Αργυρόκαστρο

Το Αργυρόκαστρο, η αποκαλούμενη «πέτρινη πόλη» και η «πόλη του μοιρολογιού» ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως και η δεύτερη μετά τα Ιωάννινα ως προς την πνευματική και οικονομική ανάπτυξη της στον Ηπειρωτικό χώρο. Η προέλευση του ονόματος προέρχεται από το κάστρο (φρούριο). Οι κάτοικοι της περιοχής το αποκαλούν ως καλιά του Κάστρου. 
Λέγεται πως το 568 µ.Χ. κάποιος µε όνομα Άργυρος στη θέση που βρίσκεται σήμερα το φρούριο, ίσως το μοναδικό στο είδος του στα Βαλκάνια, υπήρχε μια σπηλιά όπου έχτισε ένα μικρό οχυρό υπερασπίσεως µάλλον από τους διάφορους επιδρομείς. Κατά τον 12 αιώνα, άγνωστο ποιος έχτισε το κάστρο στην σημερινή του μορφή. 
Η παράδοση αναφέρει ότι χτίστηκε από τη βυζαντινή αρχόντισσα Αργύρω, αλλά αυτή η άποψη είναι κατά κάποιον τρόπο λαϊκή. Στο βιβλίο του Νικολάου Παπαδόπουλου «Η Δρόπολις της Βορείου Ηπείρου» διαβάζουμε πως ο τούρκος Εβλιγιά Τσελεπή το 1670 που επισκέφτηκε το Αργυρόκαστρο έγραφε για το κάστρο ότι «κείται πάνω σε βράχο και μοιάζει σαν πλοίο. Έχει μήκος 600 βήματα και πλάτος εκατόν. Τα τείχη του είναι παλαιά και μέσα του έχει ολίγα σπίτια κι ένα τζαμί του Βαγιαζίτ, σκεπασμένο µε πλάκες, µε δεξαμενή μεγάλη για νερό πλησίον του. Έχει τρεις εισόδους κι ένα ωραίο κιόσκι, όπου συγκεντρώνονται οι αρχόντοι και βλέπουν κάτω προς τον κάμπο τα αμπέλια και τα χωράφια τους..». 
Henry Holland γράφει στα «Ταξίδια στα Ιόνια νησιά, Ήπειρο, Αλβανία (1812-1813)» πως όταν ο Αλή Πασάς κατέκτησε το Αργυρόκαστρο, στις αρχές του 1812, αμέσως άρχισε την ανακαίνιση του παλιού κάστρου και τη συνέχισε µε εξαιρετική ταχύτητα απασχολώντας σχεδόν 2.000 εργάτες σε διαρκή βάση. Έχτισε από την αριστερή πλευρά τις φυλακές, στις οποίες βασανίστηκαν και άφησαν την τελευταία τους πνοή αρκετοί Έλληνες και Αλβανοί χριστιανοί και μωαμεθανοί. 
Η πόλη είναι μοναδικά χτισμένη γύρω από το κάστρο επί τεσσάρων αντερεισμάτων του όρους Σοπότι, που καταλήγουν σε μια απότοµη πλαγιά στην αρχή της πεδιάδας του Δρύνου. Ανάμεσα στις απόκρημνες χαράδρες του βουνού υπάρχουν βαθιά φαράγγια, φαγωμένα από τα ορμητικά νερά. Στα υψώματα και τις πλαγιές αυτών των φαραγγιών είναι κυριολεκτικά σκαρφαλωµένα κατά τμήματα χτισμένα διώροφα και τριώροφα πέτρινα σπίτια, που φαντάζουν σαν αετοφωλιές. Τα σπίτια είναι χτισμένα κατά τον ίδιο τρόπο και των φτωχών και των πλουσίων. Επίσης «όλες οι κατοικίες διαθέτουν πολεμίστρες και περιβάλλονται από οδοντωτά τείχη και πύργους έτσι που, µε την όλη κατασκευή τους αντανακλούν τον πλούτο των κατόχων τους», γράφει Francois Pouqueville στο «Ταξίδι στην Ελλάδα. Ήπειρος» . Στη βόρεια πλευρά του φρουρίου υπάρχει το παλιοπάζαρο572 που ήταν τόπος αγοράς, ενώ σήμερα είναι γειτονιά.  Στο κέντρο την πόλης υπάρχει το σταυροπάζαρο, που στο σημείο αυτό συγκλίνουν οι τέσσερις κεντρικοί δρόμοι της παλιά πόλης. Οι κεντρικοί δρόμοι είναι φαρδείς και ολόκληρο το οδικό και οδοιπορικό δίκτυο είναι ακόμα και σήμερα καλντερίμι, που σε πολλά σημεία είναι και µε σχέδια, εκτός της οδού από την κεντρική πλατεία έως και τη συνοικία «Γύφτικα» που την περίοδο μετά το 1945 ασφαλτοστρώθηκε.

Αναφέρεται από πολλούς, ότι στην περίοδο του Βυζαντίου η πόλη ήταν γνωστή µε το όνομα Αργυρινή ή Αργυροπολίχνη. Όμως είναι λάθος του Ληκ, ο οποίος αυτός πρώτος ονόμασε την πόλη Αργύα ή Αργυρίνη, γείτονα της Βουλίνης της πρωτεύουσας των Αργυρίνων, στο σημερινό Αργυρόκαστρο573 . Η πόλη Αργύα ή Αργυρινή τοποθετείται στη σημερινή Μπέντσα χωριό δίπλα στον ποταμό Αώο και πριν την πόλη Τεπελένι. Το 1318 µε Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Κων/πόλεως Ανδρονίκου αναγνωρίσθηκε ως πρωτεύουσα την επαρχίας Δρυϊνουπόλεως. Κατά την Τουρκοκρατία ήταν τοπαρχία (μουτεσαριφλίκι), και υπαγόταν στο Βιλαέτι Ιωαννίνων και μετά το 1913 και μέχρι σήμερα είναι πρωτεύουσα του νομού Αργυροκάστρου. Ενδιάμεσα για ένα μικρό χρονικό διάστημα κατά το 1770 η Τουρκική διοίκηση μετέφερε την έδρα από το Αργυρόκαστρο στο Δέλβινο και έγινε και μια προσπάθεια πάλι στα 1911, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Τον 15-16ον αι. το Αργυρόκαστρο είχε 9 συνοικίες, που προφανώς αντιστοιχούσαν σε γειτονιές, διότι το 1431-1432 ο πληθυσμός του αριθμούσε 163 χριστιανικά νοικοκυριά, το 1506-1507 είχε 143 χριστιανικά νοικοκυριά και κανένα μουσουλμανικό και στο τέλος του 16ου αι. είχε 241 άνδρες χριστιανούς και 65 μουσουλμάνους, που αντιστοιχούσαν σε οικογενειάρχες. Επίσης, η οικονομική κατάσταση το δεύτερο μισό του 16ου αι. συνδεόταν µε τα έσοδα από το φόρο της δεκάτης. 9.854 ακτσέ, ήταν τα έσοδα από το φόρο της δεκάτης του μούστου και το γενικό σύνολο περιλάμβανε και άλλους φόρους που έφθαναν στους 22.760 ακτσέ. 

Σύμφωνα με την Εθνολογική Στατιστική της Βορείου Ηπείρου το 1913 ο πληθυσμός της πόλης ήταν 1.695 χριστιανοί και 9.895 μωαμεθανοί . 
Η σημερινή πόλη του Αργυρόκαστρου είναι χωρισμένη διοικητικά σε 12 συνοικίες -Βαρόσι, Πλάκα, Παζάρι Παλορτό, Μαναλιάτι, Ντουναβάτι, Σφάκα, Χασµουράτι, 11 Γιανάρι πρώην Μετσίτε, Πουνετόρε πρώην Γύφτικα, Γρανίτσα, 18 Σεπτεμβρίου, Παρτιζάνι. Ο πληθυσμός της πόλης το 1990 ήταν 26.000 κάτοικοι.
Από τα τέλη του 16ου αι. ως και τις αρχές του 17ου άρχισε νέα περίοδος στον ιστορικό βίο του Αργυροκάστρου. Πολλά τα αίτια της συρρίκνωσης του ελληνικού πληθυσμού της πόλης του Αργυροκάστρου. 
Η μεγαλύτερη αιτία ήταν η μετανάστευση σε συνδυασμό με την  εγκατάσταση των Τούρκων και των εξισλαμισμένων της γύρω περιοχής. Οι Έλληνες μετανάστευαν αρχικά στη Βλαχία, μετά στη Δυτική Ευρώπη, στα Γιάννενα, στην Κων/πολη και σε άλλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά μετανάστευαν για καλύτερη ποιότητα ζωής και μετά εξαιτίας διαφόρων πιέσεων των τουρκικών αρχών. 
Άλλη αιτία, ήταν οι συνεχείς πόλεμοι όχι μόνον στην περιοχή αλλά και η συμμετοχή των Αργυροκαστριτών σε οργανωμένο στρατό και σε σώματα εναντίον των Τούρκων και ιδιαίτερα στην Επανάσταση του 1821. Τα µέλη των σωμάτων αυτών έφεραν την προσωνυμία Αργυροκαστρίτης και µε τη λήξη της Επανάστασης εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Μόνο στον πόλεμο της Κρήτης (1645-1669) σκοτώθηκαν εφτακόσιοι αφεντάδες και εφτά χιλιάδες δούλοι και τα σπίτια τους έμειναν κλειστά. 
Όσο για τον εξισλαμισμό των κατοίκων της πόλης δεν αληθεύει πρώτον ότι το Αργυρόκαστρο ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας αλλά ότι ήταν κωμόπολη µε λίγο πληθυσμό και µόνο ελληνικό. Με την κατάκτηση του Αργυροκάστρου από τους Τούρκους σχεδόν επί δύο αιώνες δεν υπήρχαν μωαµεθανοί, εκτός των τούρκων υπαλλήλων, αλλά οι κάτοικοι παρέμεναν λιγοστοί γιατί δεν προσέφερε τη δυνατότητα για εγκατάσταση από τις γύρω περιοχές λόγω ανεπάρκειας της προσφοράς προς το ζην. Αργότερα, όμως, όταν οι τουρκικές αρχές µε διάφορους τρόπους άρχισαν να δίνουν προνόμια σε αυτούς που ακολουθούσαν το Ισλάμ, άρχισαν να συρρέουν στην πόλη εξισλαμισμένοι Κουρβελεσιώτες και λίγοι από τις άλλες περιοχές. Έτσι αυξανόταν ο μωαμεθανικός πληθυσμός και οι χριστιανοί παρέμεναν λίγοι και πολλοί από αυτούς μετανάστευαν.

Στην πόλη υπήρχαν τρεις εκκλησίες από τις οποίες οι δύο ανακαινίστηκαν εκ βάθρων την περίοδο του επίσκοπου Δοσίθεου του Μετσοβίτη και υπάρχουν και σήμερα. Επίσης υπήρχε το τζαμί της Μετσίτες που ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 17ου αι. στο κέντρο της συνοικίας Μετσίτε µε λουτρά και µε εφτά βρύσες, από τις οποίες σώζονται σήμερα οι πέντε και είναι το μοναδικό αυτού του τύπου οικοδόμημα στο Αργυρόκαστρο. Το τζαμί στο Παζάρι ιδρύθηκε το 1757, και είναι το μεγαλύτερο, ενώ, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τεκέδες του Ζάλι και του Χαϊδερίε.

Η βιομηχανία επί Τουρκοκρατίας δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη. Όπως σημειώνει η Ελένη Γιαννακοπούλου στο « Όψεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Ήπειρο» για το μοναδικό που φημιζόταν, ήταν ότι στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχαν τα εργαστήρια κοπής καπνού που κινούνταν µε νερό και απασχολούσαν στην εργασία αυτή πολλούς από τους κατοίκους και τα οποία εξελίχτηκαν επί της εποχής του Ενβέρ Χότζα σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο καπνού. Η ποιότητα του καπνού θεωρούνταν από τον προξενικό πράκτορα της Γαλλίας στην Άρτα, Piere Dupre, εξαίρετη και σε αυτό συμφωνούν και οι άλλες πηγές. Έτσι εξηγείται η εξαγωγή μεγάλης ποσότητας στην Κων/πολη. Επιπλέον, λέει ο Dupre, το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου στο Αργυρόκαστρο βρισκόταν στα χέρια πλούσιων Τούρκων που ήταν ικανοί να συναλλάσσονται µε τους Γιαννιώτες. 
Στις αρχές του 20ου αιώνα στο Αργυρόκαστρο όλα τα μεγάλα και εμπορικά καταστήματα ανήκαν σε Έλληνες και µόνο μικροεµπορικές εργασίες εκτελούνταν από τουρκοαλβανούς. Σύμφωνα με το βιβλίο «Η Βόρειος Ήπειρος» του Ευαγγελίδη, απαντες οι επαγγελματίες τεχνίτες ήταν Έλληνες. Υπήρχαν 5 Έλληνες γιατροί και 3 Τούρκοι της ιατρικής σχολής Κων/πόλεως, 3 ελληνικά φαρμακεία και 2 τούρκικα, 6 Έλληνες δικηγόροι και 1 Τουρκοαλβανός.
Οι αποδηµούντες Έλληνες, κάτοικοι της πόλης του Αργυροκάστρου, που αποκαλούνται Καστεροί ασχολούνταν στην αλλοδαπή µε το εμπόριο. Ήδη από το 1766 στη Βιέννη υπήρχαν τέσσερις έμποροι από το Αργυρόκαστρο, όπως γράφει ο Βακαλόπουλος στο βιβλίο «Ήπειρος» . Αργότερα το 1780-1816 ήταν έμπορος και πρεσβευτής της Πύλης ο Αλέξανδρος Βασιλείου, ο συνεργάτης του Κοραή, τον οποίον ενίσχυε οικονομικώς για την έκδοση των αρχαίων συγγραφέων της Ελληνικής Βιβλιοθήκης, στη Βενετία ο Πολυζώης Σπύρου, η οικογένεια Χρήστου και πολλές άλλες άγνωστες.

Το θρυλικό Αργυρόκαστρο ήταν πατρίδα πολλών γνωστών Ελλήνων και Τουρκοαλβανών που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους οι µεν πρώτοι για τα ιδανικά του Ελληνικού Έθνους και οι δεύτεροι για τα δικά τους συμφέροντα και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στη συνοικία Μαναλιάτι σωζόταν μέχρι τα τέλη του 19ου αι. η οικία της μητρός του Καποδίστρια το γένος Γονέµη, που πιθανόν η οικογένειά της να μετανάστευσε γύρω στα 1770. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Ιστρία και μετά στην Κέρκυρα. Η οικογένεια Γονέµη µε ευγενή καταγωγή, είχε κυριότητα στο Βουθρωτό και τα ιχθυοτροφεία του. Οι ήρωες του Φραγκοκάστελου µε αρχηγό τον Χατζή-Μιχάλη, τον Κυριακούλη και άλλους που δεν αναφέρονται. Επίσης, Αργυροκαστρίτες διετέλεσαν πασάδες στην Άρτα, όπως ο Σουλεϋµάν πασάς ο Β΄, ο Αληζότ πασάς και άλλοι λιγότερο γνωστοί, ο Καπλάν πασάς, πατέρας της Εµινέ της πρώτης συζύγου του Αλή πασά και ο νομάρχης Βηρυτού Χαλήλ πασάς (Halil Gjirokastra 1851-1923) που σπούδασε στη Ζωσιµαία Σχολή, μετά πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κων/πόλεως και εργάστηκε ως διπλωμάτης στην Ελλάδα, στην Ιταλία κ.λ.π.
Πολλοί ξένοι περιηγητές, ξεκινώντας από τον 17ον αιώνα έως και τα μέσα του 20ου αι., που επισκέφτηκαν το Αργυρόκαστρο περιέγραφαν όχι µόνο την μοναδικότητά του από άποψη οικοδομική, αλλά και την καθημερινή ζωή και το χαρακτήρα των Ελλήνων και Τουρκοαλβανών κατοίκων του. Οι γνωστότεροι περιηγητές του 19ου αιώνα ο Πουκεβιλ και Henry Holland αναφέρουν: «εκείνος που µε φιλοξενούσε, αν και ήταν Τούρκος, δεν είχε τίποτα το βάρβαρο. Ο μπέης µου είπε πως η προνομιακή θέση του Αργυροκάστρου προσέλκυσε κάπου δύο χιλιάδες τούρκικες οικογένειες, ενώ ο δεσπότης πρόσθεσε αναστενάζοντας ότι στο Βαρόσι δηλ. την χριστιανική συνοικία, που ήταν απομονωμένη στην άκρη του βουνού, κοντά στην πεδιάδα, ζούσαν µόνο εξήντα χριστιανικές οικογένειες και κείνες καταπιεσμένες και δυστυχισμένες. Κατοικούσαν στη χειρότερη γωνιά μιας πόλης, που είχε χτιστεί και κατοικούνταν άλλοτε από χριστιανούς» , «ο Έλληνας οικοδεσπότης µου και η οικογένειά του µε δέχθηκαν µε πολλές περιποιήσεις και το βράδυ αρκετοί άλλοι Έλληνες της πόλης ήλθαν να µε γνωρίσουν. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ευγενικούς και ευχάριστους τρόπους προς τους ξένους, που οµοίους τους δεν έχω συναντήσει πουθενά αλλού. Χαρακτηριστικό του Έλληνα είναι η ταχύτητα αντιλήψεως, που του επιτρέπει να αντιληφθεί έγκαιρα και να προσαρμοστεί στους διάφορους χαρακτήρες-χαρακτηριστικό που αναμφίβολα απέκτησαν, αν και όχι εξολοκλήρου, από τη μακρόχρονη και σκληρή τους πολιτική υποτέλεια»

Διαβάστε ακόμη:




Σχόλια