Μοσχόπολη: Ταυτότητα, ιστορία και μνήμη

Αριστερά: Ο ιερέας Θωμάς Σαμαράς κοιτάζοντας τη φωτογραφία του πατέρα του Νικόλα στο βιβλίο μου " ON THE BORDER"
Δεξιά: Ο Νικόλας Σαμαράς

Καθώς κάποια στιγμή πλησιάζω στο ηρώο πεσόντων της κεντρικής πλατείας έρχεται στο νου μου η αναφορά της Stephanie Schwandner-Sievers στο ζήτημα αυτό στην εισαγωγή του βιβλίου Albanian identities. Αναφερόμενη εκεί στο ζήτημα της ιστορικής «αλήθειας» και της μνήμης ως αντικειμένου αμφισβήτησης και επαναδιαπραγμάτευσης στη μετα-κομμουνιστική εποχή, επισημαίνει ότι κατά τη συγκρότηση του ομογενοποιητικού προγράμματος της εθνικής ιστοριογραφίας ένας αριθμός τοπικών και άλλων εκδοχών της ιστορικής εμπειρίας και μνήμης έχουν αποκλειστεί από την ηγεμονική εθνική ιστοριογραφική αφήγηση και τις σχετικές αναπαραστάσεις συνολικά, και αναρωτιέται τι συμβαίνει με τη μετάβαση στη νέα εποχή που υποτίθεται ότι είναι πλουραλιστική και ως προς το ζήτημα της ανάγνωσης του παρελθόντος, της αναπαράστασής του στο παρόν. Τι συμβαίνει με «υπο-ομάδες», οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες και στη νέα εποχή επιδιώκουν μια ανάγνωση της δικής τους επιμέρους ιστορίας εκτός του πλαισίου της ηγεμονικής εθνικής ιστοριογραφίας; Ο Fatos Lubonja σε κείμενό του στο ίδιο βιβλίο καταδεικνύει την υποκρισία που κυριάρχησε στην Αλβανία όπου η κυρίαρχη αναπαράσταση της ιστορίας δεν ανταποκρινόταν στις προσωπικές εμπειρίες, τις μνήμες και τις προσδοκίες των αποδεκτών της . Παρόλα αυτά, αντιμετωπίζοντας τα ολοκληρωτικά μέσα καταναγκασμού, συνήθισαν να ζουν προσποιούμενοι. Σήμερα, οι αναδυόμενες ομάδες στη σύγχρονη αλβανική κοινωνία, που δίνουν έμφαση στις δικές τους ιδιαίτερες «μυθιστορίες» (mythistories) μας παρέχουν διαφωτιστικά παραδείγματα ιδεολογικών διλημμάτων που εμφανίζονται, όταν οι εθνικοί μύθοι περί ομοιογένειας έρχονται σε αντίθεση με μια προφανή ποικιλομορφία.

Η Schwandner-Sievers αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τους Βλάχους, που στη νέα μετα-κομμουνιστική εποχή αναγνωρίζονται ως ιδιαίτερη «πολιτισμική ομάδα». Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη συγγραφέας μας λέει ότι κατά την έρευνά της το 1996 συνάντησε πολλούς Βλάχους που αναφανδόν ταυτίζονταν με την αλβανική εθνικότητα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, λέει, κατάλαβε πώς ερμηνείες ενός σύγχρονου εγχειριδίου ιστορίας προκαλούσαν απογοήτευση σ’ αυτούς τους ανθρώπους σε σχέση με τον δικό τους συλλογικό μύθο ως Βλάχων. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Sali Butka (1852-1938) παρουσιάζεται σαν ένας πατριώτης αρχηγός του αλβανικού «απελευθερωτικού αγώνα» κατά τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο εναντίον ιδιαίτερα των ελληνικών στρατιωτικών και παραστρατιωτικών (brigand) επιχειρήσεων στην περιοχή της Νότιας Αλβανίας. Στο πλαίσιο αυτών των «ηρωικών» πράξεων ο Butka εκτέλεσε έναν αριθμό «Ελλήνων» στη Μοσχόπολη. Κάποιοι από αυτούς τους εκτελεσμένους τυχαίνει να είναι γονείς, θείοι και παππούδες των ανθρώπων με τους οποίους μίλησε η παραπάνω ανθρωπολόγος. Η δική τους προσέγγιση και ερμηνεία στο γεγονός ήταν πολύ διαφορετική από αυτή της κυρίαρχης εθνικής ιστορίας: Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν «εθνικοί προδότες» αλλά μάλλον Βλάχοι μάρτυρες. Σε ό,τι αφορά δε τη θέση που καταλαμβάνει ο Butka στην εθνική ιστορία θεωρούν ότι εκφράζει μια, αν μη τι άλλο, όχι ευαίσθητη στάση απέναντι στους Βλάχους. Το χειρότερο μάλιστα γι’ αυτούς ήταν ότι όλα αυτά τα ζητήματα των αντικρουόμενων απόψεων για την ιστορία, των διαφορετικών αναγνώσεων του παρελθόντος, δεν αποτελούσαν μέρος των δημοσίων συζητήσεων, και μάλιστα το ζήτημα των Βλάχων άρχισε να προσλαμβάνει αρνητικές διαστάσεις καθώς μια μερίδα Αλβανών διανοουμένων και του τύπου τους παρουσίαζαν σαν αποδιοπομπαίους τράγους κατασκευάζοντας έναν «εσωτερικό άλλο» στον οποίο απέδιδαν όλα τα κακά…

Έρχεται στο νου μου και η δημόσια αντιπαράθεση του Ισμαήλ Κανταρέ με τους βλάχικους συλλόγους της Αλβανίας. Μου έχουν ήδη μιλήσει αρκετοί γι’ αυτή. ΄Εχω μάλιστα στο αρχείο μου ένα απόκομμα εφημερίδας που μου έδωσε Αλβανός φίλος βλάχικης καταγωγής και περιέχει σχετικό άρθρο του Κανταρέ με τίτλο «Μια συζήτηση που μετατρέπεται σε προβοκάτσια». Γράφει λοιπόν εκεί: «Στην εφημερίδα Sot έγινε συζήτηση για τις σχέσεις της Βλάχικης κοινότητας με τους Αλβανούς. Τη συζήτηση αυτή μερικοί τη μετατρέπουν σε προβοκάτσια, με σκοπό να προσθέσουν μία επιπλέον εστία διχόνοιας στην ήδη διασπασμένη συλλογικότητα που βασανίζει τον αλβανικό λαό. Δεν γνωρίζω αν υπήρχε άλλη φορά τέτοια όξυνση στις σχέσεις ανάμεσα στους Αλβανούς και τη Βλάχικη κοινότητα. Χρειάστηκε λοιπόν με την έλευση του έτους 2003 να προστεθεί ένα ανύπαρκτο ζήτημα.

»Εφόσον με αναφέρουν στη συζήτηση ως υποκινητή μιας ‘μακάβριας εκστρατείας κατά των Βλάχων της Αλβανίας», θεώρησα ηθικό μου χρέος να απαντήσω. Του συγκεκριμένου αρθρογράφου δεν του αξίζει καμία απάντηση, αλλά, όπως προανέφερα, μόνο από σεβασμό προς τη Βλάχικη κοινότητα, μια από τις κυριότερες της χώρας, ένιωσα την υποχρέωση αυτή.
»Έχω αρκετούς φίλους και στενούς συντρόφους Βλάχους, την κοινότητα των οποίων προσπαθούν να την παρασύρουν σε ύποπτο και επικίνδυνο βάλτο. Αυτές είναι, νομίζω, οι αιτίες της χυδαίας κοινότυπης πρόκλησης.

»Το γραπτό του A. Siounto, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως Βλάχος, αρχίζει με ένα απόσπασμα μερικών σειρών από τη δημοσίευσή μου πριν από 13 χρόνια στο Παρίσι. Σε αυτή διατύπωνα την άποψή μου σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ένα μεγάλο μέρος του Πολιτικού γραφείου του Κόμματος Εργασίας ήταν Μακεδονικής ή Βλάχικης καταγωγής. Ορθή ή λαθεμένη, προσεγμένη ή όχι, σαφής ή όχι, η άποψη αυτή έχει διατυπωθεί πριν από μένα στον ομογενειακό τύπο από τον Arsi Pipa και την αναφέρω στο βιβλίο μου Από τον ένα Δεκέμβρη στον άλλο. Αυτά για τα συμφραζόμενα των γραπτών μου για τους Βλάχους.
»Ενίοτε σε δημοσιεύσεις και συνεντεύξεις έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τόσο στην Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στις χώρες του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού που την αντέγραφαν, υψηλοί αξιωματούχοι, κυβερνήτες, πασάδες διορίζονταν συνήθως αλλοεθνείς κατακτητές των λαών. Αυτό προφανώς για να μην τους καταλαμβάνει κανένα συναίσθημα οίκτου στις εκστρατείες ισοπέδωσης των αξιών. Στα φρικαλέα αυτά παραδείγματα την πρώτη θέση στις αναφορές μου την είχαν οι χαρακτηρισμοί για τους άσπλαχνους –όπως όλοι οι άλλοι- Αλβανούς πασάδες. Ένα τελευταίο τέτοιο παράδειγμα ήταν του πονεμένου αφενός ποιητή της Αλβανίας Vaso Pasa και αφετέρου στυγνού δικτάτορα για εννέα χρόνια στο Λίβανο.

»Σε χιλιάδες σελίδες έχω γράψει για πρόσωπα διαφόρων εθνικοτήτων θετικά και αρνητικά: Για Αλβανούς, Έλληνες, Γερμανούς, Ρώσους, Κινέζους, Ολλανδούς και μεταξύ αυτών για Βλάχους, για τους οποίους δεν υπάρχει ούτε μία σειρά προσβλητική. Αντίθετα, στο μυθιστόρημά μου Δύστροπος χρόνος, ανάμεσα στους θυσιασμένους για την Αλβανία αρκετά ονόματα μαρτυρούν τη Βλάχικη καταγωγή τους. Ωστόσο, μου είναι δύσκολο να διανοηθώ ότι δέκα σειρές γραμμένες δεκατρία χρόνια πριν μπορούν να χαρακτηρίζονται ‘μακάβρια εκστρατεία κατά των Βλάχων’. Πάντως είναι περίεργη μια τέτοια εκστρατεία με δεκατρία χρόνια παύση, με αφετηρία, όπως ο συγκεκριμένος αρθρογράφος αναφέρει, τον Fan Noli και συνεχιστή εμένα. Μου είναι εξίσου δύσκολο να διανοηθώ ότι ‘για τις προαναφερθείσες σειρές του Ι. Κανταρέ’, όπως υποστηρίζει ο συγκεκριμένος, ‘θα τον ζήλευε και ο Χίτλερ’!
»Δεν θα επεκταθώ βέβαια στις ανοησίες που ακολουθούν: Τους γκροτέσκους αντίλογους, τις εγκάρσιες απειλές και, τέλος, την απύθμενη υποκρισία. ‘Μ’ όλο το σεβασμό για τον Κανταρέ, ήθελα να προβώ και στις δέουσες παρατηρήσεις’. Προφανώς, ο συνομιλητής να μη γνωρίζει τι σημαίνει ‘σεβασμός’, διότι αλλιώς θα έπρεπε να λάβει υπόψη πως δεν οφείλει κανείς σεβασμό σε άτομα που προβαίνουν σε ρατσιστικές εκστρατείες εναντίον ενός λαού, και ιδίως για κάποιον που χαρακτηρίζεται σκοτεινότερος από τον Χίτλερ.

»Το ανησυχητικό τόσο ως προς το συγκεκριμένο άρθρο όσο και ως προς την εκδοτική ομάδα της εφημερίδας του Συλλόγου των Βλάχων είναι ότι ψάχνουν αιτίες για έριδες και παρουσιάζουν προκλητική δίψα για διάσπαση, γεγονός που επιβεβαιώνει η ανυπόμονη και ύπουλη αλβανοφοβία τους. Δίνεται η εντύπωση πως για τα αντι-αλβανικά επεισόδια που έλαβαν χώρα στη Χιμάρα, αντί να τα φρενάρουν δήθεν τα ενθάρρυναν μερικοί εγχώριοι θερμοκέφαλοι.
»Για να ’μαι ξεκάθαρος, η άποψή μου, η οποία νομίζω είναι πλειοψηφική στην Αλβανία, και την οποία επιθυμώ να τονίσω, είναι πως ο σεβασμός των εθνικών μειονοτήτων αποτελεί βασική αρχή και πυλώνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των αξιών του. Συνεπώς, σύμφωνα με αυτό το όραμα, άτομα διαφορετικής καταγωγής από αυτή της εθνικής πλειονότητας ενός κράτους, μπορούν να είναι πολίτες το ίδιο χρήσιμοι, συχνά και περισσότερο από αυτούς της πλειονότητας. Δείγμα της παραδοχής αυτής είναι η Ευρώπη.

»Η αλβανική ιστορία, παλιότερη και νεότερη, αποδεικνύει πως Αλβανοί καταγωγής βλάχικης, εβραϊκής, ελληνικής, μακεδονικής κ.λπ. είναι αφοσιωμένοι όσο και η πλειονότητα και πιο πολύ από αυτή. Αυτό είναι δεδομένο και δεν χωρά συζήτηση. Είναι τόσο τιμητικό και για τις δύο πλευρές όσο ατιμωτικό είναι το αντίθετο. Η σημαντική αυτή αρχή συνεπάγεται την ύπαρξη αλληλοκατανόησης. Θα αποτελούσε δειλία και αίσχος για την αλβανική πλειονότητα, εάν εκμεταλλευόταν τον παράγοντα αυτό για να παραβιάσει έστω και στον ελάχιστο βαθμό τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως η πλειονότητα θα πρέπει να ανέχεται από την πλευρά της μειονότητας αυτά που δεν επιτρέπει στον εαυτό της.
»Τελευταία οι Αλβανοί δέχονται επιθέσεις με στόχο τον συστηματικό εξευτελισμό τους από διάφορες κατευθύνσεις. Είναι λυπηρό που στην ιστορία αυτή εμπλέκονται και εκπρόσωποι των μειονοτήτων. Θα ήθελα, ως εκ τούτου, συμβουλευτικά, προς το παρόν, να υπενθυμίσω πως βασικό ευρωπαϊκό κριτήριο για τις μειονότητες αποτελεί η νομιμοφροσύνη απέναντι στη χώρα και το λαό με τον οποίο συνυπάρχουν. Όταν κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, κάτι δεν πάει καλά. Όταν πράττεται το αντίθετο, τότε πρέπει να σημάνει συναγερμός.
»

΄Ολη αυτή η συζήτηση, της οποίας ψήγματα προσλαμβάνω καθώς κινούμαι στην περιοχή, δίνει περαιτέρω τροφή στον προβληματισμό μου σχετικά με τη θέση των Βλάχων στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα στην Αλβανία. Η έρευνά μου στην Κορυτσά και στα χωριά της αποδίδει ένα υλικό, με βάση το οποίο σκοπεύω να πραγματευτώ πιο συστηματικά το θέμα στο μέλλον.

(Από το βιβλίο μου ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, Οδυσσέας, 2010)

Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια