Ο Πύρρος πέρασε στην Ιταλία και ανέλαβε τον αγώνα κατά των Ρωμαίων προς υπεράσπιση των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδος. Έχοντας ήδη νικήσει τους Ρωμαίους στη μάχη της Ηράκλειας, την άνοιξη του 279 π.Χ. ήταν έτοιμος να κινηθεί και πάλι εναντίον τους. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς αναφέρει ότι η στρατιά που οδηγούσε ο Πύρρος αριθμούσε περί τους 78.000 άνδρες.
Από αυτούς οι 16.000 ήταν Ηπειρώτες, 8.000 περίπου ήταν Ταραντίνοι (Έλληνες της αποικίας του Τάραντα) “Λευκάσπιδες” φαλαγγίτες και οι υπόλοιποι ήταν Σαυνίτες και Λευκανοί (ιταλικοί λαοί). Ο αριθμός αυτός αναφέρεται μάλλον στον συνολικό αριθμό των ενόπλων δυνάμεων της αντιρωμαϊκής συμμαχίας και όχι στον αριθμό ανδρών που οδήγησε προσωπικά ο Πύρρος κατά των Ρωμαίων. Αναμφισβήτητα ο Έλληνας βασιλεύς είχε εμπιστοσύνη στην πολεμική αρετή αποκλειστικά των Ελλήνων.
Ο Ηπειρώτης βασιλέας Πύρρος.
Ιδιαίτερα μετά την ιδίοις όμμασι εξακρίβωση των πολεμικών δυνατοτήτων των αντιπάλων του, θα ήταν παρακινδυνευμένο να στηριχτεί στους Ιταλιώτες και Ιταλούς συμμάχους τους. Αντίθετα μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στους εμπειροπόλεμους Ηπειρώτες του και στους εκπαιδευμένους από τους αξιωματικούς του Ταραντίνους “Λευκάσπιδες”. Αυτοί οι 25.000 το πολύ άνδρες θα αποτελούσαν και πάλι τον σκληρό πυρήνα της ένοπλης δυνάμεως της συμμαχίας και αυτοί ήταν που θα αντιμετώπιζαν τους σκληροτράχηλους Ρωμαίους. Οι τελευταίοι από την πλευρά τους, είχαν κινητοποιήσει πλήρως τις στρατιωτικές δυνάμεις της πόλεως και των συμμάχων τους. Αντίθετα με τον Πύρρο οι Ρωμαίοι μπορούσαν να υπολογίζουν σε 80.000 περίπου αξιόμαχους στρατιώτες.
Ο Πύρρος είχε αποφασίσει αυτή τη φορά να ξεκαθαρίσει πρώτα την Απουλία και κατόπιν να κινηθεί ανατολικά προς την Πευκετία. Η εκεί παρουσία του θα προκαλούσε, όπως πίστευε, την εξέγερση των κατοίκων της κατά των Ρωμαίων επικυρίαρχών τους. Βάσει του σχεδιασμού του τα πλευρά της στρατιάς του Πύρρου θα ήταν αυτή τη φορά καλυμμένα και δεν θα μπορούσαν να υπερκερασθούν από τις ρωμαϊκές στρατιές. Αμέσως το σχέδιο του Πύρρου τέθηκε σε εφαρμογή.
Οι πρώτες κινήσεις
Ο Έλληνας στρατηλάτης κυρίευσε όλη την Απουλία και τις πόλεις της είτε με μάχη, είτε με συνθήκη. Ύστερα από σύντομη πορεία η ελληνική στρατιά, με την οποία είχαν ενωθεί και ιταλιωτικά τμήματα, έφθασε κοντά στην πόλη του Άσκλου. Η πόλη ήταν κτισμένη σε έναν μικρό λόφο βορείως του ποταμού Αυφιδίου. Η ρωμαϊκή στρατιά (τέσσερις λεγεώνες 40.000 άνδρες) υπό τους Πόπλιο Σουλπίκιο Σαβέριο και Πόπλιο Δέκιο Μους, είχε στρατοπεδεύσει στην βόρεια όχθη του ποταμού. Τότε, σύμφωνα με τη διήγηση του Πλουτάρχου, έφτασε στον Γάιο Φαβρίκιο μια επιστολή του ιατρού του Πύρρου, ο οποίος υποσχόταν να δηλητηριάσει τον βασιλέα, έναντι αδράς αμοιβής.
Οι Ρωμαίοι ύπατοι υπολόγιζαν ότι ύστερα από τον ολοήμερο αγώνα φθοράς που είχε προηγηθεί οι Έλληνες θα αποσύρονταν στο στρατόπεδο τους. Υπολόγιζαν όμως χωρίς τον Πύρρο. Ο εμπειρότατος στα πολεμικά βασιλέας δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια ευκαιρία. Αμέσως μετά την απόσυρση των Ρωμαίων έστειλε τα ελαφρά του τμήματα κατά των αντιστοίχων εχθρικών που φρουρούσαν τις διαβάσεις και τις κατέλαβε.
Κατόπιν διέσχισε με όλο του τον στρατό τον ποταμό και έλαβε θέσεις ενόψει της επαναλήψεως της μάχης την επομένη. Το επόμενο πρωινό ήταν λιγότερο ευχάριστο για τους Ρωμαίους υπάτους που είχαν απολέσει το ένα τους μεγάλο πλεονέκτημα, αυτό της κατοχής ευνοϊκού εδάφους. Τώρα θα έπρεπε να πολεμήσουν σε αναπτεταμένο πεδίο και να αντιμετωπίσουν το επίλεκτο ελληνικό ιππικό και τη φάλαγγα.
Η ημέρα της κρίσεως
Με το πρώτο φως της ημέρας οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν έτοιμοι να επαναλάβουν τη μάχη. Αυτή τη φορά ο Πύρρος έταξε τη φάλαγγα του σε βαθείς και συμπαγείς σχηματισμούς και επιτέθηκε. Ακολούθησε λυσσαλέα πάλη. Οι ελληνικές φάλαγγες πίεσαν ασφυκτικά τους Ρωμαίους λεγεωνάριους. Και πάλι τα οπλιτικά δόρατα, τα pila (βαριά ακόντια των Ρωμαίων) και τα σπαθιά, αποδείχθηκαν κατώτερα της τρομερής σάρισσας.
Οι Ρωμαίοι πολέμησαν γενναία. Και πάλι όμως αντίκριζαν με τρόμο τις ασπίδες τους να διαπερνιούνται ως χάρτινες από τις ελληνικές σάρισσες. Οι λεγεωνάριοι προσπαθούσαν να κόψουν με τα σπαθιά τους τις αιχμές των σαρισσών. Η σε μεγάλο βάθος διάταξη της φάλαγγας όμως δεν τους επέτρεπε, αφού μόλις ένας Ρωμαίος άρπαζε με τα χέρια του μια σάρισσα άλλες τέσσερις καρφώνονταν επάνω του.
Στο μεταξύ ο Πύρρος έριξε στη μάχη και τους ελέφαντες κατά του αντιπάλου ιππικού. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι ο Πύρρος οδήγησε τους ελέφαντες του στην αντίθετη πτέρυγα από όπου οι Ρωμαίοι είχαν τάξει τα ειδικά άρματα. Ο Διονύσιος αντίθετα αναφέρει ότι οι ελέφαντες συνεπλάκησαν με τα ρωμαϊκά άρματα, τα οποία μάλιστα κατόρθωσαν να τους κρατήσουν για λίγο.
Ο Πύρρος όμως είχε διαθέσει στο τμήματα των ελεφάντων μεγάλο αριθμό ψιλών. Οι Έλληνες ψιλοί κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τα ρωμαϊκά άρματα και να διανοίξουν τον δρόμο για τους ελέφαντες. Ήταν η κρίσιμη φάση της μάχης. Το ρωμαϊκό μέτωπο έσπασε και οι Ρωμαίοι οπισθοχώρησαν και κλείστηκαν στο στρατόπεδο τους. Ο Πύρρος ήταν και πάλι νικητής.
Οι απώλειες
Οι απώλειες όμως ήταν βαριές. Ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι 3.505 άνδρες του Πύρρου έπεσαν στη μάχη έναντι 6.000 Ρωμαίων. Ο Διονύσιος, ωστόσο, διαφωνεί τόσο όσον αφορά τις απώλειες, όσο και όσον αφορά τη διεξαγωγή της μάχης καθ’ αυτής. Ο Αλικαρνασσεύς ιστορικός καταθέτει την άποψη ότι η μάχη κράτησε μία μόνο μέρα και οι Ρωμαίοι δεν ηττήθηκαν, αλλά απλώς αποσύρθηκαν στο τέλος της ημέρας. Αναφέρει επίσης ότι κατά τη διάρκεια της μάχης ο Πύρρος πληγώθηκε και οι Σαυνίτες σύμμαχοι του (οι Απούλιοι κατά τον Ζωναρά) λεηλάτησαν το στρατόπεδο του. Ο Διονύσιος, τέλος, αναφέρει ότι οι απώλειες τόσο των Ρωμαίων, όσο και του Πύρρου, έφτασαν τις 15.000 στρατιώτες για κάθε πλευρά.
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Ζωναράς, ο Ευτρόπιος ή ο Ορόσιος, αναφέρουν με τη σειρά τους ότι νικητές ήταν οι Ρωμαίοι, λανθάνοντας προφανώς την μάχη του Άσκλου με αυτή του Βενεβέντου. Άλλοι πάλι, όπως ο Τίτος Λίβιος ή ο Πολύβιος, διατείνονται ότι η μάχη έληξε άκριτη. Η νεώτερη ωστόσο έρευνα αποδέχεται την άποψη του Ιερωνύμου ως την επικρατέστερη γιατί στηρίζεται στα “Βασιλικά Υπομνήματα”, τα βασιλικά δηλαδή αρχεία του Πύρρου, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Υπολογίζει μάλιστα τις απώλειες των Ρωμαίων σε 8.000 άνδρες, καταρρίπτοντας τον περί “Πύρρειας νίκης” μύθο.
Η σε τακτικό πάντως πεδίο και μόνο ήττα των Ρωμαίων δεν μπορούσε να έχει σοβαρή επίδραση σε στρατηγικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό αντελήφθη και ο Πύρρος. Γι’ αυτό όταν κάποιος έσπευσε να τον συγχαρεί για την νίκη του ο Πύρρος ξεστόμισε την περίφημη φράση «αν κερδίσουμε άλλη μια τέτοια μάχη με τους Ρωμαίους θα αφανιστούμε πλήρως». Η μάχη του Άσκλου απετέλεσε τον ορισμό της φράσεως “Πύρρειος Νίκη”.
Από αυτούς οι 16.000 ήταν Ηπειρώτες, 8.000 περίπου ήταν Ταραντίνοι (Έλληνες της αποικίας του Τάραντα) “Λευκάσπιδες” φαλαγγίτες και οι υπόλοιποι ήταν Σαυνίτες και Λευκανοί (ιταλικοί λαοί). Ο αριθμός αυτός αναφέρεται μάλλον στον συνολικό αριθμό των ενόπλων δυνάμεων της αντιρωμαϊκής συμμαχίας και όχι στον αριθμό ανδρών που οδήγησε προσωπικά ο Πύρρος κατά των Ρωμαίων. Αναμφισβήτητα ο Έλληνας βασιλεύς είχε εμπιστοσύνη στην πολεμική αρετή αποκλειστικά των Ελλήνων.
Ο Ηπειρώτης βασιλέας Πύρρος.
Ιδιαίτερα μετά την ιδίοις όμμασι εξακρίβωση των πολεμικών δυνατοτήτων των αντιπάλων του, θα ήταν παρακινδυνευμένο να στηριχτεί στους Ιταλιώτες και Ιταλούς συμμάχους τους. Αντίθετα μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στους εμπειροπόλεμους Ηπειρώτες του και στους εκπαιδευμένους από τους αξιωματικούς του Ταραντίνους “Λευκάσπιδες”. Αυτοί οι 25.000 το πολύ άνδρες θα αποτελούσαν και πάλι τον σκληρό πυρήνα της ένοπλης δυνάμεως της συμμαχίας και αυτοί ήταν που θα αντιμετώπιζαν τους σκληροτράχηλους Ρωμαίους. Οι τελευταίοι από την πλευρά τους, είχαν κινητοποιήσει πλήρως τις στρατιωτικές δυνάμεις της πόλεως και των συμμάχων τους. Αντίθετα με τον Πύρρο οι Ρωμαίοι μπορούσαν να υπολογίζουν σε 80.000 περίπου αξιόμαχους στρατιώτες.
Ο Πύρρος είχε αποφασίσει αυτή τη φορά να ξεκαθαρίσει πρώτα την Απουλία και κατόπιν να κινηθεί ανατολικά προς την Πευκετία. Η εκεί παρουσία του θα προκαλούσε, όπως πίστευε, την εξέγερση των κατοίκων της κατά των Ρωμαίων επικυρίαρχών τους. Βάσει του σχεδιασμού του τα πλευρά της στρατιάς του Πύρρου θα ήταν αυτή τη φορά καλυμμένα και δεν θα μπορούσαν να υπερκερασθούν από τις ρωμαϊκές στρατιές. Αμέσως το σχέδιο του Πύρρου τέθηκε σε εφαρμογή.
Οι πρώτες κινήσεις
Ο Έλληνας στρατηλάτης κυρίευσε όλη την Απουλία και τις πόλεις της είτε με μάχη, είτε με συνθήκη. Ύστερα από σύντομη πορεία η ελληνική στρατιά, με την οποία είχαν ενωθεί και ιταλιωτικά τμήματα, έφθασε κοντά στην πόλη του Άσκλου. Η πόλη ήταν κτισμένη σε έναν μικρό λόφο βορείως του ποταμού Αυφιδίου. Η ρωμαϊκή στρατιά (τέσσερις λεγεώνες 40.000 άνδρες) υπό τους Πόπλιο Σουλπίκιο Σαβέριο και Πόπλιο Δέκιο Μους, είχε στρατοπεδεύσει στην βόρεια όχθη του ποταμού. Τότε, σύμφωνα με τη διήγηση του Πλουτάρχου, έφτασε στον Γάιο Φαβρίκιο μια επιστολή του ιατρού του Πύρρου, ο οποίος υποσχόταν να δηλητηριάσει τον βασιλέα, έναντι αδράς αμοιβής.
Ο Ρωμαίος ύπατος Φαβρίκιος, ο οποίος διακρινόταν για το ήθος του, εξεγέρθηκε ενώπιον αυτής της αχρειότητας. Συνέγραψε μάλιστα επιστολή προς τον Πύρρο, με την οποία του φανέρωνε τη συνωμοσία. Ο Πύρρος πραγματικά αποκάλυψε τη συνωμοσία και θανάτωσε τον ιατρό. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης μάλιστα προς τον Ρωμαίο ύπατο απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους που κρατούσε.
Οι περήφανοι Ρωμαίοι όμως δεν δέχθηκαν να ευεργετηθούν από τον αντίπαλο χωρίς αντάλλαγμα και αποφάσισαν να απελευθερώσουν και αυτοί τους Ταραντινούς και Σαυνίτες αιχμαλώτους που κρατούσαν. Το συγκεκριμένο επεισόδιο κυκλοφόρησε σε διάφορες παραλλαγές. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς το περιστατικό έλαβε χώρα μετά τη μάχη του Άσκλου.
Πριν τη μάχη
Ήταν ήδη Ιούλιος όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στο Άσκλο. Τους χώριζε ο μικρός ποταμός. Για αρκετές ημέρες οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρέμεναν θεατές ο ένας του άλλου. Οι Ρωμαίοι φρουρούσαν την κατεχόμενη από αυτούς όχθη, απαγορεύοντας στην ελληνική στρατιά να διασχίσει τον ποταμό. Το έδαφος εξάλλου τους ευνοούσε καθώς από τις θέσεις τους και τις κινήσεις του Πύρρου ήταν σε θέση να ελέγχουν, αλλά και μπορούσαν να αντεπιτεθούν εναντίον του.
Ο ρωμαϊκός στρατός είχε επίσης ενισχυθεί με 300 ειδικής κατασκευής άμαξες, εξοπλισμένες με μακρές λόγχες, δρέπανα και φλογοφόρες συσκευές, με τις οποίες θα αντιμετώπιζαν τους 19 πολεμικούς ελέφαντες του Πύρρου. Αυτή τη φορά όλα τα πλεονεκτήματα ήταν στους Ρωμαίους. Υπερείχαν αριθμητικά, κατείχαν ευνοϊκό για αυτούς έδαφος, το ηθικό τους ήταν υψηλό και είχαν προετοιμαστεί καταλλήλως για να αντιμετωπίσουν τους ελέφαντες. Στο ελληνικό στρατόπεδο, σε αντιδιαστολή, επικρατούσε δυσθυμία.
Οι έμπειροι άνδρες του Πύρρου διέβλεπαν τις δυσκολίες της εξαπολύσεως επιθέσεως κατά της ισχυρής ρωμαϊκής τοποθεσίας. Εξάλλου οι Έλληνες ήταν πάντα λιγότεροι. Υπήρχε όμως και ένας άλλος, ψυχολογικός παράγων, που επέδρασε αρνητικά στο ηθικό του ελληνικού Στρατού. Ήταν η παρουσία στο ρωμαϊκό στρατόπεδο του Πόπλιου Δέκιου Μους. Δύο πρόγονοι του υπάτου, οι οποίοι έφεραν και το ίδιο με αυτόν όνομα, είχαν θυσιάσει στο παρελθόν τις ζωές τους, χάρη στη θυσία των όποιων ο ρωμαϊκός στρατός είχε θριαμβεύσει. Κυκλοφορούσε λοιπόν η φήμη-προφητεία ότι και ο τρίτος Πόπλιος Δέκιος Μους θα θυσιάζονταν, ως άλλος Κυναίγειρος, και θα χάριζε και πάλι τη νίκη στους Ρωμαίους.
Ο Πύρρος αντιμετώπισε την κατάσταση με την συνήθη ενεργητικότητα του. Συνάθροισε τους στρατιώτες του και τους μίλησε. Τους είπε ότι ήταν ανόητο να φοβούνται τέτοιους θρύλους και προφητείες. Τους θύμισε την αρχαία τους ανδρεία και τους δικούς τους προγόνους, τους κατά πολύ αξιολογότερους από αυτούς του Ρωμαίου. Αυτοί άλλωστε κατάγονταν από τον θεόμορφο Αχιλλέα. Ποιος λοιπόν Ρωμαίος ύπατος θα μπορούσε να τους αντισταθεί;
Οι αντίπαλες δυνάμεις
Αφού παρέμεινε για αρκετές ημέρες απέναντι στους Ρωμαίους, κατά τη διάρκεια των οποίων ενισχύθηκε με συμμαχικά τμήματα, ο Πύρρος παρέταξε τον στρατό για μάχη. Το γεγονός ότι θα έπρεπε πρώτα να διασχίσει τον ποταμό για να μπορέσει να εμπλέξει τις κύριες ρωμαϊκές δυνάμεις, ανάγκασε τον Πύρρο να μεταβάλει την τακτική του. Αντί του συμπαγούς σχηματισμού που χρησιμοποίησε στη μάχη του ποταμού Σίριδος (Ηράκλειας) αποφάσισε να τοποθετήσει ελαφρά τμήματα μεταξύ των Τάξεων της φάλαγγας. Με τον τρόπο αυτό τα ελαφρά τμήματα θα υποστήριζαν με τα βλήματα τους τη φάλαγγα και η φάλαγγα θα υποστήριζε τα ελαφρά τμήματα με το βάρος και την ορμή της.
Ο σχηματισμός αυτός προφανώς υιοθετήθηκε για την πρώτη φάση της επιχειρήσεως, δηλαδή για τη διάβαση του ποταμού. Μετά τη διάβαση του Αυφιδίου, το πιθανότερο θα ήταν να ανασυγκροτηθεί η ελληνική παράταξη και η φάλαγγα να ανασχηματισθεί σε συμπαγή σχηματισμό. Η μακεδονική φάλαγγα, σε ομαλό έδαφος και με καλυμμένα τα πλευρά ήταν αδύνατο να ηττηθεί από τη λεγεώνα.
Αυτό ο Πύρρος το γνώριζε καλά και οι Ρωμαίοι το είχαν επίσης διαπιστώσει. Σύμφωνα με την περιγραφή του Διονυσίου Αλικαρνασσέως η στρατιά του Πύρρου αναπτύχθηκε ως εξής: το άκρο δεξιό κατέλαβαν τμήματα ιππικού Βρετίων, Σαυνιτών, Ταραντίνων (ελαφρύ ιππικό) και επίλεκτων Θεσσαλών. Δίπλα τους ετάχθησαν οι Ηπειρώτες σαρισσοφόροι. Αριστερά των Ηπειρωτών ετάχθησαν τμήματα μιθοφόρων του Τάραντος, οι επίλεκτοι Αμβρακιώτες και οι Ταραντίνοι “Λευκάσπιδες” φαλαγγίτες.
Στο κέντρο ετάχθησαν οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες φαλαγγίτες και οι Αιτωλοί, Ακαρνάνες και Αθαμάνες ελαφρά οπλισμένοι πεζοί. Στο αριστερό κέρας ετάχθησαν οι Σαυνίτες πεζοί και το άκρο αριστερρό συγκρότησαν τμήματα ιππικού Αμβρακιωτών, Ταραντίνων και Λευκανών. Την εφεδρεία της στρατιάς αποτέλεσαν οι 2.000 επίλεκτοι ιππείς του Αγήματος και το τμήμα των ελεφάντων. Απέναντι στη διάταξη αυτή των δυνάμεων του Πύρρου οι Ρωμαίοι ετάχθησαν ως εξής: Απέναντι στο πεζικό του Πύρρου ετάχθησαν οι τέσσερις λεγεώνες, με τμήματα Λατίνων συμμάχων ανάμεσα τους. Στα δύο κέρατα ετάχθη το ιππικό. Πίσω από την πρώτη γραμμή μάχης ετάχθησαν ως εφεδρεία οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί και τα ειδικά άρματα.
Το στρατήγημα του Πύρρου
Η μάχη άρχισε με αψιμαχίες στις όχθες του ποταμού και συνεχίστηκε έτσι όλη την ημέρα. Όλες οι απόπειρες των Ελλήνων και των συμμάχων τους να διασχίσουν τον ποταμό απέτυχαν χάρη στην πείσμωνα αντίσταση των Ρωμαίων, αλλά και στην ακαταλληλότητα του εδάφους. Μόλις έπεσε η νύκτα οι Ρωμαίοι απέσυραν τον όγκο του στρατού τους στο γειτονικό στρατόπεδο που είχαν κατασκευάσει, αφήνοντας προκαλυπτικές μόνο δυνάμεις να φρουρούν τις όχθες του ποταμού.
Οι περήφανοι Ρωμαίοι όμως δεν δέχθηκαν να ευεργετηθούν από τον αντίπαλο χωρίς αντάλλαγμα και αποφάσισαν να απελευθερώσουν και αυτοί τους Ταραντινούς και Σαυνίτες αιχμαλώτους που κρατούσαν. Το συγκεκριμένο επεισόδιο κυκλοφόρησε σε διάφορες παραλλαγές. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς το περιστατικό έλαβε χώρα μετά τη μάχη του Άσκλου.
Πριν τη μάχη
Ήταν ήδη Ιούλιος όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στο Άσκλο. Τους χώριζε ο μικρός ποταμός. Για αρκετές ημέρες οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρέμεναν θεατές ο ένας του άλλου. Οι Ρωμαίοι φρουρούσαν την κατεχόμενη από αυτούς όχθη, απαγορεύοντας στην ελληνική στρατιά να διασχίσει τον ποταμό. Το έδαφος εξάλλου τους ευνοούσε καθώς από τις θέσεις τους και τις κινήσεις του Πύρρου ήταν σε θέση να ελέγχουν, αλλά και μπορούσαν να αντεπιτεθούν εναντίον του.
Ο ρωμαϊκός στρατός είχε επίσης ενισχυθεί με 300 ειδικής κατασκευής άμαξες, εξοπλισμένες με μακρές λόγχες, δρέπανα και φλογοφόρες συσκευές, με τις οποίες θα αντιμετώπιζαν τους 19 πολεμικούς ελέφαντες του Πύρρου. Αυτή τη φορά όλα τα πλεονεκτήματα ήταν στους Ρωμαίους. Υπερείχαν αριθμητικά, κατείχαν ευνοϊκό για αυτούς έδαφος, το ηθικό τους ήταν υψηλό και είχαν προετοιμαστεί καταλλήλως για να αντιμετωπίσουν τους ελέφαντες. Στο ελληνικό στρατόπεδο, σε αντιδιαστολή, επικρατούσε δυσθυμία.
Οι έμπειροι άνδρες του Πύρρου διέβλεπαν τις δυσκολίες της εξαπολύσεως επιθέσεως κατά της ισχυρής ρωμαϊκής τοποθεσίας. Εξάλλου οι Έλληνες ήταν πάντα λιγότεροι. Υπήρχε όμως και ένας άλλος, ψυχολογικός παράγων, που επέδρασε αρνητικά στο ηθικό του ελληνικού Στρατού. Ήταν η παρουσία στο ρωμαϊκό στρατόπεδο του Πόπλιου Δέκιου Μους. Δύο πρόγονοι του υπάτου, οι οποίοι έφεραν και το ίδιο με αυτόν όνομα, είχαν θυσιάσει στο παρελθόν τις ζωές τους, χάρη στη θυσία των όποιων ο ρωμαϊκός στρατός είχε θριαμβεύσει. Κυκλοφορούσε λοιπόν η φήμη-προφητεία ότι και ο τρίτος Πόπλιος Δέκιος Μους θα θυσιάζονταν, ως άλλος Κυναίγειρος, και θα χάριζε και πάλι τη νίκη στους Ρωμαίους.
Ο Πύρρος αντιμετώπισε την κατάσταση με την συνήθη ενεργητικότητα του. Συνάθροισε τους στρατιώτες του και τους μίλησε. Τους είπε ότι ήταν ανόητο να φοβούνται τέτοιους θρύλους και προφητείες. Τους θύμισε την αρχαία τους ανδρεία και τους δικούς τους προγόνους, τους κατά πολύ αξιολογότερους από αυτούς του Ρωμαίου. Αυτοί άλλωστε κατάγονταν από τον θεόμορφο Αχιλλέα. Ποιος λοιπόν Ρωμαίος ύπατος θα μπορούσε να τους αντισταθεί;
Οι αντίπαλες δυνάμεις
Αφού παρέμεινε για αρκετές ημέρες απέναντι στους Ρωμαίους, κατά τη διάρκεια των οποίων ενισχύθηκε με συμμαχικά τμήματα, ο Πύρρος παρέταξε τον στρατό για μάχη. Το γεγονός ότι θα έπρεπε πρώτα να διασχίσει τον ποταμό για να μπορέσει να εμπλέξει τις κύριες ρωμαϊκές δυνάμεις, ανάγκασε τον Πύρρο να μεταβάλει την τακτική του. Αντί του συμπαγούς σχηματισμού που χρησιμοποίησε στη μάχη του ποταμού Σίριδος (Ηράκλειας) αποφάσισε να τοποθετήσει ελαφρά τμήματα μεταξύ των Τάξεων της φάλαγγας. Με τον τρόπο αυτό τα ελαφρά τμήματα θα υποστήριζαν με τα βλήματα τους τη φάλαγγα και η φάλαγγα θα υποστήριζε τα ελαφρά τμήματα με το βάρος και την ορμή της.
Ο σχηματισμός αυτός προφανώς υιοθετήθηκε για την πρώτη φάση της επιχειρήσεως, δηλαδή για τη διάβαση του ποταμού. Μετά τη διάβαση του Αυφιδίου, το πιθανότερο θα ήταν να ανασυγκροτηθεί η ελληνική παράταξη και η φάλαγγα να ανασχηματισθεί σε συμπαγή σχηματισμό. Η μακεδονική φάλαγγα, σε ομαλό έδαφος και με καλυμμένα τα πλευρά ήταν αδύνατο να ηττηθεί από τη λεγεώνα.
Αυτό ο Πύρρος το γνώριζε καλά και οι Ρωμαίοι το είχαν επίσης διαπιστώσει. Σύμφωνα με την περιγραφή του Διονυσίου Αλικαρνασσέως η στρατιά του Πύρρου αναπτύχθηκε ως εξής: το άκρο δεξιό κατέλαβαν τμήματα ιππικού Βρετίων, Σαυνιτών, Ταραντίνων (ελαφρύ ιππικό) και επίλεκτων Θεσσαλών. Δίπλα τους ετάχθησαν οι Ηπειρώτες σαρισσοφόροι. Αριστερά των Ηπειρωτών ετάχθησαν τμήματα μιθοφόρων του Τάραντος, οι επίλεκτοι Αμβρακιώτες και οι Ταραντίνοι “Λευκάσπιδες” φαλαγγίτες.
Στο κέντρο ετάχθησαν οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες φαλαγγίτες και οι Αιτωλοί, Ακαρνάνες και Αθαμάνες ελαφρά οπλισμένοι πεζοί. Στο αριστερό κέρας ετάχθησαν οι Σαυνίτες πεζοί και το άκρο αριστερρό συγκρότησαν τμήματα ιππικού Αμβρακιωτών, Ταραντίνων και Λευκανών. Την εφεδρεία της στρατιάς αποτέλεσαν οι 2.000 επίλεκτοι ιππείς του Αγήματος και το τμήμα των ελεφάντων. Απέναντι στη διάταξη αυτή των δυνάμεων του Πύρρου οι Ρωμαίοι ετάχθησαν ως εξής: Απέναντι στο πεζικό του Πύρρου ετάχθησαν οι τέσσερις λεγεώνες, με τμήματα Λατίνων συμμάχων ανάμεσα τους. Στα δύο κέρατα ετάχθη το ιππικό. Πίσω από την πρώτη γραμμή μάχης ετάχθησαν ως εφεδρεία οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί και τα ειδικά άρματα.
Το στρατήγημα του Πύρρου
Η μάχη άρχισε με αψιμαχίες στις όχθες του ποταμού και συνεχίστηκε έτσι όλη την ημέρα. Όλες οι απόπειρες των Ελλήνων και των συμμάχων τους να διασχίσουν τον ποταμό απέτυχαν χάρη στην πείσμωνα αντίσταση των Ρωμαίων, αλλά και στην ακαταλληλότητα του εδάφους. Μόλις έπεσε η νύκτα οι Ρωμαίοι απέσυραν τον όγκο του στρατού τους στο γειτονικό στρατόπεδο που είχαν κατασκευάσει, αφήνοντας προκαλυπτικές μόνο δυνάμεις να φρουρούν τις όχθες του ποταμού.
Οι Ρωμαίοι ύπατοι υπολόγιζαν ότι ύστερα από τον ολοήμερο αγώνα φθοράς που είχε προηγηθεί οι Έλληνες θα αποσύρονταν στο στρατόπεδο τους. Υπολόγιζαν όμως χωρίς τον Πύρρο. Ο εμπειρότατος στα πολεμικά βασιλέας δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια ευκαιρία. Αμέσως μετά την απόσυρση των Ρωμαίων έστειλε τα ελαφρά του τμήματα κατά των αντιστοίχων εχθρικών που φρουρούσαν τις διαβάσεις και τις κατέλαβε.
Κατόπιν διέσχισε με όλο του τον στρατό τον ποταμό και έλαβε θέσεις ενόψει της επαναλήψεως της μάχης την επομένη. Το επόμενο πρωινό ήταν λιγότερο ευχάριστο για τους Ρωμαίους υπάτους που είχαν απολέσει το ένα τους μεγάλο πλεονέκτημα, αυτό της κατοχής ευνοϊκού εδάφους. Τώρα θα έπρεπε να πολεμήσουν σε αναπτεταμένο πεδίο και να αντιμετωπίσουν το επίλεκτο ελληνικό ιππικό και τη φάλαγγα.
Η ημέρα της κρίσεως
Με το πρώτο φως της ημέρας οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν έτοιμοι να επαναλάβουν τη μάχη. Αυτή τη φορά ο Πύρρος έταξε τη φάλαγγα του σε βαθείς και συμπαγείς σχηματισμούς και επιτέθηκε. Ακολούθησε λυσσαλέα πάλη. Οι ελληνικές φάλαγγες πίεσαν ασφυκτικά τους Ρωμαίους λεγεωνάριους. Και πάλι τα οπλιτικά δόρατα, τα pila (βαριά ακόντια των Ρωμαίων) και τα σπαθιά, αποδείχθηκαν κατώτερα της τρομερής σάρισσας.
Οι Ρωμαίοι πολέμησαν γενναία. Και πάλι όμως αντίκριζαν με τρόμο τις ασπίδες τους να διαπερνιούνται ως χάρτινες από τις ελληνικές σάρισσες. Οι λεγεωνάριοι προσπαθούσαν να κόψουν με τα σπαθιά τους τις αιχμές των σαρισσών. Η σε μεγάλο βάθος διάταξη της φάλαγγας όμως δεν τους επέτρεπε, αφού μόλις ένας Ρωμαίος άρπαζε με τα χέρια του μια σάρισσα άλλες τέσσερις καρφώνονταν επάνω του.
Στο μεταξύ ο Πύρρος έριξε στη μάχη και τους ελέφαντες κατά του αντιπάλου ιππικού. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι ο Πύρρος οδήγησε τους ελέφαντες του στην αντίθετη πτέρυγα από όπου οι Ρωμαίοι είχαν τάξει τα ειδικά άρματα. Ο Διονύσιος αντίθετα αναφέρει ότι οι ελέφαντες συνεπλάκησαν με τα ρωμαϊκά άρματα, τα οποία μάλιστα κατόρθωσαν να τους κρατήσουν για λίγο.
Ο Πύρρος όμως είχε διαθέσει στο τμήματα των ελεφάντων μεγάλο αριθμό ψιλών. Οι Έλληνες ψιλοί κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τα ρωμαϊκά άρματα και να διανοίξουν τον δρόμο για τους ελέφαντες. Ήταν η κρίσιμη φάση της μάχης. Το ρωμαϊκό μέτωπο έσπασε και οι Ρωμαίοι οπισθοχώρησαν και κλείστηκαν στο στρατόπεδο τους. Ο Πύρρος ήταν και πάλι νικητής.
Οι απώλειες
Οι απώλειες όμως ήταν βαριές. Ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι 3.505 άνδρες του Πύρρου έπεσαν στη μάχη έναντι 6.000 Ρωμαίων. Ο Διονύσιος, ωστόσο, διαφωνεί τόσο όσον αφορά τις απώλειες, όσο και όσον αφορά τη διεξαγωγή της μάχης καθ’ αυτής. Ο Αλικαρνασσεύς ιστορικός καταθέτει την άποψη ότι η μάχη κράτησε μία μόνο μέρα και οι Ρωμαίοι δεν ηττήθηκαν, αλλά απλώς αποσύρθηκαν στο τέλος της ημέρας. Αναφέρει επίσης ότι κατά τη διάρκεια της μάχης ο Πύρρος πληγώθηκε και οι Σαυνίτες σύμμαχοι του (οι Απούλιοι κατά τον Ζωναρά) λεηλάτησαν το στρατόπεδο του. Ο Διονύσιος, τέλος, αναφέρει ότι οι απώλειες τόσο των Ρωμαίων, όσο και του Πύρρου, έφτασαν τις 15.000 στρατιώτες για κάθε πλευρά.
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Ζωναράς, ο Ευτρόπιος ή ο Ορόσιος, αναφέρουν με τη σειρά τους ότι νικητές ήταν οι Ρωμαίοι, λανθάνοντας προφανώς την μάχη του Άσκλου με αυτή του Βενεβέντου. Άλλοι πάλι, όπως ο Τίτος Λίβιος ή ο Πολύβιος, διατείνονται ότι η μάχη έληξε άκριτη. Η νεώτερη ωστόσο έρευνα αποδέχεται την άποψη του Ιερωνύμου ως την επικρατέστερη γιατί στηρίζεται στα “Βασιλικά Υπομνήματα”, τα βασιλικά δηλαδή αρχεία του Πύρρου, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Υπολογίζει μάλιστα τις απώλειες των Ρωμαίων σε 8.000 άνδρες, καταρρίπτοντας τον περί “Πύρρειας νίκης” μύθο.
Η σε τακτικό πάντως πεδίο και μόνο ήττα των Ρωμαίων δεν μπορούσε να έχει σοβαρή επίδραση σε στρατηγικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό αντελήφθη και ο Πύρρος. Γι’ αυτό όταν κάποιος έσπευσε να τον συγχαρεί για την νίκη του ο Πύρρος ξεστόμισε την περίφημη φράση «αν κερδίσουμε άλλη μια τέτοια μάχη με τους Ρωμαίους θα αφανιστούμε πλήρως». Η μάχη του Άσκλου απετέλεσε τον ορισμό της φράσεως “Πύρρειος Νίκη”.
Παντελης Καρυκας / SLpress.gr
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών