Σκιές πάνω από τη συμφωνία Ιταλίας–Αλβανίας: Το «στρατόπεδο χωρίς σύνορα» και ο ρόλος της Medihospes
Ο Μουσταφά θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τη μέρα που άκουσε τη βαριά μεταλλική πόρτα να κλείνει πίσω του. Ήταν η είσοδός του σε ένα κέντρο κράτησης μεταναστών στην Αλβανία, που η Ιταλία λειτουργεί στο Γιάντερ, βάσει της διμερούς συμφωνίας Ρώμης–Τιράνων. «Ένιωσα σαν να μπήκα σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, χωρίς να έχω περάσει ποτέ ούτε μια μέρα στη φυλακή», λέει.
Από τις 16 Οκτωβρίου 2024 έως τις 28 Ιουλίου 2025, συνολικά 111 άνθρωποι πέρασαν την ίδια πύλη. Ήταν η πρώτη επιχειρησιακή χρονιά των εγκαταστάσεων που προβλέπει η αμφιλεγόμενη συμφωνία Ιταλίας–Αλβανίας, η οποία επιτρέπει την επεξεργασία αιτημάτων ασύλου εκτός ιταλικού εδάφους.
Η λειτουργία των κέντρων διακόπηκε αρκετές φορές μέσα στους πρώτους δώδεκα μήνες λόγω δικαστικών εμπλοκών στην Ιταλία. Ωστόσο, ένα στοιχείο παρέμεινε σταθερό: η παρουσία της εταιρείας Medihospes, που ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών στις εγκαταστάσεις του Σενγκίν και του Γιάντερ, μέσω σύμβασης αξίας 133 εκατομμυρίων ευρώ — μιας από τις μεγαλύτερες στον τομέα της μετανάστευσης στην Ιταλία.
Η συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή αιφνιδιαστικά στις 14 Οκτωβρίου 2024. Δύο ημέρες αργότερα, το στρατιωτικό πλοίο Libra, που είχε μεταφερθεί στην Αλβανία έναν μήνα νωρίτερα, αποβίβασε στο λιμάνι του Σενγκίν 16 μετανάστες από το Μπανγκλαντές και την Αίγυπτο.
Η αποβίβαση συνοδεύτηκε από σύγχυση και αβεβαιότητα — όχι μόνο για τους ίδιους τους μετανάστες, αλλά και για τους Αλβανούς εργαζόμενους που είχε προσλάβει η Medihospes χωρίς καμία εκπαίδευση. «Μας είπαν απλώς να παρατηρούμε. Δεν ξέραμε ποιοι ήταν οι συνάδελφοί μας ούτε πώς λειτουργούσε το κέντρο. Μέχρι τον Δεκέμβριο δεν είχαμε καν γραφείο», αφηγείται πρώην υπάλληλος.
Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα που αποκαλύφθηκαν από το ιταλικό περιοδικό Altreconomia, η Medihospes Albania —θυγατρική που δημιουργήθηκε ειδικά για τα κέντρα— προσέλαβε 99 εργαζομένους τους πρώτους τρεις μήνες λειτουργίας. Όλοι υπέγραψαν συμβόλαια βάσει της αλβανικής νομοθεσίας, τα οποία περιελάμβαναν αυστηρές ρήτρες εχεμύθειας. Οι παραβάσεις του «κώδικα δεοντολογίας» μπορούσαν να οδηγήσουν έως και σε απόλυση, γεγονός που δημιούργησε, σύμφωνα με πρώην υπαλλήλους, κλίμα φόβου και αποσιώπησης πιθανών καταχρήσεων.
Τον Φεβρουάριο του 2025, μετά την τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια εφαρμογής της συμφωνίας, πολλοί Αλβανοί εργαζόμενοι απολύθηκαν. Η αιτιολόγηση που δόθηκε ήταν οι «αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις» στην Ιταλία, οι οποίες, κατά την εταιρεία, καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση των δραστηριοτήτων.
Η ιταλική κυβέρνηση υποστήριξε ότι στα αλβανικά κέντρα ισχύει πλήρως η ιταλική δικαιοδοσία. Ωστόσο, νομικοί ειδικοί αμφισβητούν αυτή την «νομική μυθοπλασία». Η καθηγήτρια ευρωπαϊκού δικαίου Andreina de Leo επισημαίνει ότι το αεροδρόμιο των Τιράνων δεν υπάγεται στην ιταλική δικαιοδοσία, ούτε υπάρχει μηχανισμός ελέγχου για την τήρηση των ευρωπαϊκών νομικών προτύπων κατά τη διαδικασία επιστροφής.
Τον Απρίλιο 2025, μέρος του κέντρου στο Γιάντερ μετατράπηκε σε Κέντρο Επαναπροώθησης (CPR), αντίστοιχο των δέκα που λειτουργούν ήδη στην Ιταλία, όπου οι μετανάστες μπορούν να κρατηθούν έως 18 μήνες πριν από την απέλαση. Τον Μάιο, πέντε Αιγύπτιοι απελάθηκαν απευθείας από τα Τίρανα στο Κάιρο — γεγονός που δεν ανακοινώθηκε επίσημα από την ιταλική κυβέρνηση.
Η υπόθεση αναδεικνύει τα όρια του «εξωτερικού περιορισμού» της μετανάστευσης: μια πολιτική που επιδιώκει να μεταφέρει τις διαδικασίες ασύλου και επιστροφής εκτός της Ε.Ε., με αμφίβολη νομιμότητα και ελάχιστη διαφάνεια.
Η εταιρεία Medihospes, που απασχολεί πάνω από 4.500 εργαζόμενους (82% μερικής απασχόλησης), αναδείχθηκε ανάδοχος της σύμβασης ύστερα από μια «διαπραγματευτική διαδικασία» που δημοσιεύθηκε από την Περιφέρεια Ρώμης τον Μάρτιο του 2024. Από τις 30 προσφορές που κατατέθηκαν σε επτά ημέρες, μόνο τρεις πέρασαν στη δεύτερη φάση, αλλά δύο αποσύρθηκαν, αφήνοντας τη Medihospes ως μοναδική υποψήφια.
Η εταιρεία είναι γνωστή στην Ιταλία, καθώς αποτελεί το επιχειρησιακό σκέλος του κοινωνικού συνεταιρισμού La Cascina, ο οποίος είχε εμπλακεί το 2015 στο σκάνδαλο “Mafia Capitale”, που αποκάλυψε δίκτυο διαφθοράς στις δημόσιες συμβάσεις της Ρώμης. Παρά την τότε δικαστική παρέμβαση και την προσωρινή επιτροπεία, ο όμιλος κατάφερε τα επόμενα χρόνια να αποκαταστήσει τη φήμη του.
Τον Ιούλιο του 2025, η Medihospes τιμήθηκε μάλιστα από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες με το βραβείο “WeWelcome 2024”, για τη συμβολή της στην ένταξη προσφύγων στην αγορά εργασίας στην Ιταλία. Ωστόσο, η βράβευση δεν έκανε καμία αναφορά στις δραστηριότητές της στην Αλβανία.
Παρά το ύψος της σύμβασης, αποκαλύφθηκε ότι το συμβόλαιο με το ιταλικό κράτος ποτέ δεν υπογράφηκε οριστικά. Αν και ο νόμος προβλέπει ότι η υπογραφή πρέπει να γίνει εντός 60 ημερών από την ανάθεση, έχουν περάσει πάνω από 478 ημέρες χωρίς να υπάρχει δεσμευτικό έγγραφο. Υφίσταται μόνο ένα προσωρινό συμφωνητικό που υπογράφηκε την παραμονή της άφιξης του πλοίου Libra.
«Πρόκειται για μια ιδιόμορφη διαδικασία», σχολίασε ο καθηγητής διοικητικού δικαίου Σέρτζιο Φοά του Πανεπιστημίου του Τορίνο, υπογραμμίζοντας ότι η απουσία υπογεγραμμένης σύμβασης δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα διαφάνειας και νομιμότητας.
Στην προσφορά που κατέθεσε η Medihospes, περιλαμβάνονταν λεπτομερείς δεσμεύσεις για την «ποιότητα ζωής» των κρατουμένων: πρόσβαση σε Sky, Netflix, Prime Video και Dazn, προβολές ταινιών με υπότιτλους, εργαστήρια γραμματισμού, τουρνουά μπάσκετ και ποδοσφαίρου, ακόμη και μαθήματα ζωγραφικής.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι δραματικά διαφορετική. Τον Απρίλιο του 2025, η Ιταλίδα βουλευτής Rachele Scarpa και η ευρωβουλεύτρια Cecilia Strada επισκέφθηκαν το κέντρο στο Γιάντερ και κατέγραψαν 2,7 κρίσιμα περιστατικά ημερησίως μέσα σε 13 ημέρες. Από αυτά, δέκα ήταν απόπειρες αυτοκτονίας, κυρίως μέσω απαγχονισμού.
Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, μόνο ενήλικες άνδρες θα μεταφέρονταν στα αλβανικά κέντρα, η Medihospes είχε δεσμευθεί στο συμβόλαιο να παρέχει υπηρεσίες και για γυναίκες, ανηλίκους και ευάλωτα άτομα — από χώρους θηλασμού έως παιδικές χαρές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι υποσχέσεις αυτές, ωστόσο, δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Στις οικονομικές της καταστάσεις για το 2024, η Medihospes δηλώνει δαπάνες ύψους 1,2 εκατομμυρίων ευρώ για τη λειτουργία της αλβανικής θυγατρικής της και χρέη ύψους 563.000 ευρώ. Η Περιφέρεια Ρώμης αναγνώρισε για το ίδιο έτος αποζημίωση μόλις 570.372 ευρώ, ποσό που αντανακλά το ατελές στάδιο υλοποίησης της σύμβασης.
Η ίδια η εταιρεία παραδέχεται ότι η συμφωνία «απαιτεί μεγάλο οργανωτικό κόπο και σημαντική επαγγελματική πρόκληση» και εκφράζει την ελπίδα «πλήρους εφαρμογής» του πρωτοκόλλου Ιταλίας–Αλβανίας. Ωστόσο, μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 2025, μόλις 17 άτομα παρέμεναν κρατούμενα στο κέντρο του Γιάντερ.
Η υπόθεση της Αλβανίας δεν είναι μεμονωμένη. Αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής τάσης ιδιωτικοποίησης και εξωτερίκευσης των μεταναστευτικών πολιτικών. Αντί να ενισχύουν τους μηχανισμούς προστασίας και ασύλου εντός των συνόρων, πολλές κυβερνήσεις επιλέγουν να αναθέτουν σε ιδιώτες —και συχνά σε χώρες εκτός Ε.Ε.— τη διαχείριση ανθρώπων σε κατάσταση ευαλωτότητας.
Η έρευνα των μέσων Spit (Ολλανδία) και Altreconomia (Ιταλία), με τη στήριξη του EU Journalism Fund, αποκαλύπτει ότι πίσω από τα νέα «σύνορα» της Ευρώπης διαμορφώνεται μια ιδιωτικοποιημένη αγορά κράτησης και απέλασης, με ελάχιστο δημοκρατικό έλεγχο και ασαφή νομικά όρια.
Όπως δείχνει η περίπτωση του Γιάντερ, οι νομικές γκρίζες ζώνες, τα οικονομικά συμφέροντα και η απουσία θεσμικής εποπτείας συνθέτουν ένα τοπίο όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μετατρέπεται σε γραφειοκρατικό παράγωγο μιας πολιτικής αποτροπής. Και οι φωνές όσων βιώνουν αυτή την πραγματικότητα —όπως του Μουσταφά— σπάνια ακούγονται πέρα από τις πύλες του κέντρου.
Από τις 16 Οκτωβρίου 2024 έως τις 28 Ιουλίου 2025, συνολικά 111 άνθρωποι πέρασαν την ίδια πύλη. Ήταν η πρώτη επιχειρησιακή χρονιά των εγκαταστάσεων που προβλέπει η αμφιλεγόμενη συμφωνία Ιταλίας–Αλβανίας, η οποία επιτρέπει την επεξεργασία αιτημάτων ασύλου εκτός ιταλικού εδάφους.
Η λειτουργία των κέντρων διακόπηκε αρκετές φορές μέσα στους πρώτους δώδεκα μήνες λόγω δικαστικών εμπλοκών στην Ιταλία. Ωστόσο, ένα στοιχείο παρέμεινε σταθερό: η παρουσία της εταιρείας Medihospes, που ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών στις εγκαταστάσεις του Σενγκίν και του Γιάντερ, μέσω σύμβασης αξίας 133 εκατομμυρίων ευρώ — μιας από τις μεγαλύτερες στον τομέα της μετανάστευσης στην Ιταλία.
Η συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή αιφνιδιαστικά στις 14 Οκτωβρίου 2024. Δύο ημέρες αργότερα, το στρατιωτικό πλοίο Libra, που είχε μεταφερθεί στην Αλβανία έναν μήνα νωρίτερα, αποβίβασε στο λιμάνι του Σενγκίν 16 μετανάστες από το Μπανγκλαντές και την Αίγυπτο.
Η αποβίβαση συνοδεύτηκε από σύγχυση και αβεβαιότητα — όχι μόνο για τους ίδιους τους μετανάστες, αλλά και για τους Αλβανούς εργαζόμενους που είχε προσλάβει η Medihospes χωρίς καμία εκπαίδευση. «Μας είπαν απλώς να παρατηρούμε. Δεν ξέραμε ποιοι ήταν οι συνάδελφοί μας ούτε πώς λειτουργούσε το κέντρο. Μέχρι τον Δεκέμβριο δεν είχαμε καν γραφείο», αφηγείται πρώην υπάλληλος.
Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα που αποκαλύφθηκαν από το ιταλικό περιοδικό Altreconomia, η Medihospes Albania —θυγατρική που δημιουργήθηκε ειδικά για τα κέντρα— προσέλαβε 99 εργαζομένους τους πρώτους τρεις μήνες λειτουργίας. Όλοι υπέγραψαν συμβόλαια βάσει της αλβανικής νομοθεσίας, τα οποία περιελάμβαναν αυστηρές ρήτρες εχεμύθειας. Οι παραβάσεις του «κώδικα δεοντολογίας» μπορούσαν να οδηγήσουν έως και σε απόλυση, γεγονός που δημιούργησε, σύμφωνα με πρώην υπαλλήλους, κλίμα φόβου και αποσιώπησης πιθανών καταχρήσεων.
Τον Φεβρουάριο του 2025, μετά την τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια εφαρμογής της συμφωνίας, πολλοί Αλβανοί εργαζόμενοι απολύθηκαν. Η αιτιολόγηση που δόθηκε ήταν οι «αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις» στην Ιταλία, οι οποίες, κατά την εταιρεία, καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση των δραστηριοτήτων.
Η ιταλική κυβέρνηση υποστήριξε ότι στα αλβανικά κέντρα ισχύει πλήρως η ιταλική δικαιοδοσία. Ωστόσο, νομικοί ειδικοί αμφισβητούν αυτή την «νομική μυθοπλασία». Η καθηγήτρια ευρωπαϊκού δικαίου Andreina de Leo επισημαίνει ότι το αεροδρόμιο των Τιράνων δεν υπάγεται στην ιταλική δικαιοδοσία, ούτε υπάρχει μηχανισμός ελέγχου για την τήρηση των ευρωπαϊκών νομικών προτύπων κατά τη διαδικασία επιστροφής.
Τον Απρίλιο 2025, μέρος του κέντρου στο Γιάντερ μετατράπηκε σε Κέντρο Επαναπροώθησης (CPR), αντίστοιχο των δέκα που λειτουργούν ήδη στην Ιταλία, όπου οι μετανάστες μπορούν να κρατηθούν έως 18 μήνες πριν από την απέλαση. Τον Μάιο, πέντε Αιγύπτιοι απελάθηκαν απευθείας από τα Τίρανα στο Κάιρο — γεγονός που δεν ανακοινώθηκε επίσημα από την ιταλική κυβέρνηση.
Η υπόθεση αναδεικνύει τα όρια του «εξωτερικού περιορισμού» της μετανάστευσης: μια πολιτική που επιδιώκει να μεταφέρει τις διαδικασίες ασύλου και επιστροφής εκτός της Ε.Ε., με αμφίβολη νομιμότητα και ελάχιστη διαφάνεια.
Η εταιρεία Medihospes, που απασχολεί πάνω από 4.500 εργαζόμενους (82% μερικής απασχόλησης), αναδείχθηκε ανάδοχος της σύμβασης ύστερα από μια «διαπραγματευτική διαδικασία» που δημοσιεύθηκε από την Περιφέρεια Ρώμης τον Μάρτιο του 2024. Από τις 30 προσφορές που κατατέθηκαν σε επτά ημέρες, μόνο τρεις πέρασαν στη δεύτερη φάση, αλλά δύο αποσύρθηκαν, αφήνοντας τη Medihospes ως μοναδική υποψήφια.
Η εταιρεία είναι γνωστή στην Ιταλία, καθώς αποτελεί το επιχειρησιακό σκέλος του κοινωνικού συνεταιρισμού La Cascina, ο οποίος είχε εμπλακεί το 2015 στο σκάνδαλο “Mafia Capitale”, που αποκάλυψε δίκτυο διαφθοράς στις δημόσιες συμβάσεις της Ρώμης. Παρά την τότε δικαστική παρέμβαση και την προσωρινή επιτροπεία, ο όμιλος κατάφερε τα επόμενα χρόνια να αποκαταστήσει τη φήμη του.
Τον Ιούλιο του 2025, η Medihospes τιμήθηκε μάλιστα από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες με το βραβείο “WeWelcome 2024”, για τη συμβολή της στην ένταξη προσφύγων στην αγορά εργασίας στην Ιταλία. Ωστόσο, η βράβευση δεν έκανε καμία αναφορά στις δραστηριότητές της στην Αλβανία.
Παρά το ύψος της σύμβασης, αποκαλύφθηκε ότι το συμβόλαιο με το ιταλικό κράτος ποτέ δεν υπογράφηκε οριστικά. Αν και ο νόμος προβλέπει ότι η υπογραφή πρέπει να γίνει εντός 60 ημερών από την ανάθεση, έχουν περάσει πάνω από 478 ημέρες χωρίς να υπάρχει δεσμευτικό έγγραφο. Υφίσταται μόνο ένα προσωρινό συμφωνητικό που υπογράφηκε την παραμονή της άφιξης του πλοίου Libra.
«Πρόκειται για μια ιδιόμορφη διαδικασία», σχολίασε ο καθηγητής διοικητικού δικαίου Σέρτζιο Φοά του Πανεπιστημίου του Τορίνο, υπογραμμίζοντας ότι η απουσία υπογεγραμμένης σύμβασης δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα διαφάνειας και νομιμότητας.
Στην προσφορά που κατέθεσε η Medihospes, περιλαμβάνονταν λεπτομερείς δεσμεύσεις για την «ποιότητα ζωής» των κρατουμένων: πρόσβαση σε Sky, Netflix, Prime Video και Dazn, προβολές ταινιών με υπότιτλους, εργαστήρια γραμματισμού, τουρνουά μπάσκετ και ποδοσφαίρου, ακόμη και μαθήματα ζωγραφικής.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι δραματικά διαφορετική. Τον Απρίλιο του 2025, η Ιταλίδα βουλευτής Rachele Scarpa και η ευρωβουλεύτρια Cecilia Strada επισκέφθηκαν το κέντρο στο Γιάντερ και κατέγραψαν 2,7 κρίσιμα περιστατικά ημερησίως μέσα σε 13 ημέρες. Από αυτά, δέκα ήταν απόπειρες αυτοκτονίας, κυρίως μέσω απαγχονισμού.
Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, μόνο ενήλικες άνδρες θα μεταφέρονταν στα αλβανικά κέντρα, η Medihospes είχε δεσμευθεί στο συμβόλαιο να παρέχει υπηρεσίες και για γυναίκες, ανηλίκους και ευάλωτα άτομα — από χώρους θηλασμού έως παιδικές χαρές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι υποσχέσεις αυτές, ωστόσο, δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Στις οικονομικές της καταστάσεις για το 2024, η Medihospes δηλώνει δαπάνες ύψους 1,2 εκατομμυρίων ευρώ για τη λειτουργία της αλβανικής θυγατρικής της και χρέη ύψους 563.000 ευρώ. Η Περιφέρεια Ρώμης αναγνώρισε για το ίδιο έτος αποζημίωση μόλις 570.372 ευρώ, ποσό που αντανακλά το ατελές στάδιο υλοποίησης της σύμβασης.
Η ίδια η εταιρεία παραδέχεται ότι η συμφωνία «απαιτεί μεγάλο οργανωτικό κόπο και σημαντική επαγγελματική πρόκληση» και εκφράζει την ελπίδα «πλήρους εφαρμογής» του πρωτοκόλλου Ιταλίας–Αλβανίας. Ωστόσο, μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 2025, μόλις 17 άτομα παρέμεναν κρατούμενα στο κέντρο του Γιάντερ.
Η υπόθεση της Αλβανίας δεν είναι μεμονωμένη. Αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής τάσης ιδιωτικοποίησης και εξωτερίκευσης των μεταναστευτικών πολιτικών. Αντί να ενισχύουν τους μηχανισμούς προστασίας και ασύλου εντός των συνόρων, πολλές κυβερνήσεις επιλέγουν να αναθέτουν σε ιδιώτες —και συχνά σε χώρες εκτός Ε.Ε.— τη διαχείριση ανθρώπων σε κατάσταση ευαλωτότητας.
Η έρευνα των μέσων Spit (Ολλανδία) και Altreconomia (Ιταλία), με τη στήριξη του EU Journalism Fund, αποκαλύπτει ότι πίσω από τα νέα «σύνορα» της Ευρώπης διαμορφώνεται μια ιδιωτικοποιημένη αγορά κράτησης και απέλασης, με ελάχιστο δημοκρατικό έλεγχο και ασαφή νομικά όρια.
Όπως δείχνει η περίπτωση του Γιάντερ, οι νομικές γκρίζες ζώνες, τα οικονομικά συμφέροντα και η απουσία θεσμικής εποπτείας συνθέτουν ένα τοπίο όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μετατρέπεται σε γραφειοκρατικό παράγωγο μιας πολιτικής αποτροπής. Και οι φωνές όσων βιώνουν αυτή την πραγματικότητα —όπως του Μουσταφά— σπάνια ακούγονται πέρα από τις πύλες του κέντρου.
Διαβάστε ακόμη
* Απόφαση-σταθμός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βάζει φρένο στο ιταλικό σχέδιο μετανάστευσης στην Αλβανία

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών