Οι «πειρατές» του ’21 που έγιναν οι πρώτοι Έλληνες στην Αυστραλία

Την άνοιξη του 1827 η Ελληνική Επανάσταση βρισκόταν στην πιο κρίσιμη καμπή της. Ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη του Φαλήρου στις 22 Απριλίου και δύο μέρες αργότερα, στις 24 Απριλίου, οι ελληνικές δυνάμεις υπέστησαν καταστροφική ήττα στη θέση Ανάλατος. Από τους δέκα χιλιάδες μαχητές διασώθηκαν μόλις τρεισήμισι χιλιάδες. Η Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Ο Κιουταχής κυριαρχούσε στην Αθήνα, ενώ ο Ιμπραήμ συνέχιζε τις σφαγές και τις λεηλασίες στον Μοριά.
Κι όμως, παρά την απελπισία και την εξάντληση, υπήρχαν ακόμη Έλληνες που δεν κατέθεταν τα όπλα. Το καλοκαίρι του 1827, η θάλασσα εξακολουθούσε να αποτελεί το πεδίο δράσης των ατρόμητων ναυτικών του ’21. Στις 29 Ιουλίου, ανάμεσα στη Μάλτα και τη Λιβύη, η μικρή σκούνα Ηρακλής με πλοίαρχο τον 23χρονο Αθηναίο Αντώνη Μανώλη και πλήρωμα οκτώ νεαρούς Υδραίους ναυτικούς, σταμάτησε για νηοψία το βρετανικό πλοίο Άλκηστη. Το αγγλικό σκάφος ταξίδευε από τη Μάλτα προς την Αλεξάνδρεια, μεταφέροντας εφόδια στον αιγυπτιακό στόλο του Μωχάμετ Άλη – του ίδιου στόλου που ρήμαζε τότε τα ελληνικά νησιά και την Πελοπόννησο.

Οι Έλληνες ναυτικοί έκαναν έλεγχο, κατάσχεσαν μέρος του φορτίου και τα έγγραφα του πλοίου, χωρίς να πειράξουν κανέναν από το βρετανικό πλήρωμα, και το άφησαν να συνεχίσει το ταξίδι του. Το υλικό που πήραν δεν ήταν εμπορεύματα πολυτελείας, αλλά πανιά, σχοινιά, ναυτικά εργαλεία και χάρτες – εφόδια που ήταν προφανές ότι προορίζονταν για τον εχθρικό στόλο.
Δύο ημέρες αργότερα, όμως, το Ηρακλής εντοπίστηκε και συνελήφθη από το βρετανικό πολεμικό Gannet, που περιπολούσε νότια της Κρήτης. Οι Έλληνες οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στη Μάλτα και φυλακίστηκαν εν αναμονή δίκης. Ήταν η αρχή μιας περιπέτειας που θα τους οδηγούσε στην άλλη άκρη του κόσμου.

Η δίκη της Μάλτας
Πέντε μήνες αργότερα, αφού είχε ήδη συντελεστεί η καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο (20 Οκτωβρίου 1827), οι εννέα Έλληνες κάθισαν στο εδώλιο του δικαστηρίου της Μάλτας. Ο δημόσιος κατήγορος ισχυρίστηκε ότι οι ναυτικοί του Ηρακλής δεν ήταν ελεύθεροι αγωνιστές αλλά κοινοί πειρατές. Κατά την αγγλική πλευρά, το πλήρωμα δεν είχε σκοπό να εμποδίσει τον εφοδιασμό του εχθρού, αλλά να κλέψει εμπόρευμα για προσωπικό όφελος.
Μάταια οι κατηγορούμενοι εξηγούσαν ότι έδρασαν υπό ελληνική σημαία και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, που επέτρεπε στα πολεμικά πλοία να καταλαμβάνουν σκάφη τα οποία τροφοδοτούσαν τον εχθρό. «Δεν είμαστε πειρατές, είμαστε κουρσάροι του ελληνικού αγώνα», φέρονται να είπαν. Και πράγματι, σύμφωνα με το τότε εθιμικό δίκαιο, «κουρσάρος» (από το γαλλικό corsaire) ήταν εκείνος που διέθετε επίσημη άδεια καταδρομής από μια αναγνωρισμένη αρχή.

Παρ’ όλα αυτά, το δικαστήριο –με πρόεδρο τον ίδιο τον ναύαρχο Κόδριγκτον, ήρωα του Ναβαρίνου– δεν αναγνώρισε την υπό διαμόρφωση Ελληνική Πολιτεία ως νόμιμο κράτος. Οι ένορκοι, δώδεκα άνδρες από διάφορα ευρωπαϊκά έθνη, κλείστηκαν για 88 ώρες ώσπου να καταλήξουν στην απόφαση. Τελικά, επτά από τους εννέα ναυτικούς κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο: ο Αντώνης Μανώλης, ο Δαμιανός Νίνης, ο Γκίκας Βούλγαρης, ο Γεώργιος Βασιλάκης, ο Κωνσταντίνος Στρόμπολης, ο Γεώργιος Λαρίτσος και ο Νικόλαος Παπανδρέας.
Η ποινή δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντί της εκτέλεσης, οι Βρετανοί αποφάσισαν να τους εξορίσουν στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας – την πιο μακρινή αποικία τους. Ήταν τότε που οι επτά νέοι, όλοι μεταξύ 20 και 27 ετών, έγιναν χωρίς να το γνωρίζουν οι πρώτοι Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία.

Από το Αιγαίο στα κάτεργα της Ωκεανίας
Το ταξίδι προς την εξορία διήρκεσε 94 ημέρες μέσα σε άθλιες συνθήκες. Όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ, στις 27 Αυγούστου 1829, οδηγήθηκαν δεμένοι και μοιράστηκαν ως εργάτες σε αγροκτήματα της αποικίας. Μερικοί εργάστηκαν στα κτήματα του μεγαλοκτηματία MacArthur στο Camden, κοντά στο Σίδνεϊ. Ο Σκωτσέζος εξερευνητής Thomas Livingstone Mitchell κατέγραψε στο ημερολόγιό του το 1831 ότι είδε «Έλληνες πειρατές να καλλιεργούν κλήματα όπως στην πατρίδα τους». Ήταν ο Αντώνης Μανώλης και ο Νίκος Παπανδρέας.
Οι Βρετανοί δεν αναγνώριζαν τότε την ύπαρξη ελληνικού κράτους, κάτι που θα αλλάξει λίγα χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (1829). Έτσι, οι επτά κατάδικοι πέρασαν εννέα ολόκληρα χρόνια φυλακής και καταναγκαστικής εργασίας ώσπου να αθωωθούν, το 1836, ύστερα από επίμονες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης. Οι πέντε επέστρεψαν στην Ελλάδα, αλλά δύο επέλεξαν να μείνουν στη νέα τους πατρίδα.

Οι πρώτοι Έλληνες Αυστραλοί
Ο Αντώνης Μανώλης, καταγεγραμμένος στα αρχεία ως Antonios Manless, παντρεύτηκε την Elizabeth Corey, απέκτησε έναν γιο, τον James, και έγινε το 1854 ο πρώτος Έλληνας που πολιτογραφήθηκε Βρετανός υπήκοος στην Αυστραλία. Εργάστηκε ως αμπελουργός και πέθανε το 1880, σε ηλικία 76 ετών. Στην επιτύμβια πλάκα του γράφτηκε:

In a strange land the stranger finds a grave,
far from his home beyond the rolling wave.


Ο Γκίκας Βούλγαρης, που άλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ, εγκαταστάθηκε στο Braidwood, παντρεύτηκε μια Ιρλανδή, την Mary Lyons, και απέκτησε δέκα παιδιά και πενήντα δύο εγγόνια. Οι απόγονοί του αποτελούν σήμερα μια μεγάλη αυστραλιανή οικογένεια ελληνικής καταγωγής.
Η ιστορία των επτά ναυτικών του Ηρακλής είναι μια από εκείνες τις λιγότερο γνωστές αλλά βαθιά ανθρώπινες σελίδες του Αγώνα. Από τη φωτιά του 1821 ως τα κάτεργα της Ωκεανίας, αυτοί οι νέοι απέδειξαν ότι ο ελληνικός αγώνας δεν ήταν απλώς μια επανάσταση ενάντια σε έναν κατακτητή, αλλά και ένα ταξίδι ελευθερίας που έφτασε, κυριολεκτικά, στην άλλη άκρη της γης.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια