Μητροπολιτικός Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Αργυροκάστρου

Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Αργυροκάστρου, τοποθετημένος στο κέντρο της ιστορικής συνοικίας Παλαιό Παζάρι, αποτελούσε μέρος ενός πιο σύνθετου αρχιτεκτονικού συστήματος, που αναπτυσσόταν ως συνέχεια της ανατολικής πλευράς του Κάστρου. Πρόκειται για φρούριο στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει στα δυτικά της πεδιάδας του Δρίνου, αρχιτεκτονικά μέρη του οποίου χρονολογούνται και πριν από τον 12ου αιώνα. Στενοί δρόμοι, «καλντερίμια», δίνουν πρόσβαση στο σημείο, καθώς ο ένας δρόμος κατεβαίνει σχεδόν κάθετα από το Κάστρο και ο άλλος ξεκινά από την κεντρική πλατεία.

Ορατά, μέχρι σήμερα, τα ερείπια του ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος που ανήκε ο ναός, μας δίνουν μία εικόνα της αρχικής διάταξης και λειτουργίας. Το σύμπλεγμα των κτισμάτων μαρτυρά τη συγκέντρωση μίας πολύπλευρης δραστηριότητας, που είναι πιθανό ότι κάλυπτε τις ευρύτερες διοικητικές, εκπαιδευτικές κ.ά. ανάγκες, όχι μόνο της έδρας της Μητροπόλεως, αλλά και τις ανάγκες ολόκληρης της τοπικής κοινότητας. Έτσι, τα λείψανα μίας μεγάλης πέτρινης δεξαμενής νερού, το μέγεθος της οποίας προκαλεί εντύπωση, είναι ακόμη ένα από τα στοιχεία που συνηγορούν στα παραπάνω. Επιπροσθέτως, σε γραπτά κείμενα, εκκλησιαστικά και κοσμικά, σώζονται πολυάριθμες πληροφορίες για τη σημασία και την έντονη πνευματική, εκπαιδευτική και κοινωνική ζωή. Τέτοια είναι οι διασωθέντες Κώδικες Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου και οι αναφορές διάσημων περιηγητών, όπως αυτή του Γάλλου δημοσιογράφου Ρενέ Πυώ, ο οποίος φιλοξενήθηκε στον ναό, κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων.

Ιδιαίτερα σημαντικές, για την περαιτέρω τεκμηρίωση του ναού, αλλά και για τη γενικότερη ιστορική έρευνα, είναι οι επιγραφές που υπάρχουν τόσο στο εσωτερικό του ναού όσο και σε εντειχισμένες πλάκες στους εξωτερικούς τοίχους. Σύμφωνα με επιτοίχια επιγραφή, άλλωστε, στην εσωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου, πληροφορούμαστε το έτος ανέγερσης του ναού, που είναι το 1776, με πρωτοβουλία του τότε Επισκόπου Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου Δωσιθέου, αναφορά που καθιστά το οικοδόμημα σχεδόν σύγχρονο με έναν άλλο ναό της πόλεως, εκείνον των Ταξιαρχών.

Η ύπαρξη ενός λατρευτικού χώρου στο συγκεκριμένο σημείο, όμως, δεν ξεκινά τον 18ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια εργασιών για τη διαμόρφωση της αυλής, εντοπίστηκαν τάφοι, οι οποίοι, σε συνδυασμό με τις γραπτές ιστορικές πηγές, δηλώνουν την προηγούμενη παρουσία παρεκκλησίου στον χώρο, το οποίο είναι, επίσης, αφιερωμένο στον Σωτήρα. Επίσης, σε αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί ότι παλαιότερα υπήρχε και καμπαναριό, το οποίο, ωστόσο, κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 60’- αρχές του 70’, λόγω των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών, που ίσχυσαν, κατά τις δεκαετίες αυτές, στη χώρα. Ύστερα από την πολιτική αλλαγή, κατά τη δεκαετία του 90’, επιδιώχθηκε, με πρωτοβουλίες ιδιωτών, η αποκατάσταση του καμπαναριού, σύμφωνα με φωτογραφίες, που είχαν διασωθεί, χωρίς, όμως, η προσπάθεια αυτή να είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη είτε ως προς τα υλικά είτε και ως προς την τεχνική που ακολουθήθηκε.

Ο σωζόμενος ναός είναι μία ογκώδης, πέτρινη, τρίκλιτη βασιλική. Στην εξωτερική τοιχοποιία διακρίνονται οι διαφορετικές φάσεις δόμησης, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αρχική, καθώς, επίσης, και οι μεταγενέστερες προσθήκες και παρεμβάσεις αποκατάστασης, ορατές, κυρίως, από τη νότια πλευρά του ναού. Ενδιαφέρουσες είναι, ακόμη, οι αρχιτεκτονικές ενδείξεις για επικοινωνία του ναού με σπίτια της συνοικίας στη δυτική πύλη, μέσω κλίμακας που οδηγούσε εξωτερικά από τον γυναικωνίτη.
Στο εσωτερικό, η εκκλησία χωρίζεται σε κλίτη, με διπλή κιονοστοιχία εκατέρωθεν των δύο επιμηκών πλευρών του κεντρικού κλίτους, έχοντας ζεύγη πεσσών στο δυτικό και ανατολικό άκρο αντίστοιχα. Κίονες και πεσσοί καταλήγουν σε υψηλά και επιβλητικά τόξα, φέρνοντας με αυτό τον τρόπο τον οριζόντιο άξονα του ναού σε αρμονία με τον κάθετο. Κατευθυνόμενοι προς το ιερό, παρατηρούμε στις αψίδες την προσθήκη διάφορων πέτρινων διακοσμητικών στοιχείων, όπως ταινίες, κορνίζες, εγγεγραμμένα τόξα, αλλά και μικρά ανάγλυφα. Ανάλογα πέτρινα ανάγλυφα υπάρχουν εντοιχισμένα και στον νότιο τοίχο, δίπλα από την κυρίως είσοδο του ναού.
Το ιερό έχει, επιμέρους, αγιογραφηθεί και οι τοιχογραφίες που σώζονται τόσο στην κεντρική αψίδα όσο και στις αψίδες της Πρόθεσης και του Διακονικού έχουν κάποιες επιμέρους φθορές. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η επιλογή των προσώπων των Αγίων του εικονογραφικού προγράμματος, καθώς πρόκειται για μορφές, που δεν συναντώνται συχνά σε ναούς της ευρύτερης περιοχής. Η αγιογράφηση του συγκεκριμένου τμήματος, σύμφωνα με τις σωζόμενες επιγραφές, έγινε, γύρω στο 1860, επί αρχιερατείας του Μητροπολίτου Παντελεήμονος, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρεται το όνομα του ζωγράφου.
Τα σημαντικά κινητά μέρη που σώζονται εντός του ναού είναι το τέμπλο και ο Δεσποτικός θρόνος. Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι φέρει πολύπλοκες ανάγλυφες διακοσμήσεις, με ενδιαφέροντα θέματα και μοτίβα. Διατηρημένος σε πολύ καλή κατάσταση, ανάλογης τεχνικής και σύνθεσης, είναι και ο Δεσποτικός Θρόνος.
Το έτος 2011, λόγω εκτεταμένων προβλημάτων, πραγματοποιήθηκε στερέωση και συντήρηση των τοιχογραφιών, με πρωτοβουλία και φροντίδα του Μητροπολίτη Αργυροκάστρου κ.κ. Δημητρίου. Με επιμέρους παρεμβάσεις που έγιναν στον ναό, κατά τα τελευταία χρόνια, αντικαταστάθηκαν το δάπεδο του γυναικωνίτη και η κλίμακα πρόσβασης σε αυτόν.

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες και πληροφορίες στο /religiousroutes.eu

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια