Έλληνες πολιτικοί φυγάδες στην Αλβανία (1950–1980)

Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη και σε μεγάλο βαθμό λησμονημένη σελίδα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις: τη φυγή Ελλήνων πολιτικών φυγάδων προς την Αλβανία. Σε αντίθεση με τους γνωστότερους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που κατέφυγαν στις χώρες του ανατολικού μπλοκ μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας το 1949, οι φυγάδες που αναζητούσαν καταφύγιο στην Αλβανία μεταξύ 1950 και 1980 παραμένουν σχεδόν άγνωστοι. Η πρόσφατη έρευνα του Σταύρου Γ. Ντάγιου («100 χρόνια ελληνοαλβανικές σχέσεις: Ιστορικό, διπλωματικό και δημοσιογραφικό αρχείο», Θεσσαλονίκη, Literatus 2025) έφερε στο φως στοιχεία από τα αρχεία Τιράνων και Αθηνών, αποκαλύπτοντας πτυχές ενός φαινομένου που καλύπτεται από μυστήριο και αμνησία.

Οι χαρακτηριστικές περιπτώσεις
Ορισμένες φυγές προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινή γνώμη. Το 1972, ο μετέπειτα βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ιωσήφ Βαλυράκης διέφυγε κολυμπώντας από την Κέρκυρα στους Αγίους Σαράντα. Η αλβανική πλευρά τον οδήγησε στις διαβόητες φυλακές Μπουρέλ, προτού τον εξωθήσει προς τη Σουηδία, απ’ όπου επαναπατρίσθηκε με τη μεσολάβηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ίδιος αργότερα θα δηλώσει πως οι φυλακές της Κέρκυρας έμοιαζαν με «κάμπινγκ» σε σύγκριση με τα βασανιστήρια του καθεστώτος Χότζα.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1969, ο ιατρός Βασίλης Τσιρώνης διέφυγε διά αέρος μέσω αεροπειρατείας, στην οποία μεταξύ των επιβατών ήταν και η γνωστή τηλεπαρουσιάστρια Φρειδερίκη Παγιατάκη. Και αυτός κατέληξε στη Σουηδία, φυλακίσθηκε και επαναπατρίσθηκε, αλλά το τέλος του υπήρξε τραγικό: το 1978 σκοτώθηκε κατά την αστυνομική έφοδο στο σπίτι του στο Φάληρο.

Εξίσου ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις απλών στρατιωτών και νεαρών που εγκατέλειψαν τη χώρα τους. Το 1961 οι Κερκυραίοι Σπύρος Καλούδης και Δημοσθένης Λαυριανός, μόλις 21 ετών, πέρασαν τα σύνορα αλλά βρέθηκαν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Δύο μήνες αργότερα, επιχειρώντας να επιστρέψουν στην Ελλάδα, συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν. Το 1955 ο στρατιώτης Κώστας Κυριαζής λιποτάκτησε από τη μεθοριακή φρουρά και κατέφυγε στην Αλβανία, ενώ ήδη από το 1953 είχαν προηγηθεί οι αδελφοί Παναγιώτης και Αλέξης Ζωγράφος.
Από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές υπήρξε ο Νίκος Παγιατάκης από την Κέρκυρα. Αφού δραπέτευσε τη δεκαετία του 1950 και επαναπατρίσθηκε, επανέλαβε την απόπειρα το 1963, δραπετεύοντας με λέμβο από την πατρίδα του προς την απέναντι αλβανική ακτή.

Κίνητρα και ανθρωπογεωγραφία
Τα στοιχεία των αρχείων δείχνουν ότι το 80% των φυγάδων επικαλούνταν πολιτικούς λόγους, ενώ οι υπόλοιποι δήλωναν αναζήτηση καλύτερης ζωής (10%), οικονομικά αίτια (7%) ή προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα (3%). Το μεγαλύτερο ποσοστό προερχόταν από την Κέρκυρα (60%), γεγονός που εξηγείται από τη γεωγραφική γειτνίαση με τους Αγίους Σαράντα, αν και υπήρχαν περιπτώσεις ακόμη και από την Κρήτη.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των φυγάδων ήταν ότι πολλοί προέρχονταν από το στράτευμα —λιποτάκτες και μεθοριακοί φύλακες— ενώ δεν έλειπαν και άμαχοι πολίτες.

Η μοίρα στην Αλβανία
Η υποδοχή που τους επεφύλασσαν οι αλβανικές αρχές ήταν σκληρή. Ενώ αρχικά κατηγορούνταν για παράνομη είσοδο στη χώρα, σύντομα φορτώνονταν με βαριές κατηγορίες για κατασκοπεία. Οι ποινές κυμαίνονταν από πολυετείς καθείρξεις έως και θανατικές καταδίκες. Οι περισσότεροι φυγάδες κατέληγαν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, όπου βίωναν τις ακραίες συνθήκες του καθεστώτος Χότζα.
Όσοι επέζησαν εξέφραζαν αργότερα μεταμέλεια και ζητούσαν επαναπατρισμό. Στα σχετικά έντυπα προς το ελληνικό Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας δήλωναν πρόθυμοι να επιστρέψουν στις εστίες τους, έχοντας πλέον συγκρίνει τον υποτιθέμενο σοσιαλιστικό «παράδεισο» της Αλβανίας με την καπιταλιστική «κόλαση» της Ελλάδας. Για πολλούς, η εμπειρία της αλβανικής υπαρκτής πραγματικότητας αποδείχθηκε καθοριστική.

Οι Έλληνες πολιτικοί φυγάδες στην Αλβανία αποτελούν μια σχεδόν άγνωστη σελίδα της ψυχροπολεμικής ιστορίας των Βαλκανίων. Η διερεύνησή τους φωτίζει όχι μόνο τις προσωπικές διαδρομές των ίδιων των φυγάδων, αλλά και τον τρόπο που τα αυταρχικά καθεστώτα διαχειρίζονταν τα σύνορα, την υποψία κατασκοπείας και την ανθρώπινη κινητικότητα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει τη δραματική σύγκρουση ανάμεσα στην πολιτική ιδεολογία και την ωμή πραγματικότητα.
Η μελέτη του Σταύρου Γ. Ντάγιου έρχεται να καλύψει ένα κενό, ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω έρευνα πάνω σε μια πτυχή που μέχρι σήμερα βρισκόταν στη σκιά της ιστοριογραφίας.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια