Το Βάραθρο του Φενεού: Ιστορική Μνήμη, Βία και Ιστοριογραφικές Αντιπαραθέσεις

Η δεκαετία του 1940 αποτελεί μια από τις πιο ταραγμένες και σκοτεινές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η Κατοχή, η Αντίσταση, οι εμφύλιες συγκρούσεις και οι μαζικές σφαγές σφράγισαν τη συλλογική μνήμη και επηρέασαν την πολιτική ζωή για πολλές δεκαετίες. Ανάμεσα στα γεγονότα που έμειναν χαραγμένα με δραματικό τρόπο ξεχωρίζουν οι εκτελέσεις στον Φενεό Κορινθίας, γύρω από τη Μονή Αγίου Γεωργίου και το φυσικό βάραθρο που είναι γνωστό ως «Τρύπα Φενεού». Εκεί, εκατοντάδες –κατά άλλες εκδοχές χιλιάδες– άνθρωποι εκτελέστηκαν και ρίχτηκαν στα έγκατα της γης από δυνάμεις του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ.
Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να διχάζει: άλλοι το βλέπουν ως απόδειξη της «κομμουνιστικής θηριωδίας», άλλοι το θεωρούν υπερβολικά διογκωμένο από την αντικομμουνιστική προπαγάνδα του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει με νηφαλιότητα το ιστορικό πλαίσιο, τα ίδια τα γεγονότα όπως τεκμηριώνονται από πηγές, αλλά και τις διαφορετικές ερμηνείες που έχουν δοθεί στην ιστοριογραφία.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου το 1941 και την τριπλή Κατοχή της Ελλάδας από Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους, η χώρα οδηγήθηκε σε λιμό, καταστροφή και πολιτική διάλυση. Μέσα σε αυτό το χάος, γεννήθηκαν αντιστασιακές οργανώσεις. Η σημαντικότερη ήταν το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και ο στρατιωτικός του βραχίονας, ο ΕΛΑΣ, που κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος της υπαίθρου.
Στην Πελοπόννησο, η δράση του ΕΛΑΣ δεν συνάντησε από την αρχή μαζική ανταπόκριση. Πολλοί χωρικοί, είτε από φόβο είτε από πολιτική αντίθεση, δεν εντάχθηκαν στο κίνημα. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν και ένοπλα σώματα συνεργατών των Γερμανών, τα Τάγματα Ασφαλείας, που προσέφεραν προστασία σε όσους αντιτίθεντο στο ΕΑΜ. Η σύγκρουση δεν περιορίστηκε στους κατακτητές· έλαβε έντονο εμφυλιοπολεμικό χαρακτήρα ήδη από το 1943.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ επιχείρησε να επιβάλει την κυριαρχία της με κάθε τρόπο. Στην Πελοπόννησο στάλθηκε ο Άρης Βελουχιώτης τον Μάιο του 1944 με εντολή να ενισχύσει τη στρατολόγηση και να καταστείλει την «αντίδραση». Από εκείνη την περίοδο χρονολογούνται οι πιο μαζικές εκτελέσεις στον Φενεό.

Η Μονή, χτισμένη σε στρατηγική θέση στις πλαγιές του όρους Ζήρεια, είχε μακραίωνη ιστορία ήδη από τον 14ο αιώνα. Στην Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε ορμητήριο και συνδέθηκε με τον Κολοκοτρώνη. Κατά την Κατοχή, το καλοκαίρι του 1943, καταλήφθηκε από αντάρτες του ΕΛΑΣ και μετατράπηκε σε κέντρο κράτησης και εκτελέσεων. Στην τοπική μνήμη έμεινε με το όνομα «Ματωμένο Μοναστήρι».
Στα υπόγειά της φυλακίστηκαν δεκάδες και αργότερα εκατοντάδες άνθρωποι: χωρικοί με «αντιδραστικές» πεποιθήσεις, μέλη αντιπάλων οργανώσεων, ακόμη και ιερείς ή μοναχοί. Οι συνθήκες κράτησης ήταν άθλιες, ενώ πολλοί υπέστησαν βασανιστήρια. Από εκεί μεταφέρονταν τη νύχτα προς το βάραθρο Φενεού, σε απόσταση περίπου 6 χιλιομέτρων, όπου εκτελούνταν και ρίχνονταν στο κενό.

Η «Τρύπα του Φενεού» είναι ένα φυσικό σπήλαιο-βάραθρο με στενό στόμιο και μεγάλη κατακόρυφη κάθοδο, που καταλήγει σε ευρύχωρη αίθουσα βάθους περίπου 60 μέτρων. Το βάραθρο αυτό προσφέρθηκε για να εξαφανίζονται τα πτώματα χωρίς να γίνονται αντιληπτά. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η πρακτική αυτή ξεκίνησε όταν η δυσοσμία των εκτελεσμένων γύρω από το μοναστήρι προκάλεσε την αγανάκτηση των κατοίκων.
Οι εκτελέσεις γίνονταν συνήθως με μαχαίρι ή με αυτοσχέδια όπλα, όπως το γλωσσίδι μιας καμπάνας, ώστε να μην ακούγονται πυροβολισμοί. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι αρκετοί ρίχνονταν ζωντανοί ή μισοπεθαμένοι.

Το κρίσιμο ερώτημα αφορά τον αριθμό των θυμάτων.
  • Ανασκαφές 1945: Μετά την Απελευθέρωση, το καλοκαίρι του 1945, ανασύρθηκαν από το βάραθρο περίπου 440 πτώματα, από τα οποία 260 αναγνωρίστηκαν. Αυτός είναι ο μόνος επίσημος, τεκμηριωμένος αριθμός.
  • Μαρτυρίες και εκτιμήσεις: Κάποιοι μάρτυρες μίλησαν για χιλιάδες εκτελεσμένους. Ο Θεόδωρος Βαϊνάς κάνει λόγο για πάνω από 3.000 θύματα μόνο στον Φενεό και 13.000 συνολικά σε Αργολίδα και Κορινθία.
  • Σύγχρονη ιστοριογραφία: Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν πιθανό ο πραγματικός αριθμός να είναι μερικές εκατοντάδες έως λίγες χιλιάδες, αλλά αναγνωρίζουν ότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί με βεβαιότητα.
Η διαφορά οφείλεται στην έλλειψη αρχείων, στην προπαγανδιστική χρήση των γεγονότων στον Εμφύλιο και στη δυσκολία της αρχαιολογικής-σπηλαιολογικής έρευνας.

Η παρουσία του Άρη στην Πελοπόννησο από τον Μάιο 1944 είναι αδιαμφισβήτητη. Ο ίδιος έφερε την αποστολή να ενισχύσει την επιρροή του ΕΛΑΣ σε μια περιοχή όπου η στρατολόγηση ήταν περιορισμένη.
Ορισμένες πηγές τον εμφανίζουν να δίνει την εντολή: «Πιάστε και σφάξτε δέκα από κάθε χωριό».
Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία πως ο ίδιος διέταξε προσωπικά τις μαζικές εκτελέσεις· ότι πρόκειται μάλλον για γενικότερη πολιτική της ΟΠΛΑ και των τοπικών καπετάνιων.
Αναμφίβολα όμως, ο Βελουχιώτης ήταν εκείνος που καθαίρεσε την τοπική διοίκηση του ΕΛΑΣ, έδωσε γραμμή για «εξόντωση των εθνικοφρόνων» και ενέτεινε την πολιτική βίας και τρομοκρατίας. Συνεπώς, ακόμη κι αν δεν έδωσε την προσωπική διαταγή για κάθε εκτέλεση, η ευθύνη του είναι σημαντική.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι από τους μοναχούς της Μονής Αγίου Γεωργίου ελάχιστοι επέζησαν. Οι περισσότεροι εκτελέστηκαν με φρικτό τρόπο. Σώθηκαν μόνο δύο: ο Αμβέρτιος Σκουρλής και ο νεαρός Λεόντιος Σιάντος, που αργότερα κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε ανήθικες πράξεις.
Μεταπολεμικές μαρτυρίες κατοίκων και κληρικών μιλούν για σκηνές απερίγραπτης αγριότητας: βιασμούς, βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς. Παρότι κάποιες περιγραφές μπορεί να έχουν δραματοποιηθεί ή να αξιοποιήθηκαν προπαγανδιστικά, η ύπαρξη τέτοιων εγκλημάτων θεωρείται πιθανή, δεδομένου του κλίματος της εποχής και άλλων παρόμοιων περιστατικών στην Ελλάδα.

Τον Ιούλιο του 1944, όταν οι Γερμανοί κινήθηκαν προς την ορεινή Κορινθία, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εγκατέλειψαν τη Μονή. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πριν φύγουν, εκτέλεσαν εκατοντάδες κρατούμενους και τους έριξαν στην τρύπα, ώστε να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Οι Γερμανοί δεν αντιμετώπισαν ουσιαστική αντίσταση· περιορίστηκαν σε κάψιμο χωριών.
Μετά την Απελευθέρωση, η τραγική ιστορία του Φενεού αποκαλύφθηκε σταδιακά, καθώς έγιναν ανασκαφές και ανασύρθηκαν πτώματα.

Μεταπολεμικά, ο Φενεός χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Ο Τύπος της δεξιάς μιλούσε για «ελληνικό Κατύν», σε αναλογία με τη σφαγή Πολωνών αξιωματικών από τους Σοβιετικούς. Οι αριθμοί των θυμάτων συχνά διογκώνονταν, ενώ οι περιγραφές αποκτούσαν σχεδόν μυθικές διαστάσεις.
Από την άλλη πλευρά, αριστερές πένες προσπάθησαν να αποδώσουν τα εγκλήματα σε Ταγματασφαλίτες ή να τα υποβαθμίσουν ως μεμονωμένα περιστατικά. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι αντιπαραθέσεις για τον Φενεό συνδέθηκαν με την πολιτική νομιμοποίηση της Αριστεράς.
Σήμερα, η μνήμη διατηρείται μέσα από το οστεοφυλάκιο των Αγίων Πάντων, όπου φυλάσσονται τα οστά που ανασύρθηκαν, και από τις τοπικές τελετές μνήμης. Ωστόσο, το θέμα παραμένει αμφιλεγόμενο, με διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με την πολιτική και ιδεολογική αφετηρία.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί προσπαθούν να προσεγγίσουν το θέμα με πιο ψύχραιμη ματιά.
  • Χάγκεν Φλάισερ και Μαρκ Μαζάουερ επισημαίνουν ότι η βία του ΕΛΑΣ ήταν πραγματική και εκτεταμένη, αλλά ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί.
  • Ο Στάθης Καλύβας τονίζει ότι η βία στον Φενεό εντάσσεται στη στρατηγική του ΕΛΑΣ να επιβάλει μονοπώλιο εξουσίας στην ύπαιθρο, όχι μόνο κατά των συνεργατών των Γερμανών αλλά και εναντίον κάθε αντίπαλου κοινωνικού ή πολιτικού φορέα.
  • Αντίθετα, αριστεροί συγγραφείς (π.χ. Δημήτρης Στρατής) υπογραμμίζουν ότι πολλά στοιχεία προέρχονται από μαρτυρίες που συλλέχθηκαν σε συνθήκες αντικομμουνιστικού κράτους και δεν πρέπει να θεωρούνται απόλυτα αξιόπιστα.
Η αλήθεια πιθανόν βρίσκεται κάπου στη μέση: πράγματι διαπράχθηκαν μαζικές εκτελέσεις και εγκλήματα, αλλά ο αριθμός των θυμάτων δεν έφτασε τις δεκάδες χιλιάδες που ορισμένοι υποστήριξαν.

Ο Φενεός αποτελεί μια από τις πιο τραγικές σελίδες της δεκαετίας του ’40. Εκατοντάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους γυναίκες, παιδιά και μοναχοί, βρήκαν τον θάνατο σε ένα φυσικό βάραθρο που μετατράπηκε σε «μαζικό τάφο». Ο αριθμός και οι λεπτομέρειες μπορεί να παραμένουν αμφιλεγόμενα, αλλά το γεγονός της μαζικής βίας είναι αναμφισβήτητο.
Πέρα από την πολιτική εκμετάλλευση και την ιστοριογραφική διαμάχη, η μνήμη των θυμάτων υπενθυμίζει το κόστος του αδελφοκτόνου μίσους και την ανάγκη νηφάλιας αποτίμησης της ιστορίας. Ο Φενεός δεν είναι μόνο ένα «ελληνικό Κατύν», αλλά και ένα παράδειγμα του πώς ο εμφύλιος πόλεμος μπορεί να διαλύσει κοινωνικούς ιστούς και να αφήσει ανεξίτηλες πληγές.
Η πρόκληση για τους ιστορικούς σήμερα είναι να συνεχίσουν την έρευνα με αντικειμενικότητα, χωρίς να παρασύρονται από πολιτικές σκοπιμότητες. Και για την κοινωνία, να διατηρεί τη μνήμη χωρίς να αναπαράγει το μίσος.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια