Αξημέρωτα της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα ξύπνησε από τον τρομακτικό ήχο των σειρήνων και τις καμπάνες που ανήγγειλαν τον πόλεμο. Μέσα σε λίγες ώρες, η χώρα βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση. Σε σταθμούς, λιμάνια και πλατείες επικρατούσε συγκίνηση και αποφασιστικότητα. Οι επιστρατευμένοι Έλληνες, με σφιγμένα αλλά χαμογελαστά χείλη, έτρεχαν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους.
Ανάμεσά τους βρέθηκε και ο Θεσσαλονικιός Γεώργιος Καλαμποκίδης, απόφοιτος Ανωτάτης Σχολής και διακεκριμένος ιστιοπλόος του Άρη Θεσσαλονίκης. Με την επιστράτευσή του του απονεμήθηκε ο βαθμός του Αρχικελευστή και, λόγω της εμπειρίας του στη ναυσιπλοΐα, τοποθετήθηκε ως Αρμενιστής στο Πολεμικό Ναυτικό. Εκπαιδεύτηκε στη ναρκαλιεία, μια ειδικότητα που θα αποδεικνυόταν καθοριστική για την πορεία του.
Μετά την προέλαση του ελληνικού στρατού στο Αλβανικό μέτωπο, δημιουργήθηκε στους Αγίους Σαράντα η Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ηπείρου, όπου ο Καλαμποκίδης μετατέθηκε. Η Διοίκηση είχε στην ευθύνη της την ασφάλεια των θαλάσσιων επικοινωνιών και την άμυνα του λιμένα. Υπό την επίβλεψή του μετασκευάστηκαν πρόχειρα σε ναρκαλιευτικά αρκετά αλιευτικά σκάφη, ώστε να διασφαλιστεί η ελεύθερη ναυσιπλοΐα από την Κέρκυρα μέχρι τη Χειμάρα. Ο ίδιος εργαζόταν ακατάπαυστα, οργανώνοντας νυχτερινές αποστολές εκκαθάρισης ναρκών μέσα σε συνθήκες θανάσιμου κινδύνου.
Την 1η Μαρτίου 1941, ο Καλαμποκίδης έλαβε διαταγή να μεταβεί με το ναρκαλιευτικό «Αγγελική» στον όρμο Πανόρμου της Χειμάρρας για τον ανεφοδιασμό των ελληνικών υποβρυχίων που επιχειρούσαν στην Αδριατική. Μαζί του βρισκόταν το ναρκαλιευτικό «Ταξιάρχης» με κυβερνήτη τον Έφεδρο Σημαιοφόρο Σπυρομήλιο. Τα πλοία, σχεδόν άοπλα, αντιμετώπισαν αιφνίδιο εχθρικό πυρ από ιταλικά σκάφη. Παρά τη σφοδρή επίθεση, οι δύο κυβερνήτες επέδειξαν απαράμιλλη ψυχραιμία και ναυτική ικανότητα, επιστρέφοντας σώοι στη βάση τους. Για τη γενναιότητά τους, ο Σπυρομήλιος τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως και ο Καλαμποκίδης με τον Β΄ Τάξεως.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ο Καλαμποκίδης πέρασε από την Ηγουμενίτσα και την Πρέβεζα στην Πάτρα και, μαζί με άλλους αξιωματικούς, συνέχισε τη δράση του στην Κρήτη και κατόπιν στη Μέση Ανατολή, όπου οργανώθηκε ο ελληνικός στόλος που πολεμούσε στο πλευρό των Συμμάχων.
Το 1942, η μοίρα τον έφερε να συμμετάσχει σε μια από τις πιο τολμηρές επιχειρήσεις του πολέμου: την «Επιχείρηση Anglo». Η επιχείρηση σχεδιάστηκε από τη βρετανική μονάδα ειδικών καταδρομών SBS για την καταστροφή των ιταλικών αεροδρομίων στη Ρόδο, που απειλούσαν τις συμμαχικές δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην ομάδα συμμετείχαν εννέα Βρετανοί καταδρομείς, ένας Έλληνας αξιωματικός και δύο στρατιώτες Δωδεκανησιακής καταγωγής. Ο Καλαμποκίδης, γνώστης της ναυσιπλοΐας και του εδάφους του Αιγαίου, ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός που έλαβε μέρος στη δράση.
Μεταφέρθηκαν με το υποβρύχιο «Παπανικολής» από τη Βηρυτό και αποβιβάστηκαν τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 1942 στην παραλία Αγάθη της Ρόδου. Σκοπός τους ήταν να τοποθετήσουν εκρηκτικά στα ιταλικά αεροπλάνα των αεροδρομίων Μαριτσών και Καλάθου. Ο Καλαμποκίδης ανήκε στην ομάδα του υπολοχαγού Σάδερλαντ, που έδρασε στον Κάλαθο. Μαζί με δύο ακόμα σαμποτέρ, κατάφερε να διεισδύσει στη βάση και να τοποθετήσει τα εκρηκτικά σε επτά αεροπλάνα. Όταν έγιναν αντιληπτοί, ήταν ήδη αργά. Μέσα στη νύχτα, εκρήξεις συγκλόνισαν την περιοχή, καταστρέφοντας ή καταστρέφοντας μερικώς δεκαπέντε αεροσκάφη.
Η αποστολή θεωρήθηκε απόλυτα επιτυχής, αλλά είχε βαρύ τίμημα. Οι περισσότεροι από τους σαμποτέρ συνελήφθησαν, ανάμεσά τους και ο Καλαμποκίδης. Οι Ιταλοί τον μετέφεραν αιχμάλωτο στον Τάραντα, όπου παρέμεινε έως το 1944. Μετά την πτώση του Μουσολίνι, απελευθερώθηκε από τους Ιταλούς παρτιζάνους και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Η «Επιχείρηση Anglo» πέρασε στην ιστορία ως μια από τις πιο επιτυχημένες αποστολές σαμποτάζ της Μεσογείου. Ο Σάδερλαντ, ο μόνος που διέφυγε, κατέγραψε τα γεγονότα στο βιβλίο του He Who Dares, το οποίο ενέπνευσε την ταινία «They Who Dare» (1954), γνωστή στην Ελλάδα ως «Απόβαση στη Ρόδο». Παρότι οι Βρετανοί αναγνώρισαν τη συμβολή του Καλαμποκίδη και πρότειναν να του απονεμηθεί παράσημο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ελληνική πολιτεία υλοποίησε ποτέ αυτή την πρόταση.
Μετά τον πόλεμο, ο Γεώργιος Καλαμποκίδης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου αφιερώθηκε ξανά στην ιστιοπλοΐα. Αγωνίστηκε με τα χρώματα του Άρη και αργότερα του Ναυτικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, διακρινόμενος σε πανελλήνιους και διεθνείς αγώνες. Η κορύφωση της αθλητικής του πορείας ήρθε το 1948, όταν επιλέχθηκε ως Σημαιοφόρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Ομάδας στους πρώτους μεταπολεμικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Μπροστά σε ένα κατάμεστο Στάδιο Γουέμπλεϊ, ο Καλαμποκίδης μπήκε πρώτος, κρατώντας ψηλά τη γαλανόλευκη, ακολουθούμενος από τους 57 Έλληνες αθλητές. Στους αγώνες της ιστιοπλοΐας, αγωνίστηκε στο σκάφος τύπου Star με τον Νικόλαο Βλάγκαλη, καταλαμβάνοντας τη 10η θέση.
Έπειτα, τα ίχνη του χάνονται. Κανείς δεν γνωρίζει πού έζησε ή πού πέθανε ο ήρωας που πολέμησε, αιχμαλωτίστηκε, τίμησε τη σημαία του και ύστερα χάθηκε στη σιωπή. Αντίθετα, οι Δωδεκανήσιοι συναγωνιστές του, Νικόλαος Σάββας και Γεώργιος Κυρμιχάλης, τιμήθηκαν μεταπολεμικά. Η Ρόδος ανήγειρε τις προτομές τους, ενώ ο Δήμος Μεγίστης ονόμασε πλατεία και στρατόπεδο προς τιμήν τους.
Η περίπτωση του Γεωργίου Καλαμποκίδη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της λησμονημένης ανδρείας των Ελλήνων που πολέμησαν για την ελευθερία. Ήταν πολεμιστής, καταδρομέας, αθλητής και σημαιοφόρος, μα πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος που υπηρέτησε την πατρίδα του με αφοσίωση και σεμνότητα. Είναι χρέος της πολιτείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης να εντοπίσουν τα ίχνη του και να του αποδώσουν τις τιμές που ποτέ δεν έλαβε.
Οι ήρωες σαν τον Καλαμποκίδη δεν χρειάζονται μνημεία για να υπάρξουν στην ιστορία· χρειάζονται μνήμη. Και όσο η Ελλάδα θυμάται τους αφανείς αγωνιστές της, η δόξα τους δεν θα σβήσει ποτέ.
Ανάμεσά τους βρέθηκε και ο Θεσσαλονικιός Γεώργιος Καλαμποκίδης, απόφοιτος Ανωτάτης Σχολής και διακεκριμένος ιστιοπλόος του Άρη Θεσσαλονίκης. Με την επιστράτευσή του του απονεμήθηκε ο βαθμός του Αρχικελευστή και, λόγω της εμπειρίας του στη ναυσιπλοΐα, τοποθετήθηκε ως Αρμενιστής στο Πολεμικό Ναυτικό. Εκπαιδεύτηκε στη ναρκαλιεία, μια ειδικότητα που θα αποδεικνυόταν καθοριστική για την πορεία του.
Μετά την προέλαση του ελληνικού στρατού στο Αλβανικό μέτωπο, δημιουργήθηκε στους Αγίους Σαράντα η Ναυτική Διοίκηση Βορείου Ηπείρου, όπου ο Καλαμποκίδης μετατέθηκε. Η Διοίκηση είχε στην ευθύνη της την ασφάλεια των θαλάσσιων επικοινωνιών και την άμυνα του λιμένα. Υπό την επίβλεψή του μετασκευάστηκαν πρόχειρα σε ναρκαλιευτικά αρκετά αλιευτικά σκάφη, ώστε να διασφαλιστεί η ελεύθερη ναυσιπλοΐα από την Κέρκυρα μέχρι τη Χειμάρα. Ο ίδιος εργαζόταν ακατάπαυστα, οργανώνοντας νυχτερινές αποστολές εκκαθάρισης ναρκών μέσα σε συνθήκες θανάσιμου κινδύνου.
Την 1η Μαρτίου 1941, ο Καλαμποκίδης έλαβε διαταγή να μεταβεί με το ναρκαλιευτικό «Αγγελική» στον όρμο Πανόρμου της Χειμάρρας για τον ανεφοδιασμό των ελληνικών υποβρυχίων που επιχειρούσαν στην Αδριατική. Μαζί του βρισκόταν το ναρκαλιευτικό «Ταξιάρχης» με κυβερνήτη τον Έφεδρο Σημαιοφόρο Σπυρομήλιο. Τα πλοία, σχεδόν άοπλα, αντιμετώπισαν αιφνίδιο εχθρικό πυρ από ιταλικά σκάφη. Παρά τη σφοδρή επίθεση, οι δύο κυβερνήτες επέδειξαν απαράμιλλη ψυχραιμία και ναυτική ικανότητα, επιστρέφοντας σώοι στη βάση τους. Για τη γενναιότητά τους, ο Σπυρομήλιος τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως και ο Καλαμποκίδης με τον Β΄ Τάξεως.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ο Καλαμποκίδης πέρασε από την Ηγουμενίτσα και την Πρέβεζα στην Πάτρα και, μαζί με άλλους αξιωματικούς, συνέχισε τη δράση του στην Κρήτη και κατόπιν στη Μέση Ανατολή, όπου οργανώθηκε ο ελληνικός στόλος που πολεμούσε στο πλευρό των Συμμάχων.
Το 1942, η μοίρα τον έφερε να συμμετάσχει σε μια από τις πιο τολμηρές επιχειρήσεις του πολέμου: την «Επιχείρηση Anglo». Η επιχείρηση σχεδιάστηκε από τη βρετανική μονάδα ειδικών καταδρομών SBS για την καταστροφή των ιταλικών αεροδρομίων στη Ρόδο, που απειλούσαν τις συμμαχικές δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην ομάδα συμμετείχαν εννέα Βρετανοί καταδρομείς, ένας Έλληνας αξιωματικός και δύο στρατιώτες Δωδεκανησιακής καταγωγής. Ο Καλαμποκίδης, γνώστης της ναυσιπλοΐας και του εδάφους του Αιγαίου, ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός που έλαβε μέρος στη δράση.
Μεταφέρθηκαν με το υποβρύχιο «Παπανικολής» από τη Βηρυτό και αποβιβάστηκαν τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 1942 στην παραλία Αγάθη της Ρόδου. Σκοπός τους ήταν να τοποθετήσουν εκρηκτικά στα ιταλικά αεροπλάνα των αεροδρομίων Μαριτσών και Καλάθου. Ο Καλαμποκίδης ανήκε στην ομάδα του υπολοχαγού Σάδερλαντ, που έδρασε στον Κάλαθο. Μαζί με δύο ακόμα σαμποτέρ, κατάφερε να διεισδύσει στη βάση και να τοποθετήσει τα εκρηκτικά σε επτά αεροπλάνα. Όταν έγιναν αντιληπτοί, ήταν ήδη αργά. Μέσα στη νύχτα, εκρήξεις συγκλόνισαν την περιοχή, καταστρέφοντας ή καταστρέφοντας μερικώς δεκαπέντε αεροσκάφη.
Η αποστολή θεωρήθηκε απόλυτα επιτυχής, αλλά είχε βαρύ τίμημα. Οι περισσότεροι από τους σαμποτέρ συνελήφθησαν, ανάμεσά τους και ο Καλαμποκίδης. Οι Ιταλοί τον μετέφεραν αιχμάλωτο στον Τάραντα, όπου παρέμεινε έως το 1944. Μετά την πτώση του Μουσολίνι, απελευθερώθηκε από τους Ιταλούς παρτιζάνους και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Η «Επιχείρηση Anglo» πέρασε στην ιστορία ως μια από τις πιο επιτυχημένες αποστολές σαμποτάζ της Μεσογείου. Ο Σάδερλαντ, ο μόνος που διέφυγε, κατέγραψε τα γεγονότα στο βιβλίο του He Who Dares, το οποίο ενέπνευσε την ταινία «They Who Dare» (1954), γνωστή στην Ελλάδα ως «Απόβαση στη Ρόδο». Παρότι οι Βρετανοί αναγνώρισαν τη συμβολή του Καλαμποκίδη και πρότειναν να του απονεμηθεί παράσημο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ελληνική πολιτεία υλοποίησε ποτέ αυτή την πρόταση.
Μετά τον πόλεμο, ο Γεώργιος Καλαμποκίδης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου αφιερώθηκε ξανά στην ιστιοπλοΐα. Αγωνίστηκε με τα χρώματα του Άρη και αργότερα του Ναυτικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, διακρινόμενος σε πανελλήνιους και διεθνείς αγώνες. Η κορύφωση της αθλητικής του πορείας ήρθε το 1948, όταν επιλέχθηκε ως Σημαιοφόρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Ομάδας στους πρώτους μεταπολεμικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Μπροστά σε ένα κατάμεστο Στάδιο Γουέμπλεϊ, ο Καλαμποκίδης μπήκε πρώτος, κρατώντας ψηλά τη γαλανόλευκη, ακολουθούμενος από τους 57 Έλληνες αθλητές. Στους αγώνες της ιστιοπλοΐας, αγωνίστηκε στο σκάφος τύπου Star με τον Νικόλαο Βλάγκαλη, καταλαμβάνοντας τη 10η θέση.
Έπειτα, τα ίχνη του χάνονται. Κανείς δεν γνωρίζει πού έζησε ή πού πέθανε ο ήρωας που πολέμησε, αιχμαλωτίστηκε, τίμησε τη σημαία του και ύστερα χάθηκε στη σιωπή. Αντίθετα, οι Δωδεκανήσιοι συναγωνιστές του, Νικόλαος Σάββας και Γεώργιος Κυρμιχάλης, τιμήθηκαν μεταπολεμικά. Η Ρόδος ανήγειρε τις προτομές τους, ενώ ο Δήμος Μεγίστης ονόμασε πλατεία και στρατόπεδο προς τιμήν τους.
Η περίπτωση του Γεωργίου Καλαμποκίδη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της λησμονημένης ανδρείας των Ελλήνων που πολέμησαν για την ελευθερία. Ήταν πολεμιστής, καταδρομέας, αθλητής και σημαιοφόρος, μα πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος που υπηρέτησε την πατρίδα του με αφοσίωση και σεμνότητα. Είναι χρέος της πολιτείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης να εντοπίσουν τα ίχνη του και να του αποδώσουν τις τιμές που ποτέ δεν έλαβε.
Οι ήρωες σαν τον Καλαμποκίδη δεν χρειάζονται μνημεία για να υπάρξουν στην ιστορία· χρειάζονται μνήμη. Και όσο η Ελλάδα θυμάται τους αφανείς αγωνιστές της, η δόξα τους δεν θα σβήσει ποτέ.
Διαβάστε ακόμη
👉Ακολουθήστε μας στο twitter

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών