Οι πυρκαγιές στην αρχαία Ελλάδα: Μύθος, πραγματικότητα και ανθρώπινη ευθύνη

Στα χρόνια που η Ελλάδα μεγαλούργησε, στην κλασική αρχαιότητα, οι πυρκαγιές που την κατέστρεφαν δεν ήταν αποτέλεσμα φυσικών φαινομένων, αλλά κυρίως έργο του ανθρώπου — των πολέμων, των πολιορκιών, των εχθρικών επιδρομών. Οι μεγάλες φωτιές προέρχονταν από εμπρησμούς, όχι από κεραυνούς ή αμέλειες, και οι συγγραφείς της εποχής δεν φαίνεται να θεωρούσαν τις φυσικές πυρκαγιές άξιες αναφοράς. Αυτή η σιωπή, ωστόσο, είναι αποκαλυπτική.
Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τη φύση χρηστικά. Τα δάση δεν ήταν ιερά οικοσυστήματα αλλά αποθήκες πρώτων υλών. Το ξύλο ήταν παντού: από τις τριήρεις και τα όπλα έως τα σπίτια, τα σκεύη και τα είδωλα. Η συνεχής ξύλευση και η αποψίλωση των κοντινών λόφων είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία φυσικών αντιπυρικών ζωνών γύρω από τους οικισμούς. Τα δάση, πλην των ιερών αλσών, δεν ήταν κάτι που έπρεπε να προστατευθεί, αλλά ένα αγαθό προς κατανάλωση. Οι άνθρωποι έκοβαν, έκαιγαν και χρησιμοποιούσαν το ξύλο αδιάκοπα, περιορίζοντας έτσι και τον κίνδυνο ανεξέλεγκτων φυσικών πυρκαγιών.

Οι πολεμικές φωτιές
Οι περισσότερες μεγάλες φωτιές της αρχαιότητας προκλήθηκαν από πολέμους. Η πυρπόληση των πόλεων ήταν συνηθισμένη τακτική κατά τις πολιορκίες. Ο Θουκυδίδης, στην περιγραφή της πολιορκίας των Πλαταιών, αναφέρει ίσως τη μοναδική φυσική πυρκαγιά του έργου του: οι Σπαρτιάτες άναψαν φωτιά με θειάφι και πίσσα για να καταστρέψουν την πόλη, και ο ιστορικός σημειώνει παρεμπιπτόντως ότι τέτοιες φωτιές έχουν ξανασυμβεί στα βουνά, όταν οι άνεμοι τρίβουν ξερόκλαδα μεταξύ τους. Η αναφορά αυτή είναι η μόνη ουσιαστική μνεία φυσικής πυρκαγιάς σε ολόκληρο το έργο του. Από αυτό συνάγεται πως οι φωτιές που προέρχονταν από φυσικά αίτια ήταν σπάνιες αλλά τρομερές, και πως οι συγγραφείς τις θεωρούσαν φαινόμενα μοιραία, έξω από το πεδίο της ανθρώπινης δράσης.
Οι άνθρωποι της εποχής δεν είχαν μέσα για να τις αντιμετωπίσουν· το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να σωθούν. Έτσι, οι φυσικές καταστροφές δεν θεωρούνταν αξιομνημόνευτες, γιατί ο άνθρωπος δεν είχε ακόμη αναπτύξει την αίσθηση ότι μπορεί να ελέγξει ή να αποτρέψει τη φύση. Το σημαντικό ήταν η επιβίωση, όχι η περιγραφή του φαινομένου.

Το κλίμα τότε και τώρα
Το ερώτημα που γεννάται είναι αν οι μεγάλες πυρκαγιές έλειπαν επειδή το κλίμα της αρχαιότητας ήταν διαφορετικό. Οι ειδικοί, με βάση αρχαιολογικά και γεωλογικά δεδομένα, εκτιμούν ότι το κλίμα της αρχαίας Ελλάδας δεν διέφερε σημαντικά από το σημερινό. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι θερμοκρασίες ή η ξηρασία ήταν μικρότερες. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα: η υπερδόμηση, η εντατική γεωργία, ο τουρισμός και η εγκατάλειψη της υπαίθρου έχουν πολλαπλασιάσει τις πιθανότητες εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιών.
Στην αρχαιότητα δεν γίνεται λόγος για καύσωνες. Ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ηρόδοτος ούτε ο Ξενοφών τους θεωρούν ζήτημα. Η υπερβολική ζέστη δεν προκαλούσε ανησυχία· ήταν φυσικό εμπόδιο, όχι καταστροφή. Οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στο περιβάλλον τους και προσαρμόζονταν σε αυτό. Ο στρατός του Ξενοφώντα, για παράδειγμα, υπέφερε από χιόνια και παγωνιές, όχι από καύσωνα, στις μακρές πορείες του μέσα στη Μικρά Ασία. Οι αναφορές αυτές δείχνουν πως το πρόβλημα του “θερμού φαινομένου” ήταν τότε ανύπαρκτο στη συλλογική συνείδηση.
Η ανοχή των ανθρώπων στη ζέστη ήταν άλλωστε πολύ μεγαλύτερη. Οι στρατιώτες πορεύονταν σε άνυδρες περιοχές, κουβαλώντας πανοπλίες και προμήθειες, χωρίς σκιά ή νερό. Ο σημερινός άνθρωπος, με τον κλιματισμό και τη μόνιμη προστασία από τη ζέστη, έχει χάσει σε αντοχή και έχει κερδίσει σε ευαισθησία. Ίσως λοιπόν και τότε να υπήρχαν καύσωνες, αλλά να μην θεωρούνταν αξιοσημείωτοι.

Πληθυσμός και ανθρώπινη παρουσία
Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας ήταν ο πληθυσμός. Την εποχή του Περικλή, ο πληθυσμός όλης της Ελλάδας δεν ξεπερνούσε τα δέκα εκατομμύρια, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. ήταν γύρω στο ένα εκατομμύριο. Ολόκληρη η οικουμένη υπολογίζεται τότε σε περίπου 110 εκατομμύρια ανθρώπους. Με τόσο μικρή πυκνότητα πληθυσμού, η ανθρώπινη παρουσία στα δάση ήταν περιορισμένη και, κατ’ επέκταση, οι πυρκαγιές από αμέλεια ή δραστηριότητα σπάνιες.
Η Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. είχε περίπου 60.000 πολίτες και συνολικά 300.000 κατοίκους με τους δούλους και τους μετοίκους. Η Σπάρτη ακόμη λιγότερους — μόλις 20.000 “καθαρόαιμους” πολίτες. Οι περισσότεροι ζούσαν συγκεντρωμένοι σε οικισμούς για λόγους ασφάλειας, και η καθημερινή δραστηριότητα εκτός των πόλεων ήταν περιορισμένη. Οι άνθρωποι δεν περιδιάβαιναν στα δάση, δεν υπήρχαν οχήματα, ούτε ανάγκη για συχνές μετακινήσεις. Με λίγα λόγια, η ανθρώπινη παρουσία στη φύση ήταν περιορισμένη και ελεγχόμενη.
Η χρήση της γης ήταν επίσης διαφορετική. Η αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα απαιτούσε αποψίλωση, όχι δάση. Ο Πεισίστρατος, για παράδειγμα, είχε αποψιλώσει την Αττική για να μοιράσει γη σε αγρότες και κτηνοτρόφους. Έτσι, οι δασικές πυρκαγιές σπανίως απειλούσαν κατοικημένες περιοχές, αφού οι μεγάλες εκτάσεις γύρω από τις πόλεις ήταν ήδη καλλιεργημένες.

Οι νόμοι για τα δάση και τα ιερά άλση
Παρά τη γενική χρηστική θεώρηση της φύσης, οι αρχαίοι Έλληνες διέθεταν νομοθεσία για την προστασία των ιερών αλσών και των πηγών. Στους Νόμους του Πλάτωνα προβλέπονται αυστηρά πρόστιμα για όσους προκαλούσαν πυρκαγιά που επεκτεινόταν σε ξυλεία άλλου. Η πρόνοια αυτή, βέβαια, στόχευε όχι τόσο στην προστασία του περιβάλλοντος όσο στη διαφύλαξη ενός πολύτιμου πόρου. Η ξυλεία ήταν στρατηγικής σημασίας — η κατασκευή μιας τριήρους απαιτούσε πάνω από 200 δέντρα από διαφορετικά είδη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Οδυσσέας, για να φτιάξει μόνο το δικό του μικρό πλοίο, έκοψε είκοσι.
Η ύπαρξη τέτοιων νόμων αποδεικνύει ότι η αποψίλωση και η υπερεκμετάλλευση ήταν υπαρκτό πρόβλημα ήδη από την αρχαιότητα. Οι ιεροί χώροι κινδύνευαν από τους ίδιους τους πολίτες, που χρειάζονταν ξύλο για τη ναυπηγική και την οικοδομή.

Από την αρχαιότητα στη σύγχρονη εποχή
Ο πρώτος νόμος για την προστασία των δασών στην Ελλάδα θεσπίστηκε μόλις το 1861, ενώ το μάθημα “Δασικές Πυρκαγιές” διδάχθηκε για πρώτη φορά σε ελληνικό πανεπιστήμιο το 1963. Οι μεγάλες πυρκαγιές, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, είναι φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών. Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες —η εντατική κτηνοτροφία, ο τουρισμός, η δόμηση θερέτρων, η αστικοποίηση— αύξησαν κατακόρυφα τον κίνδυνο. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου άφησε τα δάση χωρίς φροντίδα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η καύσιμη ύλη και να πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες ανάφλεξης. Η δημιουργία οικισμών μέσα ή δίπλα στα δάση επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση.

Η σημερινή ειρωνεία
Είναι ειρωνικό: ενώ σήμερα μιλάμε περισσότερο από ποτέ για την προστασία της φύσης, οι φωτιές είναι πιο συχνές και πιο καταστροφικές. Οι αρχαίοι Έλληνες, χωρίς πυροσβεστικά μέσα, δεν φαίνεται να είχαν βιώσει φαινόμενα τέτοιας έκτασης. Εμείς, με όλη μας την τεχνολογία, βλέπουμε τα δάση μας να καίγονται κάθε καλοκαίρι. Ίσως το μυστικό βρίσκεται στη διαφορετική σχέση που είχαμε τότε με το φυσικό περιβάλλον: όχι στην αγάπη, αλλά στον σεβασμό της ανάγκης και της ισορροπίας. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να ελέγξει τη φύση — και αυτό τον κρατούσε σε εγρήγορση.
Σήμερα, που πιστεύουμε πως μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, αποδεικνύεται ότι έχουμε χάσει την ουσία: τη συνύπαρξη. Η αρχαία Ελλάδα, με όλες τις ελλείψεις της, έζησε σε έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος ήταν κομμάτι της φύσης, όχι κυρίαρχός της. Οι πυρκαγιές, φυσικές ή ανθρώπινες, είχαν τότε άλλο νόημα: ήταν σύμβολο της καταστροφής από την ύβρη — και η ύβρις, όπως πάντα, πληρώνεται.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια