Η ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα είναι γεμάτη στιγμές βίας, συγκρούσεων και κοινωνικών αντιθέσεων. Κάποιες από αυτές καταγράφονται μόνο στα αστυνομικά χρονικά, ενώ άλλες αποκτούν μια ιδιότυπη θέση στη συλλογική μνήμη, ξεπερνώντας την απλή αφήγηση ενός εγκλήματος. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Νίκου Κοεμτζή, ο οποίος το 1973 σφράγισε με αίμα τις αποκριάτικες νύχτες της Αθήνας. Η πράξη του έμελλε να αποκτήσει συμβολικό βάρος, να περάσει στη λαϊκή κουλτούρα και να συζητηθεί τόσο από καλλιτέχνες όσο και από διανοούμενους.
Από το Αιγίνιο στην παρανομία
Ο Νίκος Κοεμτζής γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας. Ήταν γιος του Παναγιώτη, γνωστού ως «Καπετάν Κεραυνός», και της Αναστασίας, και οι δύο ενεργά μέλη του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η πολιτική δράση της οικογένειας τους έβαλε στο στόχαστρο των Αρχών, με συνεχείς διώξεις και κοινωνικό αποκλεισμό.
Ο Νίκος, δεύτερος από πέντε αδέλφια, δεν τα κατάφερνε στα γράμματα και εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο. Έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε ευκαιριακές δουλειές, και αργότερα κατέληξε στην Αθήνα. Η ζωή του χαρακτηρίστηκε από δυσκολίες ένταξης, φτώχεια και την «σφραγίδα» του πολιτικού παρελθόντος της οικογένειάς του.
Το 1965 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά μαζί με τον αδελφό του Δημοσθένη και άλλους δύο για διαρρήξεις. Λίγο αργότερα κατηγορείται για ένοπλη ληστεία. Οι δικαστικές του περιπέτειες τον οδηγούν στη φυλακή για περίπου έξι χρόνια. Όπως ο ίδιος αργότερα ανέφερε, εκεί έζησε πολύ σκληρές στιγμές, ιδίως λόγω του αριστερού οικογενειακού του παρελθόντος.
Ο Νίκος Κοεμτζής γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας. Ήταν γιος του Παναγιώτη, γνωστού ως «Καπετάν Κεραυνός», και της Αναστασίας, και οι δύο ενεργά μέλη του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η πολιτική δράση της οικογένειας τους έβαλε στο στόχαστρο των Αρχών, με συνεχείς διώξεις και κοινωνικό αποκλεισμό.
Ο Νίκος, δεύτερος από πέντε αδέλφια, δεν τα κατάφερνε στα γράμματα και εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο. Έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε ευκαιριακές δουλειές, και αργότερα κατέληξε στην Αθήνα. Η ζωή του χαρακτηρίστηκε από δυσκολίες ένταξης, φτώχεια και την «σφραγίδα» του πολιτικού παρελθόντος της οικογένειάς του.
Το 1965 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά μαζί με τον αδελφό του Δημοσθένη και άλλους δύο για διαρρήξεις. Λίγο αργότερα κατηγορείται για ένοπλη ληστεία. Οι δικαστικές του περιπέτειες τον οδηγούν στη φυλακή για περίπου έξι χρόνια. Όπως ο ίδιος αργότερα ανέφερε, εκεί έζησε πολύ σκληρές στιγμές, ιδίως λόγω του αριστερού οικογενειακού του παρελθόντος.
Η μοιραία νύχτα του 1973
Αρχές του 1973, αποφυλακίζεται. Μερικές εβδομάδες αργότερα, το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου, αποφασίζει να βγει με τον αδελφό του Δημοσθένη και τον φίλο τους Θωμά Καραμάνη. Η παρέα καταλήγει στη «Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη, όπου τραγουδούσε ο Κώστας Καρουσάκης.
Κάποια στιγμή, ο Νίκος ζητά «παραγγελιά» το τραγούδι «Βεργούλες» του Βαμβακάρη, για να χορέψει ο αδελφός του. Ο τραγουδιστής υπόσχεται ότι θα το πει ο επόμενος που θα ανέβει στη σκηνή, ο Τάκης Αθανασιάδης, και πράγματι αυτό γίνεται. Ο Αθανασιάδης ζητά από τον κόσμο να αδειάσει την πίστα, αφού πρόκειται για παραγγελιά. Ωστόσο, κάποιοι συνεχίζουν να χορεύουν, αδιαφορώντας. Όταν μάλιστα σπρώχνουν και χλευάζουν τον Δημοσθένη, η κατάσταση ξεφεύγει.
Ο Νίκος, φωνάζοντας «Παραγγελιά, ρε! Δεν ακούτε; Παραγγελιά!», βγάζει μαχαίρι και ορμά στην πίστα. Η μανία του είναι τέτοια που μαχαιρώνει αδιακρίτως. Μέσα σε λίγα λεπτά, τρεις άνθρωποι —ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, ο αστυφύλακας Δημήτρης Πεγιάς και ο μηχανικός Γιάννης Κούρτης— πέφτουν νεκροί. Επτά ακόμη τραυματίζονται, ανάμεσά τους και ο φίλος του Θωμάς που προσπάθησε να τον συγκρατήσει.
Αρχές του 1973, αποφυλακίζεται. Μερικές εβδομάδες αργότερα, το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου, αποφασίζει να βγει με τον αδελφό του Δημοσθένη και τον φίλο τους Θωμά Καραμάνη. Η παρέα καταλήγει στη «Νεράιδα της Αθήνας» στην Κυψέλη, όπου τραγουδούσε ο Κώστας Καρουσάκης.
Κάποια στιγμή, ο Νίκος ζητά «παραγγελιά» το τραγούδι «Βεργούλες» του Βαμβακάρη, για να χορέψει ο αδελφός του. Ο τραγουδιστής υπόσχεται ότι θα το πει ο επόμενος που θα ανέβει στη σκηνή, ο Τάκης Αθανασιάδης, και πράγματι αυτό γίνεται. Ο Αθανασιάδης ζητά από τον κόσμο να αδειάσει την πίστα, αφού πρόκειται για παραγγελιά. Ωστόσο, κάποιοι συνεχίζουν να χορεύουν, αδιαφορώντας. Όταν μάλιστα σπρώχνουν και χλευάζουν τον Δημοσθένη, η κατάσταση ξεφεύγει.
Ο Νίκος, φωνάζοντας «Παραγγελιά, ρε! Δεν ακούτε; Παραγγελιά!», βγάζει μαχαίρι και ορμά στην πίστα. Η μανία του είναι τέτοια που μαχαιρώνει αδιακρίτως. Μέσα σε λίγα λεπτά, τρεις άνθρωποι —ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, ο αστυφύλακας Δημήτρης Πεγιάς και ο μηχανικός Γιάννης Κούρτης— πέφτουν νεκροί. Επτά ακόμη τραυματίζονται, ανάμεσά τους και ο φίλος του Θωμάς που προσπάθησε να τον συγκρατήσει.
Η σύλληψη και η καταδίκη
Ο Δημοσθένης συλλαμβάνεται σχεδόν αμέσως. Ο Νίκος καταφέρνει να διαφύγει για δύο μέρες, μέχρι που περικυκλώνεται από τη Χωροφυλακή. Αρνείται να παραδοθεί και απειλεί με μαχαίρι, αλλά τελικά ακινητοποιείται με πυροβολισμούς στα πόδια.
Στην ανάκριση δηλώνει πως δεν θυμάται τίποτα, πως το μυαλό του «θόλωσε» και ότι πίστεψε πως θα σκότωναν τον αδελφό του. Τον Νοέμβριο του 1973, σε μια δίκη που παρακολουθεί όλη η χώρα, καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο. Ο Δημοσθένης παίρνει ποινή τριών ετών. Η μεταπολίτευση το 1974 φέρνει τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια κάθειρξη.
Ο Δημοσθένης συλλαμβάνεται σχεδόν αμέσως. Ο Νίκος καταφέρνει να διαφύγει για δύο μέρες, μέχρι που περικυκλώνεται από τη Χωροφυλακή. Αρνείται να παραδοθεί και απειλεί με μαχαίρι, αλλά τελικά ακινητοποιείται με πυροβολισμούς στα πόδια.
Στην ανάκριση δηλώνει πως δεν θυμάται τίποτα, πως το μυαλό του «θόλωσε» και ότι πίστεψε πως θα σκότωναν τον αδελφό του. Τον Νοέμβριο του 1973, σε μια δίκη που παρακολουθεί όλη η χώρα, καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο. Ο Δημοσθένης παίρνει ποινή τριών ετών. Η μεταπολίτευση το 1974 φέρνει τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια κάθειρξη.
Ο «υπόδειγμα κρατούμενος»
Για τα επόμενα 23 χρόνια, ο Κοεμτζής μένει έγκλειστος στον Κορυδαλλό. Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται υποδειγματική. Δεν δημιουργεί προβλήματα, δηλώνει διαρκώς μετανιωμένος και γίνεται αγαπητός στους συγκρατούμενούς του. Η στάση του οδηγεί πολλούς να συζητούν το αν η φυλακή μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως μέσο σωφρονισμού.
Το 1996 αποφυλακίζεται. Παρά τις δυσκολίες προσαρμογής, ζει ήρεμα και ειρηνικά. Στήνει έναν πάγκο στο Μοναστηράκι, όπου πουλά το βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Ακόμη και ένα μικρό «παράπτωμα» το 1996, όταν δεν έδωσε το «παρών» στο τμήμα επειδή είχε ερωτευτεί μια γυναίκα, δεν αμαυρώνει την εικόνα του.
Για τα επόμενα 23 χρόνια, ο Κοεμτζής μένει έγκλειστος στον Κορυδαλλό. Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται υποδειγματική. Δεν δημιουργεί προβλήματα, δηλώνει διαρκώς μετανιωμένος και γίνεται αγαπητός στους συγκρατούμενούς του. Η στάση του οδηγεί πολλούς να συζητούν το αν η φυλακή μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως μέσο σωφρονισμού.
Το 1996 αποφυλακίζεται. Παρά τις δυσκολίες προσαρμογής, ζει ήρεμα και ειρηνικά. Στήνει έναν πάγκο στο Μοναστηράκι, όπου πουλά το βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Ακόμη και ένα μικρό «παράπτωμα» το 1996, όταν δεν έδωσε το «παρών» στο τμήμα επειδή είχε ερωτευτεί μια γυναίκα, δεν αμαυρώνει την εικόνα του.
Ο θάνατος και η υστεροφημία
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, σε ηλικία 73 ετών, ο Νίκος Κοεμτζής πεθαίνει από έμφραγμα στο Μοναστηράκι, καθισμένος στο τραπεζάκι με τα βιβλία του. Η ζωή του είχε ήδη αποκτήσει διαστάσεις μύθου.
Η υπόθεση της «Παραγγελιάς» δεν έμεινε μόνο στα δικαστικά αρχεία. Ενέπνευσε καλλιτέχνες και διανοούμενους της Μεταπολίτευσης. Ο Διονύσης Σαββόπουλος του αφιέρωσε το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», η Κατερίνα Γώγου τον μνημόνευσε στην ποίησή της, ενώ ο Παύλος Τάσιος μετέφερε την ιστορία του στον κινηματογράφο στην ταινία «Παραγγελιά», με τη συγκλονιστική συμμετοχή της Γώγου.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, σε ηλικία 73 ετών, ο Νίκος Κοεμτζής πεθαίνει από έμφραγμα στο Μοναστηράκι, καθισμένος στο τραπεζάκι με τα βιβλία του. Η ζωή του είχε ήδη αποκτήσει διαστάσεις μύθου.
Η υπόθεση της «Παραγγελιάς» δεν έμεινε μόνο στα δικαστικά αρχεία. Ενέπνευσε καλλιτέχνες και διανοούμενους της Μεταπολίτευσης. Ο Διονύσης Σαββόπουλος του αφιέρωσε το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», η Κατερίνα Γώγου τον μνημόνευσε στην ποίησή της, ενώ ο Παύλος Τάσιος μετέφερε την ιστορία του στον κινηματογράφο στην ταινία «Παραγγελιά», με τη συγκλονιστική συμμετοχή της Γώγου.
Έγκλημα ή κοινωνικό σύμβολο;
Η περίπτωση Κοεμτζή φέρνει στο φως την πολυπλοκότητα με την οποία η κοινωνία αντιμετωπίζει το έγκλημα. Από τη μία πλευρά, τρεις άνθρωποι δολοφονήθηκαν και πολλές οικογένειες βυθίστηκαν στον πόνο. Από την άλλη, η ιστορία του αναγνώστηκε ως σύμβολο της βίας, της αδικίας, αλλά και του περιθωρίου σε μια εποχή πολιτικής καταπίεσης.
Το γεγονός ότι καλλιτέχνες τον «μετέτρεψαν» σε πρόσωπο της λαϊκής κουλτούρας δείχνει πώς η τέχνη μπορεί να φωτίσει ακόμη και σκοτεινές πράξεις, δίνοντάς τους μια άλλη διάσταση. Η ιστορία του Κοεμτζή αποτελεί, έτσι, μια μοναδική περίπτωση όπου το έγκλημα, ο σωφρονισμός και η καλλιτεχνική ανάγνωση συναντιούνται.
Η περίπτωση Κοεμτζή φέρνει στο φως την πολυπλοκότητα με την οποία η κοινωνία αντιμετωπίζει το έγκλημα. Από τη μία πλευρά, τρεις άνθρωποι δολοφονήθηκαν και πολλές οικογένειες βυθίστηκαν στον πόνο. Από την άλλη, η ιστορία του αναγνώστηκε ως σύμβολο της βίας, της αδικίας, αλλά και του περιθωρίου σε μια εποχή πολιτικής καταπίεσης.
Το γεγονός ότι καλλιτέχνες τον «μετέτρεψαν» σε πρόσωπο της λαϊκής κουλτούρας δείχνει πώς η τέχνη μπορεί να φωτίσει ακόμη και σκοτεινές πράξεις, δίνοντάς τους μια άλλη διάσταση. Η ιστορία του Κοεμτζή αποτελεί, έτσι, μια μοναδική περίπτωση όπου το έγκλημα, ο σωφρονισμός και η καλλιτεχνική ανάγνωση συναντιούνται.
Διαβάστε ακόμη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών