Ζωγράφεια Διδασκαλεία

Τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία ιδρύθηκαν σε μια εποχή που οι δάσκαλοι και ιερείς βρισκόταν σε άθλια παιδευτική κατάσταση. Σε καιρό γυµνότητος υπήρξε μέγα απόκτηµα για την Ήπειρο. 

Ο Χρ. Ζωγράφος, ο οποίος είχε κατανοήσει τη σημασία της δημοτικής εκπαιδεύσεως των ελληνοπαίδων, αναφέρει στον Ηροκλή Βασιάδη  (1821-1890) πρόεδρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κων/πόλεως, ότι επιθυμεί να μεταρρυθμίσει και να προαγάγει τα Ζωγράφεια Εκπαιδευτήρια σε Διδασκαλεία αρρένων και θηλέων. Μετά από διαπραγματεύσεις, στις 20- 5-1873, ο Γραµ. του Ηπειρωτικού Συλλόγου Γ. Λαζόπουλος ανακοίνωσε τη γενική έκθεση των πεπραγμένων που αποτελούνταν από 97 άρθρα του Κανονισμού των Διδασκαλείων.  Στη συνέχεια, ιδρύθηκαν τα Διδασκαλεία στο Κεστοράτι µε την επωνυμία «Ζωγράφεια ∆ιδασκαλεία». 

Η λειτουργία τους αρχίζει το έτος 1874 µε τις καλύτερες δυνατές προθέσεις. Προσαρτημένα σ’αυτά, λειτουργούσαν πρότυπο νηπιαγωγείο και πρότυπο δημοτικό σχολείο. Τα Διδασκαλεία στεγαζόταν στα κτίρια της Ελληνικής σχολής και επιπλέον ο ευεργέτης δαπάνησε 1000 λίρ. οθωµ. για την ανέγερση ειδικού κτιρίου για τη διαμονή και διατροφή των σπουδαστών και ανάλογα ποσά για τον εξοπλισμό του. Οι πόροι των ∆ιδασκαλείων ανερχόταν σε 1.400 λίρ. οθωµ. ετησίως, αλλά από αυτές 1.200 χορηγούνταν από τον ιδρυτή και οι 200 εισπράττονταν από τους δέκα οκτώ, κατά μέσο όρο, ιδιοσυντήρητους μαθητές. 
Ως προς τον σκοπό των Ζωγράφειων Διδασκαλείων το 1ο άρθρο του Κανονισµού αναφέρει: «Σκοπός των διδασκαλείων εστίν η σκόπιµος και χριστιανική εκπαίδευσις και µόρφωσις διδασκάλων της εθνικής ή δηµοτικής καλουµένης παιδεύσεως. Τούτο δε κατορθούται δια της συµµέτρου και αρµονικής των σωµατικών και ψυχικών δυνάµεων αγωγής και αναπτύξεως κατά τους της παιδαγωγικής κανόνας µετά του πορισµού των προς εξάσκησιν του διδασκαλικού επαγγέλµατος αναγκαίων γνώσεων και βοηθηµάτων» , ενώ η μέθοδος διδασκαλίας που θα ακολουθηθεί ορίζεται «Άρθρον 28. Η διδασκαλία εστίν απλή και σύµµετρος, παν το περιττόν αποφεύγουσα, συναιρούσα δε τα καθ’εαυτό συγγενή. Η πραγµατική δε μέθοδος ή η διδασκαλία διά των πραγµάτων προτιµοτέρα εστί της δια πινάκων και εικόνων των πραγµάτων». 

Η διοίκηση και το προσωπικό των ∆ιδασκαλείων αποτελούνταν από τον ανώτατο επόπτη και επιτηρητή, που ήταν ο ιδρυτής Χρ. Ζωγράφος, τον αντιπρόσωπο του ανώτατου επόπτη, που ήταν ο Ηπειρωτικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κων/πόλεως, τους έφορους των Διδασκαλείων µε πρόεδρο τον κάθε φορά μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, τον διευθυντή και την διευθύντρια των τμημάτων αρρένων και θηλέων, τον επιθεωρητή και την επιθεωρήτρια, τους καθηγητές, τη σχολική εφορία, τους επιμελητές, τους παιδονόμους και τους κηδεμόνες. 

Στα Ζωγράφεια ∆ιδασκαλεία γίνονταν δεκτοί άρρενες ηλικίας 15- 23 ετών κάτοχοι ενδεικτικού Β΄ τάξεως Γυμνασίου και φοιτούσαν τρία χρόνια, θήλεις ηλικίας 12 ετών και άνω µε ενδεικτικό Β΄ τάξεως τουλάχιστον Ελληνικού σχολείου και φοιτούσαν τέσσερα χρόνια. Χωρίς περιορισμό ηλικίας ήταν και οι διδάσκαλοι, που ήθελαν κατόπιν επιλογής, να φοιτήσουν, για να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους. Οι σπουδαστές και οι σπουδάστριες προέρχονταν από τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της Ηπείρου, και κάθε εκκλησιαστική διοίκηση, εξέλεγε µε κλήρωση 3 άρρενες και 3 θήλεις εφήβους από την περιοχή της, μέχρι να συμπληρωθούν 30 αρρένες και 30 θήλεις, οι οποίοι συντηρούνταν µε επιχορήγηση του Ζωγράφου και έφηβοι ιδιοσυντήρητοι καταβάλλοντας το ποσό των 10 µε 12 λιρών το έτος για τα έξοδά τους. Το Επαρχιακό Ταµείο Δρυϊνουπόλεως διατηρούσε στα Διδασκαλεία 10 υποτρόφους. Στα σχολεία φοιτούσαν 20-30 έφηβοι από τα γύρω χωριά, οι οποίοι διέμεναν στα σπίτια τους και 20-30 παιδιά και έφηβοι από το Κεστοράτι.

Καθ’όλη τη διάρκεια της λειτουργίας των ∆ιδασκαλείων και στα δύο τµήµατα διδάσκονταν τα εξής µαθήµατα: θρησκευτικά, αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα, γαλλική και τουρκική γλώσσα, γεωγραφία, ιστορία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, παιδαγωγική, ιστορία της παιδαγωγικής, στοιχεία ανθρωπολογίας, πολιτική οικονομία, καλλιτεχνικά, μουσική, γυμναστική, αγρονοµική, γυναικεία εργόχειρα στο τμήμα θηλέων, ψυχολογία, λογική, παιδαγωγικό φροντιστήριο και πρακτικές ασκήσεις στο πρότυπο δημοτικό σχολείο. 
Κατά την πρώτη τετραετία 1874-1878, που αποτελεί και τον πρώτο σταθμό στην ανοδική πορεία των εκπαιδευτηρίων, πρόεδρος της εφορίας ήταν ο μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ματθαίος, ο οποίος, µε τα πλούσια φιλεκπαιδευτικά του αισθήματα, είχε ήδη ευεργετήσει την ελληνική εκπαίδευση στην επαρχία του και είχε θέσει στο κέντρο των διαφερόντων του την άρτια οργάνωση και την αποδοτική λειτουργία των Διδασκαλείων. Διευθυντής των Διδασκαλείων είχε οριστεί ο Ι. Ράμµος, εκλεκτός εκπαιδευτικός, που άνηκε στη χορεία των παλαιών πολυμαθών και εμπείρων καθηγητών της Ζωσιµαίας Σχολής. 
Την διετία 1876-1878, πρόεδρος της εφορίας ήταν ο μητρ. Άνθιµος, σύμβουλος ο Κων. Ντίλιος, πρόκριτος της περιοχής και Διευθυντές των Σχολών ήταν οι Λεων. Παπανδρέου, Αθ. Οικονοµίδης και Μ. Κουτσουριάδου, οι οποίοι µε έντονο ενδιαφέρον προώθησαν τη λειτουργία των Διδασκαλείων, βελτίωσαν την εργασία του τμήματος θηλέων, υιοθέτησαν παιδαγωγικότερα μέτρα και δημιούργησαν πολλές ελπίδες για το μέλλον των εκπαιδευτικών πραγμάτων στην Ήπειρο. 

Οι εξετάσεις των σπουδαστών όλων των τάξεων γίνονταν δύο φορές το χρόνο, στα τέλη Ιανουαρίου και στις αρχές του Ιουλίου συνήθως γραπτές και προφορικές. Οι τελειόφοιτοι λάμβαναν δίπλωμα δημοδιδασκάλου και ήταν υποχρεωμένοι να εργαστούν ως διδάσκαλοι, επί 5/ετία, µε ορισμένο μισθό, σε χωριά ή κωμοπόλεις της Ηπείρου. 
Τα διπλώματα ήταν γραμμένα σε μεµβράνη, εκδίδονταν από τον Ηπειρωτικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο και σφραγιζόταν µε τις σφραγίδες του Συλλόγου και των Διδασκαλείων. Η σφραγίδα του Διδασκαλείου των αρρένων έφερε τον τίτλο του εκπαιδευτηρίου, την εικόνα του Ιησού Χριστού µε την επιγραφή «Άφετε τα παιδιά ελθείν προς µε», ενώ των θηλέων έφερε τον τίτλο της σχολής και στη μέση την εικόνα της Θεοτόκου και του Υιού της. 

Ολόκληρη η δεκαετία 1879-1890, ήταν περίοδος ωριμότητας των Σχολών µε τις προοδευτικότερες τάσεις και το αποδοτικότερο δυνατό έργο. Τη σχολική εφορία αποτελούσαν ο μητροπολίτης Κλήµης και οι Κ. Ντούντας, Κ. Κέντρος και Π. Ζωτίδης. Ο μητροπολίτης και τα µέλη της εφορίας συμπαραστέκονταν στις πρωτοβουλίες των σχολών και εξασφάλιζαν πάντοτε πλήρες και πολύ ικανό διδακτικό προσωπικό. Διευθυντής του τμήματος αρρένων διορίστηκε ο Αλεξ. Ζαµαρίας, ο οποίος είχε περατώσει τις παιδαγωγικές σπουδές του στη Γερμανία και Ελβετία και είχε εμπνευστεί από νέες εκπαιδευτικές αντιλήψεις, που αναπτύσσονταν τότε στις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. 

Μετά το 1885 άρχισαν τα πρώτα κρούσματα της διασάλευσης της σωστής λειτουργίας των Διδασκαλείων. Λόγω ότι δεν επαρκούσαν οι πόροι για την πληρωμή του απαιτούμενου διδακτικού προσωπικού παρέμειναν τα διδασκαλεία µε τον διευθυντή, την διευθύντρια και πέντε καθηγητές, επομένως η διδασκαλία προσέκρουε σε όλους τους κλάδους. Επίσης, και η εφαρμογή της διδασκαλίας ήταν ατελής από την έλλειψη προτύπου καθηγητών, εκτός του διευθυντή και δύο διδασκάλων. Ήταν ανεπαρκής ο αριθμός των φοιτούντων σε σχέση µε τις ανάγκες του τόπου. Ο µητρ. Κλήµης από τη θέση του ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, δεν περιορίσθηκε µόνο στην διακρίνουσα αδράνειά του, «αλλά και βεβήλοις απέθηκε χείρας επί των γλίσχρων αυτών πόρων». Τα µέλη του διοικητικού συμβουλίου όχι µόνο αναγκαίως εκλέγονταν, αλλά γινόταν πάλη για το ποιος θα εκλεγεί. 

Τα δύο σχολεία αρρένων και θηλέων καθώς ήταν μαζί προκαλούνταν σκάνδαλα, µε αποτέλεσμα να βλάπτουν αισθητά την ηθική κατάσταση και το γόητρο των Εκπαιδευτηρίων. Πλανηθείς ο ιδρυτής από κακόβουλες εισηγήσεις, προέβει στον διορισμό ως µέλους του διοικητικού συμβουλίου του µόνου χριστιανού αλβανιστή Κώτο Χότζη από Κεστοράτι, που σε συμφωνία µε τον γραμματέα της Δηµαρχίας Σαπρή-Εφένδη υπέβαλε αναφορά προς την Γεν. Διοίκηση Ιωαννίνων να εξετάσει την άδεια της συστάσεως Αλβανικής σχολής στα Εκπαιδευτήρια. Επίσης, συγχρόνως κυκλοφορήθηκε στην αγορά αναφορά, στα τουρκικά συντεταγμένη, που ζητούσε από τους Οθωμανούς να υπογράψουν σε αυτή καταγγέλλοντες τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία. Κατηγορούνταν τα εκπαιδευτήρια ότι επηρέαζαν τα ήθη του τόπου και ότι έβλαπταν τους θεσμούς της Αυτοκρατορίας. Συνέπεια του διορισμού τούτου, δύο από τα µέλη του συμβουλίου, ο αντιπρόεδρος ιατρός Κων. Νότζκας και ο Μιχ. Χαρίτος αναγκάστηκαν να υποβάλουν την παραίτησή τους και τους ακολούθησε ο διευθυντής Ζαµαρίας που παραιτήθηκε το 1888. 
Παρά την ανοδική πορεία και ακτινοβολία των Διδασκαλείων, η ηρεμία αυτή διασαλεύτηκε το έτος 1890 µε τις ενέργειες του μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Κοσµά Ευµορφόπουλου, ως προέδρου της εφορίας των εκπαιδευτηρίων, που άρχισε, αμέσως μετά την ενθρόνισή του, λόγω απειρίας και ιδιοτέλειας. Όπως μαρτυρείται, επέκρινε το προσωπικό ως ανίκανο και αμαθές, έσπερνε ζιζάνια μεταξύ των διδασκόντων, κατηγορούσε τα µέλη της εφορίας, εμφάνιζε τα εκπαιδευτήρια ως εστία ταραχών, ότι ιδρύθηκαν σε ακατάλληλο τόπο και ερχόταν σε προστριβές ακόμη και µε τον ευεργέτη Χρ. Ζωγράφο. Καθώς δεν μπόρεσε, να πείσει απόλυτα και να κάμψει τις αντιδράσεις του ευεργέτη, προχώρησε την πολεμική του και κατήγγειλε στην Διοίκ. Αργυροκάστρου τα Διδασκαλεία ως λειτουργούντα εναντίον του καθεστώτος και ως εργαστήρια επίφοβων και επικίνδυνων στην οθωμανική αυτοκρατορία. Ο ιδρυτής και ευεργέτης των Διδασκαλείων Ζωγράφος ζήτησε από το Πατριαρχείο Κων/πολεως τη μετάθεση του μητρ. Κοσµά από το Αργυρόκαστρο, αλλά συνάντησε την αντίδραση των Συνοδικών Αρχιερέων και για να προλάβει θλιβερές συνέπειες σε βάρος του προσωπικού, των µελών της εφορίας και των σπουδαστών, έδωσε εντολή, τον Δεκέµβριο του 1891, να διαλυθούν προσωρινά τα Διδασκαλεία. 

Στην επίσπευση της διάλυσής τους, έχουν ευθύνη και κάποιοι στην Αθήνα και αυτό φαίνεται σε δύο επιστολές του μητρ. Κοσµά, µε ημερομηνία 1 και 8 Ιουνίου 1890, προς τον Φ. Σακελλαρόπουλο στην Αθήνα, τον οποίο ευχαριστούσε για την αγαθή και φιλική φροντίδα, που έλαβε προς αναστολή της άδικης κατ’αυτόν αποφάσεως του Πατριαρχείου, κατά παράλογη απαίτηση του αδίκως εξοργηθέντος Χρηστάκη Ζωγράφου. Αλλά η μακροχρόνια απουσία του Ζωγράφου από την Κωνσταντινούπολη δεν του επέτρεψε να λάβει τα προσήκοντα μέτρα. Και επιπλέον έλεγε ότι φοβόταν ότι ο διερμηνέας του προξενείου Ηλιόπουλος θα διενεργούσε κατά των εκπαιδευτηρίων. 

Τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία, στα 18 χρόνια της λειτουργίας τους 1874-1891, παρέδωσαν στο Γένος 400 περίπου δασκάλους, δασκάλισσες και ιερείς, άρτια μορφωµένους, που οι περισσότεροι από αυτούς είχαν επιτελέσει στα χωριά της Ηπείρου έργο υψίστης εθνικής, παιδευτικής και πνευματικής αξίας. 

Από τις νεάνιδες τα δύο τρίτα των αποφοιτήσαντων δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Κάποιοι τελειόφοιτοι των Ζωγραφείων Διδασκαλείων που άσκησαν το επάγγελμα του δασκάλου αναφέρονται από την Κούλα Ξηραδάκη, η οποία τα δημοσίευσε από εθνικό χρέος. Ήταν οι: Βασίλειος Βουτσιάδης, δίδαξε 33 χρόνια, ως το 1914, Κωνσταντίνος Ανασ. Πορφύριος (1872-1950) από την Κόνιτσα, δίδαξε στη Μόλιστα γύρω στα 1891, Ματθαίος Πύλιος (1864-1924) από τα Σωφράτικα, δίδαξε 35 χρόνια στην επαρχ. ∆ρυϊνουπόλεως, το 1894- 1901 στο Χάσκωβο, 1901-1906 και 1912-1916 στα Σωφράτικα, 1906-1908 στη ∆ερβιτσάνη, 1908-1912 στο Αργυροχώρι, 1916-1918 στη Γράψη, 1918-1920 στο Λιµπόχοβο, Μιχαήλ Νικ. Παπαδόπουλος (1860-1937) από το Βουλιαράτες, δίδαξε από το 1881-1884 στην Κοσοβίτσα, 1884-1886 και 1898-1990 στο Βουλιαράτες, 1886-1887 στα Ρωµπατά, 1887-1889 στο Αργυρόκαστρο, 1906-1908 στη Σωτήρα, 1908-1913 στο Κλεισάρι, 1916- 1918 στο Γιωργουτσάτες, 1924-1929 στη Βόδρυστα. Εκτός του Μιχαήλ σπούδασε και ο αδελφός του Θωµάς αλλά δεν αναφέρεται επάγγελµα. Κάποιοι συνέχισαν ανώτερες σπουδές όπως ο Κων/ντινος Λούτσης από τη Γράψη και τελειόφοιτος του Διδασκαλείου Αθηνών, επί δέκα έτη δίδαξε στο Λύκειο Κανελλοπούλου στην Πάτρα, 1910-1911 Διευθυντής της αστικής σχολής Αργυροκάστρου, όπου εργάστηκε φιλοπόνως και µε μέθοδο, και τη χρονική περίοδο 1902-1910 ήταν διευθυντής των σχολών Δελβινακίου, η οποία ήταν η λαµπρότερη περίοδο διευθύνσεως.

Πηγή πληροφοριών: Διατριβή επί Διδακτορία της Ευτυχίας Παππά με τίτλο "Η Επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεότερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αιώνας)"

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια