Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης*
Η Αλβανία, πριν από τον κομμουνισμό, χαρακτηριζόταν από μια εξαιρετικά άνιση κατανομή της αγροτικής γης. Ο γενικός κανόνας ήταν ότι η αγροτική γη ανήκε σε λίγους μεγαλοκτηματίες, στην πλειονότητα πρώην αξιωματικούς του οθωμανικού στρατού (οι αποκαλούμενοι effendis και μπέηδες), οι οποίοι κατά την αποστράτευσή τους έπαιρναν μεγάλες εκτάσεις στην Αλβανία από τον Σουλτάνο. Ως αποτέλεσμα, οι Αλβανοί μουσουλμάνοι, που είχαν υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη πλουσιότεροι, πάντα σε βάρος του ορθόδοξου πληθυσμού της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του χωριού Πολένα, ενός χωριού με αμιγή ορθόδοξο πληθυσμό στα περίχωρα της Κορυτσάς, το οποίο όμως ανήκε σε μουσουλμάνο μπέη.
Η προαναφερθείσα κατάσταση ήταν αποτέλεσμα της τουρκοκρατίας και κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο στη Νότια Αλβανία υπήρχε για αιώνες ένας ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των ορθοδόξων και των μουσουλμάνων Αλβανών. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που θα έθετε επί τάπητος το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου στο Συνέδριο των Παρισίων του 1919.
Η πρώτη προσπάθεια για αγροτική μεταρρύθμιση (Reforma Agrare) στην Αλβανία έγινε το 1945-1946 από τον Ενβέρ Χότζα, καθώς τις προηγούμενες δύο δεκαετίες ο βασιλιάς της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου δεν είχε σκοπό να μεταβάλει το status quo, καθώς ο ίδιος ήταν μεγαλοκτηματίας από το Μάτι της βορειοκεντρικής Αλβανίας και εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των μουσουλμάνων μεγαλοϊδιοκτητών.
Το 1991, μετά την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος, οι Ραμίζ Αλία και Σαλί Μπερίσα είχαν την επιλογή να προβούν σε μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία όντως ήταν αναγκαία για να μεταβληθεί οριστικά το καθεστώς που είχε δημιουργηθεί μετά από τα τετρακόσια και πλέον χρόνια της τουρκοκρατίας . Όμως οι προαναφερθέντες δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την κομουνιστική νοοτροπία και επέλεξαν να ακολουθήσουν την πεπατημένη της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1945-1946 του Χότζα. Με τον νόμο 7501/1991 αδιαφόρησαν εντελώς για τους νόμιμους ιδιοκτήτες πριν το 1944, και προχώρησαν σε ολική διανομή της αγροτικής γης, αρχικά μόνο σε χρήση, στους κατοίκους των αγροτικών περιοχών, δηλαδή σε αυτούς που τα καλλιεργούσαν. Η διανομή έγινε σε τοπικό επίπεδο, από τους πρεσβύτερους του κάθε χωριού ή κοινότητας. Άλλες πρώην κομμουνιστικές βαλκανικές χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, επέλεξαν να επιστρέψουν πρώτα έναν προκαθορισμένο αριθμό στρεμμάτων (π.χ. 300 στρέμματα) στους νόμιμους ιδιοκτήτες και να απαλλοτριώσουν τα επιπλέον.
Το μόνιμο δέλεαρ των αλβανικών κυβερνήσεων ήταν ότι οι τίτλοι χρήσης θα μετατρέπονταν σε τίτλους ιδιοκτησίας, αν ο λαός τους ψήφιζε στις επόμενες εκλογές. Ακριβώς δηλαδή ό,τι είχε υποσχεθεί στους αγρότες ο Χότζα το 1946 για να εδραιωθεί στην εξουσία. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1991 ολοκληρώνεται σήμερα με το νόμο 20/2020, δηλαδή περίπου 30 χρόνια μετά, επί πρωθυπουργίας Έντι Ράμα, ο οποίος είχε ξεκινήσει να μοιράζει τους πρώτους τίτλους ιδιοκτησίας στους νέους ιδιοκτήτες της αγροτικής μεταρρύθμισης το 2014.
Ο νόμος 7501 είχε όμως και μια απρόβλεπτη παρενέργεια για την κυβέρνηση των Τιράνων, καθώς έδωσε το δικαίωμα στους κοινοτάρχες των μειονοτικών χωριών να μοιράσουν τη γη των προγόνων τους στα μέλη της κοινότητας, αφού είχαν λάβει την a priori εντολή από το αλβανικό κράτος για να προβούν στη διανομή της αγροτικής γης της περιοχής τους.
Ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς πριν το 1944, η αγροτική μεταρρύθμιση του 1991 έδωσε τη δυνατότητα στις τοπικές κοινωνίες να μοιράσουν τη γη κατά κανόνα στους αυτόχθονες, παρόλο που κατά την περίοδο του κομουνισμού υπήρξαν αρκετές μετακινήσεις πληθυσμών. Εάν για παράδειγμα ένας Χιμαριώτης ή ένας Κορυτσαίος είχε εκτοπιστεί σε ένα χωριό της κεντρικής Αλβανίας, με τον νόμο 7501 θα αποκτούσε αγροτική γη στο νέο τόπο κατοικίας του, και όχι στον τόπο καταγωγής του.
Ο Μπερίσα ανέτρεψε στην πορεία τον νόμο 7501, ειδικά για τις τουριστικές περιοχές, όπως είναι η παραλία της Χιμάρας, και κατέστησε με νέο νόμο τους εκδοθέντες τίτλους χρήσης άκυρους. Η πρόφαση του Μπερίσα ήταν πως οι περιοχές αυτές αποτελούσαν πλέον τουριστικά οικόπεδα και όχι αγροτική γη και ως εκ τούτου αποτελούσαν περιοχές με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, που θα έπρεπε να παραμείνουν περιουσία του αλβανικού κράτους.
Η ανατροπή του νόμου 7501 για τις τουριστικές περιοχές έφερε και την πρώτη κόντρα ανάμεσα στην ελληνική μειονότητα και στην αλβανική κυβέρνηση το 1995, η οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στην Ελλάδα μετά την πρόσφατη υπόθεση Μπελέρη.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, λιγότερο γνωστή, πτυχή του όλου ζητήματος, αυτή της αποκατάστασης ή αποζημίωσης των ακινήτων περιουσιών των Βορειοηπειρωτών, για την οποία το ελληνικό κράτος, μέχρι σήμερα, δεν έχει επιδείξει το ανάλογο ενδιαφέρον.
Στην Αλβανία υπήρχαν γραφεία καταγραφής των τίτλων ιδιοκτησίας (Cadastre), οργανωμένα στα ιταλικά πρότυπα, από την εποχή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Αλβανίας ο Αχμέτ Ζώγου το 1922. Στα γραφεία αυτά οι πολίτες κατέγραφαν τους οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας (ταπιά) ή στην περίπτωση που δεν υπήρχαν οθωμανικοί τίτλοι, η αναγνώριση των ιδιοκτησιών γινόταν με δικαστική απόφαση με έξι μάρτυρες, ευυπόληπτα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Οι ορθόδοξοι της Κορυτσάς, οι οποίοι δεν έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη για το καθεστώς του Ζώγου, είχαν έναν παράλληλο τρόπο καταγραφής των περιουσιών, η οποία γινόταν στα γραφεία της τοπικής μητρόπολης.
Για τους ορθοδόξους της πόλης, που αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες, η εκκλησία κατείχε κεντρικό ρόλο στη ζωή τους, καθώς ήταν το καθημερινό σημείο επαφής τους με τον ελληνισμό, μέχρι και το 1937, που η κατάσταση μεταβλήθηκε με την ίδρυση της Αυτοκεφάλου Αλβανικής Εκκλησίας.
Σε αντίθεση με το ό,τι συνέβη στη Σοβιετική Ένωση, ο Χότζα επέλεξε να μην καταστρέψει τους παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας. Ως αποτέλεσμα, παρέμειναν ακέραιοι στα τοπικά γραφεία των μεγάλων πόλεων της Αλβανίας, ενώ καθώς φαίνεται υπήρχε και δεύτερο αντίγραφο όλων των βιβλίων μεταγραφών στο κεντρικό γραφείο στα Τίρανα.
Με την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος, άνοιξε το μεγάλο ζήτημα της επιστροφής των περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες, πριν δηλαδή τις 29 Νοεμβρίου του 1944, ημερομηνία που ο Χότζα κατέλαβε την εξουσία. Στην Αλβανία αρχικά επικράτησε ο όρος «πρώην ιδιοκτήτης», ώστε να γίνεται η διάκριση με τους νέους ιδιοκτήτες, που επωφελήθηκαν από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1991. Εξ αρχής τέθηκε επίσης το ζήτημα της επιστροφής της εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά και της περιουσίας της μουσουλμανικής κοινότητας.
Το 1993 ξεκίνησε με τον νόμο 7698/1993 η διαδικασία αποκατάστασης και αποζημίωσης των περιουσιών των πρώην ιδιοκτητών, μια διαδικασία που έτρεξε επίσης στη γειτονική Βουλγαρία, αλλά και στη Ρουμανία. Το νομικό πλαίσιο στην Αλβανία είναι εξαιρετικά σύνθετο, καθώς ο νόμος του 1993 έχει αλλάξει εξολοκλήρου τουλάχιστον τρεις φορές μέχρι σήμερα. Η διαδικασία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και η τελευταία παράταση για υποβολή νέων αιτήσεων αναγνώρισης ιδιοκτησιών είναι μέχρι το τέλος του 2024, μια καταληκτική ημερομηνία όμως που στο παρελθόν έχει παραταθεί αρκετές φορές.
Η επιστροφή των κτισμάτων και οικοπέδων στους πρώην ιδιοκτήτες ήταν εξαιρετικά προβληματική από την αρχή, καθώς ταυτόχρονα με τα γραφεία επιστροφής περιουσιών λειτουργούσαν και «γραφεία ιδιωτικοποιήσεων.»
Έτσι, ενώ μπορεί το γραφείο επιστροφής περιουσιών να απέδιδε ένα οικόπεδο στον πρώην ιδιοκτήτη, μια άλλη υπηρεσία που δρούσε ανεξάρτητα από την πρώτη έβγαζε το ίδιο οικόπεδο σε δημοπρασία ή το «ιδιωτικοποιούσε.»
Τέλος, ένα οικόπεδο για να επιστραφεί, έπρεπε πρώτα να χαρακτηριστεί νομικά ως «ελεύθερο», δηλαδή να μην είχε κτιστεί από το κράτος πριν το 1991, να μην χρησιμοποιείται για το δημόσιο συμφέρον (ο Χότζα είχε εμμονή να γκρεμίζει σπίτια για να δημιουργεί νέα πάρκα και πλατείες), να μην έχει ιδιωτικοποιηθεί μετά το 1991, να μην βρίσκεται σε τουριστική περιοχή και μια σειρά άλλων περιορισμών. Επίσης, η μέγιστη επιφάνεια οικοπέδου που επιστρεφόταν αρχικά ήταν συνολικά 5.000 μ2 ανά πρώην ιδιοκτήτη. Ο νόμος του 1993 προέβλεπε περιορισμένες αποζημιώσεις σε μορφή ομολόγων, οι οποίες δόθηκαν κυρίως στους πρώην ιδιοκτήτες αγροτικής γης, η οποία δεν επιστρεφόταν, καθώς κατά κανόνα ήταν μοιρασμένη με τον νόμο 7501. Μετά την κρίση των πυραμίδων του 1997, η αξία των κρατικών ομολόγων μηδενίστηκε. Στην ουσία ο νόμος 7698 του 1993 για το ζήτημα των περιουσιών είχε μεταθέσει τη λύση του προβλήματος για αργότερα.
Το 1996 η Αλβανία υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το 1998 εναρμόνισε το αλβανικό σύνταγμα, ώστε να ενσωματωθούν έννοιες όπως αυτή του «fair recompense». Τελικά το 2004 ψηφίστηκε ένας καινούργιος νόμος (9235/2004) σε συνεργασία με ξένους εμπειρογνώμονες, ο οποίος δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες στους πρώην ιδιοκτήτες, καθώς πλέον θα μπορούσαν να αιτηθούν την επιστροφή και την αποζημίωση των περιουσιών τους εξολοκλήρου, χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, ενώ οι αποζημιώσεις που θα δίνονταν θα ήταν βασισμένες στις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Παρόλο που ο νόμος ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ούτε αυτός έλυσε το ιδιοκτησιακό πρόβλημα, καθώς στην πράξη ήταν ανεφάρμοστος. Η αλβανική κυβέρνηση πίστευε ότι τα χρήματα για τις αποζημιώσεις θα εκταμιεύονταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να λυθεί οριστικά το ζήτημα των περιουσιών και να ξεκινήσει η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας. Από τη στιγμή όμως που το μεγαλύτερο κομμάτι των περιουσιών δεν μπορούσε να επιστραφεί στους νόμιμους ιδιοκτήτες, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης παρέμενε αστρονομικό και αδύνατο να καλυφθεί είτε από την Αλβανία, είτε από την Ε.Ε.
Το 2009 η κυβέρνηση Μπερίσα έκλεισε τα τοπικά γραφεία επιστροφής και αποζημίωσης περιουσιών και μετέφερε την διαδικασία σε μια κεντρική υπηρεσία στα Τίρανα. Η υπηρεσία αυτή σήμερα έχει μετονομαστεί ως ATP (Agjencia e Trajtimit të Pronave) και παραμένει στα Τίρανα, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο την διαδικασία για όσους διαμένουν εκτός της αλβανικής πρωτεύουσας.
Το 2015 η κυβέρνηση Ράμα ακύρωσε την προηγούμενη νομοθεσία και επανάφερε περιορισμούς στην επιστροφή των περιουσιών, ενώ μείωσε σε σημαντικό βαθμό το ύψος των αποζημιώσεων, αλλάζοντας τον τρόπο υπολογισμού, με το νόμο 133/2015. Με τον νόμο 77/2022 η αλβανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να τροποποιήσει και πάλι το νομικό πλαίσιο, ύστερα από καταδικαστικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το 1995 η κυβέρνηση των ΗΠΑ σύναψε μια διμερή συμφωνία με την Αλβανία για το ζήτημα της αποκατάστασης και αποζημίωσης των περιουσιών. Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε ότι η Αλβανία αναγνωρίζει στους Αμερικανούς (νομικά ή φυσικά πρόσωπα) ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με αυτά των Αλβανών, ώστε να διεκδικήσουν την επιστροφή ή την αποζημίωση των περιουσιών τους σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία (άρθρο 5). Το αποτέλεσμα μετά από την αμερικανική παρέμβαση, ήταν η περιουσία της Conservative Baptist Mission Society της Κορυτσάς να επιστραφεί εξολοκλήρου, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση η εγχώρια νομοθεσία εφαρμόστηκε στο ακέραιο υπέρ των πρώην ιδιοκτητών.
Η ελληνική πολιτεία επέλεξε να μην εμπλακεί στο ζήτημα των περιουσιών, θεωρώντας ότι είναι μια εσωτερική υπόθεση μεταξύ του αλβανικού κράτους και των πολιτών του. Πέρα όμως από τους 128.000 ομογενείς από την Αλβανία, που έχουν αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια από το 1991 μέχρι σήμερα, υπάρχει ένας αριθμός Βορειοηπειρωτών, κυρίως από την Κορυτσά και την περιοχή του Αργυροκάστρου, που εγκατέλειψαν την Αλβανία τη δεκαετία του 20 και του 30 με προορισμό την Ελλάδα, Αυτό συνέβη, επειδή αρκετοί Βορειοηπειρώτες δεν αποδέχτηκαν τη νέα πραγματικότητα, που προέκυψε μετά τον Νοέμβριο του 1921, με την οριστική απόδοση της Β. Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Κατά κανόνα, οι απόγονοι αυτών των Βορειοηπειρωτών δεν ομιλούν αλβανικά, δεν γνωρίζουν την αλβανική πραγματικότητα και χωρίς την αρωγή της ελληνικής πολιτείας δεν θα μπορέσουν ποτέ να διεκδικήσουν τα περιουσιακά τους δικαιώματα.
* Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι υποψήφιος διδάκτορας διπλωματικής ιστορίας της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Η Αλβανία, πριν από τον κομμουνισμό, χαρακτηριζόταν από μια εξαιρετικά άνιση κατανομή της αγροτικής γης. Ο γενικός κανόνας ήταν ότι η αγροτική γη ανήκε σε λίγους μεγαλοκτηματίες, στην πλειονότητα πρώην αξιωματικούς του οθωμανικού στρατού (οι αποκαλούμενοι effendis και μπέηδες), οι οποίοι κατά την αποστράτευσή τους έπαιρναν μεγάλες εκτάσεις στην Αλβανία από τον Σουλτάνο. Ως αποτέλεσμα, οι Αλβανοί μουσουλμάνοι, που είχαν υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη πλουσιότεροι, πάντα σε βάρος του ορθόδοξου πληθυσμού της περιοχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του χωριού Πολένα, ενός χωριού με αμιγή ορθόδοξο πληθυσμό στα περίχωρα της Κορυτσάς, το οποίο όμως ανήκε σε μουσουλμάνο μπέη.
Η προαναφερθείσα κατάσταση ήταν αποτέλεσμα της τουρκοκρατίας και κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο στη Νότια Αλβανία υπήρχε για αιώνες ένας ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των ορθοδόξων και των μουσουλμάνων Αλβανών. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που θα έθετε επί τάπητος το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου στο Συνέδριο των Παρισίων του 1919.
Η πρώτη προσπάθεια για αγροτική μεταρρύθμιση (Reforma Agrare) στην Αλβανία έγινε το 1945-1946 από τον Ενβέρ Χότζα, καθώς τις προηγούμενες δύο δεκαετίες ο βασιλιάς της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου δεν είχε σκοπό να μεταβάλει το status quo, καθώς ο ίδιος ήταν μεγαλοκτηματίας από το Μάτι της βορειοκεντρικής Αλβανίας και εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των μουσουλμάνων μεγαλοϊδιοκτητών.
Το 1991, μετά την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος, οι Ραμίζ Αλία και Σαλί Μπερίσα είχαν την επιλογή να προβούν σε μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία όντως ήταν αναγκαία για να μεταβληθεί οριστικά το καθεστώς που είχε δημιουργηθεί μετά από τα τετρακόσια και πλέον χρόνια της τουρκοκρατίας . Όμως οι προαναφερθέντες δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την κομουνιστική νοοτροπία και επέλεξαν να ακολουθήσουν την πεπατημένη της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1945-1946 του Χότζα. Με τον νόμο 7501/1991 αδιαφόρησαν εντελώς για τους νόμιμους ιδιοκτήτες πριν το 1944, και προχώρησαν σε ολική διανομή της αγροτικής γης, αρχικά μόνο σε χρήση, στους κατοίκους των αγροτικών περιοχών, δηλαδή σε αυτούς που τα καλλιεργούσαν. Η διανομή έγινε σε τοπικό επίπεδο, από τους πρεσβύτερους του κάθε χωριού ή κοινότητας. Άλλες πρώην κομμουνιστικές βαλκανικές χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, επέλεξαν να επιστρέψουν πρώτα έναν προκαθορισμένο αριθμό στρεμμάτων (π.χ. 300 στρέμματα) στους νόμιμους ιδιοκτήτες και να απαλλοτριώσουν τα επιπλέον.
Το μόνιμο δέλεαρ των αλβανικών κυβερνήσεων ήταν ότι οι τίτλοι χρήσης θα μετατρέπονταν σε τίτλους ιδιοκτησίας, αν ο λαός τους ψήφιζε στις επόμενες εκλογές. Ακριβώς δηλαδή ό,τι είχε υποσχεθεί στους αγρότες ο Χότζα το 1946 για να εδραιωθεί στην εξουσία. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1991 ολοκληρώνεται σήμερα με το νόμο 20/2020, δηλαδή περίπου 30 χρόνια μετά, επί πρωθυπουργίας Έντι Ράμα, ο οποίος είχε ξεκινήσει να μοιράζει τους πρώτους τίτλους ιδιοκτησίας στους νέους ιδιοκτήτες της αγροτικής μεταρρύθμισης το 2014.
Ο νόμος 7501 είχε όμως και μια απρόβλεπτη παρενέργεια για την κυβέρνηση των Τιράνων, καθώς έδωσε το δικαίωμα στους κοινοτάρχες των μειονοτικών χωριών να μοιράσουν τη γη των προγόνων τους στα μέλη της κοινότητας, αφού είχαν λάβει την a priori εντολή από το αλβανικό κράτος για να προβούν στη διανομή της αγροτικής γης της περιοχής τους.
Ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς πριν το 1944, η αγροτική μεταρρύθμιση του 1991 έδωσε τη δυνατότητα στις τοπικές κοινωνίες να μοιράσουν τη γη κατά κανόνα στους αυτόχθονες, παρόλο που κατά την περίοδο του κομουνισμού υπήρξαν αρκετές μετακινήσεις πληθυσμών. Εάν για παράδειγμα ένας Χιμαριώτης ή ένας Κορυτσαίος είχε εκτοπιστεί σε ένα χωριό της κεντρικής Αλβανίας, με τον νόμο 7501 θα αποκτούσε αγροτική γη στο νέο τόπο κατοικίας του, και όχι στον τόπο καταγωγής του.
Ο Μπερίσα ανέτρεψε στην πορεία τον νόμο 7501, ειδικά για τις τουριστικές περιοχές, όπως είναι η παραλία της Χιμάρας, και κατέστησε με νέο νόμο τους εκδοθέντες τίτλους χρήσης άκυρους. Η πρόφαση του Μπερίσα ήταν πως οι περιοχές αυτές αποτελούσαν πλέον τουριστικά οικόπεδα και όχι αγροτική γη και ως εκ τούτου αποτελούσαν περιοχές με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, που θα έπρεπε να παραμείνουν περιουσία του αλβανικού κράτους.
Η ανατροπή του νόμου 7501 για τις τουριστικές περιοχές έφερε και την πρώτη κόντρα ανάμεσα στην ελληνική μειονότητα και στην αλβανική κυβέρνηση το 1995, η οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα στην Ελλάδα μετά την πρόσφατη υπόθεση Μπελέρη.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, λιγότερο γνωστή, πτυχή του όλου ζητήματος, αυτή της αποκατάστασης ή αποζημίωσης των ακινήτων περιουσιών των Βορειοηπειρωτών, για την οποία το ελληνικό κράτος, μέχρι σήμερα, δεν έχει επιδείξει το ανάλογο ενδιαφέρον.
Στην Αλβανία υπήρχαν γραφεία καταγραφής των τίτλων ιδιοκτησίας (Cadastre), οργανωμένα στα ιταλικά πρότυπα, από την εποχή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Αλβανίας ο Αχμέτ Ζώγου το 1922. Στα γραφεία αυτά οι πολίτες κατέγραφαν τους οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας (ταπιά) ή στην περίπτωση που δεν υπήρχαν οθωμανικοί τίτλοι, η αναγνώριση των ιδιοκτησιών γινόταν με δικαστική απόφαση με έξι μάρτυρες, ευυπόληπτα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Οι ορθόδοξοι της Κορυτσάς, οι οποίοι δεν έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη για το καθεστώς του Ζώγου, είχαν έναν παράλληλο τρόπο καταγραφής των περιουσιών, η οποία γινόταν στα γραφεία της τοπικής μητρόπολης.
Για τους ορθοδόξους της πόλης, που αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες, η εκκλησία κατείχε κεντρικό ρόλο στη ζωή τους, καθώς ήταν το καθημερινό σημείο επαφής τους με τον ελληνισμό, μέχρι και το 1937, που η κατάσταση μεταβλήθηκε με την ίδρυση της Αυτοκεφάλου Αλβανικής Εκκλησίας.
Σε αντίθεση με το ό,τι συνέβη στη Σοβιετική Ένωση, ο Χότζα επέλεξε να μην καταστρέψει τους παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας. Ως αποτέλεσμα, παρέμειναν ακέραιοι στα τοπικά γραφεία των μεγάλων πόλεων της Αλβανίας, ενώ καθώς φαίνεται υπήρχε και δεύτερο αντίγραφο όλων των βιβλίων μεταγραφών στο κεντρικό γραφείο στα Τίρανα.
Με την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος, άνοιξε το μεγάλο ζήτημα της επιστροφής των περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες, πριν δηλαδή τις 29 Νοεμβρίου του 1944, ημερομηνία που ο Χότζα κατέλαβε την εξουσία. Στην Αλβανία αρχικά επικράτησε ο όρος «πρώην ιδιοκτήτης», ώστε να γίνεται η διάκριση με τους νέους ιδιοκτήτες, που επωφελήθηκαν από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1991. Εξ αρχής τέθηκε επίσης το ζήτημα της επιστροφής της εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά και της περιουσίας της μουσουλμανικής κοινότητας.
Το 1993 ξεκίνησε με τον νόμο 7698/1993 η διαδικασία αποκατάστασης και αποζημίωσης των περιουσιών των πρώην ιδιοκτητών, μια διαδικασία που έτρεξε επίσης στη γειτονική Βουλγαρία, αλλά και στη Ρουμανία. Το νομικό πλαίσιο στην Αλβανία είναι εξαιρετικά σύνθετο, καθώς ο νόμος του 1993 έχει αλλάξει εξολοκλήρου τουλάχιστον τρεις φορές μέχρι σήμερα. Η διαδικασία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και η τελευταία παράταση για υποβολή νέων αιτήσεων αναγνώρισης ιδιοκτησιών είναι μέχρι το τέλος του 2024, μια καταληκτική ημερομηνία όμως που στο παρελθόν έχει παραταθεί αρκετές φορές.
Η επιστροφή των κτισμάτων και οικοπέδων στους πρώην ιδιοκτήτες ήταν εξαιρετικά προβληματική από την αρχή, καθώς ταυτόχρονα με τα γραφεία επιστροφής περιουσιών λειτουργούσαν και «γραφεία ιδιωτικοποιήσεων.»
Έτσι, ενώ μπορεί το γραφείο επιστροφής περιουσιών να απέδιδε ένα οικόπεδο στον πρώην ιδιοκτήτη, μια άλλη υπηρεσία που δρούσε ανεξάρτητα από την πρώτη έβγαζε το ίδιο οικόπεδο σε δημοπρασία ή το «ιδιωτικοποιούσε.»
Τέλος, ένα οικόπεδο για να επιστραφεί, έπρεπε πρώτα να χαρακτηριστεί νομικά ως «ελεύθερο», δηλαδή να μην είχε κτιστεί από το κράτος πριν το 1991, να μην χρησιμοποιείται για το δημόσιο συμφέρον (ο Χότζα είχε εμμονή να γκρεμίζει σπίτια για να δημιουργεί νέα πάρκα και πλατείες), να μην έχει ιδιωτικοποιηθεί μετά το 1991, να μην βρίσκεται σε τουριστική περιοχή και μια σειρά άλλων περιορισμών. Επίσης, η μέγιστη επιφάνεια οικοπέδου που επιστρεφόταν αρχικά ήταν συνολικά 5.000 μ2 ανά πρώην ιδιοκτήτη. Ο νόμος του 1993 προέβλεπε περιορισμένες αποζημιώσεις σε μορφή ομολόγων, οι οποίες δόθηκαν κυρίως στους πρώην ιδιοκτήτες αγροτικής γης, η οποία δεν επιστρεφόταν, καθώς κατά κανόνα ήταν μοιρασμένη με τον νόμο 7501. Μετά την κρίση των πυραμίδων του 1997, η αξία των κρατικών ομολόγων μηδενίστηκε. Στην ουσία ο νόμος 7698 του 1993 για το ζήτημα των περιουσιών είχε μεταθέσει τη λύση του προβλήματος για αργότερα.
Το 1996 η Αλβανία υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το 1998 εναρμόνισε το αλβανικό σύνταγμα, ώστε να ενσωματωθούν έννοιες όπως αυτή του «fair recompense». Τελικά το 2004 ψηφίστηκε ένας καινούργιος νόμος (9235/2004) σε συνεργασία με ξένους εμπειρογνώμονες, ο οποίος δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες στους πρώην ιδιοκτήτες, καθώς πλέον θα μπορούσαν να αιτηθούν την επιστροφή και την αποζημίωση των περιουσιών τους εξολοκλήρου, χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, ενώ οι αποζημιώσεις που θα δίνονταν θα ήταν βασισμένες στις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Παρόλο που ο νόμος ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ούτε αυτός έλυσε το ιδιοκτησιακό πρόβλημα, καθώς στην πράξη ήταν ανεφάρμοστος. Η αλβανική κυβέρνηση πίστευε ότι τα χρήματα για τις αποζημιώσεις θα εκταμιεύονταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να λυθεί οριστικά το ζήτημα των περιουσιών και να ξεκινήσει η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας. Από τη στιγμή όμως που το μεγαλύτερο κομμάτι των περιουσιών δεν μπορούσε να επιστραφεί στους νόμιμους ιδιοκτήτες, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης παρέμενε αστρονομικό και αδύνατο να καλυφθεί είτε από την Αλβανία, είτε από την Ε.Ε.
Το 2009 η κυβέρνηση Μπερίσα έκλεισε τα τοπικά γραφεία επιστροφής και αποζημίωσης περιουσιών και μετέφερε την διαδικασία σε μια κεντρική υπηρεσία στα Τίρανα. Η υπηρεσία αυτή σήμερα έχει μετονομαστεί ως ATP (Agjencia e Trajtimit të Pronave) και παραμένει στα Τίρανα, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο την διαδικασία για όσους διαμένουν εκτός της αλβανικής πρωτεύουσας.
Το 2015 η κυβέρνηση Ράμα ακύρωσε την προηγούμενη νομοθεσία και επανάφερε περιορισμούς στην επιστροφή των περιουσιών, ενώ μείωσε σε σημαντικό βαθμό το ύψος των αποζημιώσεων, αλλάζοντας τον τρόπο υπολογισμού, με το νόμο 133/2015. Με τον νόμο 77/2022 η αλβανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να τροποποιήσει και πάλι το νομικό πλαίσιο, ύστερα από καταδικαστικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το 1995 η κυβέρνηση των ΗΠΑ σύναψε μια διμερή συμφωνία με την Αλβανία για το ζήτημα της αποκατάστασης και αποζημίωσης των περιουσιών. Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε ότι η Αλβανία αναγνωρίζει στους Αμερικανούς (νομικά ή φυσικά πρόσωπα) ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με αυτά των Αλβανών, ώστε να διεκδικήσουν την επιστροφή ή την αποζημίωση των περιουσιών τους σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία (άρθρο 5). Το αποτέλεσμα μετά από την αμερικανική παρέμβαση, ήταν η περιουσία της Conservative Baptist Mission Society της Κορυτσάς να επιστραφεί εξολοκλήρου, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση η εγχώρια νομοθεσία εφαρμόστηκε στο ακέραιο υπέρ των πρώην ιδιοκτητών.
Η ελληνική πολιτεία επέλεξε να μην εμπλακεί στο ζήτημα των περιουσιών, θεωρώντας ότι είναι μια εσωτερική υπόθεση μεταξύ του αλβανικού κράτους και των πολιτών του. Πέρα όμως από τους 128.000 ομογενείς από την Αλβανία, που έχουν αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια από το 1991 μέχρι σήμερα, υπάρχει ένας αριθμός Βορειοηπειρωτών, κυρίως από την Κορυτσά και την περιοχή του Αργυροκάστρου, που εγκατέλειψαν την Αλβανία τη δεκαετία του 20 και του 30 με προορισμό την Ελλάδα, Αυτό συνέβη, επειδή αρκετοί Βορειοηπειρώτες δεν αποδέχτηκαν τη νέα πραγματικότητα, που προέκυψε μετά τον Νοέμβριο του 1921, με την οριστική απόδοση της Β. Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Κατά κανόνα, οι απόγονοι αυτών των Βορειοηπειρωτών δεν ομιλούν αλβανικά, δεν γνωρίζουν την αλβανική πραγματικότητα και χωρίς την αρωγή της ελληνικής πολιτείας δεν θα μπορέσουν ποτέ να διεκδικήσουν τα περιουσιακά τους δικαιώματα.
* Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι υποψήφιος διδάκτορας διπλωματικής ιστορίας της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών