Βαλοβίστα Πρεμετής

Το επόμενο πρωινό ξεκινάμε για τη Βαλοβίστα πολύ νωρίς, γύρω στις επτά. Στην Τσαρτσόβα συναντάμε ένα λεωφορείο από την Ελλάδα˙ μαθαίνουμε ότι μεταφέρει ψηφοφόρους του Γ. Λουλεμέ. Την ώρα εκείνη τους υποδεχόταν ο ίδιος ο υποψήφιος βουλευτής. Μας κάλεσε να μας κεράσει. Είχε μαζί του και την κόρη του Βαρβάρα, η οποία σπουδάζει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκη. ΄Εχει τελειώσει το 5ο Λύκειο Ιωαννίνων. Μας λένε μάλιστα ότι διαθέτουν ιδιόκτητο διαμέρισμα στα Γιάννινα, στην οδό Γ. Παπανδρέου. Ο υποψήφιος δείχνει αισιόδοξος για το αποτέλεσμα των εκλογών. Μας λέει ότι θα ανηφορίσουν και αυτοί αργότερα για τη Βαλοβίστα. Τηλεφωνεί σε κάποιον Αναστάση που κάνει τον ταξιτζή για να τους πάει. Ο ταξιτζής βρίσκεται ωστόσο στην Κόνιτσα. Αφήνουμε τον υποψήφιο βουλευτή και την παρέα του και ξεκινάμε με τα πόδια για το χωριό.

Δίπλα στον οικισμό της Τσαρτσόβας βρίσκεται ένα από τα ξύλινα γεφύρια πάνω στον Αώο. Το περνάμε και ανηφορίζουμε. Η Βαλοβίστα απέχει από εκείνο το σημείο περίπου μία ώρα με τα πόδια. Καθώς περπατάμε κάτω από έναν καυτό ήλιο, κάνουμε συχνά στάσεις για ξεκούραση. Φτάνοντας στον οικισμό μας κάνει μεγάλη εντύπωση η ερημιά. Είναι παραμονή εκλογών και περιμένουμε να βρούμε κόσμο. Το χωριό μοιάζει πολύ με την Ψηλοτέρα. Σπίτια βουτηγμένα στο πράσινο με όμορφους κήπους και πολλά οπωροφόρα δέντρα. Πολλά φαίνονται επισκευασμένα πρόσφατα. Φέρουν τα ανάλογα σημάδια. Στέγες από κεραμίδια ή λαμαρίνα, επεκτάσεις και σοφατισμένοι τοίχοι. Φαίνονται καθαρά οι επιδιορθωτικές επεμβάσεις της τελευταίας δεκαετίας, που έχουν σχέση βεβαίως με τη μετανάστευση, όπως και στην Ψηλοτέρα.

Στην είσοδο του χωριού προκαλεί αλγεινή εντύπωση το κατεστραμμένο ιστορικό μουσείο. Δίπλα η προτομή του παρτιζάνου Σκεντέρ Τσάτση, γιου του παλιού μπέη του χωριού Ζεϊνέλ μπέη. Είναι τοποθετημένη σε ένα υπερβολικά ψηλό για την κλίμακα του χωριού βάθρο και το αγέρωχο ύφος του παρτιζάνου φαντάζει τόσο ειρωνικό μέσα σ’ ένα ευτελισμένο παρόν.

Προχωρώντας πια μέσα στον οικισμό, διακρίνουμε σε μια αυλή δύο γυναίκες, από τις οποίες η μια κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά. Μου κάνει εντύπωση πόσο φτωχά είναι τα ελληνικά τους. Σκέφτομαι πως πρόκειται μάλλον για αλβανίδες που ήρθαν νύφες στο χωριό. Λίγο πιο κάτω, στη δεξιά πλευρά του δρόμου, βλέπουμε ένα κτίριο που μοιάζει με καφέ-παντοπωλείο. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Μπαίνουμε και συναντάμε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα της. Το μόνο πράγμα που μπορεί να πείσει πως πρόκειται για κατάστημα είναι μια ζυγαριά πάνω σ’ ένα τραπέζι. Μια εικόνα εγκατάλειψης και μιζέριας. Κι αυτή η γυναίκα μιλά λίγα ελληνικά. Μας λέει ότι είναι νύφη από αλλού. Στην ερώτησή μου αν υπάρχουν άντρες στο χωριό, μας απαντά ότι είναι λίγοι και αυτοί είναι στις δουλειές τους. Οι περισσότεροι βρίσκονται στην Ελλάδα. Η όλη εικόνα για μια ακόμα φορά μου προκαλεί δυνατό κόμπο στο στομάχι…

Αφήνουμε το κατάστημα και προχωράμε προς την κατεύθυνση μιας βρύσης που έχουμε εντοπίσει. Εκεί κοντά διακρίνουμε στην αυλή ενός σπιτιού ένα κορίτσι 16-17 ετών. Με τον χαιρετισμό της απευθύνω το ερώτημα πού είναι ο κόσμος του χωριού. Απαντά ότι έχουν φύγει οι περισσότεροι «απέκει» (στην Ελλάδα). Λίγο αργότερα βλέπουμε το ίδιο κορίτσι συνοδευόμενο από ένα νεότερό του να διασχίζει τον κεντρικό δρόμο του χωριού πηγαίνοντας προς τον κήπο τους. ΄Εχει μαζί της ένα φτιάρι. Μας λέει ότι πάει να βάλει το νερό στο αυλάκι για να ποτίσει τον κήπο. Το νερό είναι λειψό και ποτίζουν με την αράδα. Πιάνουμε ξανά την κουβέντα. Τη λένε Βαρβάρα Κότο και είναι η μοναδική νέα που μένει στο χωριό μόνιμα. Βγάζει το παράπονό της που ξέμεινε εδώ και δεν έμαθε γράμματα, καθώς το σχολείο του χωριού έκλεισε και οι γονείς της δεν την αφήνουν να πάει μονάχη στην Ελλάδα. Πηγαίνει αραιά και που να βλέπει τα δυο της αδέρφια που ζουν εκεί. Η νέα που τη συνοδεύει μας λέει ότι πηγαίνει στο σχολείο στην Ελλάδα, στο Μονοδέντρι Ζαγορίου, όπου και διαμένει σε οικοτροφείο. Αυτή την περίοδο βρίσκεται στο χωριό για διακοπές.

Μετά από λίγο μας πλησιάζουν και δυο αγόρια. Ο ένας πηγαίνει σε σχολείο της Κόνιτσας, όπου διαμένει σε οικοτροφείο και ο άλλος στην Πωγωνιανή. Βρίσκονται κι αυτοί στο χωριό για διακοπές και βοηθούν τους γονείς τους στις αγροτικές εργασίες. Ο ένας μόλις έχει επιστρέψει από το βουνό με το γαϊδούρι φορτωμένο ασφάκα. Λέει ότι την πουλάνε 60 λεπτά το κιλό σε έμπορο από την Πρεμετή, ο οποίος την προωθεί στην Ιταλία, όπου παρασκευάζουν φάρμακα. Μ’ αυτό τον τρόπο δύο οικογένειες του χωριού συμπληρώνουν το εισόδημά τους. Γνωρίζω ότι το φυτό αυτό το μάζευαν και στα χρόνια του Χότζα. Καθώς είναι φυτό που ευδοκιμεί σε υποβαθμισμένα από την υπερβόσκηση βοσκοτόπια σκέφτομαι ένα θέμα που με έχει απασχολήσει στο παρελθόν, συγκεκριμένα την οικολογική διάσταση των παραγωγικών πρακτικών του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Ενώ συζητάμε με τα παιδιά αντικρίζω μια ηλικιωμένη γυναίκα στη βρύση να ρίχνει νερό στο πρόσωπό της. Σπεύδω να τη συναντήσω. Τη χαιρετώ και ανταποκρίνεται με έναν ζεστό ασπασμό. Μου λέει ότι της πέφτει το «tensionë» (η πίεση), γι’ αυτό βρέχει το πρόσωπό της. Πιάνουμε και μ’ αυτή κουβέντα. Μου λέει πως ζει μόνη της στο χωριό. Τα παιδιά της και τα εγγόνια της είναι όλα στην Ελλάδα. Το όνομά της είναι Σοφία, το πατρικό της επώνυμο Νίκα και του άντρα της Μπεκίρης (Αναστάσης). Αναφέρεται σε κάποιον πρώτον ξάδερφό της που είχε φύγει παλιά από το χωριό στην Ελλάδα και τώρα ζει στα Γιάννινα. Τον λένε Ηλία Νικόπουλο και να του δώσω «τα δέοντα». Αρχίζει να μου αφηγείται για τα παλιά. Για τον Ζεϊνέλ μπέη που ήταν τσιφλικάς αλλά ήταν πολύ καλός άνθρωπος. ΄Επαιρνε το ένα τρίτο της παραγωγής και φρόντιζε για όλους τους χωριανούς. Είχε δε τακτοποιήσει στα Τίρανα, με τα μέσα που διέθετε, δυο αδελφούς της. Η Σοφία είναι ευχαριστημένη με τις τελευταίες εξελίξεις, με τη σύνταξη ΟΓΑ που παίρνει από την Ελλάδα, αλλά στενοχωριέται μόνο που είναι μακριά τα παιδιά της.

Αποχαιρετώ τα Σοφία και αμέσως μετά μας προσκαλεί στο σπίτι της για καφέ μια άλλη γυναίκα, η Μήλω (Αιμιλία), που μαθαίνουμε στη συνέχεια ότι είναι η μητέρα της Βαρβάρας. Πηγαίνουμε ευχαρίστως. Η Μήλω κι ο άντρας της ο Σταύρος μόλις έχουν επιστρέψει από το χωράφι. Καθόμαστε στη βεράντα κάτω από μια όμορφη κληματαριά. Απέναντι αγναντεύουμε την Κόνιτσα. Μας προσφέρουν ρακί, καφέ και γλυκό κουταλιού κεράσι. Ο Σταύρος αρχίζει να μολογάει. Αναφέρεται αρχικά στο σόι τους, τους Κοτολάρους. Λέει ότι το επώνυμο Κότο ανήκει στο ίδιο δέντρο με τα επώνυμα Κήτας και Χρήστου που απαντώνται στην Ψηλοτέρα. Η Μήλω κατάγεται από την Τσούκα των Αγίων Σαράντα, από ελληνική οικογένεια, το γένος Γκοντάρη Θωμά. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν στο Λεσκοβίκι, όταν πρόσφεραν και οι δυο εθελοντική εργασία στο φτιάξιμο των αμπελιών. Την παντρεύτηκε μόλις δεκαπέντε ετών. Τώρα είναι σαράντα δύο. Δείχνει πάνω από πενήντα. Μας λέει η ίδια ότι μένουν εδώ μόνο και μόνο για την πεθερά της που είναι ενενήντα χρονών και χρειάζεται φροντίδα. Αλλιώς θα ήταν και αυτοί στην Ελλάδα, όπου είναι και δυο τους παιδιά. Στην Αθήνα. Ο ένας δουλεύει στο μετρό και ο άλλος οικοδόμος.

Η γιαγιά κατάγεται από το κατεστραμμένο χωριό Περάτι, δίπλα στο σύνορο και κοντά στο σημερινό τελωνείο της Μέρτζανης. Ένας αδελφός της ζει στην Ηγουμενίτσα και δεν κατάφερε να τον ανταμώσει ούτε μετά το άνοιγμα των συνόρων. Ο γιος της μας λέει ότι δυσκολεύεται πολύ να κατανοήσει την αδιαφορία του θείου του για την αδελφή του…Η γιαγιά παίρνει σύνταξη 50.000 λεκ για τον φυλακισμένο επί 25 χρόνια άντρα της Γρηγόρη. ΄Ηταν να πάρει επίσης, κατά τα λεγόμενα του Σταύρου, και μια μεγάλη αποζημίωση (24 εκατομμύρια λεκ), σύμφωνα με ένα νόμο που είχε ψηφίσει ο Μπερίσα, αλλά δεν της δόθηκαν ποτέ. Ο Μπερίσα υπόσχεται τώρα ξανά ότι θα δώσει αυτές τις αποζημιώσεις, εφόσον κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές. Ο Γρηγόρης Κότο φυλακίστηκε επειδή είχαν δραπετεύσει στην Ελλάδα δύο από τα παιδιά του, ο Φώτης και ο Γιώργος, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Γιάννινα. Ο Γιώργος που ήταν δάσκαλος έχει πεθάνει, ενώ ο Φώτης ζει. Και οι δυο στην Ελλάδα έφεραν το επώνυμο Χρήστου. Μας λένε πως ο Γιώργος πονούσε πολύ γι’ αυτούς και πέθανε από έμφραγμα καρδιάς διαβάζοντας ένα γράμμα που του είχε στείλει ο Σταύρος…Ενώ ο Γρηγόρης ήταν στη φυλακή, η οικογένειά του είχε εξοριστεί στη Lushnjë (Λούσνια). Εκείνος πέθανε στη φυλακή και δεν μπόρεσαν ούτε τα κόκκαλά του να βρουν. Όσο ήταν στο χωριό δούλευε ως μάστορας. Λένε μάλιστα ότι έχτισε μόνος του το σπίτι του και επειδή το έκανε με δύο πατώματα κατηγορήθηκε από τους κομμουνιστές ότι το έκανε ψηλό για να βλέπει την Ελλάδα! Όλες οι ιστορίες του Σταύρου ηχούν στ’ αφτιά μου τόσο γνώριμες…Η γενικευμένη καχυποψία, η ανελευθερία, ο ολοκληρωτισμός, ο παραλογισμός…Η Μήλω αναφέρεται στην κυριαρχία του αισθήματος του φόβου. Μας λέει πόσο φοβόνταν να μιλήσουν. Δούλευαν κοντά στο σύνορο, τους φώναζαν οι γυναίκες απ’ τη Μολυβδοσκέπαστη («ε, τάδε, ζιάει η μάνα μου, ζιάει η αδερφή μου;») κι αυτές το στόμα κλειστό. Τίποτα!

Ο Σταύρος μας περιγράφει στη συνέχεια πόσο συγκινητικές ήταν οι στιγμές, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά με τους κατοίκους της Μολυβοσκέπαστης οι οποίοι τους βοήθησαν εκείνα τα χρόνια πάρα πολύ. Κάνει ιδιαίτερη μνεία στο δάσκαλο Απόστολο Ριστάνη, αναφέροντας ότι τα πρώτα χρόνια μετά το άνοιγμα του συνόρου τα παιδιά από τη Βαλοβίστα και τη Βλαχοψηλοτέρα πήγαιναν στο σχολείο της Μολυβδοσκέπαστης, καθώς στο ίδιο χωριό λειτουργούσε και άτυπο τελωνείο, για την εξυπηρέτηση κατά βάση των δύο αυτών χωριών, από τα οποία αρκετοί κάτοικοι μετακινούνταν αυθημερόν για εργασία, κάτι που συνεχίζεται σε μικρότερο βαθμό και σήμερα. Το άτυπο τελωνείο έκλεισε βέβαια όταν άρχισε να λειτουργεί το κοντινό τελωνείο της Μέρτζανης, η ροή, ωστόσο, ανθρώπων και αγαθών συνεχίζεται και από τις δύο διόδους.

Η κουβέντα μας στρέφεται σε πολλά θέματα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αφορά στις σχέσεις που ανέπτυξε το χωριό με την Κύπρο. Επισημαίνουν τη μεγάλη οικονομική βοήθεια που τους πρόσφεραν οι Κύπριοι και αναφέρονται στις πολλές κουμπαριές που προέκυψαν, καθώς οι Κύπριοι προσφέρθηκαν να βαφτίσουν πολλά από τα παιδιά του χωριού. Αναφέρουν επίσης το χαρακτηριστικό γεγονός ότι με χρήματα που συγκέντρωσαν τα παιδιά που είχαν πάει στην Κύπρο να επισκεφτούν τους νονούς τους το 1995-96 κατασκεύασαν το δρόμο από το ποτάμι μέχρι τον οικισμό.

Μιλώντας για το δρόμο και τη σύνδεση του χωριού με τον έξω κόσμο η κουβέντα πηγαίνει και στο θέμα της κατασκευής μιας σύγχρονης γέφυρας. Πέραν των άλλων δυσκολιών φαίνεται ότι διαφωνούν και οι δύο κοινότητες ως προς το σημείο που πρέπει να κατασκευαστεί. Ο Σταύρος μας λέει με λύπη ότι και η ιδέα να κατασκευαστεί δρόμος που θα συνδέει το χωριό τους με τη Μολυβδοσκέπαστη έχει ναυαγήσει, διότι η εταιρεία που επρόκειτο να αναλάβει το έργο ζήτησε πολλά χρήματα. Ο ίδιος βέβαια πιστεύει πως οι Αλβανοί δεν θέλουν να γίνει αυτή η σύνδεση…

Ο Σταύρος είναι ανεξάντλητος. Κάποια στιγμή ωστόσο πρέπει να φύγουμε. Μας ξεπροβοδίζει μέχρι την άκρη του χωριού και αποχαιρετώντας μας ζητά να ξανάρθουμε.

Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ , Οδυσσέας, Αθήνα, 2010

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:

👉Ακολουθήστε μας στο twitter 

Σχόλια