Ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης ήταν Αλβανός άρχοντας και στρατιωτικός, ενώ κατά άλλες εκδοχές, η καταγωγή του θεωρείται σερβοαλβανοελληνική, σλαβονική ή σερβική. Αντιστάθηκε για χρόνια στην εισβολή των Οθωμανών και είναι ο εθνικός ήρωας της Αλβανίας. Είναι γνωστός στην αλβανική βιβλιογραφία ως Γκιέργκι Καστριότι.
Ο Καστριώτης ήταν γιος του Γκιόν Καστριότι , που κατά ορισμένους ήταν Έλληνας, ή κατά άλλη άποψη γκέγκικης καταγωγής τιμαριούχου της Βόρειας Αλβανίας και της Βοϊσαβής, από τη σημαντική σερβική αρχοντική οικογένεια των Μπράνκοβιτς. Κατ' άλλη άποψη ο Γεώργιος Καστριώτης καταγόταν από οικογένεια σλαβονική που συνδεόταν με γάμο με τον αλβανικό οίκο Θόπια. Για τον τόπο γέννησης του Σκεντέρμπεη έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες. Κάποιες πηγές τον τοποθετούν στην Κρούγια. Ωστόσο, κατά τον Αλβανό ιστορικό Κρίστο Φρασέρι, οι σημαντικότεροι βιογράφοι του τείνουν να τον τοποθετούν στον οικισμό Sinë, ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή του σημερινού νομού Dibër της Αλβανίας και αποτελούσε τιμάριο του πατέρα του.
Ο Γ. Καστριώτης αρχικά ήταν Χριστιανός, και κατά την άποψη του Όλιβερ Σμιτ μάλλον ορθόδοξος παρά καθολικός. Επί της ουσίας αν και γεννήθηκε χριστιανός ορθόδοξος, εξισλαμίστηκε και μεταγενέστερα ασπάστηκε κρυφά τον μπεκτασισμό. Επιστρέφοντας στην Αλβανία μεταστράφηκε σε καθολικό. Οι διανοούμενοι συμφωνούν στο ότι ο ζήλος του για τη διάσωση του αλβανικού έθνους υπερέβαλε την πίστη του σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ο αγώνας του ενάντια στους Οθωμανούς έγινε ιδιαίτερα σημαντικός για τους Αλβανούς, καθώς ενίσχυσε την αλληλεγγύη τους, έκανε πιο συνειδητή την ταυτότητά τους και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης στον αγώνα τους για εθνική ενότητα, ελευθερία και ανεξαρτησία. O αντιοθωμανικός πόλεμος του Σκεντέρμπεη αποδείχθηκε επιτυχημένος συνδυασμός εθνικών και θρησκευτικών στοιχείων εξαιτίας της υποστήριξης του Πάπα αφενός, αφετέρου εξαιτίας της χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης των Αλβανών. Οι Αλβανοί ανήκαν τόσο στην Ορθοδοξία, όσο και στον Καθολικισμό, και ως εκ τούτου ο Σκεντέρμπεης ελίχθηκε με επιτυχία όσον αφορά στη θρησκευτική πλευρά του ζητήματος, ξεπερνώντας τις διαφορές μεταξύ των Καθολικών και των Ορθοδόξων, διατηρώντας έτσι την εσωτερική ενότητα και αποδίδοντας παράλληλα στον πόλεμο και εθνικό χαρακτήρα.
Για τους διανοούμενους του Αλβανικού εθνικισμού ο Καστριώτης ήταν γνήσιος Αλβανός που ένωσε τους Αλβανούς πρίγκηπες σε μια συνομοσπονδία και πολέμησε κατά των Οθωμανών για χάρη του έθνους του και του λαού του. Ο Shinisi Rama ωστόσο, αναφέρει πως δεν υπήρχε αλβανικό εθνος τον 15ο αιώνα, ενώ έννοια του "λαού του" δεν συμπίπτει απαραίτητα με τη σύγχρονη εθνικιστική έννοια του λαού.
Το 1423, ο Καστριώτης δόθηκε ως όμηρος στους Οθωμανούς Τούρκους, εξισλαμίστηκε και μορφώθηκε στο Εντιρνέ (Αδριανούπολη). Του δόθηκε, από τον σουλτάνο Μουράτ Β' το όνομα Ισκεντέρ, από τον Μ. Αλέξανδρο, και το αξίωμα του μπέη (απ' όπου και το δεύτερο συνθετικό του ονόματος Σκεντέρμπεης). Κατά την ήττα των Οθωμανών στη Νις της Σερβίας το 1443, ο Σκεντέρμπεης εγκατέλειψε τους Τούρκους και επέστρεψε στην Αλβανία την οποία κατά μεγάλο μέρος είχαν καταλάβει οι Τούρκοι. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Καστριώτης έφυγε από την υπηρεσία των Οθωμανών δεν είναι απόλυτα γνωστές. Ο Αλβανός ιστορικός A. Buda κλίνει υπέρ της θεωρίας ότι ο Σκεντέρμπεης εστάλη στην Αλβανία από τον σουλτάνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη Καστριώτη για να διαδεχθεί το πατρικό τιμάριο αλλά, ενθαρρυμένος από την ήττα των Τούρκων στη Νις, επαναστάτησε εναντίον τους. Κατά άλλη άποψη, ο Σκεντέρμπεης αφέθηκε να φύγει χάρη στην επιρροή της Μάρας Μπράνκοβιτς, αδελφής της μητέρας του Σκεντέρμπεη και συζύγου του σουλτάνου. Έγινε χριστιανός, διεκδίκησε την οικογενειακή του περιουσία, κυρίευσε το ισχυρότατο κάστρο της Κρούγιας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο Σκεντέρμπεης τέθηκε επικεφαλής συνομοσπονδίας Αλβανών πριγκίπων το 1444 και απελευθέρωσε την πατρίδα του από την τουρκική κατοχή, η οποία είχε ολοκληρωθεί μόλις το 1430. Κατά τον Ό. Σμιτ, ο Σκεντέρμπεης κατάφερε να ξεσηκώσει μόνο τους ορεσίβιους της Αλβανίας, ανεξαρτήτως γλώσσας, ενώ οι μεγάλες πόλεις δεν τον ακολούθησαν γιατί ήταν ικανοποιημένες από τη τάξη που επικρατούσε υπό τη βενετική ή οθωμανική διοίκηση. Έτσι, ο Σκεντέρμπεης κατάφερε να ελέγξει μόνο την ύπαιθρο και ορισμένα κάστρα ήσσονος σημασίας, ενώ και εκεί δεν κατάφερε να φέρει με το μέρος του σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Κατά την εκδοχή αυτή, η περιοχή που έλεγχαν οι επαναστάτες του Σκεντέρμπεη ήταν μια σχετικά μικρή λωρίδα επικράτειας, χωρίς μείζονες αστικές περιοχές, γύρω από την Κρούγια, την κοιλάδα Ματ και τη Δίβρη, και στη νότιο-κεντρική Αλβανία την ενδοχώρα του Δυρραχίου και κατά μήκος του ποταμού Σκούμπι.
Κατά την περίοδο 1444–1466, απέκρουσε 13 τουρκικές εισβολές, ενώ φέρεται ότι είχε αναγνωριστεί ως αρχηγός όλων των αλβανικών φυλών. Κατά τον Όλιβερ Σμιτ, ωστόσο, περί τη δεκαετία του 1450 η ηγεσία του είχε πρακτικά παύσει, όταν επιχείρησε να αναλάβει τη γενική αρχηγία των παλαιών μεγάλων φατριών οι οποίες και αντέδρασαν. Η λεγόμενη "Λίγκα του Λέτσε", που ήταν μόνο μια στρατιωτική συμμαχία και όχι πολιτική, διαλύθηκε την ίδια δεκαετία και ακόμη και συγγενείς του τον εγκατέλειψαν. Σταδιακά ο Σκεντέρμπεης αναζήτησε συμμαχίες αλλού. Για παράδειγμα, το 1451, ζήτησε τη συμμαχία του βασιλιά Αλφόνσου της Νάπολης. Άλλοι ιστορικοί επίσης θεωρούν ότι ο Σκεντέρμπεης δεν υπήρξε ηγέτης όλων των Αλβανών, καθώς η περιοχή του Κοσόβου και η νότια Αλβανία δε συμμετείχαν στους αγώνες του. Επίσης, ο Όλιβερ Σμιτ πιστεύει ότι τον ακολούθησαν όχι μόνο Αλβανοί αλλά και Σέρβοι, Έλληνες και Βλάχοι. Κατά τον ίδιο ιστορικό, ο Γ. Καστριώτης βρήκε στήριξη από αυτούς που βγήκαν χαμένοι από την οθωμανική διείσδυση, δηλ. τις παλιές μεγάλες οικογένειες που ήθελαν να επανακτήσουν τη γη τους, και τους ορεσίβιους που δεν ήθελαν να πληρώνουν φόρους ούτε να έχουν Οθωμανούς δικαστές. Παρόμοια άποψη διατυπώνεται από τον Τούρκο ιστορικό Ιναλτζίκ (Inalcik), ότι δηλαδή ο αγώνας του Σκεντέρμπεη σε μεγάλο βαθμό ήταν προϊόν του ανταγωνισμού μεταξύ του σουλτάνου και των μεγάλων τιμαριωτών στην Αλβανία κατά τον 15ο αι.
Οι επιτυχίες του τού έδωσαν ηρωική φήμη στη Δυτική Ευρώπη, δεν κατόρθωσε όμως να λάβει ανάλογη οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση, την οποία προσπάθησε να εξασφαλίσει επισκεπτόμενος τη Ρώμη και τη Νάπολη, τον χειμώνα του 1466-7. Εκεί εντυπωσίασε με το παρουσιαστικό του και την απλότητα των τρόπων του, χωρίς όμως να του προσφερθεί τελικά αξιόλογη βοήθεια.
Το 1463 συμμάχησε με τη Βενετική Δημοκρατία ενώ υποστηρίχτηκε και από το Βασίλειο της Νάπολης και το Βατικανό, το οποίο του έδωσε τον τιμητικό τίτλο του στρατηγού της Αγίας Έδρας. Πέθανε το 1468, στο βενετοκρατούμενο Αλέσιο (σημ. Λέζα, αλβ. Lezhë). Επιτυχίες ανάλογες με τις δικές του δεν υπήρξαν μετά τον θάνατό του. Το 1478, η Κρούγια, το προπύργιο του Καστριώτη, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Μέχρι το 1506, ολόκληρη η περιοχή, η οποία σήμερα ανήκει στην Αλβανία, περιήλθε και πάλι στην κατοχή τους.
Οι μακρόχρονοι αγώνες του έχουν μεγάλη σημασία για τους Αλβανούς και ο ίδιος αποτελεί σύμβολο των αγώνων τους για εθνική ενότητα και ανεξαρτησία.
Μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη, σχηματίστηκε ένας κύκλος θρύλων και παραδόσεων γύρω από το πρόσωπό του. Στην Ευρώπη κυκλοφορούσαν μυθιστορηματικές βιογραφίες του μέχρι και τον 17ο αι.
Οι βυζαντινοί χρονικογράφοι οι σύγχρονοι του Σκεντέρμπεη αναφέρουν πενιχρές πληροφορίες γι’ αυτόν, όπως είχε παρατηρήσει και ο Παπαρρηγόπουλος. Ο «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» δεν τον μνημονεύει καθόλου, παρ’ ό,τι αναφέρεται στην Αλβανία. Επίσης δεν τον αναφέρει ο Δούκας, ενώ οι Χαλκοκονδύλης, Φραντζής και Κριτόβουλος τον αναφέρουν ελάχιστα. Ο Σκεντέρμπεης αναφέρεται επίσης στον βίο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνος († 1508) τον οποίο συνέγραψε ο μαθητής του μοναχός Γαβριήλ. Η μορφή του Σκεντέρμπεη διατηρήθηκε επίσης σε λαϊκά τραγούδια και θρύλους των νότιων Σλάβων απ’ όπου άντλησαν στοιχεία μεταγενέστερες γραπτές σλαβικές πηγές. Όσον αφορά την εθνότητα του Σκεντέρμπεη, υπήρξαν κατά καιρούς διάφορες απόψεις στην ιστοριογραφία. Κατά τον σύγχρονό του, Μαρίνο Μπαρλέτι, ήταν «πρίγκηπας Ηπειρωτών» (Epirotarum Principis), ενώ Ηπειρώτη τον αποκαλεί και ο ο Γάλλος ιστορικός Paganel (1855). Ο Clement C. Moore, θεωρούσε τον 19ο αιώνα ότι ο πατέρας του (Ιωάννης) ήταν Έλλην Ηπειρώτης.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν αντιληπτό ότι η τότε υπάρχουσα βιβλιογραφία για τον Σκεντέρμπεη ήταν ουσιαστικά αντιγραφές από τη βιογραφία που έγραψε ο Μπαρλέτι, ο οποίος επιχειρεί να εξιδανικεύει τον ήρωά του και να τον εξισώσει προς τα πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας (Γιοχάλας, σ. 12). Για να γραφεί μια αντικειμενική ιστορία θα έπρεπε να μελετηθεί αρχειακό υλικό. Ο Τσέχος ιστορικός C. Jireček το 1899 συνέλαβε την ιδέα ενός τέτοιου έργου το οποίο υλοποιήθηκε αργότερα από τον Σέρβο ιστορικό Jovan Radonić. Το υλικό που συγκέντρωσε ο Radonić εκδόθηκε το 1942 από την Σερβική Ακαδημία Επιστημών με τον τίτλο "Djuradj Kastriot Skanderbeg I Arbanija u XIV veku". Το έργο αποτέλεσε σταθμό στη μελέτη της μεσαιωνικής ιστορίας της Αλβανίας. Στο δεύτερο μέρος του έργου περιλαμβάνονται κείμενα σχετικά με τον Σκεντέρμπεη από πηγές βυζαντινές (Χαλκοκονδύλη, Σφραντζή, Κριτόβουλο), δυτικές, σερβικές και τουρκικές.
Περίπου την ίδια εποχή έκαναν έρευνα στα ιταλικά αρχεία οι Ιταλοί ιστορικοί G.M. Monti A. Cutolo, τα οποία δεν έλαβε έγκαιρα υπόψη ο Radonić λόγω του πολέμου. Πρόσθετο αρχειακό υλικό εντοπίστηκε αργότερα από τον Τούρκο ιστορικό H. Inalcik ο οποίος μεταξύ άλλων εντόπισε το όνομα του Ιωάννη Καστριώτη, πατέρα του Σκεντέρμπεη, σε κατάλογο χριστιανών τιμαριούχων της Αλβανίας του 1431/1432.
Το σημαντικό έργο του Radonić παρέμεινε άγνωστο στον Αλβανό κληρικό F.S. Noli που δημοσίευσε το 1947 μονογραφία περί του Σκεντέρμπεη. Ο ίδιος αγνοεί επίσης το έργο των Monti και Cutolo και άλλα σύγχρονα για την εποχή του έργα, όπως των Ρουμάνων Marinescu και Pall. Ο Noli στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε κείμενο ανωνύμου που ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε ο Ιταλός ιστορικός του 18ου αι. Giammaria Biemmi, το οποίο θεωρείται πλαστό. Ο βαλκανιολόγος Γ. Χρ. Σούλης θεωρεί ότι το έργο του Noli περιέχει ανακρίβειες και δεν θεωρείται αξιόλογη συμβολή στην σχετική ιστοριογραφία. Ο ίδιος, το 1958, διαπίστωνε ότι δεν είχε ακόμα γραφτεί ιστορία του Σκεντέρμπεη που να διαχωρίζει τον θρύλο από την πραγματικότητα.
Στη σύγχρονη (τέλη 20ου αι.) ακαδημαϊκή ιστοριογραφία εντάσσεται ο καθηγητής Όλιβερ Σμιτ. Η μετάφραση του βιβλίου του στην αλβανική γλώσσα προκάλεσε έντονες συζητήσεις στην Αλβανία, καθώς θεωρήθηκε ότι αμφισβητεί την αλβανική καταγωγή του Καστριώτη. Στο βιβλίο του "Σκεντέρμπεης, ο νέος Αλέξανδρος των Βαλκανίων", ο Σμίτ αναφέρει ότι κατ'αυτόν το εθνώνυμο "Αλβανός", όπου αυτό συναντάται σε μεσαιωνικές πηγές, έχει μία από τις εξής σημασίες: α) Κάποιος που ομιλεί την Αλβανική γλώσσα, β) κάποιος που κατάγεται από τη γεωγραφική περιοχή της Αλβανίας ανεξαρτήτως της γλώσσας που ομιλεί, και γ) άνθρωπος των βουνών και της υπαίθρου.
Παραμένει το ενδιαφέρον για την Αλβανική ή Ελληνική προέλευση του Καστριώτη καθώς και για την κοινωνική ή εθνική σημασία του αγώνα του. Μερικοί σύγχρονοι συγγραφείς θεωρούν ότι ο πατέρας του ήταν Έλληνας, όπως και η σύζυγός του. Κατά τον Κορδάτο, ήταν Αλβανός στην καταγωγή αλλά κοινωνικοποιήθηκε ως Έλληνας. Κατά τον Ο. Σμίτ, το γεγονός ότι ο Καστριώτης μνημονεύεται σε εθνικό επίπεδο επί μερικούς αιώνες στα Βαλκάνια, οφείλεται σε λανθασμένη αντίληψη.
Η πρώτη βιογραφία του Καστριώτη σε ελληνική γλώσσα εκδόθηκε το 1812 στη Μόσχα από τον Ευγένιο Βούλγαρη. Ήταν μετάφραση από άγνωστο γαλλικό πρωτότυπο. Διαθόθηκε ευρέως στην Ελλάδα και διαβάστηκε και από αγωνιστές του 1821 όπως ο Κολοκοτρώνης (Τ. Γιοχάλας, σ.21). Οι αγώνες των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας, από την Επανάσταση του 1821 ως και τα επαναστατικά κινήματα της Ηπείρου που ακολούθησαν, καθώς και οι προσπάθειες για ελληνοαλβανική συσπείρωση εναντίον των Τούρκων συνετέλεσαν ώστε η προσωπικότητα του Γεωργίου Καστριώτη, ενώ παρέμεινε άγνωστη στη δημοτική ποίηση, να απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία και λογοτεχνία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Π.χ., ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε τη σλαβική καταγωγή του Καστριώτη, υιοθετώντας τη θέση του Καρλ Χοπφ, και επέκρινε την ακρίβεια της βιογραφίας του Μπαρλέτι. Ωστόσο, σε νεότερες εκδόσεις της Ιστορίας αναφέρει για τον Σκεντέρμπεη ότι: «...λογίζεται Αλβανός ουχί Έλλην»..
Τις έως τότε βιογραφίες και τα λογοτεχνικά έργα με θέμα τον Γ. Καστριώτη συγκέντρωσε σε βιβλίο του ο Τίτος Γιοχάλας το 1975. Στο πρώτο μέρος του έργου συνόψισε επίσης και τη σημαντικότερη διεθνή βιβλιογραφία, διαπιστώνοντας ότι «ουδείς μέχρι σήμερον συνέγραψε την ιστορίαν του Σκεντέρμπεη κατά τρόπον ανταποκρινόμενον εις τας συγχρόνους επιστημονικάς αξιώσεις…» (Γιοχάλας, σ. 13).
Ο Σκεντέρμπεης και ο αλβανικός εθνικισμός
Στη νεότερη εποχή, οι Αλβανοί επέλεξαν ως σύμβολο τον Σκεντέρμπεη. Η επιλογή αυτή οφειλόταν στο ότι ο Καστριώτης ήταν μια καλά τεκμηριωμένη προσωπικότητα, του οποίου η μνήμη ήταν ζωντανή, κυρίως μεταξύ των Αρμπερέσων (δηλαδή της αλβανόφωνης μειονότητας της νότιας Ιταλίας). Έτσι ο Σκεντέρμπεης έγινε εθνικός ήρωας, παρόλο που οι Αλβανοί του Κοσόβου και των περισσότερων μερών του νότου δεν συμμετείχαν στους αγώνες του. Ενδεικτική είναι επίσης η αποτυχία του το 1455, να καταλάβει την πόλη του Μπερατίου. Άλλο πρόβλημα για τους Αλβανούς του 19ου αιώνα, η πλειοψηφία των οποίων ασπαζόταν τον Ισλαμισμό, ήταν η χριστιανική πίστη του Σκεντέρμπεη. Πράγματι, στα ποιήματά τους οι Αρμπερέσοι τον εγκωμίαζαν για τον αγώνα του όχι μόνο για την πατρίδα, αλλά και για τη χριστιανοσύνη. Έτσι, η θρησκευτική αυτή παράμετρος έπρεπε να αγνοηθεί. Τελικά, στην είσοδο του 20ου αιώνα, ο Σκεντέρμπεης έγινε «το εθνικό επιχείρημα που αποδείκνυε την πολιτισμική συγγένεια της Αλβανίας με την Ευρώπη», καθώς συμβόλιζε την ύστατη θυσία των Αλβανών στην υπεράσπιση της Ευρώπης από τις ασιατικές ορδές.
O Σεντέρμπεης υπήρξε το ιδανικό σύμβολο ενός ενωμένου αλβανικού λαού που αντιστάθηκε στην τουρκική κυριαρχία επειδή υπήρξε το θεμέλιο της ύπαρξης μιας προ-οθωμανικής, μεσαιωνικής Αλβανίας, που θα μπορούσε να αναγεννηθεί ως σύγχρονο αλβανικό κράτος. Όταν οι σύγχρονοι εθνικιστές ιστορικοί ανατρέχουν στην εποχή του Σκεντέρμπεη αναζητούν την εικόνα της ενότητας που μπορεί να ερμηνευθεί ως πολιτική ενότητα ανάμεσα στους μεσαιωνικούς Αλβανούς. Ένας από τους ρόλου του Σκεντέρμπεη υπό αυτή την οπτική γωνία είναι να παράσχει την εικόνα της ενοποιημένης στρατιωτικής και πολιτικής αντίστασης στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Καστριώτης ήταν γιος του Γκιόν Καστριότι , που κατά ορισμένους ήταν Έλληνας, ή κατά άλλη άποψη γκέγκικης καταγωγής τιμαριούχου της Βόρειας Αλβανίας και της Βοϊσαβής, από τη σημαντική σερβική αρχοντική οικογένεια των Μπράνκοβιτς. Κατ' άλλη άποψη ο Γεώργιος Καστριώτης καταγόταν από οικογένεια σλαβονική που συνδεόταν με γάμο με τον αλβανικό οίκο Θόπια. Για τον τόπο γέννησης του Σκεντέρμπεη έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες. Κάποιες πηγές τον τοποθετούν στην Κρούγια. Ωστόσο, κατά τον Αλβανό ιστορικό Κρίστο Φρασέρι, οι σημαντικότεροι βιογράφοι του τείνουν να τον τοποθετούν στον οικισμό Sinë, ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή του σημερινού νομού Dibër της Αλβανίας και αποτελούσε τιμάριο του πατέρα του.
Ο Γ. Καστριώτης αρχικά ήταν Χριστιανός, και κατά την άποψη του Όλιβερ Σμιτ μάλλον ορθόδοξος παρά καθολικός. Επί της ουσίας αν και γεννήθηκε χριστιανός ορθόδοξος, εξισλαμίστηκε και μεταγενέστερα ασπάστηκε κρυφά τον μπεκτασισμό. Επιστρέφοντας στην Αλβανία μεταστράφηκε σε καθολικό. Οι διανοούμενοι συμφωνούν στο ότι ο ζήλος του για τη διάσωση του αλβανικού έθνους υπερέβαλε την πίστη του σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ο αγώνας του ενάντια στους Οθωμανούς έγινε ιδιαίτερα σημαντικός για τους Αλβανούς, καθώς ενίσχυσε την αλληλεγγύη τους, έκανε πιο συνειδητή την ταυτότητά τους και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης στον αγώνα τους για εθνική ενότητα, ελευθερία και ανεξαρτησία. O αντιοθωμανικός πόλεμος του Σκεντέρμπεη αποδείχθηκε επιτυχημένος συνδυασμός εθνικών και θρησκευτικών στοιχείων εξαιτίας της υποστήριξης του Πάπα αφενός, αφετέρου εξαιτίας της χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης των Αλβανών. Οι Αλβανοί ανήκαν τόσο στην Ορθοδοξία, όσο και στον Καθολικισμό, και ως εκ τούτου ο Σκεντέρμπεης ελίχθηκε με επιτυχία όσον αφορά στη θρησκευτική πλευρά του ζητήματος, ξεπερνώντας τις διαφορές μεταξύ των Καθολικών και των Ορθοδόξων, διατηρώντας έτσι την εσωτερική ενότητα και αποδίδοντας παράλληλα στον πόλεμο και εθνικό χαρακτήρα.
Για τους διανοούμενους του Αλβανικού εθνικισμού ο Καστριώτης ήταν γνήσιος Αλβανός που ένωσε τους Αλβανούς πρίγκηπες σε μια συνομοσπονδία και πολέμησε κατά των Οθωμανών για χάρη του έθνους του και του λαού του. Ο Shinisi Rama ωστόσο, αναφέρει πως δεν υπήρχε αλβανικό εθνος τον 15ο αιώνα, ενώ έννοια του "λαού του" δεν συμπίπτει απαραίτητα με τη σύγχρονη εθνικιστική έννοια του λαού.
Το 1423, ο Καστριώτης δόθηκε ως όμηρος στους Οθωμανούς Τούρκους, εξισλαμίστηκε και μορφώθηκε στο Εντιρνέ (Αδριανούπολη). Του δόθηκε, από τον σουλτάνο Μουράτ Β' το όνομα Ισκεντέρ, από τον Μ. Αλέξανδρο, και το αξίωμα του μπέη (απ' όπου και το δεύτερο συνθετικό του ονόματος Σκεντέρμπεης). Κατά την ήττα των Οθωμανών στη Νις της Σερβίας το 1443, ο Σκεντέρμπεης εγκατέλειψε τους Τούρκους και επέστρεψε στην Αλβανία την οποία κατά μεγάλο μέρος είχαν καταλάβει οι Τούρκοι. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Καστριώτης έφυγε από την υπηρεσία των Οθωμανών δεν είναι απόλυτα γνωστές. Ο Αλβανός ιστορικός A. Buda κλίνει υπέρ της θεωρίας ότι ο Σκεντέρμπεης εστάλη στην Αλβανία από τον σουλτάνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη Καστριώτη για να διαδεχθεί το πατρικό τιμάριο αλλά, ενθαρρυμένος από την ήττα των Τούρκων στη Νις, επαναστάτησε εναντίον τους. Κατά άλλη άποψη, ο Σκεντέρμπεης αφέθηκε να φύγει χάρη στην επιρροή της Μάρας Μπράνκοβιτς, αδελφής της μητέρας του Σκεντέρμπεη και συζύγου του σουλτάνου. Έγινε χριστιανός, διεκδίκησε την οικογενειακή του περιουσία, κυρίευσε το ισχυρότατο κάστρο της Κρούγιας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο Σκεντέρμπεης τέθηκε επικεφαλής συνομοσπονδίας Αλβανών πριγκίπων το 1444 και απελευθέρωσε την πατρίδα του από την τουρκική κατοχή, η οποία είχε ολοκληρωθεί μόλις το 1430. Κατά τον Ό. Σμιτ, ο Σκεντέρμπεης κατάφερε να ξεσηκώσει μόνο τους ορεσίβιους της Αλβανίας, ανεξαρτήτως γλώσσας, ενώ οι μεγάλες πόλεις δεν τον ακολούθησαν γιατί ήταν ικανοποιημένες από τη τάξη που επικρατούσε υπό τη βενετική ή οθωμανική διοίκηση. Έτσι, ο Σκεντέρμπεης κατάφερε να ελέγξει μόνο την ύπαιθρο και ορισμένα κάστρα ήσσονος σημασίας, ενώ και εκεί δεν κατάφερε να φέρει με το μέρος του σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Κατά την εκδοχή αυτή, η περιοχή που έλεγχαν οι επαναστάτες του Σκεντέρμπεη ήταν μια σχετικά μικρή λωρίδα επικράτειας, χωρίς μείζονες αστικές περιοχές, γύρω από την Κρούγια, την κοιλάδα Ματ και τη Δίβρη, και στη νότιο-κεντρική Αλβανία την ενδοχώρα του Δυρραχίου και κατά μήκος του ποταμού Σκούμπι.
Κατά την περίοδο 1444–1466, απέκρουσε 13 τουρκικές εισβολές, ενώ φέρεται ότι είχε αναγνωριστεί ως αρχηγός όλων των αλβανικών φυλών. Κατά τον Όλιβερ Σμιτ, ωστόσο, περί τη δεκαετία του 1450 η ηγεσία του είχε πρακτικά παύσει, όταν επιχείρησε να αναλάβει τη γενική αρχηγία των παλαιών μεγάλων φατριών οι οποίες και αντέδρασαν. Η λεγόμενη "Λίγκα του Λέτσε", που ήταν μόνο μια στρατιωτική συμμαχία και όχι πολιτική, διαλύθηκε την ίδια δεκαετία και ακόμη και συγγενείς του τον εγκατέλειψαν. Σταδιακά ο Σκεντέρμπεης αναζήτησε συμμαχίες αλλού. Για παράδειγμα, το 1451, ζήτησε τη συμμαχία του βασιλιά Αλφόνσου της Νάπολης. Άλλοι ιστορικοί επίσης θεωρούν ότι ο Σκεντέρμπεης δεν υπήρξε ηγέτης όλων των Αλβανών, καθώς η περιοχή του Κοσόβου και η νότια Αλβανία δε συμμετείχαν στους αγώνες του. Επίσης, ο Όλιβερ Σμιτ πιστεύει ότι τον ακολούθησαν όχι μόνο Αλβανοί αλλά και Σέρβοι, Έλληνες και Βλάχοι. Κατά τον ίδιο ιστορικό, ο Γ. Καστριώτης βρήκε στήριξη από αυτούς που βγήκαν χαμένοι από την οθωμανική διείσδυση, δηλ. τις παλιές μεγάλες οικογένειες που ήθελαν να επανακτήσουν τη γη τους, και τους ορεσίβιους που δεν ήθελαν να πληρώνουν φόρους ούτε να έχουν Οθωμανούς δικαστές. Παρόμοια άποψη διατυπώνεται από τον Τούρκο ιστορικό Ιναλτζίκ (Inalcik), ότι δηλαδή ο αγώνας του Σκεντέρμπεη σε μεγάλο βαθμό ήταν προϊόν του ανταγωνισμού μεταξύ του σουλτάνου και των μεγάλων τιμαριωτών στην Αλβανία κατά τον 15ο αι.
Οι επιτυχίες του τού έδωσαν ηρωική φήμη στη Δυτική Ευρώπη, δεν κατόρθωσε όμως να λάβει ανάλογη οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση, την οποία προσπάθησε να εξασφαλίσει επισκεπτόμενος τη Ρώμη και τη Νάπολη, τον χειμώνα του 1466-7. Εκεί εντυπωσίασε με το παρουσιαστικό του και την απλότητα των τρόπων του, χωρίς όμως να του προσφερθεί τελικά αξιόλογη βοήθεια.
Το 1463 συμμάχησε με τη Βενετική Δημοκρατία ενώ υποστηρίχτηκε και από το Βασίλειο της Νάπολης και το Βατικανό, το οποίο του έδωσε τον τιμητικό τίτλο του στρατηγού της Αγίας Έδρας. Πέθανε το 1468, στο βενετοκρατούμενο Αλέσιο (σημ. Λέζα, αλβ. Lezhë). Επιτυχίες ανάλογες με τις δικές του δεν υπήρξαν μετά τον θάνατό του. Το 1478, η Κρούγια, το προπύργιο του Καστριώτη, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Μέχρι το 1506, ολόκληρη η περιοχή, η οποία σήμερα ανήκει στην Αλβανία, περιήλθε και πάλι στην κατοχή τους.
Οι μακρόχρονοι αγώνες του έχουν μεγάλη σημασία για τους Αλβανούς και ο ίδιος αποτελεί σύμβολο των αγώνων τους για εθνική ενότητα και ανεξαρτησία.
Μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη, σχηματίστηκε ένας κύκλος θρύλων και παραδόσεων γύρω από το πρόσωπό του. Στην Ευρώπη κυκλοφορούσαν μυθιστορηματικές βιογραφίες του μέχρι και τον 17ο αι.
Οι βυζαντινοί χρονικογράφοι οι σύγχρονοι του Σκεντέρμπεη αναφέρουν πενιχρές πληροφορίες γι’ αυτόν, όπως είχε παρατηρήσει και ο Παπαρρηγόπουλος. Ο «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» δεν τον μνημονεύει καθόλου, παρ’ ό,τι αναφέρεται στην Αλβανία. Επίσης δεν τον αναφέρει ο Δούκας, ενώ οι Χαλκοκονδύλης, Φραντζής και Κριτόβουλος τον αναφέρουν ελάχιστα. Ο Σκεντέρμπεης αναφέρεται επίσης στον βίο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνος († 1508) τον οποίο συνέγραψε ο μαθητής του μοναχός Γαβριήλ. Η μορφή του Σκεντέρμπεη διατηρήθηκε επίσης σε λαϊκά τραγούδια και θρύλους των νότιων Σλάβων απ’ όπου άντλησαν στοιχεία μεταγενέστερες γραπτές σλαβικές πηγές. Όσον αφορά την εθνότητα του Σκεντέρμπεη, υπήρξαν κατά καιρούς διάφορες απόψεις στην ιστοριογραφία. Κατά τον σύγχρονό του, Μαρίνο Μπαρλέτι, ήταν «πρίγκηπας Ηπειρωτών» (Epirotarum Principis), ενώ Ηπειρώτη τον αποκαλεί και ο ο Γάλλος ιστορικός Paganel (1855). Ο Clement C. Moore, θεωρούσε τον 19ο αιώνα ότι ο πατέρας του (Ιωάννης) ήταν Έλλην Ηπειρώτης.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν αντιληπτό ότι η τότε υπάρχουσα βιβλιογραφία για τον Σκεντέρμπεη ήταν ουσιαστικά αντιγραφές από τη βιογραφία που έγραψε ο Μπαρλέτι, ο οποίος επιχειρεί να εξιδανικεύει τον ήρωά του και να τον εξισώσει προς τα πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας (Γιοχάλας, σ. 12). Για να γραφεί μια αντικειμενική ιστορία θα έπρεπε να μελετηθεί αρχειακό υλικό. Ο Τσέχος ιστορικός C. Jireček το 1899 συνέλαβε την ιδέα ενός τέτοιου έργου το οποίο υλοποιήθηκε αργότερα από τον Σέρβο ιστορικό Jovan Radonić. Το υλικό που συγκέντρωσε ο Radonić εκδόθηκε το 1942 από την Σερβική Ακαδημία Επιστημών με τον τίτλο "Djuradj Kastriot Skanderbeg I Arbanija u XIV veku". Το έργο αποτέλεσε σταθμό στη μελέτη της μεσαιωνικής ιστορίας της Αλβανίας. Στο δεύτερο μέρος του έργου περιλαμβάνονται κείμενα σχετικά με τον Σκεντέρμπεη από πηγές βυζαντινές (Χαλκοκονδύλη, Σφραντζή, Κριτόβουλο), δυτικές, σερβικές και τουρκικές.
Περίπου την ίδια εποχή έκαναν έρευνα στα ιταλικά αρχεία οι Ιταλοί ιστορικοί G.M. Monti A. Cutolo, τα οποία δεν έλαβε έγκαιρα υπόψη ο Radonić λόγω του πολέμου. Πρόσθετο αρχειακό υλικό εντοπίστηκε αργότερα από τον Τούρκο ιστορικό H. Inalcik ο οποίος μεταξύ άλλων εντόπισε το όνομα του Ιωάννη Καστριώτη, πατέρα του Σκεντέρμπεη, σε κατάλογο χριστιανών τιμαριούχων της Αλβανίας του 1431/1432.
Το σημαντικό έργο του Radonić παρέμεινε άγνωστο στον Αλβανό κληρικό F.S. Noli που δημοσίευσε το 1947 μονογραφία περί του Σκεντέρμπεη. Ο ίδιος αγνοεί επίσης το έργο των Monti και Cutolo και άλλα σύγχρονα για την εποχή του έργα, όπως των Ρουμάνων Marinescu και Pall. Ο Noli στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε κείμενο ανωνύμου που ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε ο Ιταλός ιστορικός του 18ου αι. Giammaria Biemmi, το οποίο θεωρείται πλαστό. Ο βαλκανιολόγος Γ. Χρ. Σούλης θεωρεί ότι το έργο του Noli περιέχει ανακρίβειες και δεν θεωρείται αξιόλογη συμβολή στην σχετική ιστοριογραφία. Ο ίδιος, το 1958, διαπίστωνε ότι δεν είχε ακόμα γραφτεί ιστορία του Σκεντέρμπεη που να διαχωρίζει τον θρύλο από την πραγματικότητα.
Στη σύγχρονη (τέλη 20ου αι.) ακαδημαϊκή ιστοριογραφία εντάσσεται ο καθηγητής Όλιβερ Σμιτ. Η μετάφραση του βιβλίου του στην αλβανική γλώσσα προκάλεσε έντονες συζητήσεις στην Αλβανία, καθώς θεωρήθηκε ότι αμφισβητεί την αλβανική καταγωγή του Καστριώτη. Στο βιβλίο του "Σκεντέρμπεης, ο νέος Αλέξανδρος των Βαλκανίων", ο Σμίτ αναφέρει ότι κατ'αυτόν το εθνώνυμο "Αλβανός", όπου αυτό συναντάται σε μεσαιωνικές πηγές, έχει μία από τις εξής σημασίες: α) Κάποιος που ομιλεί την Αλβανική γλώσσα, β) κάποιος που κατάγεται από τη γεωγραφική περιοχή της Αλβανίας ανεξαρτήτως της γλώσσας που ομιλεί, και γ) άνθρωπος των βουνών και της υπαίθρου.
Παραμένει το ενδιαφέρον για την Αλβανική ή Ελληνική προέλευση του Καστριώτη καθώς και για την κοινωνική ή εθνική σημασία του αγώνα του. Μερικοί σύγχρονοι συγγραφείς θεωρούν ότι ο πατέρας του ήταν Έλληνας, όπως και η σύζυγός του. Κατά τον Κορδάτο, ήταν Αλβανός στην καταγωγή αλλά κοινωνικοποιήθηκε ως Έλληνας. Κατά τον Ο. Σμίτ, το γεγονός ότι ο Καστριώτης μνημονεύεται σε εθνικό επίπεδο επί μερικούς αιώνες στα Βαλκάνια, οφείλεται σε λανθασμένη αντίληψη.
Η πρώτη βιογραφία του Καστριώτη σε ελληνική γλώσσα εκδόθηκε το 1812 στη Μόσχα από τον Ευγένιο Βούλγαρη. Ήταν μετάφραση από άγνωστο γαλλικό πρωτότυπο. Διαθόθηκε ευρέως στην Ελλάδα και διαβάστηκε και από αγωνιστές του 1821 όπως ο Κολοκοτρώνης (Τ. Γιοχάλας, σ.21). Οι αγώνες των Ελλήνων κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας, από την Επανάσταση του 1821 ως και τα επαναστατικά κινήματα της Ηπείρου που ακολούθησαν, καθώς και οι προσπάθειες για ελληνοαλβανική συσπείρωση εναντίον των Τούρκων συνετέλεσαν ώστε η προσωπικότητα του Γεωργίου Καστριώτη, ενώ παρέμεινε άγνωστη στη δημοτική ποίηση, να απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία και λογοτεχνία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Π.χ., ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε τη σλαβική καταγωγή του Καστριώτη, υιοθετώντας τη θέση του Καρλ Χοπφ, και επέκρινε την ακρίβεια της βιογραφίας του Μπαρλέτι. Ωστόσο, σε νεότερες εκδόσεις της Ιστορίας αναφέρει για τον Σκεντέρμπεη ότι: «...λογίζεται Αλβανός ουχί Έλλην»..
Τις έως τότε βιογραφίες και τα λογοτεχνικά έργα με θέμα τον Γ. Καστριώτη συγκέντρωσε σε βιβλίο του ο Τίτος Γιοχάλας το 1975. Στο πρώτο μέρος του έργου συνόψισε επίσης και τη σημαντικότερη διεθνή βιβλιογραφία, διαπιστώνοντας ότι «ουδείς μέχρι σήμερον συνέγραψε την ιστορίαν του Σκεντέρμπεη κατά τρόπον ανταποκρινόμενον εις τας συγχρόνους επιστημονικάς αξιώσεις…» (Γιοχάλας, σ. 13).
Ο Σκεντέρμπεης και ο αλβανικός εθνικισμός
Στη νεότερη εποχή, οι Αλβανοί επέλεξαν ως σύμβολο τον Σκεντέρμπεη. Η επιλογή αυτή οφειλόταν στο ότι ο Καστριώτης ήταν μια καλά τεκμηριωμένη προσωπικότητα, του οποίου η μνήμη ήταν ζωντανή, κυρίως μεταξύ των Αρμπερέσων (δηλαδή της αλβανόφωνης μειονότητας της νότιας Ιταλίας). Έτσι ο Σκεντέρμπεης έγινε εθνικός ήρωας, παρόλο που οι Αλβανοί του Κοσόβου και των περισσότερων μερών του νότου δεν συμμετείχαν στους αγώνες του. Ενδεικτική είναι επίσης η αποτυχία του το 1455, να καταλάβει την πόλη του Μπερατίου. Άλλο πρόβλημα για τους Αλβανούς του 19ου αιώνα, η πλειοψηφία των οποίων ασπαζόταν τον Ισλαμισμό, ήταν η χριστιανική πίστη του Σκεντέρμπεη. Πράγματι, στα ποιήματά τους οι Αρμπερέσοι τον εγκωμίαζαν για τον αγώνα του όχι μόνο για την πατρίδα, αλλά και για τη χριστιανοσύνη. Έτσι, η θρησκευτική αυτή παράμετρος έπρεπε να αγνοηθεί. Τελικά, στην είσοδο του 20ου αιώνα, ο Σκεντέρμπεης έγινε «το εθνικό επιχείρημα που αποδείκνυε την πολιτισμική συγγένεια της Αλβανίας με την Ευρώπη», καθώς συμβόλιζε την ύστατη θυσία των Αλβανών στην υπεράσπιση της Ευρώπης από τις ασιατικές ορδές.
O Σεντέρμπεης υπήρξε το ιδανικό σύμβολο ενός ενωμένου αλβανικού λαού που αντιστάθηκε στην τουρκική κυριαρχία επειδή υπήρξε το θεμέλιο της ύπαρξης μιας προ-οθωμανικής, μεσαιωνικής Αλβανίας, που θα μπορούσε να αναγεννηθεί ως σύγχρονο αλβανικό κράτος. Όταν οι σύγχρονοι εθνικιστές ιστορικοί ανατρέχουν στην εποχή του Σκεντέρμπεη αναζητούν την εικόνα της ενότητας που μπορεί να ερμηνευθεί ως πολιτική ενότητα ανάμεσα στους μεσαιωνικούς Αλβανούς. Ένας από τους ρόλου του Σκεντέρμπεη υπό αυτή την οπτική γωνία είναι να παράσχει την εικόνα της ενοποιημένης στρατιωτικής και πολιτικής αντίστασης στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών