Η Αριστερά και το αδιέξοδο των εθνικών διεκδικήσεων

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε στη θέση μιας νικήτριας αλλά βαθιά τραυματισμένης χώρας, με σοβαρές εθνικές, κοινωνικές και οικονομικές εκκρεμότητες. Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης βρέθηκαν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, ένα πεδίο στο οποίο η Αριστερά και ιδιαίτερα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.) παρουσίασαν έντονες αντιφάσεις.

Την περίοδο 1944–1945, το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς ήταν συσπειρωμένο γύρω από το ΕΑΜ, με ηγεμονικό ρόλο του Κ.Κ.Ε. Στη Διάσκεψη του Λιβάνου (Μάιος 1944) τα αριστερά κόμματα αποδέχθηκαν πλήρως τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις. Μικρότερα κόμματα της Αριστεράς ζητούσαν χωρίς επιφυλάξεις την απόδοση της Βόρειας Ηπείρου, ενώ τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος θεωρούνταν αυτονόητα ελληνικά αιτήματα.

Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Νίκος Ζαχαριάδης. Τον Μάιο του 1945, σε συνέντευξή του στο Παρίσι, εμφανίστηκε —σύμφωνα με τον ελληνικό Τύπο— επιφυλακτικός ή και αρνητικός απέναντι στις εθνικές διεκδικήσεις, προτείνοντας δημοψηφίσματα και προειδοποιώντας για κινδύνους αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις.
Λίγες ημέρες αργότερα, επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Ζαχαριάδης ανασκεύασε, υποστηρίζοντας ότι οι απόψεις του παρερμηνεύθηκαν και ότι το Κ.Κ.Ε. δεν αμφισβητούσε τους εθνικούς στόχους, αλλά τον τρόπο διεκδίκησής τους. Τόνισε μάλιστα πως το κόμμα θα πειθαρχούσε στην απόφαση του ελληνικού λαού, ακόμη και σε περίπτωση στρατιωτικής λύσης.

Κατά το 1945 και τις αρχές του 1946, το Κ.Κ.Ε. διατύπωνε συχνά ασαφείς και αντιφατικές θέσεις. Άλλοτε υποστήριζε πλήρως τις εθνικές διεκδικήσεις και άλλοτε κατήγγελλε τη χρήση τους ως εργαλείο εθνικιστικής χειραγώγησης. Παράλληλα, ζητούσε συμμετοχή στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, θεωρώντας ότι ο αποκλεισμός του υπονόμευε την ενιαία διεθνή εικόνα της χώρας.

Από την άνοιξη του 1946, ο Ζαχαριάδης υιοθέτησε σκληρότερη ρητορική, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι επιχειρεί αναβίωση της «Μεγάλης Ιδέας». Την ίδια στιγμή, ο κομματικός Τύπος συνέχιζε να προβάλλει αιτήματα για την Κύπρο και την Ανατολική Θράκη. Κατά τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, το Κ.Κ.Ε. κατήγγειλε τις ελληνικές κυβερνήσεις ως υποχείρια των Αγγλοαμερικανών και χαρακτήρισε τις εθνικές διεκδικήσεις τυχοδιωκτικές.
Ωστόσο, η Αριστερά απέστειλε κοινή επιστολή προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ζητώντας την απόδοση όχι μόνο των Δωδεκανήσων, αλλά και της Κύπρου, της Βόρειας Ηπείρου και της Ανατολικής Θράκης, καθώς και τη διασφάλιση των συνόρων και την καταβολή επανορθώσεων.

Οι παλινωδίες του Κ.Κ.Ε. οφείλονταν σε βαθύτερα πολιτικά και ιδεολογικά αδιέξοδα. Το κόμμα όφειλε να απευθύνεται σε έναν λαό με έντονο εθνικό συναίσθημα, ενώ ταυτόχρονα ήταν δεσμευμένο στον διεθνισμό και στις σχέσεις με τα κομμουνιστικά κόμματα των γειτονικών χωρών. Η προσπάθεια γεφύρωσης αυτών των αντικρουόμενων στόχων οδήγησε σε μια πολιτική γεμάτη αντιφάσεις.

Τελικά, η Ελλάδα από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης πέτυχε μόνο την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων. Η Αριστερά και ειδικά το Κ.Κ.Ε. δεν κατόρθωσαν να διαμορφώσουν μια σταθερή και ρεαλιστική γραμμή για τα εθνικά ζητήματα, όπως άλλωστε και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Το ζήτημα των εθνικών διεκδικήσεων ανέδειξε με σαφήνεια τα όρια και τις αντιφάσεις της ελληνικής πολιτικής ζωής σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια