Η Δρόπολη στη Μεσοβυζαντινή Περίοδο

Μετά το θάνατο του Ιουστινιανού (527-565) οι αβαροσλάβικες επιδροµές συνεχίσθηκαν µε επιταχυνόµενους ρυθµούς το τελευταίο τέταρτο του 6ου και το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. 
Έτσι η Παλαιά Ήπειρος ταλαιπωρήθηκε µαζί µε την υπόλοιπη Ελλάδα, όταν το 587 οι Σκλαβηνοί κατέκτησαν όλη τη Θεσσαλία, Αττική και Εύβοια. Το µέγεθος της καταστροφής µπορούµε να το αντιληφθούµε, όταν το 625 ο Πάπας Ονώριος έστειλε επιστολή προς τους επισκόπους της Π. Ηπείρου αναφορικά µε την εκλογή του νέου µητροπολίτη Νικοπόλεως Υπατίου, αν και οι επαρχίες αυτές, όπως προανέφερα υπάγονταν στην αρχιεπισκοπή Κων/πόλεως, οι Πάπες εξακολουθούσαν να τις διεκδικούν. Στην επιστολή µνηµονεύονται µόνο τέσσερις αποδέκτες και αναφέρονται µόνο τα ονόµατα των επισκόπων, όχι όµως και τα ονόµατα των επισκοπών τους, ενώ την επαρχιακή σύνοδο απάρτιζαν οκτώ επίσκοποι, εκτός από το µητροπολίτη, ενώ το 596, οι επισκοπές ήσαν ακόµα πέντε. Οι επίσκοποι αυτοί εκπροσωπούσαν τις έδρες Κέρκυρας, Βουθρωτού, Ευροίας, και Αδριανουπόλεως-∆ρυϊνουπόλεως, η οποία είναι η µόνη από τις υπόλοιπες επισκοπές της Παλαιάς Ηπείρου που µνηµονεύται σε µεταγενέστερη πηγή µε το ίδιο όνοµα. Επίσης από τις οκτώ πόλεις της Παλαιάς Ηπείρου στις µεταγενέστερες πηγές µνηµονεύονται χωρίς ύποπτα χάσµατα µόνο οι τέσσερις: Κέρκυρα, Βουθρωτός, Φωτική και Αδριανούπολη, γι’αυτό πιστεύουµε ότι, ίσως αυτές να ήταν και οι έδρες των τεσσάρων επισκόπων της Παλαιάς Ηπείρου του παπικού εγγράφου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην ολοκληρωτική αυτή καταστροφή η επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως είχε µερική απώλεια του πληθυσµού.

Κατά τη µεταβατική περίοδο (7ος αι. και εξής) του Βυζαντίου, η ιστορία της Ηπείρου για περίπου δύο αιώνες, όπως και πολλών άλλων ελληνικών περιοχών, καλύπτεται από ένα πέπλο σιωπής των πηγών. Η περίοδος αυτή ονοµάζεται συµβατικά «σκοτεινοί χρόνοι», επειδή λείπουν εντελώς ιστορικές αφηγηµατικές πηγές και το µόνο που µπορούµε να αντλήσουµε είναι από κάποιες ελάχιστες πληροφορίες από διάφορους εκκλησιαστικούς και διοικητικούς καταλόγους της εποχής. Στις δύο συνόδους στο τέλος του 7ου αι., στην ΣΤ΄ και τη Πενθέκτη δεν παρέστη κανένας επίσκοπος της Παλαιάς Ηπείρου, όµως έλαβαν µέρος στην Η΄ Οικουµενική Σύνοδο, ο επίσκοπος µιας από τις παλιές επισκοπές, ο Κοσµάς Αδριανουπόλεως -αργότερα θα εµφανιστεί στις πηγές ως ∆ρυϊνούπολις- και ο Ζαχαρίας Ιωαννίνων που πρώτη φορά το όνοµα της πόλης αυτής εµφανίζεται στις πηγές.

Η ίδρυση του θέµατος Νικοπόλεως, µεταξύ 880 και 899, σήµανε και την οριστική λήξη της µεταβατικής περιόδου που συνδέεται µε τις σλαβικές επιδροµές και εποικίσεις. Όµως µε τη διαφορά ότι έδρα του στρατηγού δεν ήταν η Νικόπολη αλλά η Ναύπακτος. Στην «Τάξιν προκαθεδρίας», που συνετάγη επί Λέοντος ΣΤ΄ και Πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, περί το 901, η έδρα του µητροπολίτη Νικοπόλεως ονοµάζεται πλέον «Ναυπάκτου και Νικοπόλεως» µε έδρα της Μητρόπολης τη Ναύπακτο. Η εικόνα της νέας εποχής αποτυπώνεται ανάγλυφα στην «Τάξιν των υποκειµένων µητροπόλεων τω αποστολικώ και πατριαρχικώ θρόνω της θεοφυλάκτου και βασιλίδος Κωνσταντινουπόλεως», όπου
αναγράφονται οι επισκοπές της Ηπείρου υπό το µητροπολίτη Ναυπάκτου, που καταλαµβάνει την 35η θέση µεταξύ των µητροπολιτών του Οικ. Πατριαρχείου:
ΛΕ΄ τη Ναυπάκτω Νικοπόλεως <υπόκεινται>
α΄ ο Βουνδίτζης
β΄ ο Αετού
γ΄ ο Αχελώου
δ΄ ο Ρωγών
ε΄ ο Ιωαννίνων
ς΄ ο Φωτικής ήτοι Βελλάς
ζ΄ ο Αδριανουπόλεως (∆ρυϊνουπόλεως)
η΄ ο Βουθρωτού
Συγκρίνοντας τον κατάλογο αυτό των πόλεων-επισκοπών µε τον αντίστοιχο της πρωτοβυζαντινής εποχής διαπιστώνουµε ότι, ο αριθµός των οκτώ επισκοπών παραµένει αναλλοίωτος, όµως από τις παλιές πόλεις διατηρούνται µόνο δύο, η Αδριανούπολη και ο Βουθρωτός, ενώ διατηρείται και το όνοµα της Φωτικής, η έδρα της οποίας µεταφέρεται ωστόσο στη Βελλά.

Η ίδρυση του θέµατος ∆ρυϊνουπόλεως (11ος-12ος αι.)
Στις αρχές του 11ου αι. ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος προέβη έµµεσα σε αναδιάρθρωση των ορίων της εκκλησιαστικής διοικήσεως της Ηπείρου, αλλά και σε γενικότερες διοικητικές ανακατατάξεις στην περιοχή. Με την αναδιάρθρωση των ορίων της εκκλησιαστικής διοικήσεως σύµφωνα µε το εκδοθέν σιγίλλιον υπέρ της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος το 1020, οι επισκοπές της οποίας δηλ. Χειµάρρας, ∆ρυϊνουπόλεως, Φωτικής Βελλάς, Βουθρωτού, Ιωαννίνων και Κοζύλης ως βουλγαρικές κτήσεις τελούσαν υπό την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, κατόπιν στα µέσα του 11ου αι. επανήλθαν στην προτέρα κατάσταση. Η επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως δεν επανήλθε διοικητικώς στο θέµα Νικοπόλεως διότι το 1018 ο Βασίλειος ο Β΄ είχε αναδείξει τη ∆ρυϊνούπολη σε πρωτεύουσα µικρότερου θέµατος και κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη την ίδρυση του θέµατος ∆ρυϊνουπόλεως πρόδιδε, και η εγκατάσταση εκεί βυζαντινών αιχµαλώτων από το στρατό του Σαµουήλ.

Κατά τον 11ο /12ο αιώνα, όπως µαρτυρεί ο Άραβας ταξιδιώτης AlIdrisi, η ∆ρυϊνούπολη, πρωτεύουσα του οµωνύµου θέµατος, ήταν προφανώς σηµαντικός σταθµός της οδού Αυλώνος-Καστοριάς. Την εµπορική σηµασία αυτής της οδού φωτίζει µια λεπτοµέρεια από τα εµπορικά προνόµια που παρεχώρησε το 1192 ο αυτοκράτωρ Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195) στη Ραγούζα, σύµφωνα µε την οποία «εµπορεύµατα του ∆υρραχίου, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από τους Ραγουζαίους στην περιοχή του ή στο δουκάτο Αδριανουπόλεως (=θέµα ∆ρυϊνουπόλεως), έπρεπε να δοθούν στους ιδιοκτήτες τους».

Οι δωρεές των Βυζαντινών αυτοκρατόρων σε µοναστηριακά και άλλα ιδρύµατα της Αυτοκρατορίας καθ’όλη τη διάρκειά της, δεν έλειψαν και στις περιοχές της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως. Από το φθινόπωρο του 1081, και µε διαλείµµατα µέσα σε µια διετία και πλέον ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ ο Κοµνηνός (1081-1118) εκστρατεύοντας προς αντιµετώπιση της εισβολής των Νορµανδών στα µέρη της σηµερινής Αλβανίας και Ηπείρου, ζήτησε από όλα τα θέµατα να τον επισκεφτούν και να δει τα χρυσόβουλα και τις συνθήκες κάθε τόπου. Και έτσι έστειλαν και οι ∆ρυϊνουπολίτες τον αρχιερέα τους Μεθόδιο µε άλλους δώδεκα άρχοντες της περιοχής, τους οποίους δέχτηκε ο αυτοκράτορας ευσεβοφρόνως. Κατά την περίοδο αυτή ο αυτοκράτορας Αλέξιος, για να συντηρείται µε έσοδα η επισκοπή, σύστησε εµποροπανήγυρη στο χωριό Επισκοπή, που παρέµεινε µέχρι και την περίοδο που βασίλευσε ο Ανδρόνικος ο Γ΄ ο Παλαιολόγος, ο οποίος και τη µετέφερε στη Μονή Μολυβδοσκεπάστου. Ο επίσκοπος Μεθόδιος, ο οποίος καταγόταν από την Κολορτσή της ∆ερόπολης και ήταν άνδρας σοφός, επιστήµων και γόνος µεγάλης οικογενείας, ποίµανε την επισκοπή ∆ρυϊνουπόλεως την περίοδο 1080-1099.

Όταν ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κήρυξε την Πρώτη Σταυροφορία (1095) οι Νορµανδοί το 1096 διέσχισαν ειρηνικά την πεδιάδα του ∆ρύνου και διαβαίνοντας την Πίνδο, κινήθηκαν προς τη Μακεδονία για να
συναντήσουν την Εγνατία οδό κοντά στην Έδεσσα. Όµως νωρίτερα από το 1096 πριν τεθούν ακόµη σε κίνηση τα κύρια στρατεύµατα, ένα πολύχρωµο πλήθος χωρικών µε αρχηγό τον φανατικό γάλλο ιεροκήρυκα Πέτρο τον Ερηµίτη, λεηλατούσε ότι εύρισκε καθώς βάδιζε διά µέσου των Βαλκανικών χωρών για να φτάσει στις πύλες της Κωνσταντινουπόλεως, όπου και συνετρίβη από τους Σελτζούκους. Κατά την προφορική παράδοση των κατοίκων την περίοδο αυτή καταστράφηκαν πολλά χωριά της κοιλάδας του ∆ρύνου.

Η Τρίτη Σταυροφορία ήταν καταστροφική για την επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως, διότι ο ένας από τους τρεις ισχυρότερους µονάρχες της Ευρώπης ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσα οδήγησε τα στρατεύµατα του από την παραδοσιακή οδό ξηράς διά µέσου των Βαλκανίων, στην Κων/πολη. Όπως γνωρίζουµε, οι στρατιές των Σταυροφόρων µέχρι να φτάσουν στον προορισµό τους κατέστρεφαν ότι ορθόδοξο συναντούσαν, µε αποτέλεσµα να ερηµωθεί ο τόπος. Απ’ αυτήν την καταστροφή δεν έλειψε και η έδρα της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως, η οποία είχε µεταφερθεί το 558 στην τετοιχισµένη κωµόπολη Επισκοπή. Μετά την καταστροφή και της Επισκοπής από τους σταυροφόρους µεταφέρθηκε η έδρα στο Γαρδίκι στη µονή Τσέπου ή Υψηλής Πέτρας (1185-1318 ή 1395)79, το ναό της οποίας ανοικοδόµησε ο επίσκοπος Αθανάσιος (1181-1183) µε δωρεά που πέτυχε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο και τον αφιέρωσε στον Άγιο Νικόλαο.

Η τέχνη στην επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως κατά τη µεσοβυζαντινή περίοδο (8ος -12ος αι.)
Από διάφορες µελέτες διαπιστώνεται ότι στην Ήπειρο, όπως και στις περισσότερες περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, υπάρχει ένα χάσµα δύο περίπου αιώνων στην πολιτιστική συνέχεια, από τις αρχές του 7ου µέχρι τα τέλη του 8ου αι.

Στην παραλλαγή των «µεταβατικών» σταυροειδών εγγεγραµµένων ναών, που ο τρούλος στηρίζεται σε συνεχείς τοίχους, στους οποίους ανοίγονται στενές δίοδοι, ανήκει ο ναός της Επισκοπής, που φαίνεται ότι ήταν καθεδρικός ναός της επισκοπής ∆ρυϊνουπόλεως και το πιθανότερο να κτίστηκε τον 10ο αιώνα, ενώ ένας άλλος ναός του 10ου αι. στην επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως, είναι ο ναός της Κοιµήσεως της Θεοτόκου στο Άνω Λάµποβο της περιοχής Λιούντζης, ο οποίος είναι τρουλλαίος µε περίστωο και πλουσιότατο πλίθινο διάκοσµο. Το όνοµα Επισκοπή του χωριού που βρίσκεται νοτιότερα και η µεγάλη εκκλησία της µεσοβυζαντινής περιόδου που σώζεται εκεί, οδήγησαν στην υπόθεση ότι πιθανόν στην εποχή των Κοµνηνών-αν όχι ήδη τον 10ο αιώνα- έγινε νέα µετακίνηση της πόλεως, που όµως εξακολούθησε να κατέχει αυτή τη θέση σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής, αν και από το πρώτο µισό του 8ου αιώνα αναφέρεται ως ∆ρινούπολις. Κατ’ άλλη πληροφορία τον 11ο αι. εµφανίζεται στις πηγές µε το όνοµα ∆ρυϊνούπολις. Ένας άλλος βυζαντινός ναός που ανάγεται την περίοδο αυτή είναι του Ζερβατίου.

Πηγή: Διατριβή επί Διδακτορία της Ευτυχίας Παππά με τίτλο "Η Επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεότερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αιώνας)".
Επόπτης καθηγητής Αθανάσιος Καραθανάσης
Μέλη: καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Θεολογική. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Θεσσαλονίκη 2009

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια