Η Μικρασιατική Εκστρατεία και το ψευδές αφήγημα περί «χλιαρών Μικρασιατών»

Η τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας εξακολουθεί να περιβάλλεται από πλήθος αφηγημάτων που άλλοτε ελαφρύνουν και άλλοτε μεταθέτουν ευθύνες. Δυστυχώς, το κυρίαρχο αφήγημα που αναπαράγεται επί δεκαετίες επιχειρεί να προσφέρει ελαφρυντικά τόσο στα ελλαδικά καθεστώτα – βενιζελικά και φιλοβασιλικά – όσο και σε αξιωματικούς που αποδείχθηκαν κατώτεροι της ιστορικής αποστολής τους. Για να καλυφθεί αυτή η ανεπάρκεια, η ευθύνη συχνά επιρρίπτεται στους ίδιους τους Μικρασιάτες, οι οποίοι – κατά την επίσημη εκδοχή – «δεν ήταν μαθημένοι στον πόλεμο» ή «είχαν νοοτροπία δούλου».
Πρόκειται για μια ιστοριογραφική στρέβλωση που αδικεί όχι μόνο έναν ολόκληρο πληθυσμό, αλλά και τη βαθύτερη ουσία του Μικρασιατικού εγχειρήματος, το οποίο υπήρξε το πιο καθοριστικό εθνικό όραμα του 20ού αιώνα. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια νηφάλια επανεξέταση των αντικειμενικών δεδομένων, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και τις μαρτυρίες της εποχής.

Κατά την έναρξη της εκστρατείας, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε τρία Σώματα Στρατού με οκτώ Μεραρχίες, σοβαρά υποστελεχωμένες. Σε επίπεδο τάγματος, η δύναμη έφθανε κατά μέσο όρο τους 560 άνδρες, έναντι 900 προβλεπόμενων. Από τις οκτώ Μεραρχίες, μόνον τέσσερις μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για επιθετικές επιχειρήσεις· οι υπόλοιπες είχαν αναλάβει τη διαχείριση της εκτεταμένης ζώνης κατάληψης.
Στη Διάσκεψη του Λονδίνου (21 Φεβρουαρίου 1921), ο Γάλλος στρατάρχης Φος εκτίμησε ότι η εκστρατεία απαιτούσε τουλάχιστον 27 πλήρως στελεχωμένες Μεραρχίες για να απωθηθεί ο κεμαλικός στρατός έως τον ποταμό Άλυ. Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε λιγότερο από το ένα τρίτο αυτής της δύναμης. Η ανεπάρκεια δεν περιοριζόταν στους αριθμούς· η επιμελητεία, τα μέσα μεταφοράς και το πυροβολικό υστερούσαν τεχνικά έναντι του τουρκικού, ιδίως μετά το 1921, όταν ο Κεμάλ άρχισε να εξοπλίζεται συστηματικά από τους Σοβιετικούς.
Οι λόγοι της υποστελέχωσης ήταν πολλοί: μαζικές αποσπάσεις σε γραφειοκρατικές θέσεις, παρατεταμένες άδειες, και εκτεταμένα φαινόμενα ανευθυνότητας ακόμη και μεταξύ αξιωματικών. Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις όπου στελέχη της 4ης Μεραρχίας στο Αφιόν Καραχισάρ επιδίδονταν σε χαρτοπαιξία ή εμπορικές δραστηριότητες αμφίβολης νομιμότητας, την ώρα που το μέτωπο αποδυναμωνόταν.

Εάν ληφθεί υπόψη η εκτίμηση του Φος, ο Ελληνικός Στρατός υπολειπόταν τουλάχιστον δέκα Μεραρχιών. Δύο θα μπορούσαν να προέλθουν από τη Στρατιά του Έβρου, η οποία παρέμεινε αδρανής παρά την αρχική αποστολή της να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Άλλες τρεις Μεραρχίες θα μπορούσαν να καλυφθούν από τον ποντιακό αντάρτικο στρατό, ο οποίος αριθμούσε 30.000 οπλισμένους άνδρες με εμπειρία ανταρτοπολέμου. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των Ποντίων για ενίσχυση με οπλισμό και αξιωματικούς, οι ελληνικές κυβερνήσεις – βενιζελικές και φιλοβασιλικές – αδιαφόρησαν, όπως και ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, στην εθελοντική επιστράτευση ανταποκρίθηκαν 14.000 έως 19.500 άνδρες· ένας μέσος όρος 16.750, δηλαδή περισσότερο από μιάμιση Μεραρχία. Στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης υπήρχαν περίπου 500.000 άρρενες όλων των ηλικιών, εκ των οποίων περίπου 85.000 ανήκαν στις στρατεύσιμες κλάσεις 18–50 ετών. Θεωρητικά, το ανθρώπινο δυναμικό υπήρχε· πρακτικά, η ελλαδική διοίκηση δεν το αξιοποίησε.
Η ένταξη των Μικρασιατών στις μονάδες του Ελληνικού Στρατού καθυστερούσε ή απορριπτόταν. Πολλοί εθελοντές έδιναν ψεύτικα ονόματα, φοβούμενοι τα αντίποινα των Τούρκων σε συγγενείς τους. Άλλοι αποθαρρύνονταν, καθώς οι ελληνικές αρχές δεν τους παρείχαν ούτε υπηκοότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής απορρίφθηκε το 90% των αιτήσεων πολιτογράφησης, κορυφούμενο με τον Νόμο 2870 της 20ης Ιουλίου 1922, που πρακτικά άφηνε τους Ίωνες απροστάτευτους. Όπως φέρεται να είπε ο Στεργιάδης: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα.»

Τον Φεβρουάριο του 1922, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης υποστήριξε τη δημιουργία Μικρασιατικής Άμυνας 80.000 ανδρών, που θα χρηματοδοτείτο με το 20% των περιουσιών των πολιτών (ύψους περίπου 2 δισ. δραχμών) και με εισφορές της Εκκλησίας. Ήταν μια πράξη ύστατης αυτοοργάνωσης, η οποία, αν υλοποιούνταν, θα μπορούσε να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα αναστροφής της κατάστασης. Η πρόταση, ωστόσο, συνάντησε την οργή του Στεργιάδη, ο οποίος απείλησε τον Χρυσόστομο με φυλάκιση.
Παράλληλα, το Κίνημα των Αμυνιτών πρότεινε τη δημιουργία σώματος Πολιτοφυλακής Σμύρνης, 50.000 ανδρών, που θα εκπαιδευόταν από τον Ελληνικό Στρατό. Το σχέδιο ήταν απλό και ρεαλιστικό: η πολιτοφυλακή θα εξασφάλιζε την οπισθοφυλακή, επιτρέποντας στον τακτικό στρατό να επικεντρωθεί στις επιθετικές επιχειρήσεις. Μετά από έναν χρόνο εκπαίδευσης, μέρος του σώματος θα ενίσχυε το μέτωπο, αντικαθιστώντας παλαιότερες σειρές Ελλαδιτών. Η ελλαδική κυβέρνηση όμως το απέρριψε, επιλέγοντας τη διατήρηση ενός ασταθούς status quo αντί της στρατηγικής πρωτοβουλίας.

Η αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας δεν μπορεί να αποδοθεί στη δήθεν απροθυμία των Μικρασιατών να πολεμήσουν. Αντιθέτως, αυτοί υπήρξαν οι μόνοι που αντιλήφθηκαν τον υπαρξιακό χαρακτήρα του αγώνα. Οι ελλαδικές ηγεσίες απέτυχαν να κατανοήσουν το μέγεθος της ιστορικής στιγμής και να συντονίσουν τις διαθέσιμες δυνάμεις, στρατιωτικές και πολιτικές. Εγκλωβισμένες σε κομματικές αντιπαλότητες, δίστασαν να προχωρήσουν στην τολμηρή αξιοποίηση των ευκαιριών που προσέφερε το 1919–1921, την περίοδο όπου οι τοπικοί πληθυσμοί υποδέχονταν τον Ελληνικό Στρατό ως απελευθερωτή.
Ακόμη και οι αγροικίες γύρω από τη Σμύρνη διέθεταν τυφέκια Μάνλιχερ και Γκρα, λειτουργώντας ως προφυλακές χωρίς επίσημη στρατιωτική δομή – μαρτυρία που επιβεβαιώνεται και στα απομνημονεύματα της Φιλιώς Χαϊδεμένου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έλειπαν από τον αγώνα· τους στέρησαν τη δυνατότητα να πολεμήσουν.
Η ιστορία διδάσκει ότι τα έθνη δεν χάνονται από την αδυναμία των λαών τους, αλλά από την ανικανότητα των ηγεσιών τους να τους εμπνεύσουν, να τους οργανώσουν και να τους εμπιστευθούν. Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε ακριβώς αυτό: η αποτυχία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας να σταθεί στο ύψος του πιο τολμηρού ελληνικού οράματος της νεότερης εποχής.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών