Του Σταύρου ΝΤΑΓΙΟΥ *
Το 1943 η διαιρετική τομή των συμμετεχόντων Βορειοηπειρωτών στον αντιστασιακό αγώνα της Αλβανίας κατέστη σαφής: οι μεν βορειοηπειρώτες κομμουνιστές πίστεψαν στο ιδεολογικό μέλλον της Βορείου Ηπείρου (χρησιμοποιούμενος όρος από αυτούς ‘Ελληνική Μειονότητα’) –βραδύτερα, όμως, απογοητευμένοι από τις παρελκυστικές υποσχέσεις των Αλβανών διαψεύστηκαν– ενώ οι δε εθνικόφρονες εμμέναν στην εθνική ανάπτυξη και τη φρονηματική σφυρηλάτηση του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού. Δύσκολα μπορείς να αποδόσεις οπισθοβουλία και ιδιοτέλεια στις προθέσεις και των δυο παρατάξεων την περίοδο της αντίστασης. Είναι ενδεικτικό ότι το 1949 μια ολιγομελή δράκα μειονοτικών κομμουνιστών απέστειλαν καταγγελτική επιστολή προς τον Ενβέρ Χότζα με συγκεκριμένες κατηγορίες για υψηλόβαθμους αλβανούς κυβερνητικούς και κομματικούς τιτλούχους (Pandi Kristο) οι οποίοι το διάστημα της αντίστασης εκβίαζαν και εξωθούσαν τους όμαιμους μειονοτικούς να αποδεχθούν ότι δεν ήταν επιχώριοι στην περιοχή και ότι μετά τον πόλεμο θα έπρεπε να μετεγκακασταθούν στην Ελλάδα. Ειδεμή, θα περνούσαν από στρατοδικείο ή θα θανατώνονταν επί τόπου. Η κατηγορία ήταν βαριά, αλλά από τον αλβανό δικτάτορα δεν έλαβαν ποτέ απάντηση.
Ωστόσο, το 1944 η πλειοψηφική συμπαράταξη των Βορειοηπειρωτών με το αλβανικό πολιτειακό σύστημα θα μπορούσε να ερμηνευθεί περισσότερο ως νομοτελειακή εξέλιξη των γεγονότων της εποχής και λιγότερο ως συνειδητή επιλογή του πληθυσμού της. Η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε τότε την πατρίδα όλων των κομμουνιστών του κόσμου –και δη των ελλήνων–, το ήμισυ της Ευρώπης είχε υποταχθεί στη σοβιετική ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία, η οποία διέθετε απίστευτη ισχύ, αίγλη και επιρροή. Ενσάρκωνε την ορμή της προοπτικής και της πίστης για το μέλλον. Αλλά εκ των υστέρων απεδείχθη ότι ούτε το ΚΚΕ, ούτε τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα ήταν οργανώσεις αλτρουιστών.
Η χοάνη του προλεταριακού διεθνισμού (η οποία προτάχθηκε ως η ιδανική πολιτική επίλυσης των εθνικών ζητημάτων) ήταν εξίσου διαβρωτική με τις προηγούμενες εθνικιστικές αντιλήψεις και πρακτικές. Οι εθνικόφρονες Βορειοηπειρώτες αποτελούσαν μια παρωχημένη μειοψηφία χωρίς προοπτική, σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη που προωθούσαν ασίγαστα οι κομμουνιστές. Η ιδεολογική χρήση προκρίθηκε δολερά ως το σημαντικότερο πνευματικό αγαθό και για την ελληνική κοινότητα με τάσεις αποσιώπησης της εθνικής συγκρότησης και κάθε προσπάθειας εθνικής περιχαράκωσης πίσω από τις εθνικές αξίες. Όμως, εκ των υστέρων, όλο αυτό απεδείχθη μια «προοδευτική σαχλαμάρα», καθώς επινοήθηκε η φαιδρή θεωρία της αυθύπαρκτης και αυτοφυούς μειονότητας (στην ουσία αναγνωρισμένης μόνον ως γλωσσικής) με πατρίδα τον σοσιαλισμό και προστάτη το κόμμα. Εν ολίγοις, όλη τη διάρκεια της ψυχρής έντασης αφενός η ιδεολογική κομμουνιστική ψευδοευλάβεια και αφετέρου η φρονηματική πίστη συνυπήρξαν ως μια αδήλωτη υποκαίουσα κοινωνική αντιδικία.
Δεδομένης της αδίστακτης πολιτικής δίωξης που υπέστη ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός–πολύ πιο απηνής συγκρινόμενη με τον υπόλοιπο αλβανικό πληθυσμό–, ο άκρατος αυτός λαϊκισμός, ο οποίος στην πολιτική πάντα προμηνύει αποτυχία, δεν έγινε ποτέ πιστευτός από τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου, καθώς η Ελλάδα έχει ορατό ιστορικό, γεωγραφικό, γλωσσικό και πολιτισμικό βάθος. Η αποστέρηση της εθνικής συνείδησης και η αποσιώπηση του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού ήταν μια απόπειρα καταδικασμένη. Η τάση αυτή υποδήλωνε εν πρώτοις φόβο από την αλβανική πολιτική τάξη καθώς η τεχνητή υποβάθμιση των αδιαμφησβήτητων εθνικών αξιών μέσω της αποκοπής της από τον εθνικό κορμό και την απεμπόληση των δικαιωμάτων της ως φορέα ενός αρχαίου πολιτισμού όπως όλοι οι Έλληνες, την καθιστούσε κοινότητα αυξημένης πνευματικής σπουδαιότητας σε σχέση με τους ντόπιους συνυπάρχοντες.
Οι δύο αυτές τάσεις, η εθνικόφρονα και η κομμουνιστική, εκφράστηκαν από τον τύπο της εποχής στην Αλβανία, στην Ελλάδα και σε χώρες που υπήρχε βορειοηπειρωτική ομογένεια, πίσω από τον οποίο συσπειρώθηκαν ιδεολογικά και πολιτικά οι δυο αντίθετες παρατάξεις.
Η σημαντικότερη εφημερίδα με το μεγαλύτερο δημοσιογραφικό κύρος θα μπορούσε να θεωρηθεί το «Ηπειρωτικόν Μέλλον» του Αθανάσιου Γκογκώνη με έδρα την Αθήνα και πανελλήνια κυκλοφορία (1934). Η εφημερίδα δεν περιόριζε το δημοσιογραφικό της περιεχόμενο σε βορειοηπειρωτικά θέματα αλλά επέκτεινε το θεματολόγιό της και σε θέματα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η εφημερίδα ανέστειλε τη λειτουργία το 1941 και επανακυκλοφόρησε μετά την Κατοχή, τον Φεβρουάριο του 1945 από τον ίδιο ιδιοκτήτη. Η εφημερίδα δήλωνε αρχικά όργανο των Βορειοηπειρωτών, αλλά στην ουσία λειτούργησε ως δημοσιογραφικό βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (ΚΕΒΑ).
Αναγνωστικός στόχος της εφημερίδας ήταν οι απανταχού Ηπειρώτες (στην Ελλάδα και στη διασπορά) αλλά το τιράζ της εφημερίδας δεν υπερέβη ποτέ τα 2.000 φύλλα. Οι πωλήσεις και οι σχεδόν ανύπαρκτες διαφημίσεις δεν δικαιολογούσαν την οικονομική βιωσιμότητα της εφημερίδας. Για τον λόγο αυτό, ο εκδότης της αιτείτο κάθε τόσο την αύξηση της οικονομικής αρωγής από το κράτος για την απρόσκοπτη συνέχιση της αποστολής της εφημερίδας δωρεάν στους αναγνώστες και στους συλλόγους του εσωτερικού και του εξωτερικού (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά, Αίγυπτο, Γαλλία, Ιταλία), σε φυγάδες Βορειοηπειρώτες, σε προξενικές αρχές και αλλαχού για την εξυπηρέτηση του εθνικού σκοπού. Όντως, από το 1945 η εφημερίδα λάμβανε αδιαλείπτως 800.000 δρχ. τον μήνα από κρατικά κονδύλια, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το ποσό της κρατικής επιχορήγησης ενισχύθηκε περαιτέρω. Αυτό όμως δεν έλυσε τα οικονομικά αδιέξοδα της εφημερίδας, τα οποία σε χρέη προς τους προμηθευτές και σε ασφαλιστικά ταμεία ανέρχοντο σε 8.000.000 δρχ. Ο εκδότης ζητούσε απεγνωσμένα επιχορηγητική ενίσχυση κεφαλαίου ενώπιον του αδιεξόδων και της οικονομικής δυσπραγίας στην οποία είχε περιέλθει.
Οι υπόλοιπες εφημερίδες περιόριζαν το δημοσιογραφικό τους περιεχόμενο απηχώντας τις ακραιφνείς εθνικές θέσεις, εκτιμώμενες ως μυητικά φυλλάδια της βορειοηπειρωτικής ιδέας και της εθνικής αίρεσης. Οι περισσότερες εφημερίδες ήταν όργανα συλλόγων ή σωματείων. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες: «Βόρειος Ήπειρος», «Βορειοηπειρωτικός Αγών», «Πυρσός της Βορείου Ηπείρου» ενώ στις ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία «Η Φωνή της Ηπείρου», «Πανηπειρωτικός Αγών», «Ενιαία Ήπειρος», «Βόρειος Ήπειρος», αλλά και η εθνικής εμβέλειας «Εθνικός Κύρηξ» (1915).
Μια σχετική ιδεολογική ανεξαρτησία εμφάνιζαν οι εφημερίδες «Πανηπειρωτικός Αγών» του Χρήστο Μικέλη (εκδότη και του περιοδικού «Βορειοηπειρωτικά Νιάτα», 1949-1952), με βραχύβιο δημοσιογραφικό βίο (Αθήνα, 1952-1956) αναφερόμενη ως εφημερίδα του βορειοηπειρωτικού αγώνα, το φυλλάδιο «Η Ελληνική Βόρειος Ήπειρος» (Θεσσαλονίκη, 1960-1962, και Αθήνα, 1963) υπό τον εκδότη Δημήτριο Βένδρα με ρητό «αγωνιστικό όργανο των εθνικών διεκδικήσεων», η «Σκλαβωμένη Ήπειρος» (Θεσσαλονίκη, 1955- 1956, Αθήνα, 1956-1963) και τέλος, «Η Φωνή της Βορείου Ηπείρου» (Θεσσαλονίκη, 1958-1969). Κυκλοφόρησε επίσης η ‘μηνιαία επιθεώρησις εν Ιωαννίνοιςֲ’ «Ηπειρωτικής Εστία», το «Ηπειρωτικό ημερολόγιο» της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών (Ιωάννινα) με αμιγώς λαογραφικό περιεχόμενο και κάποια άλλα ανυπόληπτα φυλλάδια.
Πιο μαχητική εμφανιζόταν η εφημερίδα «Βορειοηπειρωτικός Αγών» του εκδότη Γεωργίου Πολύζου, από το Λεσκοβίκι, το οποίο εκδιδόταν από το 1957-1959, 1960-1961, 1982-1987, με έδρα την Αθήνα. Ο εκδότης της εφημερίδας υπήρξε μισθωτός και μέλος της ΚΕΒΑ. Η αρθρογραφία και αυτής της εφημερίδας χαρακτηρίζονταν από θυμική προσέγγιση του εθνικού ζητήματος, με συχνές βίαιες λεκτικές επιθέσεις όπως η πλειονότητα των υπόλοιπων εφημερίδων. Ο συνδρομητικός ταμιευτήρας της εφημερίδας περιοριζόταν στα 1.000-1.500 φύλλα. Ο εκδότης της εφημερίδας, με σκοπό την απρόσκοπτη συνέχιση της έκδοσης, αιτείτο τακτικές κρατικές επιχορηγήσεις.
Σύμφωνα με τη δημοσιογραφική αντίληψη της εφημερίδας –η οποία παροχέτευε την εθνική πολιτική του αλβανικού κράτους– τα εθνικά οφέλη των ελλήνων μειονοτικών στην Αλβανία διασφαλίζονταν διά της πολιτικής και ιδεολογικής τους ταύτισης με το κρατούν καθεστώς της χώρας, υιοθετώντας την αρχή της ένωσης και συναδέλφωσης.
Στην εναρκτήρια συντακτική επιτροπή συμμετείχαν οι: Φίλιππος Λίτσος, αρχισυντάκτης, Μιχάλης Καράντζας και Αριστείδης Μπλάνης, συντάκτες. Έδρα της εφημερίδας ορίσθηκαν αρχικά τα Τίρανα, ενώ στη συνέχεια (1948) η έδρα μεταφέρθηκε στο Αργυρόκαστρο. Αφενός, η εφημερίδα υπήρξε αποκλειστικός φορέας της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της κρατούσας κυβερνητικής πολιτικής για την ελληνική μειονότητα και αφετέρου λειτούργησε ως μέσο προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, όπως, γενικότερα, όλος ο αλβανικός τύπος. Ως θετικό πρόσημο της εφημερίδας θα μπορούσε να της πιστωθεί το γεγονός ότι επιβεβαίωνε, έμμεσα, την ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στην Αλβανία και ότι, έστω και έτσι, βοήθησε στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, παρ’ όλη την περιορισμένη επιρροή της στο αναγνωστικό κοινό, αλλά και την ανάδειξη της πνευματικής παρακαταθήκης του γένους εντός του ασφυκτικού επιτρεπτού ιδεολογικού και πολιτικού πλαισίου (σπάνιες καταχωρήσεις από την αρχαία και σύγχρονη ελληνική γραμματολογία). Της τελευταίας συντακτικής επιτροπής –πριν την μεταπολίτευση (1991)– ηγείτο ο Βασίλης Τσάμης και στη συνέχεια ο Θανάσης Σούτζιος.
Σε αντιδιαστολή με τα φυλλάδια της Ελλάδας, το «Λαϊκό Βήμα» πρέσβευε ολοκληρωτικά το ιδεολογικό (κομμουνιστικό) μέλλον της μειονότητας ως την ασφαλέστερη εγγύηση της εθνικής της επιβίωσης. Εκ των υστέρων, όμως, δεν δικαιώθηκε: Το εδαφικό καθεστώς της Βορείου Ηπείρου δεν μετασχηματίσθηκε και τα εθνικά της δικαιώματα παρέμειναν επισφαλή.
Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή της εφημερίδας ήταν εμφανώς περιορισμένη (το μέγιστο τιράζ δεν ξεπέρασε τα 2.200 φύλλα).
Το «Λαϊκό Βήμα» συνέχισε τη δημοσιογραφική του πορεία και μετά τη μεταπολίτευση με ιδιοκτήτη τον Βασίλη Ιατρού έως το 2011-2012.
* Ο Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και διευθυντής της εκδοτικής εταιρείας «LITERATUS».
Το 1943 η διαιρετική τομή των συμμετεχόντων Βορειοηπειρωτών στον αντιστασιακό αγώνα της Αλβανίας κατέστη σαφής: οι μεν βορειοηπειρώτες κομμουνιστές πίστεψαν στο ιδεολογικό μέλλον της Βορείου Ηπείρου (χρησιμοποιούμενος όρος από αυτούς ‘Ελληνική Μειονότητα’) –βραδύτερα, όμως, απογοητευμένοι από τις παρελκυστικές υποσχέσεις των Αλβανών διαψεύστηκαν– ενώ οι δε εθνικόφρονες εμμέναν στην εθνική ανάπτυξη και τη φρονηματική σφυρηλάτηση του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού. Δύσκολα μπορείς να αποδόσεις οπισθοβουλία και ιδιοτέλεια στις προθέσεις και των δυο παρατάξεων την περίοδο της αντίστασης. Είναι ενδεικτικό ότι το 1949 μια ολιγομελή δράκα μειονοτικών κομμουνιστών απέστειλαν καταγγελτική επιστολή προς τον Ενβέρ Χότζα με συγκεκριμένες κατηγορίες για υψηλόβαθμους αλβανούς κυβερνητικούς και κομματικούς τιτλούχους (Pandi Kristο) οι οποίοι το διάστημα της αντίστασης εκβίαζαν και εξωθούσαν τους όμαιμους μειονοτικούς να αποδεχθούν ότι δεν ήταν επιχώριοι στην περιοχή και ότι μετά τον πόλεμο θα έπρεπε να μετεγκακασταθούν στην Ελλάδα. Ειδεμή, θα περνούσαν από στρατοδικείο ή θα θανατώνονταν επί τόπου. Η κατηγορία ήταν βαριά, αλλά από τον αλβανό δικτάτορα δεν έλαβαν ποτέ απάντηση.
Ωστόσο, το 1944 η πλειοψηφική συμπαράταξη των Βορειοηπειρωτών με το αλβανικό πολιτειακό σύστημα θα μπορούσε να ερμηνευθεί περισσότερο ως νομοτελειακή εξέλιξη των γεγονότων της εποχής και λιγότερο ως συνειδητή επιλογή του πληθυσμού της. Η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε τότε την πατρίδα όλων των κομμουνιστών του κόσμου –και δη των ελλήνων–, το ήμισυ της Ευρώπης είχε υποταχθεί στη σοβιετική ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία, η οποία διέθετε απίστευτη ισχύ, αίγλη και επιρροή. Ενσάρκωνε την ορμή της προοπτικής και της πίστης για το μέλλον. Αλλά εκ των υστέρων απεδείχθη ότι ούτε το ΚΚΕ, ούτε τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα ήταν οργανώσεις αλτρουιστών.
Η χοάνη του προλεταριακού διεθνισμού (η οποία προτάχθηκε ως η ιδανική πολιτική επίλυσης των εθνικών ζητημάτων) ήταν εξίσου διαβρωτική με τις προηγούμενες εθνικιστικές αντιλήψεις και πρακτικές. Οι εθνικόφρονες Βορειοηπειρώτες αποτελούσαν μια παρωχημένη μειοψηφία χωρίς προοπτική, σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη που προωθούσαν ασίγαστα οι κομμουνιστές. Η ιδεολογική χρήση προκρίθηκε δολερά ως το σημαντικότερο πνευματικό αγαθό και για την ελληνική κοινότητα με τάσεις αποσιώπησης της εθνικής συγκρότησης και κάθε προσπάθειας εθνικής περιχαράκωσης πίσω από τις εθνικές αξίες. Όμως, εκ των υστέρων, όλο αυτό απεδείχθη μια «προοδευτική σαχλαμάρα», καθώς επινοήθηκε η φαιδρή θεωρία της αυθύπαρκτης και αυτοφυούς μειονότητας (στην ουσία αναγνωρισμένης μόνον ως γλωσσικής) με πατρίδα τον σοσιαλισμό και προστάτη το κόμμα. Εν ολίγοις, όλη τη διάρκεια της ψυχρής έντασης αφενός η ιδεολογική κομμουνιστική ψευδοευλάβεια και αφετέρου η φρονηματική πίστη συνυπήρξαν ως μια αδήλωτη υποκαίουσα κοινωνική αντιδικία.
Δεδομένης της αδίστακτης πολιτικής δίωξης που υπέστη ο βορειοηπειρωτικός ελληνισμός–πολύ πιο απηνής συγκρινόμενη με τον υπόλοιπο αλβανικό πληθυσμό–, ο άκρατος αυτός λαϊκισμός, ο οποίος στην πολιτική πάντα προμηνύει αποτυχία, δεν έγινε ποτέ πιστευτός από τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου, καθώς η Ελλάδα έχει ορατό ιστορικό, γεωγραφικό, γλωσσικό και πολιτισμικό βάθος. Η αποστέρηση της εθνικής συνείδησης και η αποσιώπηση του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού ήταν μια απόπειρα καταδικασμένη. Η τάση αυτή υποδήλωνε εν πρώτοις φόβο από την αλβανική πολιτική τάξη καθώς η τεχνητή υποβάθμιση των αδιαμφησβήτητων εθνικών αξιών μέσω της αποκοπής της από τον εθνικό κορμό και την απεμπόληση των δικαιωμάτων της ως φορέα ενός αρχαίου πολιτισμού όπως όλοι οι Έλληνες, την καθιστούσε κοινότητα αυξημένης πνευματικής σπουδαιότητας σε σχέση με τους ντόπιους συνυπάρχοντες.
Οι δύο αυτές τάσεις, η εθνικόφρονα και η κομμουνιστική, εκφράστηκαν από τον τύπο της εποχής στην Αλβανία, στην Ελλάδα και σε χώρες που υπήρχε βορειοηπειρωτική ομογένεια, πίσω από τον οποίο συσπειρώθηκαν ιδεολογικά και πολιτικά οι δυο αντίθετες παρατάξεις.
Αναγνωστικός στόχος της εφημερίδας ήταν οι απανταχού Ηπειρώτες (στην Ελλάδα και στη διασπορά) αλλά το τιράζ της εφημερίδας δεν υπερέβη ποτέ τα 2.000 φύλλα. Οι πωλήσεις και οι σχεδόν ανύπαρκτες διαφημίσεις δεν δικαιολογούσαν την οικονομική βιωσιμότητα της εφημερίδας. Για τον λόγο αυτό, ο εκδότης της αιτείτο κάθε τόσο την αύξηση της οικονομικής αρωγής από το κράτος για την απρόσκοπτη συνέχιση της αποστολής της εφημερίδας δωρεάν στους αναγνώστες και στους συλλόγους του εσωτερικού και του εξωτερικού (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά, Αίγυπτο, Γαλλία, Ιταλία), σε φυγάδες Βορειοηπειρώτες, σε προξενικές αρχές και αλλαχού για την εξυπηρέτηση του εθνικού σκοπού. Όντως, από το 1945 η εφημερίδα λάμβανε αδιαλείπτως 800.000 δρχ. τον μήνα από κρατικά κονδύλια, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το ποσό της κρατικής επιχορήγησης ενισχύθηκε περαιτέρω. Αυτό όμως δεν έλυσε τα οικονομικά αδιέξοδα της εφημερίδας, τα οποία σε χρέη προς τους προμηθευτές και σε ασφαλιστικά ταμεία ανέρχοντο σε 8.000.000 δρχ. Ο εκδότης ζητούσε απεγνωσμένα επιχορηγητική ενίσχυση κεφαλαίου ενώπιον του αδιεξόδων και της οικονομικής δυσπραγίας στην οποία είχε περιέλθει.
Μια σχετική ιδεολογική ανεξαρτησία εμφάνιζαν οι εφημερίδες «Πανηπειρωτικός Αγών» του Χρήστο Μικέλη (εκδότη και του περιοδικού «Βορειοηπειρωτικά Νιάτα», 1949-1952), με βραχύβιο δημοσιογραφικό βίο (Αθήνα, 1952-1956) αναφερόμενη ως εφημερίδα του βορειοηπειρωτικού αγώνα, το φυλλάδιο «Η Ελληνική Βόρειος Ήπειρος» (Θεσσαλονίκη, 1960-1962, και Αθήνα, 1963) υπό τον εκδότη Δημήτριο Βένδρα με ρητό «αγωνιστικό όργανο των εθνικών διεκδικήσεων», η «Σκλαβωμένη Ήπειρος» (Θεσσαλονίκη, 1955- 1956, Αθήνα, 1956-1963) και τέλος, «Η Φωνή της Βορείου Ηπείρου» (Θεσσαλονίκη, 1958-1969). Κυκλοφόρησε επίσης η ‘μηνιαία επιθεώρησις εν Ιωαννίνοιςֲ’ «Ηπειρωτικής Εστία», το «Ηπειρωτικό ημερολόγιο» της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών (Ιωάννινα) με αμιγώς λαογραφικό περιεχόμενο και κάποια άλλα ανυπόληπτα φυλλάδια.
Πιο μαχητική εμφανιζόταν η εφημερίδα «Βορειοηπειρωτικός Αγών» του εκδότη Γεωργίου Πολύζου, από το Λεσκοβίκι, το οποίο εκδιδόταν από το 1957-1959, 1960-1961, 1982-1987, με έδρα την Αθήνα. Ο εκδότης της εφημερίδας υπήρξε μισθωτός και μέλος της ΚΕΒΑ. Η αρθρογραφία και αυτής της εφημερίδας χαρακτηρίζονταν από θυμική προσέγγιση του εθνικού ζητήματος, με συχνές βίαιες λεκτικές επιθέσεις όπως η πλειονότητα των υπόλοιπων εφημερίδων. Ο συνδρομητικός ταμιευτήρας της εφημερίδας περιοριζόταν στα 1.000-1.500 φύλλα. Ο εκδότης της εφημερίδας, με σκοπό την απρόσκοπτη συνέχιση της έκδοσης, αιτείτο τακτικές κρατικές επιχορηγήσεις.
Ιδιαίτερα αιχμηρή και με επίσης επιθετικό δημοσιογραφικό λόγο –με έντονες αντιπαραθέσεις με το «Λαϊκό Βήμα» του Αργυρόκαστρου εκδιδόταν στα Ιωάννινα η εφημερίδα «Βόρειος Ήπειρος», –εξαρτωμένη και αυτή από την ΚΕΒΑ (1944-1960). Η εφημερίδα διανεμόταν δωρεάν στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή. Διά μυστικών αποστολών φύλλα της παροχετεύονταν και στη Βόρειο Ήπειρο. Σε μεγάλο βαθμό και αυτή η εφημερίδα επιχορηγείτο σε μηνιαία βάση αλλά (ελάχιστα) έσοδά της προέρχονταν και από συνδρομές μελών της ΚΕΒΑ και των φυγάδων που κατέφθαναν από τη Βόρεια Ήπειρο. Στην αρχή της δημοσιογραφικής της διαδρομής, η εφημερίδα εκδιδόταν υπό την αρχισυνταξία του Ιωάννη Διαμάντη από τη Δερβιτσιάνη με δραστήριο αρθρογράφο τον επίσης Βορειοηπειρώτη από τον ίδιο χωριό Μιχάλη Μάνο (αμφότεροι φυγάδες στο λυκόφως του πολέμου) και στη συνέχεια του Χαρ. Βάρφη από την Χιμάρα, ο οποίος ήταν μέλος του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου Ιωαννίνων.
Ο «Πυρσός Βορείου Ηπείρου» (Αθήνα 1964-1981) ως όργανο της ΚΕΒΑ έθετε ως δημοσιογραφικό μότο την τήρηση ζωντανού και ανύσταχτου του οράματος του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος, ώστε οι επερχόμενες γενεές να μην αποξενωθούν από την εθνική κληρονομιά. Οι ιδιοκτήτες της εφημερίδας διεκδικούσαν για τους ίδιους λόγους οικονομικές επιχορηγήσεις για την υπέρβαση των οικονομικών δυσχερειών.
Σκοπός όλων αυτών των εφημερίδων ήταν η προβολή του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος και η λύση του (πολλές φορές προβαλλομένη με ασάφεια: από την αλλαγή του εδαφικού της καθεστώτος έως την προστασία των εθνικών δικαιωμάτων των μελών της). Οι εφημερίδες και τα φυλλάδια ασφαλώς δεν διεκδικούν περγαμηνές αδέκαστης και αντικειμενικής δημοσιογραφίας, ούτε δάφνες ενημερωτικής επάρκειας, αξίζουν, όμως, επαίνους πατριωτικής αφοσίωσης και χρήσης καλαίσθητης ελληνικής γλώσσας. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν καταχωρήσεις με υποβολιμαίες πληροφορίες και ψευδεπίγραφα χρονικά, απότοκα πλημμελούς δημοσιογραφικής έρευνας ή προπαγανδιστικής χρήσης.
Στον αντίποδα των βορειοηπειρωτικών φυλλαδίων στην Ελλάδα την 25η Μαΐου 1945 ιδρύθηκε από την κομματική και κυβερνητική εξουσία της Αλβανίας στο Αργυρόκαστρο το ελληνόφωνο «Λαϊκό Βήμα», το οποίο διατεινόταν να επωμισθεί το ρόλο του ιδεολογικού και πολιτικού εκφραστή της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία.
Το 1956, το «Λαϊκό Βήμα» εμπλουτίσθηκε με δισέλιδη επιφυλλίδα φιλολογικού περιεχομένου, τη «Λογοτεχνική σελίδα», αρχικά υπό τη φιλολογική επιστασία του Πάνου Τσούκα. Από το 1960 έως το 1968 η λογοτεχνική σελίδα ανεστάλη ενώ επανήλθε το 1968 έως το 1988 με νέα αρχισυνταξία. Το 1988-1991 ιδρύθηκε η νεοπαγής εφημερίδα “Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα”, με ομόθεμο με τον τίτλο του περιεχόμενο.Ο «Πυρσός Βορείου Ηπείρου» (Αθήνα 1964-1981) ως όργανο της ΚΕΒΑ έθετε ως δημοσιογραφικό μότο την τήρηση ζωντανού και ανύσταχτου του οράματος του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος, ώστε οι επερχόμενες γενεές να μην αποξενωθούν από την εθνική κληρονομιά. Οι ιδιοκτήτες της εφημερίδας διεκδικούσαν για τους ίδιους λόγους οικονομικές επιχορηγήσεις για την υπέρβαση των οικονομικών δυσχερειών.
Σκοπός όλων αυτών των εφημερίδων ήταν η προβολή του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος και η λύση του (πολλές φορές προβαλλομένη με ασάφεια: από την αλλαγή του εδαφικού της καθεστώτος έως την προστασία των εθνικών δικαιωμάτων των μελών της). Οι εφημερίδες και τα φυλλάδια ασφαλώς δεν διεκδικούν περγαμηνές αδέκαστης και αντικειμενικής δημοσιογραφίας, ούτε δάφνες ενημερωτικής επάρκειας, αξίζουν, όμως, επαίνους πατριωτικής αφοσίωσης και χρήσης καλαίσθητης ελληνικής γλώσσας. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν καταχωρήσεις με υποβολιμαίες πληροφορίες και ψευδεπίγραφα χρονικά, απότοκα πλημμελούς δημοσιογραφικής έρευνας ή προπαγανδιστικής χρήσης.
Στον αντίποδα των βορειοηπειρωτικών φυλλαδίων στην Ελλάδα την 25η Μαΐου 1945 ιδρύθηκε από την κομματική και κυβερνητική εξουσία της Αλβανίας στο Αργυρόκαστρο το ελληνόφωνο «Λαϊκό Βήμα», το οποίο διατεινόταν να επωμισθεί το ρόλο του ιδεολογικού και πολιτικού εκφραστή της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία.
Σύμφωνα με τη δημοσιογραφική αντίληψη της εφημερίδας –η οποία παροχέτευε την εθνική πολιτική του αλβανικού κράτους– τα εθνικά οφέλη των ελλήνων μειονοτικών στην Αλβανία διασφαλίζονταν διά της πολιτικής και ιδεολογικής τους ταύτισης με το κρατούν καθεστώς της χώρας, υιοθετώντας την αρχή της ένωσης και συναδέλφωσης.
Στην εναρκτήρια συντακτική επιτροπή συμμετείχαν οι: Φίλιππος Λίτσος, αρχισυντάκτης, Μιχάλης Καράντζας και Αριστείδης Μπλάνης, συντάκτες. Έδρα της εφημερίδας ορίσθηκαν αρχικά τα Τίρανα, ενώ στη συνέχεια (1948) η έδρα μεταφέρθηκε στο Αργυρόκαστρο. Αφενός, η εφημερίδα υπήρξε αποκλειστικός φορέας της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της κρατούσας κυβερνητικής πολιτικής για την ελληνική μειονότητα και αφετέρου λειτούργησε ως μέσο προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, όπως, γενικότερα, όλος ο αλβανικός τύπος. Ως θετικό πρόσημο της εφημερίδας θα μπορούσε να της πιστωθεί το γεγονός ότι επιβεβαίωνε, έμμεσα, την ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στην Αλβανία και ότι, έστω και έτσι, βοήθησε στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, παρ’ όλη την περιορισμένη επιρροή της στο αναγνωστικό κοινό, αλλά και την ανάδειξη της πνευματικής παρακαταθήκης του γένους εντός του ασφυκτικού επιτρεπτού ιδεολογικού και πολιτικού πλαισίου (σπάνιες καταχωρήσεις από την αρχαία και σύγχρονη ελληνική γραμματολογία). Της τελευταίας συντακτικής επιτροπής –πριν την μεταπολίτευση (1991)– ηγείτο ο Βασίλης Τσάμης και στη συνέχεια ο Θανάσης Σούτζιος.
Σε αντιδιαστολή με τα φυλλάδια της Ελλάδας, το «Λαϊκό Βήμα» πρέσβευε ολοκληρωτικά το ιδεολογικό (κομμουνιστικό) μέλλον της μειονότητας ως την ασφαλέστερη εγγύηση της εθνικής της επιβίωσης. Εκ των υστέρων, όμως, δεν δικαιώθηκε: Το εδαφικό καθεστώς της Βορείου Ηπείρου δεν μετασχηματίσθηκε και τα εθνικά της δικαιώματα παρέμειναν επισφαλή.
Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή της εφημερίδας ήταν εμφανώς περιορισμένη (το μέγιστο τιράζ δεν ξεπέρασε τα 2.200 φύλλα).
Το «Λαϊκό Βήμα» συνέχισε τη δημοσιογραφική του πορεία και μετά τη μεταπολίτευση με ιδιοκτήτη τον Βασίλη Ιατρού έως το 2011-2012.
* Ο Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και διευθυντής της εκδοτικής εταιρείας «LITERATUS».
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών