπου κτιρίου της κεντρικής Μητροπολεως. Γι’αυτό ζητούσε να υποστηριχθεί οικονοµικά εκ µέρους της ελευθέρας Μητρός. Και στις 31-3-1911 ο υπουργός του απάντησε ότι, παρ’όλην την επιθυµία, δε µπορούσε να σταθεί αρωγός γιατί το ελεύθερο κράτος έχει να αντιµετωπίσει πολλαπλές και µάλλον επείγουσες υποθέσεις. Και κατέληξε ότι τα καθιδρύµατα αυτά ανεγειρόταν όχι µε επιχορηγήσεις της Έλληνικής κυβέρνησης αλλά µε προσωπικές ενέργειες και δραστηριότητες των µητροπολιτών. 

Ο πρόξενος Αργυροκάστρου Αρ. Ζάχος, ο οποίος αναµειγνυόταν σε υποθέσεις που αφορούσαν τη Μητρόπολη, έφτασε στο σηµείο να απευθύνει έγγραφο στο υπ.Εξ. κατά του µητροπολίτη Βασιλείου, για να αποσταλεί στην Έλληνική Πρεσβεία Κων/λεως. Η Πρεσβεία σύστησε να ειπωθούν τα δέοντα από το Πατριαρχείο προς το µητροπολίτη, σε σχέση µε το ζήτηµα που αναφερόταν το υπ’αριθ. 47 έγγραφο του Προξενείου Αργυρόκαστρου, το οποίο σηµειωτέον δεν υπάρχει ανάµεσα στα άλλα έγγραφα και αυτό προκαλεί απορία. ∆εν κατηγορούσε ο προξ. Ζάχος µόνο τον µητροπολίτη αλλά και την επιτροπή της µονής Προφήτη Ηλία Γεωργουτσατίου , ότι δεν παρείχε εχέγγυα διαφυλάξεως των κειµηλίων, αφού άλλωστε είχαν εκποιήσει σε αρχαιοκάπηλους µεγάλης αξίας αντικείµενα και το τίµηµα της πώλησης το σφετερίσθησαν. Αφού τα πούλησαν πώς βρέθηκαν στα Μουσεία των Ιωαννίνων, της Αθήνας και αλλού; Τα έγγραφα που στάλθηκαν προς το υπουργείο Εξωτερικών την περίοδο της παραµονής του προξένου Ζάχου στο Αργυρόκαστρο ανέφεραν µόνο κατηγορίες κατά των Χριστιανών της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως και µόνο ότι αυτός ήταν ο «πατριώτης». Τέτοιοι πρόξενοι εξακολουθούσαν να είναι και κάποιοι και µετά από το 1990 επανιδρυθέν ελληνικό προξενείο στο Αργυρόκαστρο, γι’αυτό κατέληξε το 80% των Ελλήνων της περιοχής να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα.

Πηγή πληροφοριών: Διατριβή επί Διδακτορία της Ευτυχίας Παππά με τίτλο "Η Επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεότερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αιώνας)".
Επόπτης καθηγητής Αθανάσιος Καραθανάσης
Μέλη: καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Θεολογική. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Θεσσαλονίκη 2009

Διαβάστε ακόμη:

👉Κάντε εγγραφή στο κανάλι apenadi blogspot στο youtube για να βλέπετε πρώτοι τα βίντεο μας.
👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας
👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια