Αντιμετώπιση του πληθωρισμού: Προσοχή στις απομιμήσεις

Εδώ και ένα τρίμηνο η Ελλάδα βλέπει τον πληθωρισμό να εμφανίζεται ξανά στο προσκήνιο και όλοι συζητούν τι πρέπει να γίνει. Κάθε κυβέρνηση έχει ορισμένα μέσα στην διάθεση της για να μετριάσει τις άμεσες συνέπειες του πληθωρισμού και να αποτρέψει μια μονιμότερη εδραίωση πληθωριστικών τάσεων στο οικονομικό γίγνεσθαι. Μερικά από αυτά τα μέτρα μπορούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις να είναι αποτελεσματικά, άλλα όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποτύχουν και θα περιπλέξουν το πρόβλημα ακόμα περισσότερο.
Κλασσική περίπτωση αποτυχίας ήταν τα πειράματα της περιόδου του 1970 και του 1980, όπου ο πληθωρισμός και η ύφεση λόγω αύξησης της τιμής του πετρελαίου αντιμετωπιζόταν με αυξήσεις δημοσίων δαπανών που τροφοδοτούσαν ακόμα περισσότερο τον πληθωρισμό, οδηγούσαν σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και τελικά αύξαναν τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος.

Ο φαύλος κύκλος πληθωρισμού-ύφεσης-χρέους δημιουργήθηκε γιατί οι τότε κυβερνήσεις νόμισαν ότι μπορούν ένα πληθωρισμό που οφειλόταν στην στενότητα παραγωγής – δηλαδή στην πλευρά της προσφοράς – να τον αποτρέψουν μόνο με πολιτικές τόνωσης της ζήτησης. Ήταν η μοιραία περίοδος του στασιμοπληθωρισμού που οδήγησε σε δεινή ήττα τις μέχρι τότε κυρίαρχες οικονομικές απόψεις και διευκόλυνε την επικράτηση νεοφιλελεύθερων και ακραίων πολιτικών για πολλά χρόνια, με όλα τα συμπαρομαρτούντα – ανεργία, ανισότητα και ανασφάλεια.
Για να αποφεύγονται τέτοιες αδιέξοδες καταστάσεις, χρειάζεται πρώτα από όλα να έχει κατανοηθεί σωστά η προέλευση, η δυναμική και το είδος του πληθωρισμού που παρουσιάζεται κάθε φορά. Επίσης να μην ξεχνάμε ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα ποσοστά των αυξήσεων που επιφέρει ο πληθωρισμός αλλά και το χαρακτηριστικό του να διεισδύει σε όλη την οικονομία και να ροκανίζει τα μισθωτά εισοδήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν και στην αρχή η αύξηση τιμών αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες πρώτων υλών και προϊόντων, στην συνέχεια διαχέεται σε πολύ περισσότερες, προκαλεί ένα γενικευμένο φαινόμενο ακρίβειας και υποδαυλίζει φόβους για ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις στο μέλλον.

Επιπλέον, οι συνέπειες του πληθωρισμού στα εισοδήματα των διαφόρων κατηγοριών είναι ασύμμετρες. Στα μεν εισοδήματα των μισθωτών, κάθε ρυθμός πληθωρισμού σημαίνει ανάλογη μείωση της αγοραστικής δύναμης. Όμως σε αντίθεση με τα μισθωτά εισοδήματα, ο πληθωρισμός δεν πλήττει τα άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητα, μετοχές και μέσα αποθησαύρισης πλούτου. Ίσα-ίσα μάλιστα ενισχύει την αξία τους σε σύγκριση με τα εισοδήματα και η σημασία αυτής της ασύμμετρης συνέπειας θα φανεί πιο κάτω.
Για να μην ζήσουμε μία επανάληψη του στασιμοπληθωρισμού πρέπει αφενός μεν να κατανοήσουμε την προέλευση του και αφετέρου να αποφύγουμε την επανέκδοση των αποτυχημένων πρακτικών που εφαρμόστηκαν πριν από δεκαετίες. Ο τωρινός πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στην στενότητα προσφοράς είτε εξαιτίας των ελλείψεων που εκδηλώθηκαν στην εφοδιαστική αλυσίδα είτε λόγω περιορισμού του ρωσικού φυσικού αερίου για να πιεστεί η Δύση να αποσύρει το ενδιαφέρον της από την Ουκρανία.

Καταρχήν πρέπει να τα μέτρα να διαχωριστούν σε βραχυχρόνια και μακροχρόνια. Έχουμε και λέμε λοιπόν:

1. Η βραχυχρόνια αντιμετώπιση του προβλήματος είναι να γίνουν οι ενεργειακές πρώτες ύλες ξανά προσιτές προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά για ένα διάστημα μέχρι να επανέλθει μια κανονικότητα στην τροφοδοσία.
Ένας τρόπος για να επιτευχθεί είναι η ενίσχυση του εισοδήματος αυτού που αγοράζει τα ενεργειακά προϊόντα, ώστε να εξακολουθήσει να μπορεί να τα προμηθεύεται στις ίδιες ποσότητες παρά την μεγάλη άνοδο της τιμής. Το μέτρο αυτό έχει πολλές δυσκολίες εφαρμογής: στις μεν επιχειρήσεις θέλει ειδικές εγκρίσεις και ελέγχους για να μην θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, ίσως μάλιστα προσκρούσει εξαρχής σε κοινοτικούς κανονισμούς. Σε όλα δε τα νοικοκυριά οριζοντίως θα ήταν άδικο γιατί μεγάλες καταναλώσεις έχουν τα πιο πλούσια και η ενίσχυση εισοδήματος θα κατέληγε να είναι αντιστρόφως προοδευτική, αυξάνοντας τις ανισότητες.
Επιπλέον η καθολική εφαρμογή του μέτρου θα απαιτούσε πολύ μεγάλες δαπάνες, οδηγώντας σε μεγάλα ελλείμματα και δημόσιο χρέος. Για όλους αυτούς τους λόγους, η εισοδηματική ενίσχυση πρέπει να είναι στοχευμένη στα πιο ευάλωτα και φτωχά νοικοκυριά, να έχει προσδιορισμένο χρόνο εφαρμογής και να κυμαίνεται στα πλαίσια που καθορίζει η δημοσιονομική ευστάθεια.

Υπάρχει όμως και ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος με μία εύλογη μείωση του ΦΠΑ ή/και του ειδικού φόρου που επιβάλλεται στα καύσιμα. Όσοι φοβούνται ότι έτσι θα γκρεμιστούν τα φορολογικά έσοδα κάνουν λάθος, διότι ο μεν ΦΠΑ υπολογίζεται επί της αξίας και έχει εκτοξευτεί λόγω ανόδου της τιμής εισαγωγής, ο δε ειδικός φόρος επί του όγκου και έχει ελάχιστα μειωθεί λόγω χαμηλής ελαστικότητας. Άρα η μείωση των φόρων δεν θα επηρρέαζε πτωτικά τα τελικά φορολογικά έσοδα. Με τα σημερινά δεδομένα, μια περικοπή ΦΠΑ καυσίμων και ειδικών φόρων στο ήμισυ θα έδινε μια σημαντική ανάσα χωρίς να ρισκάρει τις κρατικές εισπράξεις.
Επιπλέον όσοι ανησυχούν για την πορεία των εσόδων θα έπρεπε να το είχαν σκεφτεί λίγο νωρίτερα όταν κατά την περίοδο της πανδημίας σκόρπιζαν τεράστια ποσά προς κάθε είδους επιχειρήσεις χωρίς κανένα έλεγχο αν λειτουργούν, πότε συστάθηκαν και αν όντως απασχολούν τους εργαζόμενους που δήλωναν. Για να μην αντιδράσουν οι φορολογούμενοι, οι καταβολές βαφτίστηκαν (δήθεν) «επιστρεπτέες». Μέχρι σήμερα πάντως έχει αποφασιστεί πως τα 2/3 δεν θα επιστραφεί και υπόλοιπο 1/3 αναμένει την κατάλληλη ευκαιρία για να περάσει και αυτό στην παντοτινή λήθη. Για αυτές τις μεθοδεύσεις εγκατάλειψης της είσπραξης οφειλών προς το κράτος, ουδείς φαίνεται να ανησυχεί.
Επίσης όσοι τώρα ανησυχούν έπρεπε πιο πριν να σκεφτούν τις απώλειες εσόδων από την εκτεταμένη μείωση του ΕΝΦΙΑ που εξαγγέλθηκε πρόσφατα για να διασκεδαστεί το βαρύ κλίμα λόγω της κυβερνητικής αποτυχίας στα χιόνια. Πάντως στην σημερινή συγκυρία του πληθωρισμού η εξαγγελία ήταν αταίριαστη. Ο πληθωρισμός καθόλου δεν απειλεί την αξία των ακινήτων, ίσα-ίσα μάλιστα την κάνει συγκριτικά ακόμα μεγαλύτερη όπως φαίνεται και από την ταχύτητα αύξησης των τιμών πώλησης και των ενοικίων που καλπάζουν. Ενώ λοιπόν κάθε ιδιοκτήτης βλέπει την (έστω και μικρή) περιουσία του να ανεβαίνει άρα είναι εύλογο να επιβαρυνθεί φορολογικά κατά τι περισσότερο, έρχεται το κράτος και μειώνει αυτές τις επιβαρύνσεις αντί να διαθέσει όλους τους διαθέσιμους πόρους στους φτωχότερους. Η υπεραξία του ακινήτου που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο, αυξάνει περαιτέρω τον πλούτο των ιδιοκτητών ακινήτων και αν μη τι άλλο τροφοδοτεί ανοδικά τον πληθωρισμό.

2. Μακροχρόνια πάντως το πρόβλημα του ενεργειακού πληθωρισμού αντιμετωπίζεται με μια ανασύνθεση της κατανάλωσης καυσίμων, έτσι ώστε και να μην εξαρτάται σε τόσο μεγάλο βαθμό από εισαγόμενα ορυκτά με βεβαρημένες ή λιγότερο επιβλαβείς εκπομπές. Προς την κατεύθυνση αυτή θα βοηθήσουν οι «πράσινες επενδύσεις» που θα βασίζονται σε εγχώριες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Όμως στο σκέλος των εναλλακτικών πηγών ενέργειας, η χρηματοδότηση πηγαίνει αργά ως πολύ αργά χωρίς να υπάρχει κάποιο ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο από τα μικρά έως τα μεγάλα έργα που απαιτούνται.
Για τον πληθωρισμό της εφοδιαστικής αλυσίδα, χρειάζεται μια γενικότερη υποκατάσταση των εισαγόμενων ειδών με προϊόντα εναλλακτικής προέλευσης. Δηλαδή, βιομηχανικά προϊόντα εγχωρίως παραγόμενα με εθνική προστιθέμενη αξία ώστε να μην κολλάει ο εφοδιασμός της ελληνικής αγοράς σε προβλήματα διεθνούς τροφοδοσίας και διακίνησης.
Εδώ όμως τα πράγματα είναι εντελώς απογοητευτικά, απλούστατα γιατί το σκέλος των παραγωγικών επενδύσεων για την αναβάθμιση και επέκταση της ελληνικής μεταποίησης είναι κενό! Στον κατάλογο των πρώτων 55 έργων του Ταμείου Ανάκαμψης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δεν υπάρχει ούτε ένα έργο βιομηχανικής παραγωγής. Είναι άγνωστο τι θα ακολουθήσει στα επόμενα στάδια υλοποίησης του Ταμείου. Το βέβαιο όμως είναι ότι χωρίς μια δυναμική αναβάθμιση της βιομηχανικής παραγωγής ούτε το εξωτερικό ισοζύγιο ποτέ θα θεραπευτεί οριστικά, ούτε θα έχουμε μια εθνική παραγωγή που θα μετριάζει τις πληθωριστικές πιέσεις από τις εμπλοκές των εισαγωγών.

Νίκος Χριστοδουλάκης
news247.gr

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια