Η Υποχώρηση του ΔΣΕ στην Αλβανία και η Ανθρώπινη Τραγωδία των Παραμεθόριων Περιοχών (1949–1955)

Η κατάρρευση του μετώπου του Γράμμου τον Αύγουστο του 1949 σήμανε το οριστικό τέλος του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα και την αρχή ενός νέου, λιγότερο γνωστού, δράματος: τη μαζική υποχώρηση χιλιάδων ανθρώπων —μαχητών, αμάχων και αιχμαλώτων— προς την κομμουνιστική Αλβανία. Η χώρα αυτή, αν και απρόθυμη να δεχθεί μαζικά ρεύματα προσφύγων, αποτέλεσε τόπο υποδοχής και προσωρινής διαβίωσης για ποικίλες κατηγορίες προσφύγων που πέρασαν τα σύνορα μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ).

Στην Αλβανία κατέφυγαν τρεις κύριες ομάδες:
  • Οι μαχητές του ΔΣΕ (οι λεγόμενοι «δημοκράτες»), οι οποίοι αποτέλεσαν και την πλειοψηφία.
  • Απαχθέντες άμαχοι, κυρίως κτηνοτρόφοι από τις παραμεθόριες περιοχές.
  • Αιχμάλωτοι ή λιποτάκτες του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ), που θεωρήθηκαν «μοναρχοφασίστες» από τις αλβανικές αρχές και αντιμετωπίστηκαν ως εχθρικό στοιχείο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ιστορικού Σταύρου Ντάγιου, ο αριθμός όσων παρέμειναν στην Αλβανία μετά τη μεταφορά προσφύγων σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ανέρχεται σε περίπου 500–700 άτομα, εκ των οποίων 184 ήταν αυτόμολοι άμαχοι. Από ένα σύνολο 347 Ελλήνων, οι 270 ήταν στρατιωτικοί του ΕΣ, οι οποίοι υπέστησαν συχνά ποινικές διώξεις ως "αντεπαναστατικά" στοιχεία.
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση των 1.380 κτηνοτρόφων που διέφυγαν από την Ελλάδα έως τα τέλη του 1949. Παρότι αρχικά χαρακτηρίστηκαν ως ουδέτεροι και δεν τέθηκαν υπό κατασταλτικό έλεγχο, πολλοί από αυτούς βρέθηκαν αργότερα κρατούμενοι στις αλβανικές φυλακές. Ωστόσο, το αλβανικό αγροτικό στοιχείο τούς υποδέχθηκε με ανθρωπιά και αλληλεγγύη, προσφέροντάς τους καταφύγιο και βασικά μέσα επιβίωσης. Όπως αναφέρει η Ελένη Νιτσιάκου, μία από τις ανήλικες τότε προσφυγοπούλες:
«Οι Αλβανοί μας περιβάλανε με αγάπη και στοργή· μοιράστηκαν μαζί μας τον επιούσιο.»

Μέχρι το 1953, οι κτηνοτρόφοι αριθμούσαν 576 και κατείχαν 11.000 αιγοπρόβατα, ενώ το 1955 είχαν αυξηθεί σε 642, με περισσότερα από 12.000 ζώα και 400 μεταφορικά μέσα. Αυτή η αριθμητική αύξηση οφείλεται τόσο στην ανάμειξη προσφύγων με την κτηνοτροφική οικονομία της περιοχής όσο και στη σταδιακή ενηλικίωση των παιδιών των προσφυγικών οικογενειών.
Ορισμένοι από τους επιζώντες εκείνων των γεγονότων —όπως ο Τόλης Γαργαλάς, η Ελένη Νιτσιάκου, ο Κώστας Ζούνης και ο Θεόδωρος Φερφελής— συνεχίζουν, 70 χρόνια μετά, να θυμούνται τα δύσκολα παιδικά τους χρόνια στα χωριά Στάρια της Κολόνιας και Βιθκούκι της Κορυτσάς. Οι προσωπικές τους μαρτυρίες αποτελούν πολύτιμο υλικό για τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης και την κατανόηση των ιστορικών επιπτώσεων του εμφυλίου.
Η εμπειρία των προσφύγων αυτών δεν αποτελεί μόνο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, αλλά και της ευρύτερης βαλκανικής πραγματικότητας της εποχής. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, οι πολιτικές διακρίσεις και η ανθρώπινη αλληλεγγύη συναντώνται εδώ σε μία από τις πλέον έντονες εκφάνσεις τους.

Βιβλιογραφία: Σταύρος Γ. Ντάγιος, "Έλληνες πρόσφυγες στην Αλβανία", Θεσσαλονίκη: Literatus 2017

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια