Το μεγάλο come back της ελληνικής γλώσσας στην Αλβανία…

Γράφει ο Ορφέας Μπέτσης

Στα πλαίσια της θεσμοθετημένης πλέον Παγκόσμιας Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας (η 9η Φεβρουαρίου από το 2017) ας υπογραμμίσουμε ότι στο εγγύς βαλκανικό περιβάλλον, στην αλβανική κοινωνία τα ελληνικά ακτινοβολούν. Το αποτύπωμά τους είναι έντονο. Δεν αφορά μόνο την επιρροή τους στην αλβανική γλώσσα. Εκεί ίσως είναι μικρότερη η αντανάκλαση. Σε ιστορικό δοκίμιο που κυκλοφόρησαν εσχάτως οι Oliver Jens Schmitt και Bernd J. Fischer αναζητούν τους λόγους για την αναλογικά μικρότερη διείσδυση των ελληνικών στην αλβανική. Το ερώτημα, όμως, έχει αμιγώς επιστημονικό ενδιαφέρον στο εξειδικευμένο αντικείμενο της ιστορικής γλωσσολογίας.
Τα ελληνικά στην αλβανική επικράτεια δεν ήταν καν ξένη γλώσσα, όπως με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει. Κι αυτό όχι μόνο στους αιώνες που οι Έλληνες συγκροτούσαν το πολιτιστικό τους περιβάλλον στον γεωγραφικό ιστό παρά την Αδριατική. Πρόκειται για την ιστορική και γλωσσική πραγματικότητα των τελευταίων τριών δεκαετιών, από το 1990 που η Αλβανία άνοιξε ως χώρα.

Από τότε, αποκαταστάθηκε η χρήση των ελληνικών, λειτουργώντας ως βασικός παράγοντας στην όσμωση που εξελίσσεται μεταξύ των δύο λαών. Η ελληνική γλώσσα διαμόρφωνε κοινωνία και την καλλιεργούσε με τη μοναδική δυναμική που ενέχει, μεταξύ των αλβανόφωνων. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το Αλφάβητο για τη γραφή της αλβανικής γλώσσας οριστικοποιήθηκε μόλις το 1908. Νεότερη της στα εργαστήρια του nation building είναι μόνο η “μακεδονική” γλώσσα.
Η συρρίκνωση των ελληνικών στην δημόσια σφαίρα της Αλβανίας πριν το 1990 εξυπηρετούσε την ανάγκη συγκρότησης αλβανικού έθνους σε προδιαγραφές που η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, σε συνταύτιση με ύστερους σχεδιασμούς της Υψηλής Πύλης, είχε σχεδιάσει. Εύγλωττα εξάλλου περιγράφει τις συνθήκες ο Victor Berard φιλοξενούμενος (1890) σε ορθόδοξη οικογένεια στο συνοικισμό Καλιά του Ελμπασάν.

Στον οντά –χαρακτηριστικά αναφέρει– που ήταν γεμάτος Ελλάδα, δέσποζαν τα πορτρέτα του βασιλιά Γεωργίου, του Όθωνα, της Όλγας, της Αμαλίας κι ακόμη δύο του Χαρίλαου Τρικούπη. Είχε περάσει εκεί ένα χρόνο πριν (1889) ο Γερμανός Gustav Weigand και τους είχε πιέσει, καλώντας τους να γίνουν αλβανόφρονες. «Σε τούτο τον απόστολο λοιπόν, Βέιγκαν το όνομα του, οι Έλληνες αυτοί αποκρίθηκαν ότι Αλβανία και αγριότητα ήσαν συνώνυμα, ότι αυτοί την Πατρίδα τους τη λένε Ήπειρο και ονομάζουν πρόγονό τους τον Πύρρο τον Έλληνα, κι όσο για τη γλώσσα, προτιμούν να εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους ένα τελειοποιημένο γλωσσικό όργανο παρά ένα βάρβαρο εργαλείο…».
Και για να έχουμε μια μικρή γεύση της ελληνικής που ομιλούνταν στις περιοχές που αναφερόμαστε αντιγράφουμε –αδικώντας το στο μονοτονικό– απόσπασμα από την ομιλία του ιατρού Ιωάννη Βάϊα, Διευθυντή των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων, σε επίσημη τελετή, κατά μήνα Φεβρουάριο του 1873, στο Κεστοράτι της Λητζουριάς, που είχε συστήσει και λειτουργούσε στη γενέτειρά του ο εθνικός ευεργέτης Χρηστάκης Ζωγράφος.

Και ο ίδιος ο Ιωάννης Βάϊας τέκνο της περιοχής, γιος του Αθανασίου Βάϊα, γραμματέα του Αλί Πασά Τεπελενλή. Αφού σπούδασε Ιατρική επέστρεψε, προσφέροντας αντίδωρο της ελληνικής του μόρφωσης στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Παραδείγματα σπάνια σήμερα. Λίγα λοιπόν από τον λόγο του: «Λεκτέον δε τις ο καρπός των της ερήμου τέκνων, τις των πόλεων των εχουσών τον άνδρα, πολίχνια, χώραι ασήμαντοι και κωμοπόλεις ανέδειξαν, ως εύδηλων, άνδρας δακτυλοδεικτούμενους: τον μεν επί ανδρεία, τον δε επί συνέχει, τον δε επ’ αρετή, το δε επί ευποιία… Ιστάμενα μετ’ ευλαβείας εις οίκον Κυρίου ήκουσαν τον λόγον του διδασκάλου των εθνών, του ουρανοβάμονος αποστόλου Παύλου, λέγοντος: “της ευποιίας και ευεργεσίας μη επιλανθάνεσθε, εν ταύταις γαρ ευαρεστείτε ο Θεός”».
Τούτα καθώς ο διαθέτης Χρηστάκης Ζωγράφος, έχοντας εγκρίνει τον κανονισμό του σπανίου αυτού κέντρου που λειτούργησε επί 17 συναπτά χρόνια για τον καταρτισμό δασκάλων και διδασκαλισσών του Έθνους όριζε: «Η διδασκαλία των ελληνικών να περιλαμβάνει: α) τη διδασκαλία των αρχαίων ιστορικών, ρητορικών και δραματικών έργων και κειμένων νεότερων ποιητών και συγγραφέων, β) την άσκηση στην άπταιστη και ωραία γραφή της νεοελληνικής γλώσσας, γ) την απαγγελία ρητορικών γυμνασμάτων και δ) την άσκηση στην εκφώνηση θρησκευτικών και εθνικών λόγων. Η δε διδασκαλία των Θρησκευτικών να περιλαμβάνει: α) την ιερά ιστορία, την κατήχηση, την εκκλησιαστική ιστορία, τη μελέτη της Αγίας Γραφής και την χριστιανική ηθική, β) τη μόρφωση του νου και της καρδίας των σπουδαστών με τις αρχές της ιερής πίστεως και τις παραδόσεις των Πατέρων της Εκκλησίας και γ) το συνδυασμό θεωρητικών γνώσεων με τα ηθικά στοιχεία του χριστιανικού βίου». Η περίπτωση των Ζωγραφείων Διδασκαλίων είναι μία απ’ τις δεκάδες ανάλογες περιπτώσεις στο χώρο και το χρόνο αναφοράς.

Επανάκτηση του χώρου
Μετά τη συρρίκνωση που συντελέστηκε με τη συνδρομή κυρίως της Ιταλίας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και της κομμουνιστικής-εθνικιστικής κυριαρχίας του Ενβέρ Χότζα στο δεύτερο σχεδόν μισό του αιώνα, με την πτώση του καθεστώτος συντελείται η αντιστροφή που επισημάνθηκε εισαγωγικά. Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που συντελούν σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Πρώτος, το μαζικό άνοιγμα των συνόρων που έχει φέρει σε άμεση επαφή και επικοινωνία με τον ελληνικό κόσμο πλέον του 70% των αλβανικών οικογενειών. Τούτο συμβάλει καθημερινά στη διάδοση της καθομιλούμενης παράλληλα με δεκάδες εκατοντάδες παιδιών και νέων καταγόμενων από την Αλβανία που παρακολουθούν σχολεία και σπουδάζουν σε ελληνικά πανεπιστήμια, αφομοιώνοντας την ελληνική στο καλύτερο δυνατό επίπεδο.

Δεύτερος ουσιαστικός παράγοντας είναι το πρόσωπο και το έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Σε προσωπικό επίπεδο διότι ο ίδιος, έχοντας σπάνια χαρίσματα ακαδημαϊκού διδασκάλου, μεταφέρει επί τριάντα και πλέον χρόνια ένα σπάνιο λόγο, προφορικό και γραπτό, της ελληνικής στην Αλβανία. Με το ίδιο επιβλητικό ύφος βιωματικής διδασκαλίας καλλιεργεί σε δεκάδες νέους επιστήμονες –και όχι μόνο– την αγάπη για την Ελληνική. Όχι από κίνητρα εθνοκεντρικά, αλλά με το κριτήριο της σημασίας που έχει αυτή η γλώσσα για την πνευματική εξέλιξή τους.
Με το έργο του, ο Αρχιεπίσκοπος έχει θεσμοθετήσει εκ νέου τον ιστορικό ρόλο που είχαν τα ελληνικά στο βίο της Ορθοδόξου κοινότητας. Με το Καταστατικό της Εκκλησίας διασφαλίζεται για δεκάδες ενοριακές κοινότητες ανά τη χώρα, η δυνατότητα χρήσης στις λατρευτικές δημόσιες ακολουθίες η χρήση της ελληνικής, όπως και στην έκδοση και κυκλοφορία εντύπου και ηλεκτρονικού υλικού. Στα δε σχολεία που ιδρύει και αναπτύσσει με την αγάπη του, τα ελληνικά είναι μάθημα ιδιαίτερης βαρύτητας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι και φέτος, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, το Πανεπιστήμιο “Λόγος” με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο διοργανώνει στα Τίρανα, την επίσημη εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας…

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια